ΤΟ
ΕΠΙΓΕΙΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΤΖΑΝΝΗ ΤΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ.
Το
επίγειο τέλος και ή αρχή της αίωνιότητος
0
θάνατος είναι πικρός. Είναι πικρός για όλους τούς ανθρώπους, διότι είναι ό
καρπός της παρακοής. Μόνον οι Άγιοι τού Θεού, αυτοί δεν τρέμουν, δεν φοβούνται τον
θάνατο, διότι ή «κεκαθαρμένη, πεφωτισμένη, και τεθεωμένη»
καρδιά τους, τούς πληροφορεί, ότι θα μεταβούν
«έκ τού θανάτου εις την ζωήν» , την όντως Ζωή, τον Χριστό.
Κι
ό πατήρ Τιμόθεος δεν φοβόταν τον θάνατο είχε ήδη πεθάνει πολλές φορές κι είχε αναστηθεί.
Δύο πράγματα μόνον τού αναχαίτιζαν κάπως την ορμή, τον κρατούσαν στη γη: Ή
μεγάλη του αγάπη για τά πνευματικά του παιδιά, κι ή βαθιά του ταπείνωσης.
Αγαπούσε
πολύ τά πνευματικά του παιδιά και λυπόταν να τά αφήσει ανάμεσα στην «κοιλάδα
τού Κλαυθμώνος» αυτής της γης, μες στον αιώνα των πειρασμών της ζωής αυτής.
Λυπόταν τά παιδιά του! Πολλές φορές στις μεγάλες δοκιμασίες τών ασθενειών του,
όταν έβλεπε, ότι ή ζωή του τελειώνει, έλεγε με πόνο: «Δεν με νοιάζει, πού θα
πεθάνω, έτσι κι αλλιώς κάποτε θα πεθάνω αν πάω και κοντά στο Χριστό, τί άλλο
θέλω; Άλλα λυπάμαι, πού θα σάς αφήσω, χωρίς να σάς έχω βάλει ακόμα σέ μια
σειρά. Δεν πρόλαβα... Θα 'θελα να ζήσω ακόμα λίγο, να σάς βοηθήσω ακόμα... αλλά
πάλι, όπως θέλει ό Θεός...».
Μάς
θυμίζει ό Γέροντας τον λόγο τού Αποστόλου Παύλου: «Έμοί γάρ το ζην Χριστός, και
το άποθανείν κέρδος, ει δέ το ζην εν σαρκί, τούτο μου καρπός έργου, και τί
αίρήσομαι ού γνωρίζω, συνέχομαι δέ έκ τών δύο, την έπιθυμίαν έχω εις το άναλύσαι
και συν Χριστώ είναι, πολλώ γάρ μάλλο κρεισσον• το δέ έπιμένειν εν τη σαρκί
άναγκαιότερον δι' υμάς» .
Ακόμα
ή βαθιά του ταπείνωσης, το αίσθημα της άναξιότητος κι άμαρτωλότητας, πού
πάντοτε τον συνείχε, τον έκανε να ζητά ακόμα Λίγη παράταση ζωής. Οι αδελφές, αμέτρητες
φορές, ειδικά τις ώρες τών μεγάλων όδυνό και ταλαιπωριών του, τον άκουγαν να λέει,
με συντριβή, με πόνο ψυχής και θέρμη μεγάλη: «Θεέ μου, ας πεθάνω, με τά βάσανα,
πού έχω, τί την θέλω τη ζωή; όμως ήθελα, τώρα, πού άνοιξαν τά μάτια μου, να
ζήσω. Για να| Σέ ευχαριστήσω, πού έκλινες Ουρανούς και κατέβης κι εκκένωσες
Εαυτόν! και σταυρώθηκες για μένα τον ελεεινό, πού τόσα έκανα μακράν Σου. Ήθελα να
ζήσω για να Σέ δοξάζω, να Σέ λατρεύω, όπως μπορώ, μ' όποιον τρόπο μπορώ...».
Όσο
περνούσε ό καιρός, ό Γέροντας έπαιρνε όλο και περισσότερα «μηνύματα» κι ετοιμαζόταν
για την αναχώρηση. Στις 8 Φεβρουάριου 1989 ξημερώματα, εορτή τού Αγίου Θεοδώρου
τού Στρατηλάτου, μετά από έντονη προσευχή, είχε δει στον ύπνο του, ότι βρισκόταν
στο χωριό του, σ’ ένα παρεκκλήσι τού Αγίου Αντωνίου, μαζί με την Ηγουμένη. Ήταν
νύχτα, ά είχε ένα φώς παράξενο, πολύ δυνατότερο από το φώς της σελήνης. Ξαφνικά
χτύπησε ή καμπάνα της Παναγίας κάτω στο χωριό, πολύ δυνατά. Ή| Ηγουμένη γύρισε
κι είπε στο Γέροντα: «Πολύ δυνατό χτύπο είχε αύτη ή καμπάνα, θ' ακούστηκε απ'
όλα τά γύρω χωριά». Μόλις σταμάτησε ή καμπάνα να χτυπά, ακούστηκε μια ανδρική
φωνή από τον τρούλο της εκκλησίας να λέει δυνατά κι αργά τρεις φορές: «Δι' ευχών
τών Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστού ελέησον ημάς». Όταν ό Γέροντας
διηγήθηκε το όνειρο αυτό στις αδελφές, πρόσθεσε: «Λοιπόν, αυτό σημαίνει, ότι θα
πεθάνω ή σέ 3 ημέρες, ή σέ 3 εβδομάδες, ή σέ 3 μήνες ή σέ 3 χρόνια». Και
πράγματι, μετά ακριβώς 3 χρόνια την ημέρα αυτή τού έκαναν οι αδελφές τά
«σαράντα», το 40ήμερο μνημόσυνο!
Στις
16 Μαρτίου 1990, επέτειο ημέρα της χειροτονίας του σέ πρεσβύτερο, άκουσε, εν
ώρα προσευχής, σαν σέ έκσταση, να διαβάζει κάποιος με έντονη φωνή το Ευαγγέλιο:
«.. .Εύ δούλε αγαθέ και πιστέ επί ολίγα ης πιστός επί
ων
σέ καταστήσω, είσελθε εις την χαράν τού Κυρίου σου...» . Μετά τον πήρε Λίγο ό
ύπνος και βρέθηκε σέ μια εκκλησία, όπου ένας παπάς έβαζε το Ευαγγέλιο της Αναλήψεως:
«..ό μεν ούν Κύριος μετά το λαλήσαι οις άνελήφθη εις τον Ούρανόν» . Στις 31
Δεκεμβρίου ξανά είδε το ίδιο και ξανά Λίγο πριν την κοίμηση του, προς το τέλος
τού 1991. Τον ίδιο όνειρο είδε, ότι ανέβαινε ένα ανηφορικό μονοπάτι, στην
κορυφή βρισκόταν ο Εσταυρωμένος και δίπλα ένα σπιτάκι, πού ήταν δικό του. Μετά από
λίγο καιρό, λίγο πριν κοιμηθεί, είδε, ότι έφτασε στην κορυφή κι άγγιξε, προσκύνησε
τον Εσταυρωμένο. Όταν ό Γέροντας διηγήθηκε το τελευταίο αυτό όραμα στις αδελφές,
μόνος του πρόσθεσε: «Και τί σημαίνει αυτό; σημαίνει, "τετέλεσται",
ότι τελείωσα, ότι ήρθε το τέλος...»
Παρ'
όλα αυτά οι αδελφές δεν ήθελαν να πιστέψουν, ότι θα έχαναν τον πνευματικό τους
Πατέρα από κοντά τους. Ίσως κι επειδή επί έξήμιση χρονιά είχαν συνηθίσει να
βλέπουν το Γέροντα συνεχώς να πεθαίνει και ν' ανασταίνεται. Δεν μπορούσαν να
συνειδητοποιήσουν, ότι θα τούς έφευγε. Κι όμως ό Γέροντας προσπάθησε με πολλή Αγάπη
και διακριτικότητα να τις ετοιμάσει. Έτσι στην αδελφή, πού τον διακονούσε,
είπε: «Θα φύγω, δεν μπορώ να μείνω άλλο.
Τίποτε δεν με κρατεί πια εδώ». Σ' άλλη αδελφή, πού άσπριζε παραμονή
Χριστουγέννων, είπε: «Ασπρίζεις»; - «Ναι, Πάτερ, τώρα τά Χριστούγεννα θα 'χουμε
και κόσμο». - «Όχι, την Πρωτοχρονιά θα 'χετε κόσμο» - «Μα, την Πρωτοχρονιά ποτέ
δεν έχουμε». - «Φέτος θα 'χετε πολύ, πολύ κόσμο την Πρωτοχρονιά». Και πράγματι
λόγω της κηδείας τού Γέροντα μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς!
Στις
11 Δεκεμβρίου 1991 ομολόγησε στη Γερόντισσα: «Αρκετές βραδιές ώρα, ενώ έχω τά
μάτια μου κλειστά, φαίνεται ένα Φώς λευκό. Ανοίγω τά μάτια μου κι είναι το κελί
μου γεμάτο Φώς, πού μού δίνει χαρά, αγαλλίασή ειρήνη...».
Σ'
άλλες αδελφές παραπονιόταν: «Δεν μ' αφήνουν αυτοί (οι δαίμονες) καθόλου ήσυχο.
Άλλος κάθεται στα πόδια μου, άλλος στα γόνατά μου, χτυπούν τά τζάμια, την
πόρτα, μ' απειλούν, ότι δεν θα μ' αφήσουν να κοινωνήσω, γιατί θα μού φέρουν
κολικό χολής ή τάσι προς εμετό!
Πολύ
πόλεμο και ταραχή μού κάνει τώρα τελευταία ό σατανάς, μα δέ ξέρω γιατί». Και
βέβαια ό Γέροντας ασφαλώς γνώριζε το «γιατί», αλλά έλεγε αυτά για να προετοιμάσει τις αδελφές, για
τον επικείμενο χωρισμό. Διότι πολλές φορές τούς είχε πει, ότι, όταν πλησιάζει ή
έξοδος της ψυχής τού ανθρώπου, οι δαίμονες εντείνουν τις προσπάθειές τους,
μήπως και τον «ρίξουν».
Σέ
κάποια αδελφή, πού την δέχτηκε για εξομολόγηση στις 17 Δεκέμβριο ήταν
περισσότερο αποκαλυπτικός. Όταν ή αδελφή τού είπε: «Γέροντα φοβάμαι πολύ, έχω
έτσι ένα προαίσθημα, ότι θα φύγετε σύντομα, εκείνος απάντησε: « Έτσι λέω κι εγώ,
από τις πληροφορίες, πού παίρνω, θα φύγω γρήγορα. Εξ άλλου κι ό πατήρ Πορφύριος
(είχε κοιμηθεί στις 2 Δεκεμβρίου) μού το είχε πει, ότι συμπορευόμεθα προς τον Ουρανό
και θα τελειώσουμε μαζί». Εν συνεχεία ό Γέροντας της έδωσε πολλές οδηγίες
συμβουλές. Στο τέλος ή αδελφή είδε το πρόσωπο τού Γέροντα ν' αλλοιώνεται, να
γίνεται διάφανο, «έξαστράπτον». Πολλές φορές οι αδελφές, και πολλοί λαϊκοί είχαν δει αλλοιωμένο το
πρόσωπο τού Γέροντα. Αυτό όμως, πού αντίκρισε τότε ή αδελφή, ήταν κάτι πολύ
διαφορετικό, πού δεν εξηγείται με λόγια... Σηκώθηκε τότε κι έπεσε στα πόδια
του. Κι ό Γέροντα « Όχι, όχι παιδί μου εμένα. Τον Χριστό, τον Χριστό να
προσκυνάς! Εγώ είμαι μια βρώμα, μια δυσωδία, εσύ είσαι πολύ καλύτερη από
μένα...». Αφού ο Γέροντας της διάβασε συγχωρετική ευχή, ή αδελφή συγκλονισμένη με
κλάματα τού είπε: «Γέροντα, όταν θα 'χω ανάγκη, πάλι θα 'ρχωμαι... «Θα 'ρχεσαι,
στον τάφο τότε, στο μνήμα θα 'ρχεσαι και θα λες τά προβλήματα σου, και μετά
πηγαίνοντας στο κελί σου, εκεί θα σού έρθουν οι λύσεις. Ή μέσα σου θα τις βρεις,
ή θα σού παρουσιαστή ό Πνευματικός καθοδόν στον ύπνο ή και στην πραγματικότητα θα
τον δεις και θα σού δώση τις Λύσεις στο πρόβλημά σου...».
Όσο
περνούσαν οι μέρες και σίμωνε το τέλος της
επιγείου πορείας το ό Γέροντας όλο και προετοίμαζε και προετοιμαζόταν.
Ανέτειλε
κι ή τελευταία ημέρα, 29 Δεκεμβρίου 1991 ημέρα Κυριακή. Ή κατάστασης της υγείας
τού Γέροντα είχε επιδεινωθεί, και δεν τού επιτρεπόταν να 'ρχεται πια στην εκκλησία για τη Θεία
Λειτουργία. Την τελευταία φορά είχε έρθει τά Χριστούγεννα, με πολύ κόπο.
Κοινωνούσε όμως στο κελί του κι αύτη τη φορά, την τελευταία, κοινώνησε μόνος
του. Από πολύ καιρό κοινωνούσε, και στην εκκλησία ακόμα, όταν ερχόταν, όπως οι
λαϊκοί, στην Ωραία Πύλη από το χέρι τού ιερέως, πού το ασπαζόταν πια μπροστά με
πολλή ευλάβεια και ταπείνωση, μ' όλο πού, συνήθως ήταν πνευματικά του παιδιά. Την
τελευταία όμως επί γης κοινωνία του, την έκανε μόνος του, σαν ιερέας.
Όλη την ημέρα ήταν βυθισμένος στην προσευχή. Δεν
έφαγε σχεδόν τίποτε. Το βράδυ στις 5:30 πέρασε ή Γερόντισσα απ' το κελί του και
τον ρώτησε, αν θα τούς έκανε σύναξη - «Θέλετε»; - «Εμείς Γέροντα θέλουμε, αλλά δεν
ξέρουμε, αν μπορείτε». - «Είναι καμιά άρρωστη»; - «Όχι». - «Τότε θα έρθετε στις
8:30». Έτσι οι αδελφές, όλες, μαζεύτηκαν στο μικρό και απέριττο κελλάκι τού
Γέροντα. Τούς μίλησε από τις 8:30 έως τις 11 παρά τέταρτο. Στην αρχή
δυσκολεύτηκε, ή φωνή του ήταν σπασμένη. Γρήγορα όμως το ξεπέρασε και μίλησε με
πολύ διάθεση «ζέων τώ Πνεύματι».
Εκείνη ή σύναξης, ή τελευταία επί της γης, θα μείνει
αξέχαστη σ' όλες τις αδελφές. Ό Γέροντας μίλησε για τη Γέννηση τού Χριστού, το επίκαιρο
θέμα, όμως ή ομιλία του πήρε άλλο παλμό, άλλο ύψος, βάθος και πλάτος, πού
ανέβασε τις αδελφές έως τον ουρανό, τις σεργιάνισε στα άρρητα κάλλη τού παραδείσου,
τις κατέβασε έως τά βάθη τού Άδη, γεύτηκαν την πικρία της κολάσεως, αντίκρισαν
«την οδόν της μετανοίας», θαμπώθηκαν στο Φώς του Χριστού, γλυκάθηκαν στην Αγάπη
τού Νυμφίου, προσκύνησαν τον Υιόν της Παρθένου, δοκίμασαν την χαράν τών Αγγέλων,
δάκρυσαν στην αχαριστία τού ανθρώπου, ευφράνθηκαν στην ευσπλαχνία τού
Δεσπότου...
Μέσα στο στενόχωρο, το φτωχό κελλάκι τού Γέροντα,
χώρεσε όλος ό ουρανός, ή αίωνιότης, ή Αγάπη τού Θεού! Ό Γέροντας φεύγει!
Εκδημεί τού σώματος κι ενδημεί εν τώ Θεώ! Όσο μιλάει, ή μάλλον θεολογεί,
θεοδρομεί, το βλέμμα του διαπεραστικό, όλο φώς, σαν αστραπή, όλο στοργή, σαν
ακτίνα τού ήλιου, «αγκαλιάζει» τά πνευματικά του παιδιά. Τά αποχαιρετά ένα- ένα.
Πολλές αδελφές απόρησαν, πού ό Γέροντας εκείνη τη βραδιά τις κοίταζε έτσι
έντονα, μία-μία, γιατί ποτέ πριν δεν το είχε κάνει αυτό. Εκείνος ως έτσι αποχαιρετούσε,
έδινε τον «τελευταίον άσπασμόν» εν Πνεύματι Αγίω, στην πνευματική του ποίμνη,
πού τόσο αγάπησε εν Χριστώ, και τόσο μόχθησε γι' αυτήν συσταυρούμένος τώ
Χριστώ!
Τά
τελευταία του λόγια ήταν κι αυτά νουθεσίες: «.. .Μετά από λίγο θα είμεθα
ενώπιον τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τού Κριτού ζώντων και τεθνεώτων ας αγωνιστούμε
με κάθε τρόπο να κερδίσουμε την ζωή την οποία έφερε, την μακαριότητα, πού έφερε
στον κόσμο. Ν' άκούσωμεν από Αυτόν το «Δεύτε οι ευλογημένοι τού Πατρός
μου» ή «Ευ δούλε αγαθέ κα πιστέ, επί
ολίγα ης πιστός, επί πολλών σέ καταστήσω» ! Και θα το πει αυτί σέ εκείνους, οι
όποιοι ηύξησαν και διπλασίασαν το τάλαντό τους...».
«..
.Ή προσευχή είναι το πάν, είναι το κλειδί ,πού ανοίγει την Βασιλεία τών Ουρανών,
αλλά ή προσευχή ή οποία λέγεται “νοερά ησυχαστική προσευχή"». |
«..
.Ή μετάνοια σώζει αλλά πρέπει κανείς να ακολουθήσει την εσωτερική ειλικρινή μετάνοια. Εμείς τώρα, εδώ πέρα, ώς
μοναχοί θα πρέπει να άκολουθούμε αυτή τη γραμμή. Εμείς θα κάνουμε πόλεμον
έναντίον τών Λογισμών, θα παλεύωμεν με τούς λογισμούς!
«..
.Μάθετε τον τρόπο τού Χριστού και τον τόπο τού Χριστού. Άκολουθείστε Τον κι ό
Θεός θα είναι πλησίον σας. Ή Παναγία Μητέρα θα σάς σκεπάζει. Οι Άγιοι Θεόδωροι θα
'ναι σκέπη και προστασία σας. Και ζητάτε συνεχώς, να σάς δίδη ό Θεός. Αλλά αγωνίζεσθε
να μην εκτελείτε ποτέ το θέλημά σας».
«..
.Έχετε μεγάλη κι αγαθή μερίδα- προσέξτε την γιατί στην μερίδα αύτη και στον
δρόμο αυτόν, πού πορεύεσθε, υπάρχουν παράδρομα και σκοντάμματα πολλά κι αγκάθια
πάρα-πάρα πολλά. Μην αφήσετε να ματώσουν τά πόδια σας στα αγκάθια. Ακολουθήστε την
ευθείαν όδόν του Κυρίου. Τον δρόμο τού Χριστού αυτή θα σάς σώσει αυτή θα σάς ελεήσει
αυτή θα σάς βοηθήσει αυτή θα σάς οδήγηση στο Φώς το Ανέσπερον αυτή θα σάς οδήγηση
στη σωστή πνευματική πορεία προς τον Θεόν. Μην Θρηνείτε τά επί της γης, αλλά τά
εν τώ Ούρανώ, μή ζητήτε τά της γης, αλλά τά τού Ούρανού».
«..Ό μοναχός πρέπει να αρέσει μόνο τώ Κυρίω,
πουθενά αλλού. Μην σάς νοιάζει, αν δεν αρέσετε στους ανθρώπους. Ό βίος μας
είναι τελείως διαφορετικός από των ανθρώπων, το «κάθισμά» μας τελείως
διαφορετικό. Σ' εμάς, ή ζωή μας, για τούς ανθρώπους είναι άγνωστη. Πρέπει να βρίσκονται
άνθρωποι να μάς υβρίζουν, να λένε, πώς είμαστε σκοτισμένοι, να μάς λένε: «Να
σάς φωτίσει ό Θεός», να μάς λένε κουζουλούς και τρελούς.
Διότι, αν δεν πάθουμε την
«μέθην» εκείνην και την «τρέλλαν» εκείνην, την πνευματική, δεν μπορούμε να
μπούμε μέσα στο ιερό εκείνο τέμενος, πού λέγεται παράδεισος. Διότι εκεί
μπαίνουν μόνον οι τρελοί κατά Χριστόν. Διότι όλοι εκείνοι, οι όποιοι ερωτεύτηκαν
το Χριστό, έγιναν τρελοί για τον κόσμο...». «... Ό Θεός θέλει θυσίες από μάς.
Κι ή θυσία μας πρέπει να φτάνει μέχρι τον θάνατον. Να το ξέρετε. Όποιος φοβάται
τον θάνατον, Χριστιανός δεν λογίζεται! Ό Χριστιανός πεθαίνει ανά πάσαν
στιγμήν».
«...Αγωνιστείτε,
σάς παρακαλώ, μή χάσουμε αυτά, πού έφερε ό Χριστός στη γη.
Τά δώρα αυτά τά
μεγάλα. Κρίμα να μην μπορεί ό άνθρωπος να κατανοήσει το μεγαλείο αυτό, πού τον
περιμένει! Μεγαλείο άφθαστο, ασύλληπτο! Και να ξέρουμε, ότι είναι αιώνιος μια
τέτοια κατάστασης»! Ό Γέροντας εκείνη τη βραδιά, την τελευταία, δεν χόρταινε να
νουθετεί, να προτρέπει τις αδελφές. Οι ώρες περνούσαν. Όταν στις 11 παρά
τέταρτο είπε το «Δι' ευχών», κι απέλυσε τις αδελφές, έδωσε σέ κάθε μια χωριστά την
ευχή του, ενώ άλλες φορές το απέφευγε, δεν έδινε το χέρι του. Κείνη όμως ην
φορά, τον ασπάστηκαν όλες οι αδελφές. Όλες πήραν την ευχή του, την τελευταία. Την
ώρα, πού έφευγαν, ή τελευταία του προτροπή ήταν: «Όσον μπορείτε σιωπή και
προσευχή, σιωπή και προσευχή. Ασκείσθε στα δύο αυτά. Θα κερδίσετε πολύ. Την
σιωπή της καρδιάς, την ησυχία της καρδιάς. Στο καλό τώρα. Και μην χάνετε τον
ΧΡΙΣΤΟΝ. Τον ΧΡΙΣΤΟΝ πάντοτε ή μάτια σας».
Οι
αδελφές έφευγαν. Ή Γερόντισσα έμεινε ακόμα λίγο. Στις 12 παρά 25 έφυγε. Τά
τελευταία λόγια τού Γέροντα: «Αν θέλης την σωτηρία σου, ν'άφήσης τις πολλές
δουλειές, καινά ασχοληθείς με την "ευχή"». Ή αδελφή, πού τον διακονούσε
έφυγε 12 παρά τέταρτο. Ό Γέροντας της είπε: «Ν' ασχοληθείς με την "ευχή"»,
για να γίνεις σοφή».
Το
πρωί, 30 Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, ή αδελφή πήγε κατά παραγγελία τού Γέροντα στις
8 π.μ. στο κελί του. Άνοιξε σιγά την πόρτα, τον βρήκε ξαπλωμένο κι έφυγε. Αυτό
έπανελήφθηκε τρεις φορές. Νόμιζε, ότι κοιμόταν.
Την τελευταία, στις 9 και
τέταρτο, ανήσυχη, τού μίλησε, δεν πήρε απάντηση. Οπότε μπήκε μέσα στο κελί,
πλησίασε κι είδε, ότι ό Γέροντας εκοιμήθη. Τότε θυμήθηκε τά λόγια, πού της είχε
πει κάποτε: «Θα 'ρθης πρωινό στο κελί μου και θα μού μιλάς, αλλά εγώ δέ θα σού
μιλώ, γιατί| θα' μαι πεθαμένος».
Είχε
κοιμηθεί μόνος, χωρίς την ανθρώπινη συμπαράσταση, όπως το ζητήσει κάποτε σ' ένα
τροπάριο, πού συνέθεσε:
«Εν
τη ημέρα, Παρθένε,
τη
τού θανάτου μου,
τη
φοβερά εκείνη,
Συ παράστηθι Μόνη,
βοήθεια την ώρα του χωρισμού,
έκ
τού άθλιου μου σώματος,
και της ψυχής μου την άνοδο άσφαλή, έκ τών
δαιμονών διαφύλαξον».
Πράγματι
με μόνη της Παρθένου, πού άγαπούσε τόσο πολύ, τη συμπαραστασι πέρασε την άγωνία
τού χωρισμού της ψυχής έκ τού σώματος. Είχε όσιακό τέλος. Ήταν ξαπλωμένος στο
άσκητικό του κρεβάτι σέ στάση όσιακή. Είχε σχηματίσει μόνος του το σώμα του «προς
ένταφιασμόν». Το κεφάλι ήταν ελαφρά γυρισμένο προς το μέρος της καρδιάς, τά
χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος κάτω από τις κουβέρτες και τά μάτια μισάνοιχτα
κοίταγαν απέναντι, ψηλά, στην εικόνα τού Χριστού.
Στην άκρη τών χείλεων του υπήρχε
λίγο ξηραμένο αίμα και λίγος αφρός, πράγμα, πού έκανε γνωστή την αιτία της
κοιμήσεώς του: πνευμονικό οίδημα. Το είχε άλλωστε πει, με πιο τρόπο θα έφευγε απ'
τη ζωή, όταν είχε περάσει μια δυνατή κρίσι, την εποχή, πού τού είχαν κοπεί τά
πνευμονικά οιδήματα: «Κάπως έτσι θα πεθάνω μ' ένα μικρό οίδηματάκι θα φύγω».
Τά
μέλη του είχαν κρυώσει, αλλά ήταν ευλύγιστα. Δεν είχαν, ούτε κι απέκτησαν έως την
ώρα της ταφής (και πέρασαν πάνω από 35 ώρες) την συνήθη νεκρική ακαμψία. Πολλές
αδελφές πήραν το δεξί του χέρι, ένωσαν τά τα δάχτυλά του κι έκαναν πάνω στο
μέτωπό τους το σημείο τού Σταυρού, με το προ πολλού, «νεκρό» χέρι τού Γέροντα.
Μάλιστα, ενώ στην αρχή ήταν ,κρύος, είχε και πάρα πολύ κακοκαιρία, κρύο,
χιονιά, όταν μεταφέρθηκε στην εκκλησία και κατά την διάρκεια της νυχτερινής
Θείας Λειτουργίας, ζεστάθηκε τόσο, πού τά χέρια του κεκοιμημένου Γέροντα ήταν πιο
ζεστά από των ζώντων.
Εκείνη
τη νύχτα, της εκδημίας τού Γέροντα, ό κύριος Εμμανουήλ Ίατράκης ανέβαινε το δρόμο
από το Ηράκλειο στο σπίτι του, με το αυτοκίνητο του. Έκανε και κάνει αυτή τη
διαδρομή, γιατί κάθεται λίγο πιο πάνω. Κείνη τη νύχτα, όπως διηγήθηκε, ανέβαινε
αργά το δρόμο, γύρω στα μεσάνυχτα, όταν είδε, από το μέρος, πού βρίσκεται το κελί
τού Γέροντα, ένα Φώς άπλετο, σαν από τεράστιο προβολέα, πού φώτιζε το κελί τού
Γέροντα κι όλο το μοναστήρι. Τού έκανε μεγάλη εντύπωση, κι όταν πήγε στο σπίτι
του, το είπε στη γυναίκα του: «Ας έκάτεχα κι ίντα κάνουν στο μοναστήρι τέτοια και έχουν ανάψει τεράστιους προβολείς, πού
φωτίζουν μέχρι τον ουρανό. Το πρωί έμαθαν για την εκδημία τού Γέροντα. Κι είπε:
- «Εγώ ό ανάξιος είδα το Άγιον Φώς, την εκδημία τού Γέροντα».
Όταν
ειδοποιήθηκε ό μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κυρός Τιμόθεος για την εκδημία
τού Γέροντα, ήρθε αμέσως, τον προσκύνησε, γονάτισε προ τού φέρετρου του κι
έκλαψε. Ήταν πολλοί ιερείς. Οι περισσότεροι πνευματικά του παιδιά. Οι ιερείς,
πού τού ενέδυσαν την ιερατική στολή, ομολόγησαν, ότι αντίκρισαν ένα όσιακό
σκήνωμα, ένα Λείψανο Αγίου.
Το
νέο της εκδημίας τού Γέροντα μαθεύτηκε και γρήγορα άρχισε να κατακλύζη το
μοναστήρι πλήθος κόσμου, γνωστών κι αγνώστων, παρ' όλη την βαρυχειμωνιά.
Αμέτρητοι άνθρωποι πέρασαν και προσκύνησαν και πλήθος πολύ παρακολούθησε την εξόδιο
Ακολουθία, πού έγινε την Τρίτη, παραμονή Πρωτοχρονιάς στις 2 το μεσημέρι έως τις
5 περίπου, πού τελείωσε κι έγινε ή ταφή. Ό κόσμος πολύς. Μόνο οι ιερείς πάνω από
30. Ό
μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κυρός Τιμόθεος προέστη της εξόδιου Ακολουθίας.
Ήρθαν κι ό Πνευματικός τού γέροντα,
πατήρ Βασίλειος Γοντικάκη,
Ηγούμενος
της Ί. Μ. Ιβήρων κι ό πατήρ Τύχων, Ηγούμενος της Ί. Μ. Σταυρονικήτα, Μονής
μετανοίας τού Γ γέροντα.
Ή
ατμόσφαιρα κατά την νυχτερινή Θεία Λειτουργία, κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία,
κι ειδικά κατά την εξόδιο Ακολουθία ήταν πολύ συγκινητική... Όλος αυτός ό
κόσμος έκλαιγε, έκλαιγε τον Πατέρα του. «Έφυγε ό Πατέρας μας, έφυγε ό άγιος
Πατέρας μας...», «άγιε Πατέρα, γιατί έφυγες και μάς αφήνεις ορφανούς»; Οι
αδελφές παρ' όλη τη μεγάλη τους θλίψη έκλαψαν βέβαια, αλλά «ήσύχως» κατά την παραγγελία,
πού τούς είχε αφήσει ό Γέροντας: «Όταν πεθάνω, να μην φωνάζετε και κλαίτε• να
μού διαβάζετε το Ψαλτήρι και το Ευαγγέλιο και να μού κάνετε κομποσκοίνι».
Μ'
όλο τον ανθρώπινο πόνο τού χωρισμού, πού συνείχε όλους, μ' όλη θλίψι της
πνευματικής ορφάνιας, πού 'χε πλακώσει όλες τις καρδιές, όμως υπήρχε διάχυτη μια
χαρά, μια χάρι, άναστάσιμη, πού πήγαζε απ' το νεκρό εκείνο σώμα, γιατί ήταν
κατοικητήριο τού Παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος.
Κάποια
στιγμή, άρχισε κάποιος, αυθόρμητα, μπροστά στο ανοικτό μνήμα, την ώρα, πού
κατέβαζαν το σκήνωμα τού Γέροντα να ψέλνει «Χριστός Ανέστη». Χίλια στόματα το
πήραν, χίλιες καρδιές σκίρτησαν εκείνη την ώρα από αναστάσιμη χαρά, από θεϊκή
παρηγοριά...
Το
απέριττο μνήμα τού Γέροντα, αμέσως έγινε τόπος προσκυνήματος Μέχρι και σήμερα
πλήθος κόσμου περνάει κι άκουμπάει σ' αυτό το μνήμα τούς καημούς, τά βάσανα,
τούς πόνους, τις λαχτάρες του. Κι ό Γέροντας όπως, κι όταν ήταν ανάμεσα μας «εν
σαρκί», έτσι και τώρα είναι μαζί «εν πνεύματι». Κανέναν δεν αφήνει να φύγει
παραπονεμένος. Όλοι παίρνουν. Ό ασθενής την υγεία, ή τη δύναμη να σηκώσει το
σταυρό του, πονεμένος την παρηγοριά, ό προβληματισμένος την απάντηση, ό μαθητής
ό φοιτητής την επιτυχία, ό θλιμμένος την χαρά, ό ταραγμένος την ειρήνη. Πολλοί
δεν τον γνώρισαν «εν τη ζωή», όμως τον γνωρίζουν τώρα, διότι ο Γέροντας ποτέ
δεν έφυγε. Η αγάπη του ποτέ δεν εγκατέλειψε τον κόσμο αυτό, κι ή ευωδία της
άγιας ψυχής του και τών άγιων λειψάνων του, αγκαλιάζει πάντα όλα του τά παιδιά και
καθέναν, πού θέλει να γίνει παιδί του
Το
μνήμα του, το κελλάκι του, τά Λείψανά του και σήμερα πολλούς παρηγορούν,
πολλούς νουθετούν, πολλούς οδηγούν, πολλούς «πιάνουν» στα δίχτυα της Αγάπης τού
Χριστού, της μοναδικής
αγάπης τού Γέροντα και ζώντος και τεθνεώτος. «Κατεπόθη ό θάνατος εις νίκος! Πού
σού θάνατε το κέντρον; πού σου άδη το νίκος»
Στον
Καθηγητή και Πρύτανι τού Αγίου πόνου έμαθήτευσαν και μαθητεύουν χιλιάδες ψυχών
κάθε ήμερα, πώς θα διαχειρίζονται την άγια επίσκεψι τού παιδαγωγικού πόνου, ή
οποία οδηγεί στον Παράδεισο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΔΩΡΟΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ.
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΖΑΝΝΗΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου