Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΩΣ





            Ό Άγιος Παντελεήμων γεννήθηκε τό 271 Μ. Χ. στήν Νικομήδειαν τής Μικράς Άσίας. Τό όνομά του ήταν Παντελέων. Οί γονείς ήταν ό Στόργιος καί Εύβούλη. Άλλά ή Χριστιανή μήτέρα του δέν πρόλαβε νά χαρή τό μονόκρυβο παιδί της διότι σύντομα άπέθανε.   Τότε ό είδωλολάτρης πατέρας του άνέλαβε νά τού μάθη τά Έλληνικά γράμματα.  Καί έπειτα τόν έστειλε στόν διδάσκαλον Ευφρόσυνον καί έπειτα τόν έστειλε νά έκπαιδευθή στήν έπιστήμην τής ίατρικής.  Ό Εύφρόσυνος ήτο ό καλύτερος ίατρός έκείνης τής έποχής καί είχε ώς πελάτη τόν αύτοκράτωρα Μαξιμινιανού καί πολλούς άλλους άρχοντας. Σέ λίγα χρόνια ό σεμνός καί χαρισματικός Παντελέων κατώρθωσε νά άναδεχθή ώς ό καλύτερος έπιστήμονας ίατρός άπό όλους τούς συμμαθητάς του. 

            Κάποια ήμέρα ό αύτοκράτωρας έμαθε διά τήν πρόοδόν του καί έξέφρασε τήν έπιθυμίαν νά έπιλέξη αύτόν ώς προσωπικό του ίατρόν μετά τόν θάνατον τού Εύφροσύνου.  Έκείνο τό καιρό ζούσε ένας εύλαβής ίερέας Έρμόλαος ό όποίος έγνώριζε τόν Παντελέοντα άπό τήν Χριστιανήν μητέρα του. Κάποτε τού συνάντησε καί έμαθε πού ό νέος σπούδασε ίατρός καί τού είπε:  Έσύ μπορείς νά ίατρεύη τούς άρρώστους μέ τά φάρμακα άλλά άν πιστέψης στόν Χριστόν μπορείς νά θεραπεύης κάθε άρρώστια χωρίς φάρμακα.  Ό Παντελέων άφού τόν άποχαιρέτησε καί έφυγε στόν δρόμον συνάντησε ένα παιδί πού μόλις είχε πεθάνει άπό δάγκωμα φιδιού.  Τότε θυμήθηκε τά λόγια τού ίερέως καί μέ πίστιν παρεκάλεσε τόν Χριστόν νά άναστήση τό μικρό παιδί.  Τήν ίδιαν στιγμήν ό νέος συκώθηκε μπροστά στά μάτια τού κόσμου σάν νά μή είχε συμβεί τίποτε.  Καί όλοι έθαύμασαν τό γεγονός καί εύχαριστούσαν τόν Θεόν καί τόν εύεργέτην τους. 

            Ό Παντελέων είχε πιστεί πλέον ότι ό Χριστός ήτο ό μόνος Ίατρός τού σώματος καί τής ψυχής.  Καί αύτός έπήγε άμέσως στόν ίερέα τόν Έρμόλαον καί τόν έζήτησε νά βαπτισθή Χριστιανός.  Άπό τότε έψαχνε τήν εύκαιρίαν νά βοηθήση τόν πατέρα του νά πιστέψη στόν άληθινόν Θεόν.  Μία ήμέρα παρουσιάτηκε στόν Άγιον ένας τυχέως πού ζητούσε νά τού δώση τό φώς του.  Πολλοί ήσαν οί ίατρόι πού τόν έξεγέλασαν καί τόν πήραν τήν περιουσίαν του καί δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν. Έτσι ό Παντελέων ήτο ή τελευταία του έλπίδα. Πάντως ό Στόργιος έσυμβούλευψε τόν ύιόν του νά μή δοκιμάση νά θρέψη μίαν άνίατον άρρώστ            ιαν διά νά μή χαλάσει ή φήμη πού είχε ώς καλός ίατρός.  Είπε ό Παντελέων είς τόν τυφλόν.  Τί θά μού πληρώσης  έαν σού δώσω τό φώς σου;   Θά σού δώσω όσα έμειναν άπό τήν κληρονομιάν μου. Όλα αύτά πού μού δώσις νά τά δωρίσης στούς πτωχούς είπε ό Άγιος.  Ό Άγιος έκαμε τό σημείον τού Σταυρού έπάνω στά μάτια τού τυφλού καί άμέσως έγινε καλά. Όταν έγινε τό θαύμα ό Στόργιος έπίστευσε καί έκείνος στόν Χριστόν.  Έπέστρεψε στό σπίτι του καί έσπασε όλα τά μάρμαρα άγάλματα τών ψεύτικων θεών πού έλάτρευε μέχρι τότε.  Διά περίπου άκόμη ένα χρόνο έζησε ό Στόργιος καί έκαμε τό θέλημα τού Θεού κάμνονατς άγαθοεργίας καί κηρύσσοντας τό όνομα τού Ίησού Χριστού.  Έπειτα άπέθανε είρηνικά καί ή ψυχή του έπέστρεψε κοντά στό άγαπημένο του Εύβουλη. Τότε ό Παντελέων έδωσε τήν περιουσίαν του είς τήν Έκκλησίαν καί είς τούς πτωχούς καί συνέχεια έκαμε τό ύπούργημα τού ίατρού δίδοντας φάρμακα καί κάμνοντας θαύματα διά όσους πού είχαν άνάγκην.    

            Κάποτε κάποιοι ίατροί συνάντησαν τόν πρώην τυφλόν πού τόν είχε ίατρέψει καί έζήλεψαν τόν Παντελέων διότι οί ίδιοι δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν.  Άπό τότε φθόνησαν τόν άγιον καί προσπάθησαν νά βρούν τήν εύκαιρίαν νά χάση τήν εύνοιαν τού αύτοκράτωρος πού είχε μέχρι τότε.  Περίπου 304 μ. χ. ό Μαξιμιανός παρευρέθη διά λίγο στήν Νικομήδειαν. Ό Άγιος Παντελέων έτυχε νά ίατρέψη έναν Χριστιανόν πού έβασανίσθη άπό τούς είδωλολάτρας.  Έτσι μαζεύθηκαν όλοι οί ίατροί καί κατήγγελαν στόν άυτοκράτωρα ότι ό Άγιος θεράπευσε έναν έχθρόν τής είδωλολατρικής πίστεως καί έπίσης ίατρεύει τούς άρρώστους στό όνομα τού Ίησού Χριστού.  Άμέσως ό αύτοκράτωρας έκάλσε τόν πρώην τυφλόν καί τόν έρώτησε: ή έπιστήμη ή ό Χριστός σού έδωσε τό φώς σου; Αύτός άπήντησε Εύθύμιος καί είπε στόν αύτοκράτωρα τόσα χρόνια όλοι αύτοί ίατροί μού πήραν όλην τήν περιουσίαν καί δέν κατάφεραν νά μού κάνουν ύγιή μέ τήν έπιστήμην πού έσπούδασαν.  Ό Παντελέων όμως μέ τόν Σταυρόν τού Ναζωραίου μού έκαμε άμέσως καλά καί άπό τότε έπίστεψα καί έγώ στόν Θεόν του. Ό αύτοκράτωρας έπέμενε μέ τά είδωλά του νά ταπεινώνονται οί Χριστιανοί μπροστά τους δι' αύτό διέταξε καί άποκεφάλωσαν τόν γενναίον όμολογητήν.

            Έπειτα άκάλεσε τόν Παντελέοντα πού τόσον τόν έκτιμούσε έάν αύτά πού λέγουν δι' αύτόν είς βάρος του ήταν άλήθειες.  Είπε τότε ό Παντελέων: Άρχοντα, ό Ίησούς Χριστός είναι αύτός πού μπορεί νά θεραπεύση όλους τάς άνίατες άρρώστιες τού σώματος καί τά νοσήματα τής ψυχής, τάς άμαρτίας. Έάν θέλης, φέρη έδώ έναν άρρωστον διά νά πιστέψης καί σύ στόν άληθινόν  Θεόν.        Ό αύτοκράτωρας έζήτησε άπό περιέργειαν νά φέρουν άμέσως έναν παράλυτον άνθρωπον πού κανείς ίατρός δέν μπόρεσαι νά τόν κάνη νά περπατήση.   Τότε έπλησίασαν οί ίερείς τών είδώλων καί λέγοντας διάφορες εύχές στά μάρμαρα άγάλματα προσπαθούσαν νά τόν ίατρέψουν. Άλλά όμως μετά άπό πολλές ώρες κουράστηκαν καί έσταμάτησαν.  Καί τότε ό Άγιος Παντελέων προσευχήθηκε μέ πίστιν καί είπε στόν παράλυτον άνθρωπον.  Διά νά γνωρίσουν όλοι τήν άπέραντη άγάπην τού Θεού ό Χριστός σού κάνει καλά, σήκω καί περπάτησε. Εύθύς έγινε θαύμα. Έκείνος έσυκώθηκε άπο μόνος του καί περπάτησε.  Έκληκτοι όλοι δέν ήξευραν τί νά πούν.  Καί πολλοι άπό τούς παρευρισκομένους έπίστευσαν στόν Χριστόν. 

            Τότε ό Μαξιμιανός ώργίσθηκε καί έδωσε έντολήν νά βασανίσουν σκληρά τόν Άγιον διά νά μή τολμήση ποτέ ξανά νά όμιλήση διά τόν Θεόν του καί νά κάνη θαύμα μπροστά στό πλήθος. Οί στρατιώτες ύπακούοντας στάς όδηγίας ξεγύμνωσαν τόν Άγιον καί τόν έδεσαν σέ ένα ξύλο καί έσχισαν τά πλευρά του μέ σίδηρα.  Ό ένδοξος μάρτυρας ύπέφερε τούς πόνους διά τήν άγάπην τού Χριστού καί τά άγιασμένα αίματα του έπεφταν άφθονα στήν γήν.  Ύστερα οί στρατιώτες άνεψαν λαμβάδες καί έκαγαν τάς πληγάς τού Παντελέωνος.  Καί τοτε έγινε άλλο θαύμα. Ξαφνικά έπεσεν αί λαμβάδες άπό τά χέρια τών στρατιωτών καί αί πληγές τού μάρτυρος έθεραπεύθησαν τήν ίδίαν στιγμήν.  Ό αύτοκράτωρας θύμησε πολύ καί σκέφθηκε νά πάρη έκδίκηση. Έβρασε μολύδι  μέ σκοπόν νά ρίξουν τόν μάρτυρα μέσα.

            Μόλις έλιωσε τό μολύβι έβαλαν τόν 'Αγιον μέσα καί ξαφνικά έμφανίσθηκε ό Χριστός μέ τήν μορφήν τού ίερέως Έρμολάου καί μπήκε στό καμίνι. Ή φωτιά άμέσως έσβησε καί τό μολύβι έκρύωσε.  Ό αύτοκράτωρας δέν άντεξε πλέον νά βλέπη άλλο τόν άγωνιστήν Άγιον καί διέταξε νά κρεμάσουν άπό τόν λαιμόν του μιά βαρυά πέτρα καί νά τόν ρίξουν στήν θάλασσαν νά πνιγή.  Άλλά άντί νά βουλιάξη ό Άγιος έμφανίσθηκε έπάνω στό νερό καί δέν έπαθε τίποτα.  Ό Μαξιμιανός μόλις είδε όλα αύτά τά άνεξεγήγητα γεγονότα έριξε τόν μάρτυρα σέ ένα κλωβί μέ πεινασμένα λεοντάρια καί τίγρες διά νά τόν κατασπαράξουν.  Τότε μαζεύθηκε πλήθος κόσμο διά νά δούν τό θέαμα καί νά διασκεδάσουν.  Άλλά όμως έμειναν έκθαμποι όταν είδαν ότι τά άγρια θυρία πλησίασαν τόν Αγιον καί φιλούσαν τό χέρι του.  Ό αύτοκράτωρας προσβλήθηκε άπό αύτό πού είδε καί έζήτησε άμέσως νά σκοτώσουν τά θηρία.  Καί τότε έγινε καί άλλο θαυμαστό γεγονός.  Κανένα όρνιο ή κανένα άλλο θηρίο ήλθε νά τραφή άπό τά ζώα καί άναγκάσθηκαν νά άνοίξουν λάκκους καί νά τά θάψουν.

            Ύστερα άπό αύτά ό Μαξιμινός έκάλεσε τόν μάρτυρα μπροστά του καί τού είπε: Παντελέων σού είχα μεγάλη έκτίμησι καί θά σού έκανα ίατρός στά άνάκτωρά μου άλλά σύ μού φέρθηκες μέ άγνωμοσύνη σάν νά ήσουν ό έχθρός μου.  Ποιός είναι αύτός πού σού έκανε Χριστιανόν;  Ό ίερέας Έρμόλαος μού μίλησε διά τόν Χριστόν άπάντησε ό Άγιος.  Τότε ό Μαξιμιανός διέταξε νά συλλάβουν τόν Έρμόλαον καί άλλους δύο μαθητάς του καί τούς έβαλε νά προσκυνήσουν τά είδωλα.  Άλλά έπειδή αύτό δέν μπορούσε νά γίνη ποτέ τούς βασάνισαν καί έπειτα τούς άπόκεφάλωσαν.  Καί τότε έδωσε έντολήν νά κόψουν τό κεφάλι τού μάρτυρα  καί νά κάψουν τά λείψανά του.   

            Έτσι οί βασανιστές τόν έδεραν καί μετά τόν έδεσαν στόν κορμόν μιάς ξεραμένης έλαιάς διά νά τόν άποκεφαλίσουν. Άλλά όταν ό στρατιώτης έσήκωσε τό σπαθί του νά κόψη τό κεφάλι τού μάρτυρος κατά παραχώρησιν  Θεού τό σπαθί λύγισε καί έγινε σάν δραπάνι.  Μόλις είδαν τό θαύμα οί δήμιοι τρόμεξαν τόσον πολύ έπεσαν καί προσκύνησαν τόν Άγιον παρακαλόντας νά τούς συγχωρέση. Ό μάρτυς Παντελέων προσευχήθηκε στόν Δεσπότην Χριστόν διά τούς μετανοημένους στρατιώτας. Τότε ήκούσθη φωνή άπό τόν ούρανόν λέγοντας άς γίνη ό τι θέλεις άξιε άθλητέ τού Χριστού.  Άπό σήμερον δέν θά λέγεσαι Παντελέων διότι πολλούς εύεργέτησας σέ αύτήν τήν ζωήν καί θά συνεχίσης νά έλεήσης τούς πιστούς  πού καταφεύγουν σέ μένα διά μέσου τού όνόματός σου.

            Οί δήμιοι άπεφάσισαν νά μή κάψουν τόν Άγιον άλλά έκείνος τούς παρότρυνε νά μή παρακούσουν τήν διαταγήν τού αύτοκρατώρος διατί δέν ήθελε νά χάση τό άμάραντον στεφάνι τού μαρτυρίου.  Έκείνοι ύπάκουσαν χωρίς νά θέλουν. Τόν έζήτησαν συγγνώμην καί τόν άποκεφάλωσαν.  Βγήκε γάλα άπό τόν τράχηλον τού μάρτυρα.  Καί μετά τό ξηρό δένδρον άρχισε νά άνθίζη ώς σεβασμόν πρός τόν Άγιον.  Οί στρατιώτες δέν έκαψαν    τό λείψανό του άλλά έφυγαν άπό τό παλάτι νά κηρύξουν όσα θαύματα άκουσαν καί είδαν.  Σύντομα ήλθαν κάποιοι Χριστιανοί καί πήραν τό λείψανό του καί τό θάψανε μέ τιμές. 


Transliterated from a Greek video by:
+Fr. Constantine (Charles) J. Simones, August 3, 2016, Waterford, USA,  cjsimones300@gmail.com





Ο ΙΑΤΡΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΗΜΩΝ
Ο  ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
  


Δεν υπάρχουν σχόλια: