Όσοι έρχονταν στον Γέροντα Ζωσιμά για να του μιλήσουν για τα προβλήματα τους, καταλάβαινε ποιοί πραγματικά έχουν ανάγκη και ότι χρήματα είχε επάνω του τούς τα έδινε. Πολλοί, όταν έβλεπαν να τούς δίνει χρήματα, παραξενεύονταν και αρνιόταν να τα πάρουν εκείνος όμως επέμενε και τούς έλεγε «πάρτε τα για να έρθει ευλογία στο σπίτι σας». Υπήρχαν όμως και αρκετοί πού μπορεί να μην είχαν και μεγάλη ανάγκη αλλά ξέροντας πώς ό Γέροντας είναι ελεήμων ζητούσαν και πολλές φορές επέμεναν να τούς βοηθήσει. Εκείνος ποτέ δεν αρνιόταν να βοηθήσει και ότι είχε τούς έδινε. Ρωτούσαμε τον Γέροντα «Γέροντα, μπορεί μερικοί από αυτούς πού βοηθάς να σου λένε και ψέματα» και εκείνος μας έλεγε: «Δεν θέλω να έχω τέτοιους λογισμούς μέσα στην καρδιά μου. Όταν έρχονται και μου ζητάνε να τούς βοηθήσω, δεν θέλω να βάζω λογισμούς, αν πραγματικά έχουν ανάγκη ή τον κάνουν από συνήθεια. Σκέπτομαι ότι μπορεί εκείνη την στιγμή να με δοκιμάζει ό Κύριος για να δει την προαίρεσή μου. Γι' αυτό προσπαθώ, ότι έχω, να δίνω. Αν πάλι καταλαβαίνω ότι μου λένε ψέματα, δίνω λίγα, ίσα-ίσα για να μην χάσω τον «μισθό» της ελεημοσύνης από τον Κύριο. Δεν θέλω, όταν μου ζητάνε, να μην δίνω κάτι.
Πάντα θυμάμαι τον βίο του Οσίου Γρηγορίου του Διαλόγου πού γιορτάζει στις 12 Μαρτίου. Αναφέρεται στον συναξαριστή πώς, όταν ό Άγιος ήταν ακόμα Ηγούμενος στην Μονή του Αγίου Ανδρέου στην Ρώμη και πριν γίνει Άρχιερεύς και Πάπας τής Ρώμης, ησύχαζε στο κελί του, όταν ένας πτωχός πού είχε διασωθεί από ναυάγιο πήγε και του διηγιόταν την συμφορά του παρακαλώντας τον Άγιο να τον ελεήσει. Κατά τα φαινόμενα ήταν φτωχός άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως ήταν Άγγελος του Θεού εις σχήμα του φτωχού και παρουσιάστηκε έτσι, γιατί ήθελε να φανερώσει σ' όλους τον εύσπλαχνο και εύσυμπάθητο φρόνημα του Αγίου Γρηγορίου.
Ό Άγιος του έδωσε έξι νομίσματα για ελεημοσύνης. Μετά από λίγο, πού πήρε τα νομίσματα επέστρεψε και ζητούσε για δεύτερη φορά νέα ελεημοσύνης. Ό Άγιος και για την δεύτερη φορά του έδωσε πάλι άλλα έξι νομίσματα. Ήλθε όμως ό πτωχός και τρίτη φορά και ζητούσε ξανά ελεημοσύνη. Αφού σηκώθηκαν όλοι από την τράπεζα, στους άλλους δώδεκα είπε ό Πατριάρχης και αναχώρησαν, τον δέκατο τρίτο τον κράτησε από τον χέρι και τον οδήγησε στο κελί του για να τον ρωτήσει «Εξορκίζω σε κατά της μεγάλης δυνάμεως του Θεού να μου φανερώσεις ποίος είσαι και πώς λέγεται τον όνομά σου». Εκείνος του αποκρίθηκε «Γιατί ρωτάς τον όνομά μου; Και αυτό είναι θαυμαστό.
Εγώ είμαι ό πτωχός εκείνος πού ήλθα, όταν ησύχαζες στο κελί σου και μου έδωσες δώδεκα νομίσματα και τον ασημένιο σκεύος, πού σου είχε στείλει ή μητέρα σου ή Σύλβια με βρεγμένα όσπρια. Γνώριζε λοιπόν ότι απ' εκείνης της ημέρας, πού έλαβον από εσένα την ελεημοσύνης σου με μακροθυμία και απλότητα της καρδιάς σου, ώρισε ό Κύριος να γίνεις Άρχιερεύς της αγίας του Εκκλησίας και να είσαι διάδοχος του κορυφαίου Πέτρου, του όποιου και την αρετή έμιμήθης. Διότι και εκείνος διαμοίραζε με απλότητα στην καρδιά του τα πράγματα τα όποια του προσέφεραν δίδων στον καθένα ότι του έχρειάζετο και ό Άγιος αντί να τον αποπέμψει και δικαίως να ελέγξει τον πτωχό και να τον διώξει χωρίς να του δώσει τίποτα, επειδή δύο φορές είχε λάβει ελεημοσύνης και γιατί με την συμπεριφορά του γινόταν φορτικός αλλά και γιατί δεν είχε τι άλλο να του δώσει, προτίμησε να του δώσει ένα ασημένιο σκεύος τής Μονής, παρότι τα πράγματα τής Μονής δεν δίνονται κατά τούς Ιερούς Κανόνες.
Προτίμησε να τον κάνει αυτό παρά να τον διώξει χωρίς να τον ελεήσει.
Όταν έγινε Άρχιερεύς και Πάπας Ρώμης, συνέχιζε να ελεεί τούς πτωχούς. Ζήτησε κάποτε από τον Σακελλάριον του να καλέσει δώδεκα φτωχούς για να συνφάγουν με τον Άγιο. Όταν ήταν στην τράπεζα και έτρωγαν, έβλεπε ό Άγιος και μόνο αυτός τον έβλεπε επί πλέον ένα άτομο και όλοι μαζί ήταν δεκατρείς και όχι δώδεκα. Φώναξε τον Σακελλάριο του και του είπε «δεν σου είπα να καλέσεις δώδεκα; Πώς λοιπόν σύ παρά την εντολή μου προσκάλεσες δεκατρείς;» Ό Σακελλάριος, επειδή δεν έβλεπε τον δέκατο τρίτο, έλεγε «Πίστευσον, σεβάσμιε Δέσποτα πίστευσον, ότι δώδεκα μόνο είναι». Κατάλαβε ό Πατριάρχης ότι είναι θεία οπτασία και γύριζε και κοίταζε συνεχώς τον δέκατο τρίτο άτομο, όστις καθόταν πιο κάτω από όλους και το πρόσωπο του συνέχεια μεταβάλλετε και ποτέ φαινόταν γέρων λευκογένειος και ποτέ νέος.
Αφού σηκώθηκαν όλοι από την τράπεζα, στους άλλους δώδεκα είπε ό Πατριάρχης και αναχώρησαν, τον δέκατο τρίτο τον κράτησε από τον χέρι και τον οδήγησε στο κελί του για να τον ρωτήσει «Εξορκίζω σε κατά της μεγάλης δυνάμεως του Θεού να μου φανερώσεις ποίος είσαι και πώς λέγεται τον όνομά σου». Εκείνος του αποκρίθηκε «Γιατί ρωτάς τον όνομά μου; Και αυτό είναι θαυμαστό. Εγώ είμαι ό πτωχός εκείνος πού ήλθα, όταν ησύχαζες στο κελί σου και μου έδωσες δώδεκα νομίσματα και τον ασημένιο σκεύος, πού σου είχε στείλει ή μητέρα σου ή Σύλβια με βρεγμένα όσπρια. Γνώριζε λοιπόν ότι όπ' εκείνης της ημέρας, πού έλαβαν από εσένα την ελεημοσύνης σου με μακροθυμία και απλότητα της καρδιάς σου, ώρισε ό Κύριος να γίνεις Άρχιερεύς της αγίας του Εκκλησίας και να είσαι διάδοχος του κορυφαίου Πέτρου, του όποιου και την αρετή έμιμήθης. Διότι και εκείνος διαμοίραζε με απλότητα στην καρδιά του τα πράγματα τα όποια του προσέφεραν δίδων στον καθένα ότι του χρειάζεστε.»
ΒΙΒΛ. ΖΩΣΙΜΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ (1937-2010) ΕΚΔΟΣΕΙΣ « Η ΜΕΛΕΤΗ» ΑΘΗΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου