Ή προγιαγιά μας ήταν από την Αίγινα, κόρη τής Πέτραινας του Άλυφαντή. Ήθελε να γίνει καλογριά, αλλά την κλέψανε διά τής βίας και την παντρέψανε. Είχε υπερβολικό φόβο Θεού. Τριάντα- πέντε χρόνια ήταν καντηλανάφτισσα εις την άγια-Σωτήρα και καμία φορά από τον φόβο της, δεν έβαλε στο στόμα της διά να δοκιμάσει ούτε με το δάκτυλο το λάδι τής εκκλησίας.
Αύτη μας δίδασκε, όχι μόνον έμενα, άλλα και όλον τον κόσμο, γιατί ήταν πρακτικός ιατρός. Δεν έπαιρνε δε από κανένα τίποτε, αλλά έλεγε: «Αν έπαιρναν οι Άγιοι Ανάργυροι, άλλο τόσο πρέπει να πάρω και εγώ». Σε κάθε σπίτι πού πήγαινε ή στην εκκλησία μάς δίδασκε τον Χριστόν.
Ερχότανε και μία καλογριά από την Τήνο, ή οποία κοιμότανε σε κάτι σανίδια, διά να μη χάση τον αγώνα τον πνευματικόν. Τέτοια παραδείγματα μάς έφερνε και μάς έστελνε σε ανθρώπους, οι όποιοι είχαν αγάπη εις τον Χριστό. Μάς έλεγε: «Πηγαίνετε, παιδιά μου, στην κυρά Κωνσταντίνο του Καραγιαννίδη να ίδετε, τί κάμνει». Και αυτήν την ευρίσκαμε γονατισμένη να προσεύχεται, να μετανίζη και να μάς λέγει: «Αν θέλετε να πάτε εις τον Παράδεισο ακολουθείτε τον δρόμο των Αγίων».
Εκεί όπου καθήμεθα μίαν ημέρα μού είπε ή γιαγιά μου:
«Παιδάκι μου, νάχης την ευχή μου, δεν πηγαίνεις εις τον άγιο Γιώργη, εις το Κερατσίνι, όπου είναι ένας τάφος;».
Εγώ ξυπόλυτο παιδί και πεινασμένο πήγα με λαχτάρα να ιδώ τον τάφο! Τον είδα. Συνάμα είδα και άλλους μεγαλύτερους μου και κουβεντιάζαμε. Μού είπαν:
«Ξέρουμε διά ποιαν αιτία ήλθες εδώ, και άκουσε- εις τον τάφο αυτόν έρχεται ένας τυπογράφος, ό όποιος δουλεύει και παίρνει το μεροκάματο του, και κάθε βράδυ πηγαίνει και το μοιράζει σε πεινασμένες οικογένειες. Έρχεται, παραφυλάει μη τον παρακολουθεί κανείς, μπαίνει μέσα στον τάφο, βγάζει τάφο ρούχα του και σαβανώνεται τάφο νεκρικά του. Αγρυπνεί! Μόλις ξημερώσει ντύνεται τάφο ρούχα του και φεύγει κρυφά. Κανείς δεν γνωρίζει τούς αγώνες του, ει μη μόνον ό εξομολόγος του».
Εγώ άκουγα αυτά και τάφο μετέφερα στην γιαγιά μου. Ή γιαγιά μου δεν με δίδασκε περί θανάτου, περί κρίσεως και ανταποδόσεως. Τάφο δάκρυά της ουδέποτε σταματούσαν από τάφο μάτια της, γιατί άλλο τίποτε δεν σκεπτότανε παρά μόνον τον θάνατον.
Αυτοί ήσαν οι κάτοικοι του Πειραιώς, οι οποίοι, όταν κτύπαγε ή καμπάνα εις τας πέντε, πέντε και ένα λεπτό ήσαν γεμάτες οι εκκλησίες από άγιους ανθρώπους. Και όταν διάβαζαν τον εξάψαλμο τα δάκρυα τους έτρεχαν ποταμηδόν σκεπτόμενοι τον τάφο του Κερατσινίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου