Το Ιερό Προσκύνημα του Μεγάλου Ταξιάρχη, απέριττο και γαλήνιο, βουτηγμένο στην πρασινάδα και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τον Μανταμάδο, πάντοτε ήταν ό τόπος πού όχι μόνον Μανταμαδιώτες αλλά και ξένοι εύρισκαν την ψυχική και σωματική γαλήνη στα φιλόξενα κελιά του.
Χειμώνα ή καλοκαίρι όλο τον Προσκύνημα έμοιαζε με μελίσσι· διότι κατά τούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, πού όλα τα σκέπαζε φοβέρα και τα πλάκωνε σκλαβιά, τον Προσκύνημα ήταν ό μόνος ελεύθερος τόπος, όπως μας τον βεβαιώνει και ό Μητροπολίτης Γαβριήλ (1618-1621) "Μένει δ' ό Ναός του αρχαγγέλου Μιχαήλ μετά προαυλίου και μικράς περιοχής, μη τολμόντων των Αγαρηνών άψασθαι τον καθόλου διά τον θαυματουργειν όσημέραι".
Πολλές ήταν οι φορές πού οι Αγαρηνοί τόλμησαν να μπουν στην αυλή του Ναού για να δείξουν ότι δεν φοβόταν τον Αρχάγγελο ή για να συλλάβουν κάποιον διωκόμενο απ' αυτούς πού είχε ζητήσει προστασία απ" τον Άγιο. "Όλοι τους όμως πλήρωσαν ακριβά τον τόλμημά τους. Κυνηγημένοι από τον σπαθί του Αρχαγγέλου, έτρεχαν αργότερα με δώρα· βόδια και πρόβατα για να τον εξευμενίσουν,'.
Εκτός όμως των άλλων αγαθών και του πολυτιμότερου, της ελευθερίας, τον Προσκύνημα είχε και έχει και ένα υπέροχο κλίμα, γι' αυτό παρατηρείται πώς και σήμερα ακόμη που υπάρχουν ένα σωρό θέρετρα για διακοπές, τα κελιά του Προσκυνήματος να είναι πάντοτε γεμάτα από ξένους και Μανταμαδιώτες, πού εκτός από την ψυχική τους παρόρμηση να βρεθούν λίγες ημέρες κοντά στον Ταξιάρχη, μια και τον ωραίο κλίμα ιδιαίτερα είναι κατάλληλο για παιδιά και για ασθενείς πού βρίσκονται στην ανάρρωση τους. Παλιότερα δε οι γιατροί της περιφερείας Μανταμάδου έστελναν τούς αρρώστους να μείνουν γι' αρκετό χρόνο κάτω στον Ταξιάρχη.
Ενώ λοιπόν τον Προσκύνημα είχε δεχτή τόσα πολλά αγαθά από τον προστάτη του Ταξιάρχη, τού έλειπε ακόμη ένα σημαντικό, τον νερό. Οι προσκυνητές έπαιρναν νερό πόσιμο από τον Μανταμάδο με τα Μανταμαδιώτικα σταμνιά (κμάρια) και αυτό ήταν πολύ δύσκολο γι' αυτούς.
Το θέμα αυτό απασχολούσε συνεχώς την έκάστοτε Επιτροπή τού Προσκυνήματος. Όμως νερό δεν υπήρχε εκεί κοντά πόσιμο και σε ύψωμα πού θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον Προσκύνημα. Υπήρχε πολύ καλό νερό σε ένα κτήμα και σε καλή θέση, αλλά πολύ μακριά, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο, μα και αυτό τον είχε ανάγκη ό ιδιοκτήτης. Το κτήμα αυτό ήταν τής οικογενείας Καρούλη.
Μετά από πολλή σκέψη ή τότε Επιτροπή τού 1906, αποφάσισε να ζητήσει να αγοράσει τον νερό από τον Καρούλη και παρ' όλη την μεγάλη δαπάνη για την εποχή τότε, να τον φέρει στον Προσκύνημα.
Με προθυμία δέχτηκε ό Καρούλης να τον δώσει για τον Ταξιάρχη, με τον αζημίωτο βέβαια, αλλά θα έπρεπε να ρωτούσε και την γυναίκα του, διότι ήταν τής προίκας της. Είχε πολλά κτήματα ό Καρούλης και θα μπορούσε να μεταφέρει τα ζωντανά του σε ένα απ' αυτά πού είχαν νερό.
Όταν όμως τον είπε τον βράδυ στην γυναίκα του, την Καρούλαινα, βρήκε μεγάλη αντίδραση. Δεν δίνω εγώ τον νερό, ανάρρωση τον δώσουμε καταστρέφεται τον κτήμα. Να βρούνε απ' άλλου και να μάς αφήσουν ήσυχους. Θέλω να βλέπω τον νερό να κυλά στο κτήμα μας και να πίνουν τα ζωντανά μας.
Του κάκου προσπάθησε να την μεταπείσει ό άνδρας της. Της έλεγε ότι είναι για τον Ταξιάρχη, για τούς αρρώστους, για τούς ξένους, για τούς διωγμένους, εκείνη ανένδοτη. Βγήκε στην αγορά ό Καρούλης λυπημένος, κάθισε στον καφενέ και ζήτησε ούζο. Δεν τολμούσε, ντρεπότανε να τον πει στην Επιτροπή ότι ή γυναίκα του δεν δίνει τον νερό. Όταν πέρασε ώρα και τον οινόπνευμα άρχισε να κυλά ζεστό μέσα στον αίμα του, πήρε κουράγιο, σηκώνεται πάει συναντά δύο Επιτρόπους και τούς λέει ότι ή γυναίκα του φέρνει αντίρρηση και πώς δεν θέλει να τον δώσει.
Το πρωί σαν κεραυνός ακούστηκε στον χωριό ή Καρούλαινα τυφλώθηκε. Την νύκτα ένας φοβερός πυρετός τής έφερε την τύφλωση. Οι δύο γιατροί του χωριού μας δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τον φαινόμενου και του κάκου προσπαθούσαν να τής απαλύνουν κάπως τον πόνο και την θέρμη.
Μια εβδομάδα είχε περάσει και ή κατάσταση τής Καρούλαινας δεν έλεγε να αλλάξει. Το βράδυ τής Κυριακής την επισκέφτηκαν μερικές της φίλες και καθώς την παρηγορούσαν τις ξέφυγαν κουβέντες πού μέρες τώρα στροβίλιζαν στην σκέψη τους:
- "Μωρέ καρούλαινα, μπας και τόπαθες μαθές επειδή δεν έδωσες τον νερό στον Ταξιάρχη;"
Στον άκουσμα των λόγων αυτών, τα απλανή μάτια τής Καρούλαινας άνοιξαν διάπλατα σαν να ήθελαν να δουν μέσα από τα σκοτάδια τους την αλήθεια. Ανασηκώθηκε στον κρεβάτι της και άπλωσε τα χέρια της προς τις φίλες της να την στηρίξουν. Με τρεμάμενα χείλη τις ζήτησε να τής φωνάξουν από την αγοράσει τον άντρα της. Τρομαγμένος εκείνος, φάνηκε στην πόρτα, αγκάλιασε τον κενό χώρο τής και στήριξε τα τρεμάμενα χέρια του στις δύο βάσεις. Δεν είχε την δύναμη να προχωρήσει. Φοβόταν να αντιμετωπίσει τον χειρότερο.
- Τί είναι, τί συμβαίνει;
- Μη φοβάσαι Καρούλη, δεν είναι τίποτα, τί χάλια είναι αυτά; Ή Καρούλαινα σε ζητά, κάτι θέλει να σού πει.
Εκείνη σήκωσε τα κατακόκκινα μάτια της προς τον μέρος
του άντρα της και με τρεμάμενη φωνή του είπε:
- "Πήγαινε να πής στην Επιτροπή ότι το δίνω τον νερό στον Ταξιάρχη" και σταυροκοπήθηκε. Το ίδιο έκαναν όλοι τους.
Αυτές τις ήμερες στα κελιά του Ταξιάρχη έμεινε προσκυνητής κάποιος Καραδούκας, από τον Μεσαγρό Γέρας, πολύ πλούσιος και ευσεβής. Συνέπεσε την ώρα αυτή να κάθεται στον Καφενείο με δύο Επιτρόπους του Ταξιάρχη. Μπαίνει μέσα ό Καρούλης αλαφιασμένος και χαμογελαστός, τούς πλησιάζει και λέει στους δύο Επιτρόπους: «Ή γυναίκα μου μου είπε ότι δίνει τον νερό στον Ταξιάρχη».
Ό Καραδούκας ζήτησε να μάθει τί σήμαινε αυτό, και οι Επίτροποι του είπαν απ' την αρχή όλη την υπόθεση για την ύδρευση. Τότε εκείνος προθυμοποιήθηκε να αναλάβει όλη την δαπάνη τού έργου, ανάρρωση βέβαια του τον επέτρεπαν. Οι Επίτροποι μετά από την ευχάριστη αυτή έκπληξη και αφού συνειδητοποίησαν αυτό πού τούς έλεγε ό Καραδούκας, σηκώθηκαν όρθιοι και δακρυσμένοι του είπαν ότι αυτό θα είναι τον μεγαλύτερο δώρο πού δίνεται εις τον ναόν του Ταξιάρχη.
Σχεδόν σε μια εβδομάδα άρχισαν οι εργασίες και εντατικά προχωρούσαν προς τον τελικό σκοπό.
Ό πυρετός της Καρούλαινας έπεσε, όμως ή τύφλωση παρέμεινε ακόμη.
Πέρασε αρκετός καιρός, οι εργασίες τελείωναν και μια ωραία καλλιμάρμαρη βρύση στόλιζε τώρα την αυλή του Προσκυνήματος. Ό κόσμος με μεγάλη ανυπομονησία περίμενε την ευλογημένη ημέρα πού για πρώτη φορά θα έτρεχε από την βρύση τον νερό, και ήλθε. Οι ιερείς με τα χρυσά τους άμφια περίμεναν να πάρουν τις πρώτες σταγόνες για να κάμουν με αυτές τον αγιασμό των εγκαινίων. Ή αυλή του Ταξιάρχη είχε γεμίσει από κόσμο χαρούμενο.
Ή Καρούλαινα, πρώτη στην γραμμή, περίμενε, βοηθούμενη από τις γνωστές και φίλες της. Ξεφωνητά και χαρούμενες φωνές καλωσόριζαν τις πρώτες σταγόνες. Το χαρούμενο πλήθος σταυροκοπούμενο έβλεπε επί τέλους γάργαρο νερό να τρέχει από την παρθένα βρύση. Όλος ό περίβολος του Ταξιάρχη ήταν
τώρα ένα τρελό πανηγύρι χαράς.
Οι ιερείς άρχισαν τον αγιασμό με τον τροπάριο των Ταξιαρχών "Των Ουρανίων Στρατιών "Αρχιστράτηγοι..."
Επεκράτησε απόλυτη ησυχία λες και άδειασε ή αυλή· μόνο οι ψαλμωδίες των Ιερέων και των Ιεροψαλτών ακουγόταν καθαρές και κρυστάλλινες, σαν τον κρυστάλλινο νερό του Ταξιάρχη.
Τελείωνε ό αγιασμός και ό Καραδούκας πρώτος με την Καρούλαινα έπειτα, προχώρησαν να σπασθούν τον Σταυρό και να ραντιστούν με αγιασμό.
- Τα μάτια μου, παπά μου, τα ματάκια μου... ράντισέ τα, σταύρωσε τα...
Ό ιερεύς πέρασε πάνω από τα απλανή μάτια τής Καρούλαινας τον αγιασμένο βασιλικό. Ό αγιασμός αναμείχτηκε με τα καυτά δάκρυα τής Καρούλαινας. Για μια στιγμή στάθηκε ακίνητη.
Οι φίλες της πού την βοηθούσαν, τρόμαξαν και έσκυψαν να δουν τί συμβαίνει. Εκείνη έτριβε τα μάτια της, τα άνοιγε και πάλι τον ίδιο, ώσπου στον τέλος φώναξε:
- "Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου, βλέπω, βλέπω, σ' ευχαριστώ!" και πέφτοντας στα γόνατα σύρθηκε και προχώρησε μέσα από τον κατάπληκτο πλήθος και στάθηκε εμπρός στην ανάγλυφη εικόνα τού Ταξιάρχη και αναλύθηκε σε δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης.
Μέχρι σήμερα τον προαύλιο του Προσκυνήματος τον στολίζει ακόμη ή απέριττη καλλιμάρμαρη βρύση με τον εξής επίγραμμα:
ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥΤΟ ΗΓΟΡΑΣΘΗ ΚΑΙ ΜΕΤΩΧΕΤΕΥθΗ ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΟΥ ΕΚ ΜΕΣΑΓΡΟΥ ΓΕΡΑΣ ΕΥΣΕΒΟΥΣ κ. ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΡΑΔΟΥΚΑ ΕΙΣ ΟΝ ΑΙΔΙΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ 1907
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου