Το 1963 έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο άλλος ένας πολύτιμος «ζωντανός σύνδεσμος», ό πνευματικός γιός του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, ονόματι π. Σπυρίδων Έφίμοφ. Ό Ευγένιος και ό Γκλέμπ δεν επρόκειτο να συναντήσουν άλλον άνθρωπο τόσο κοντά στο πνεύμα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, όσο εκείνος. Παρόλο πού ό π. Σπυρίδων δεν ήταν μια μορφή του βεληνεκούς του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, ωστόσο τον θύμιζε, καθώς είχε απαρνηθεί τα πρότυπα του κόσμου και είχε αποκτήσει σε κάποιο βαθμό μια ποιότητα «διά Χριστόν σαλότητας». Όπως ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης, έτσι κι αυτός είχε ασυνήθιστα άμεση επικοινωνία με τα παιδιά. Παρά τον γεγονός ότι ήταν ήδη ηλικιωμένος και με γκρίζα μαλλιά, τον πρόσωπο του έμοιαζε με πρόσωπο εφτάχρονου παιδιού.
Ό π. Σπυρίδων είχε μεγαλώσει στην Κροστάνδη, στην βόρεια Ρωσία, όπου ή οικογένεια του είχε στενές σχέσεις με τον εξέχοντα και θαυματουργό ποιμένα της Εκκλησίας, π. Ιωάννη της Κροστάνδης . Το 1927, σε ηλικία είκοσι δύο χρόνων έφτασε στην Γιουγκοσλαβία - την καρδιά της παροικίας των αντικομουνιστών Ρώσων μεταναστών εκείνη την περίοδο - και ξεκίνησε σπουδές στο τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Τότε γνώρισε τον μελλοντικό αρχιεπίσκοπος Ιωάννη, ό όποιος ήταν συμφοιτητής του στο πανεπιστήμιο, έξι χρόνια μεγαλύτερος. Ή φιλία του με τον μελλοντικό αρχιεπίσκοπος του άλλαξε την ζωή, ανοίγοντας του μια εσωτερική πραγματικότητα πέρα από τα εγκόσμια και βοηθώντας τον ν' αποφασίσει να πάρει τον μονοπάτι ζωής του μοναχισμού. Όταν τελικά χειροτονήθηκε και ιερέας και ορίστηκε να διακονήσει σ' ένα ρωσικό προσφυγικό καταυλισμό στην Τεργέστη της Ιταλίας, προϊστάμενος επίσκοπος του ήταν ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης και μάλιστα τον επισκεπτόταν τακτικά.
Το 1963, ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης του ζήτησε να έρθει στο Σαν Φρανσίσκο εκεί τον κατέστησε έναν από τους προεξάρχοντες κληρικούς και επίσης επιθεωρητή του λυκείου του καθεδρικού ναού.
Ό Ευγένιος και ό Γκλέμπ γνωρίστηκαν για πρώτη φορά με τον π. Σπυρίδωνα, όταν εκείνος έκανε τον πρώτο του κήρυγμα στο Σαν Φρανσίσκο. Ό Γκλέμπ έγραψε αργότερα: «Ή πρώτη μας εντύπωση από εκείνον ήταν εξαιρετική. Καταλάβαμε αμέσως ότι επρόκειτο για άνθρωπο άδολο, με ψυχή παιδιού. Προσέξαμε ότι ό λόγος του χαρακτηριζόταν από βαθιά θεολογική γνώση και τον πρόσωπο του ακτινοβολούσε με μία λάμψη πού δεν ήταν εγκόσμια».
Μετά την ακολουθία και ενώ αποχωρούσαν από την εκκλησία, ό Γκλέμπ ρώτησε τον Ευγένιο τί εντύπωση του είχε κάνει ό π. Σπυρίδων. Ό Ευγένιος είπε ότι τον συμπάθησε πολύ, διέκρινε όμως ότι ή ρωσική κοινωνία του Σαν Φρανσίσκο μπορεί
να τον περιγελούσε. Πράγματι, από πλευράς κοινωνικής «υπολήψεως», ό π. Σπυρίδων προκαλούσε κάποια αμηχανία. Όπως θυμάται ό Γκλέμπ: «Ή αρχιερατική του μίτρα και τον μοναχικό κουκούλι έγερναν συνήθως στο κεφάλι του, τούφες από ακατάστατα γκρίζα μαλλιά έπεφταν μπροστά στα μάτια του, ενώ τα υπόλοιπα μαλλιά του κρέμονταν ακανόνιστα κι από τις δύο πλευρές. Τα μικρά του δάκτυλα και στα δύο χέρια ήταν σπασμένα και λυγισμένα. Το ράσο του ήταν κοντό και από κάτω ξεπρόβαλλαν οικογένεια μαύρες κάλτσες πού φορούσε στα αδύνατα πόδια του. Τα παπούτσια του ήταν τεράστια και οικογένεια μύτες τους συνήθως κυρτωμένες προς τα έξω προχωρούσε γρήγορα φορώντας τα, κουτσαίνοντας φανερά, ενώ τον πρόσωπο του έλαμπε. Πόσο προσφιλές ήταν τον θέαμα αυτού του ασυνήθιστου ανθρώπου, ό όποιος τόσο πολύ διέφερε από την πεζή παραζάλη της έκκοσμικευμένης κοινωνίας μας!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου