Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΖΑΝΝΗΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ. ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ.15





Ό Γέροντας, δίδασκε και νουθετούσε τις αδελφές να κόψουν, όπως απαιτεί ή ιδιότητα τού μοναχού, κάθε σχέση με οτιδήποτε γήινο, άρα και με τούς κατά σάρκα γονείς, συγγενείς κ.τ.λ. Ήθελε οι αδελφές, να είναι απερίσπαστα αφιερωμένες, μόνο στην διακονία τού Θεού, στην προσευχή. Όμως, απ' ότι φαίνεται από το παρακάτω γεγονός, προσευχόταν και για τούς κατά σάρκα οικείους τών αδελφών, κι όταν χρειαζόταν οικονομούσε τά πράγματα.
-Γέροντα την ευχή σας
-           Τού Κυρίου. Δεν μού λες, τί κάνει ή μητέρα σου;
-Ή μητέρα μου; Δεν ξέρω. Έχουμε πολύ καιρό να επικοινωνήσουμε... -Έ, πήγαινε τώρα αμέσως, να την πάρεις τηλέφωνο. Ή αδελφή, παρ' όλο  πού παραξενεύτηκε πολύ για την ασυνήθιστη αυτή εντολή τού Γέροντα, έκανε υπακοή και πήρε αμέσως τηλέφωνο κι υπέστη μία... καταιγίδα παραπόνων από την μητέρα της, ή οποία ήταν... έξω φρενών. Αφού προσπάθησε να την ηρεμήσει και δεν τά κατάφερε, έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε ατό Γέροντα:
-           Πάτερ, τί με βάλατε να πάρω τηλέφωνο; Για να γίνω άνω-κάτω;
Γέροντας χαμογέλασε:
 Πρέπει να την βοηθήσεις, δεν έχει κανέναν να τη στηρίξει και βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, ολομόναχη.
-           Και τί να της κάνω εγώ; Εξ' άλλου δεν θέλει ούτε να μ' ακούσει. Πέρασε λίγη ώρα σιωπής κι ό Γέροντας:
-Πήγαινε τώρα να την ξαναπάρεις.
-Εύλόγησον Γέροντα, μα έχω το λογισμό, πώς δέ θα καταφέρω πάλι  τίποτα κι άδικα θα προσπαθήσω.
-Όχι, πήγαινε, τώρα σ' έχει ανάγκη.
Ή αδελφή ξαναπήρε τηλέφωνο και βρήκε την μητέρα της καλμαρισμένη κι έτσι μπόρεσε να την βοηθήσει.



Κάποια μέρα ή αδελφή, πού διακονούσε τον Γέροντα, πέρασε μ' ένα πιάτο τηγανιτές πατάτες από την αυλή, για να τις πάει στο Γέροντα. Οι πατάτες μύριζαν πολύ ωραία και μια αδελφή τις λιμπίστηκε και της είπε: «Μυρίζουν πολύ οι πατάτες σου». Ή αδελφή, πού διακονούσε τον Γέροντα, δεν έδωσε σημασία και πήγε στον προορισμό της. Όταν όμως προσέφερε το πιάτο στον Γέροντα, εκείνος ξεχώρισε μερικές πατάτες σ' ένα άλλο πιάτο και λέει: «Αυτές να τις πάς στην αδελφή τάδε, πού τόσο τις επιθύμησε».

Πλησίαζε ή Μεγάλη Σαρακοστή. Μια μικρή δόκιμη θα την περνούσε πρώτη φορά στο μοναστήρι. Οι άλλες αδελφές της έλεγαν για το πρόγραμμα της Μονής την περίοδο αυτή. Ή δόκιμη, πού ήταν πολύ νέα και τελείως άπειρη, άρχισε σιγά-σιγά να απογοητεύεται, γιατί φοβόταν, ότι δεν θα την  κατάφερνε μ' ένα τόσο αυστηρό κανονισμό, ειδικά στο θέμα της νηστείας. Ντρεπόταν όμως να ομολογήσει την φοβία της στο Γέροντα ή στη Γερόντισσα.


 Αφού την κατέβαλλε αθυμία μεγάλη, πήγε ένα βράδυ, λίγες μέρες  την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, στο παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως Θεοτόκου κι είπε: «Παναγία μου, φοβάμαι, ότι δεν θ' αντέξω τέτοια σκληρή νηστεία, πού κάνουν έδώ οι αδελφές. Σύ όμως ξέρεις καλύτερα από μένα. Σέ παρακαλώ πολύ, αν γνωρίζεις, ότι δεν είμαι ακόμα για τέτοια άσκηση τότε φώτισε εσύ τον Γέροντα να μού κάνη κάποια οικονομία». 

Την επομένη το πρωί, κατέβηκαν οι αδελφές, όπως πάντα, για την Ακολουθία στο Ναό Μόλις είχε αρχίσει το Μεσονυκτικό κι ό Γέροντας άνοιξε την Ωραία Πύλη διέκοψε την Ακολουθία κι είπε: «Απόψε μού έδωσε πληροφορία ή Πανάγια Τώρα την Σαρακοστή ή δόκιμη και μερικές αδελφές (κι ανέφερε τά όνομα τους), δεν θα άκολουθήσουν το κοινό πρόγραμμα. Θα τούς δώσουμε ελαφρότερο». Φυσικά ή δόκιμη τά έχασε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΖΑΝΝΗΣ. Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: