ΟΜΙΛΙΑ Β (1908). Στάρετς Βαρσανούφιος.
Αρον κύκλω τούς οφθαλμούς σου, Σιών, καί ίδε·
ιδού γάρ ηκασί, σοι εκ βορρά
και εώας και θαλάσσης τα τέκνα σου».
1. Να τώρα, θα λέγαμε, από διάφορα μέρη αναζητώντας τον Χριστό μας ήρθατε εδώ σεις, παιδιά μου.
Να σας αμείψει γι' αυτό ό Κύριος. Και να στείλει στις καρδιές σας την ειρήνη και την εν άγίω Πνεύματι χαρά.
Είσθε μακάριοι, πού αγαπήσατε τον Κύριο και ήρθατε να περάσετε την μεγάλη αυτή εορτή των Χριστουγέννων στην Ιερά αυτή Μονή. Σήμερα ό κόσμος είναι φορτωμένος με ελαττώματα και ανομίες· και πολλοί θα απολεσθούν μια για πάντα. Μα εσείς εδώ είσαστε ασφαλείς, σ' αυτό τον άγιο λιμάνι, στο σπίτι της Παναγίας μας. Μη τον ξεχνάτε, ότι εδώ οδηγηθήκατε χάρις στις μητρικές της προσευχές και πρεσβείες. Δοξάστε τον Θεό, πού σας φυλάει από κάθε ατυχία και συμφορά. Μα ίσως κάποιος από σας θα αξιωθεί του αγγελικού σχήματος. Δεν σας προσκαλώ εγώ στο μοναστήρι. Μπορείτε να σωθείτε και ζώντας στον κόσμο. Μόνο να μη ξεχνάτε τον Θεό. Στο μοναστήρι πάνε, για να φτάσουν σε μια ανώτερη πνευματική κατάσταση.
2. Εδώ υπάρχουν πιο πολλοί πειρασμοί. Μα και γι' αυτό ό Θεός δίνει πιο πολλή την θεία Του χάρι και βοήθεια. Μια φορά ένας άγιος ήθελε να μάθη, πόσο βοηθάει ό Κύριος τούς μοναχούς. Είδε λοιπόν ένα όραμα. Είδε ένα μοναχό: πού τον περικύκλωνε ένα ολόκληρο νέφος άγγελοι, πού όλοι κρατούσαν κεριά αναμμένα στα χέρια!
Λένε: Στον κόσμο είναι λιγότεροι οι πειρασμοί. Δεν έχουν δίκιο. Φαντασθείτε ένα άνθρωπο, πού έγινε στόχος κάποιου κακοποιού. Έστω κατόρθωσε και τού ξέφυγε. Μα εκείνος πνέει μένει! Όλο και απειλές τού εκτοξεύει! Τα λόγια του είναι σκέτο μαστίγιο: «Μόνο να πέσεις μπροστά μου»!
Ας υποθέσουμε, πώς ένας άνθρωπος κάπου πηγαίνει· και στον δρόμο πέφτει επάνω σε ένα ολόκληρο μπουλούκι εχθρούς. Τρόπος να τούς ξεφύγει δεν υπάρχει. Μα ξαφνικά, χωρίς να μπόρεση να καταλάβει πούθε, ορμάει να τον σώσει ένα στρατιωτικό σώμα. Και οι εχθροί τον βάζουν στα πόδια γεμάτοι αίματα. Τί λέτε; Δεν είναι αυτός ό δεύτερος σε πιο καλή θέση από τον πρώτο; Έτσι και στο μοναστήρι. Παρ' ότι ό εχθρός επιτίθεται με πιο άγριες διαθέσεις, όμως είναι καλλίτερα· γιατί είναι πιο κοντά ή θεία βοήθεια και δύναμη. Τον μοναστήρι έχει πολύ κόπο και μόχθο. Μα έχει και παρηγοριά τέτοια, πού στον κόσμο ούτε καν την φαντάζονται! Είναι δύσκολο να βάλει κανείς αρχή καλή. Μα όταν κανείς την βάλει, του είναι στο έξης πιο εύκολο και πιο ευχάριστο να εργάζεται για τον Θεό, αφού ζει κάτω από την σκέπη Του· με ελπίδα σωτηρίας. Γιατί ακόμα και ή όψη του ανθρώπου πού εργάζεται για τον Κύριο, μαρτυρεί την πνευματική του επιτυχία και προκοπή.
3. Μια φορά είδα στην Εκκλησία ένα Δεσπότη. Τον πρόσωπο του μου τράβηξε άθελά μου την προσοχή. Θυμήθηκα τα λόγια του Ευαγγελίου: «Και τον πρόσωπον αυτού ην πορευόμενον εις Ιερουσαλήμ». Και πράγματι· ό επίσκοπος αυτός ζούσε ασκητική ζωή και βάδιζε σταθερά για την Άνω Ιερουσαλήμ.
Και αντίθετα τον πρόσωπο του αμαρτωλού ανθρώπου αντικατοπτρίζει την πνευματική του κατάσταση. Όμως τον λυπηρό είναι ότι μερικές φορές άνθρωποι καλόψυχοι, ζουν απρόσεκτα, αφήνουν να περνά ημέρα με την ημέρα ή ζωή τους, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα έργα τους. Και θα χαθούν.
Έρχεται στην μνήμη μου από παλιότερες εποχές ή μορφή ενός από τούς πολύ γνωστούς μου: του μουσικοσυνθέτη Πασχάλωφ. Είχε μεγάλο τάλαντο. Στις συναυλίες πού έδινε συγκεντρώνονταν χιλιάδες κόσμος. Εγώ σαν κοσμικός ήμουν πολύ λάτρης της μουσικής. Έπαιζα και φυσαρμόνικα. Και για να τελειοποιηθώ στο παίξιμο της άρχισα να παίρνω μαθήματα. Μου τα έκανε ό Πασχάλωφ. Στην αρχή μου ζητούσε πολύ μεγάλη αμοιβή για τον κάθε του μάθημα. Μα εγώ έχοντας χρήματα είχα συμφωνήσει. Αργότερα όμως με αγάπησε τον ανάξιο. Μου πρότεινε λοιπόν, να μου κάνη τα μαθήματα φιλικά, χωρίς λεφτά, πράγμα πού εγώ τον αρνήθηκα.
Τα μαθήματά μας πήγαιναν καλά. Ένα μου ήταν δυσάρεστο: ότι ό Πασχάλωφ δεν πατούσε ποτέ στην Εκκλησία. Για τον θέμα αυτό πολλές φορές του είχα ανοίξει
κουβέντα:
—Αν δεν πηγαίνεις στην Εκκλησία δεν είναι δυνατό να σωθείς, του έλεγα. Και αφού πιστεύεις στον Θεό, γιατί αφήνεις ανεκμετάλλευτα τα μέσα τής σωτηρίας;
-Μα και τί κάνω; Ζω όπως όλοι- ή, τουλάχιστον, όπως σι πιο πολλοί. Τί μας χρειάζονται οι τύποι; Τάχα, αναζητώντας δεν πηγαίναμε στην Εκκλησία, δεν θα σωθούμε;
-Οπωσδήποτε όχι. Για να φτάσεις στον Παράδεισο πρέπει να πέρασης εφτά πύλες. Πέρασες την μία. Μένουν άλλες έξι!
—Ποιές είναι αυτές οι εφτά πύλες. Δεν έτυχε να ακούσω ποτέ τίποτε γι' αυτές.
-Οι εφτά πύλες είναι τα εφτά μυστήρια. Τον άγιο Βάπτισμα έχει τελεσθεί σε σας. Και συνεπώς την μια πύλη την περάσατε! Είναι όμως απαραίτητο να περάσετε και την πύλη της μετάνοιας. Και ακόμη να ενωθείτε με τον Χριστό με την θεία Κοινωνία.
-Τί είναι αυτά πού μου λέτε, Παύλε Ίβάνοβιτς. Ό καθένας μας λατρεύει τον Θεό, όπως ό ίδιος ξέρει και όπως τον βλέπει αναγκαίο. Π.χ. σεις πάτε στην Εκκλησία, νηστεύετε κ. ο. κ. Εγώ λατρεύω τον Θεό με την μουσική μου! Δεν είναι τον ίδιο;
Και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να παίζει! Δεν είχα ακούσει ποτέ μου τόσο ωραία μουσική. Έπαιζε απαράμιλλα εκείνο τον βράδυ. Κατοικούσα τότε σε ένα πολυτελές διαμέρισμα, πού ξαφνικά γέμισε κόσμο. Γιατί άνοιξαν την πόρτα και άνθρωποι από όλα τα άλλα διαμερίσματα μπήκαν μέσα να ακούσουν τον μεγαλοφυή συνθέτη. Κάποτε τελείωσε.
— Υπέροχα! παρατήρησα εγώ. Ή μουσική μπορεί να γίνεται για την μουσική. Μα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Εκκλησία. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Καιρός παντί πράγματι.
Ή συνομιλία μας εκείνο τον βράδυ παρατάθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Διεξήχθη σε ένα ωραίο κλίμα ειρηνικό και χαρούμενο. Την άλλη ημέρα ήλθε να με βρει. Και μου είπε:
—Ξέρεις, Παύλε Ίβάνοβιτς, όλη την νύχτα την πέρασα με την σκέψη, πόσο είμαι αμαρτωλός. Πόσα χρόνια δεν έχω κάμει τίποτε από τα θρησκευτικά μου καθήκοντα· και να, μετά από λίγο φθάνει ή Μεγάλη Σαρακοστή. Οπωσδήποτε θα νηστεύσω. Και θα κοινωνήσω.
-Και γιατί να περιμένετε την Τεσσαρακοστή; Ότι είναι να κάνετε, κάνετέ το τώρα!
—Όχι. Σήμερα δεν είναι ή κατάλληλη περίσταση. Άλλωστε και ή Τεσσαρακοστή δεν είναι πολύ μακριά.
Καλή ήταν ή απόφαση του Πασχάλωφ. Μα ξέχασε τον εχθρό, στον όποιο δεν είναι καθόλου ευχάριστη μια τέτοια μεταβολή μας- ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πόλεμο. Όλα αυτά τα άφησε να φύγουν από τα μάτια του.
Κάποτε μου ήρθε αργά τον βράδυ στον σπίτι. Έδωσε εντολή στην υπηρέτρια μου να βγει να πληρώσει τον άμαξά. Εκείνη βγήκε στον δρόμο, μα αντί για άμαξά είδε στην θέση του ένα τέρας, με φρικαλέα όψη- και ή ταλαίπωρη έπεσε κάτω λιπόθυμη! Πού τον επήγε τον Πασχάλωφ ό εχθρός του είναι άγνωστο. Μόνο πού την άλλη μέρα πέθανε αιφνίδια. Και ή ψυχή του απωλέσθη για πάντα. Λυπάμαι γι' αυτό κατάκαρδα. Ό εχθρός στήνει παντού - τα δίχτυα του. Γιατί θέλει να μάς πιάσει σ' αυτά και να μας άπολέση. Και οι απρόσεκτοι πιάνονται και χάνονται.
4. Όταν ήμουν ακόμη στον κόσμο, μα είχα πιάσει αρχίσει να κόβω κάθε φιλία μαζί του, έπαυσα να πηγαίνω επισκέψεις στα διάφορα σπίτια, εκτός από δύο -τρεις πολύ ευσεβείς οικογένειες, πού τις επισκεπτόμουν πότε- πότε. Μια από αυτές αποτελείτο από μια γερόντισσα-μητέρα, μια κόρη χήρα και μια εγγονή. Μια ημέρα ενώ καθισμένοι στον τραπέζι πίναμε τσάι και συζητούσαμε, ή χήρα μού διηγήθηκε τον έξης:
Μερικά χρόνια πριν, όταν έχασα τον άνδρα μου, ήμουν φοβερά λυπημένη. Ή ζωή είχε χάσει για μένα κάθε ενδιαφέρον, και ή σκέψη για αυτοκτονία ερχόταν στον νου μου όλο και πιο συχνά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την παραμονή του Πάσχα εκείνης της τραγικής για μένα χρονιάς. Με την φροντίδα της μητέρας όλα ήταν έτοιμα για τον μεγάλο εορτασμό' και τον σπίτι μας είχε πάρει την πανηγυρική του όψη. Μόνο πού στην ψυχή μου δεν είχα Πάσχα! Αντίθετα μάλιστα. Κυριαρχούσε εκεί τον ζοφερό σκοτάδι της απογοήτευσης. Ή μητέρα μου όμως, πού ήξερε την βαριά μου ψυχική κατάσταση, δεν με άφηνε σχεδόν ούτε βήμα να κάνω από κοντά της, χωρίς να με παρακολουθεί. Και τότε εγώ, σαν χρόνο κατάλληλο να φέρω σε πέρας τον λογισμό μου, να θέσω τέρμα με την αυτοκτονία στην ζωή μου, διάλεξα την νύχτα του Πάσχα. Ή μητέρα μου πήγαινε στην Εκκλησία πάντοτε πολύ νωρίς. Έτσι δεν θα ήταν στον σπίτι, σκεφτόμουν, κανένας - εκτός από την μικρή κορούλα μου - να με εμπόδιση! Είπα λοιπόν στην μητέρα μου, πώς εγώ θα αργούσα λίγο, γιατί με πονούσε τάχα τον κεφάλι. «Καλά τότε, ξάπλωσε λίγο - με συμβούλευσε ή μητέρα - και αφού σού πέραση τον κεφάλι θα πάμε μαζί στην Εκκλησία».
Για να αποφύγω την κουβέντα της ξάπλωσα. Και χωρίς να τον καταλάβω αποκοιμήθηκα. Και ξαφνικά βλέπω ένα παράξενο όνειρο. Ευρίσκομαι σε κάποιο σκοτεινό και τρομακτικό υπόγειο. Μακριά βλέπω τεράστιες φλόγες. Και από τον κάτω μέρος του υπόγειου αυτού χώρου κατακαημένη, φρικιαστική, με ένα σχοινί στον λαιμό, τρέχει προς τον μέρος μια παλιά μου συμμαθήτρια. «Όλγα, Όλγα, τί κάνεις;» φωνάζω. «Δύστυχη, και σύ θέλεις να ρθής εδώ;» μού σκούζει εκείνης. Και αμέσως αντηχεί ό γλυκύς ήχος της μεγάλης μας καμπάνας.
Άνοιξα τα μάτια μου γεμάτα φρίκη και τρόμο. Είδα πώς βρισκόμουν στον δωμάτιο μου. Και γαλήνεψα. Την ίδια στιγμή μπήκε και ή μητέρα.
-Ξύπνησες, κόρη μου; Πώς πάει τον κεφάλι σου;
-Πέρασε, μητέρα- θα πάμε μαζί στην Εκκλησία.
Χάρηκε και είπε:
-Δόξα σοι, Κύριε. Και είχα στενοχωρηθή, πώς θα έμενες χωρίς όρθρο τέτοια μέρα!
Μετά την ακολουθία, όταν με την μητέρα ανταλλάξαμε μεταξύ μας τον αναστάσιμο ασπασμό λέγοντας τον «Χριστός Ανέστη» αρχίσαμε να μιλάμε πνευματικά. Και τότε εγώ της τα διηγήθηκα όλα. Για την φίλη μου δεν ήξερα τίποτε- ούτε πού, ούτε τί τής συνέβη. Σιγά -σιγά μάθαμε την διεύθυνση του παππού της, πού ζούσε στον Σιμπίρσκ. Του γράψαμε. Τον ρωτούσαμε, τί κάνει ή Όλγα. Μάς απάντησε με την θλιβερή πληροφορία, ότι πριν από ένα χρόνο ή εγγονή του είχε αυτοκτονήσει. Τότε καταλάβαμε την σημασία του ονείρου.
Την δούλη Του αυτή ό Κύριος την συνέτισε με τον όνειρο αυτό. Εγώ δεν δίνω σημασία στα όνειρα. Όμως μερικές φορές συμβαίνουν και όνειρα με ιδιαίτερη σημασία.
5. Ήξερα ένα άνθρωπο, πού είδε κάποτε ένα όνειρο για μια μοναχή. Είδε, πώς τάχα ή ηγουμένη και οι άλλες αδελφές πήγαν μια μοναχή δεμένη- και αφού άνοιξαν ένα λάκκο στην γη, προσπαθούσαν να την βάλουν μέσα. Κύριε Ιησού Χριστέ, πού την ρίχνουν! σκέφτηκε εκείνος. Μα ή ηγουμένη διάταξε να την βάλουν πιο βαθιά, ενώ κρατούσε ή ίδια στα χέρια της τον σχοινί, με τον όποιο ή μοναχή ήταν δεμένη.
Ξύπνησε. Και τον πρωί συνάντησε μια γριά καλόγρια από τον ίδιο μοναστήρι και της διηγήθηκε τον όνειρο του.
—Και τί πάνω - κάτω χαρακτηριστικά είχε αυτή ή μοναχή; ρώτησε ή γριά.
-Ήταν ψηλή. Άσπρη. Με φακίδες στον πρόσωπο.
-Και να πού βγήκε αληθινό! Γιατί πράγματι κάτι συνέβη. Ή μοναχή αυτή έκανε μια αμαρτία. Και ή ηγουμένη την έστειλε σε ένα μακρινό κελί για κανόνα.
Επήγα και ρώτησα τον στάρετς Αμβρόσιο για την μοναχή αυτή. Και μού απάντησε:
-Δεν θα χαθεί. Αφού ή ηγουμένη δεν άφησε από τα χέρια της τον σχοινί, αυτό σημαίνει ότι θα σωθεί.
6. Και εγώ σας λέγω: Φροντίστε, τέκνα μου, να σωθείτε.
Είθε να σας αξίωση ό Κύριος, να γίνετε κληρονόμοι της Βασιλείας Του.
Είθε να έχει τις ψυχές μας ενωμένες και μετά τον θάνατο μας. Και μαζεμένοι όλοι μας εκεί, να ενθυμούμαστε και αυτό τον ταπεινό κελλάκι και αυτή την ομιλία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου