Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018
ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΖΑ. ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΑ ΘΝΗΤΑ ΣΑΝ ΑΘΑΝΑΤΑ.ΜΕΙΖΟΝΑ ΤΑΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΝ ΟΥΔΕΙΣ ΕΧΕΙ
ΜΑΡΙΑ
ΜΟΥΡΖΑ. ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΑ ΘΝΗΤΑ ΣΑΝ ΑΘΑΝΑΤΑ.
ΜΕΙΖΟΝΑ
ΤΑΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΝ ΟΥΔΕΙΣ ΕΧΕΙ
Ό
Χριστός πέθανε όχι μόνο «υπέρ ημών», άλλα και «αντί ημών».
Και
ή Εκκλησία θρηνεί:
εγώ
ήμάρτησα, και σύ έμαστιγώθης
εγώ
ύπερηφανεύθην, και σύ έταπεινώθης•
Θρηνεί
ή Εκκλησία όλη, όταν άναλογίζεται
τί
έκαναν τά χέρια τού Θεού
και
τί έκαναν τά χέρια του ανθρώπου.
Πόσο
αγάπησε ό Θεός τόν άνθρωπο και πόσο φθόνησε ό άνθρωπος τόν Θεό.
Πόσο
τίμησε ό Θεός τόν άνθρωπο
και
πόσο άτιμωτικά στάθηκε ό άνθρωπος άπέναντι
στόν
Θεό. •
Θρηνεί
ή Εκκλησία
και
τόν Θεό πού έπαθε
και
τόν άνθρωπο πού τόλμησε•
και
Αύτόν πού χλευάζεται
και
αύτόν πού χλευάζει•
και
Αύτόν πού ραπίζεται
και
αύτόν πού ραπίζει•
και
αυτούς πού Τόν ένέπτυσαν
και
αύτούς πού Τόν φραγγέλωσαν
και
αύτούς πού Τόν σταύρωσαν.
Τούτο,
λένε οί Πατέρες, έπρεπε νά είναι όλη ή αφορμή των δακρύων μας: πώς ήμείς
έσταυρώσαμεν τόν Θεόν μας πώς ημείς έθανατώσαμεν τόν Θεόν μας.
Τούτο
έπρεπε νά είναι ή αιτία τών δακρύων μας.
Χρόνια
τώρα άλλου εστιάζω και γιά άλλα θρηνώ.
Κι
άναρωτιέμαί:
Γιατί
εγώ δέν συμπάσχω μέ όλη την Εκκλησία;
Δίπλα
μου είναι άνθρωποι μέ καταπληκτική όραση, πού βλέπουν.
Γιατί
εγώ δέν βλέπω;
Δίπλα
μου είναι άνθρωποι πού βλέπουν και κλαίνε. Γιατί εγώ δέν κλαίω;
Γιατί
ή καρδιά μου δέν πενθεί
και
γιατί τά μάτια τά δικά μου είναι στεγνά άπό δάκρυα Γιατί προσκυνάω και
προσπερνάω και ξεχνάω;
Τί
είναι εκείνο πού κάνει εσένα νά πενθείς κι έμένα όχι;
Ποιά
είναι ή μεταξύ μας διαφορά, πού προκαλεί τόσο διαφορετικά αποτελέσματα;
Ποιά
είναι ή μεταξύ μας διαφορά, πού κατατάσσει εσένα στούς βλέποντες κι έμένα στούς
τυφλούς;
Τί
είναι έκεινο πού κάνει εσένα νά άγαπάς κι έμένα όχι;
Γιατί
ή δική μου καρδιά μένει σάν πέτρα άπέναντι
στήν
άγάπη τού Θεού
ένώ
ή δική σου σπάζει σέ χίλια κομμάτια;
Βούλει
μαθείν; ρωτάει ο άγιος Χρυσόστομος.
Θέλεις
νά μάθεις;
Δές
ληστήν και ληστήν Άμφότεροι έν τώ σταυρώ Άμφότεροι άπό πονηριάς
Άμφότεροι άπό βίου ληστικού
Αμφότεροι
μελλοθάνατοι, άλλ’ ούκ άμφότεροι έν τοις αύτοίς-
-όχι
όμως στήν ίδια κατάσταση- Ό μέν βλάσφημε!, ό δέ παρακαλεί
Ό μεν είς γέενναν παρεπέμπετο, ό δέ βασιλείαν
έκληρονόμησεν.
Ό μεν
έπέγνω -άναγνώριζε-ληστήν ύβριζόμενον, ό δέ έπέγνω τόν των ούρανών Δεσπότην!
Βούλει
μαθεΐν;
Θέλεις
νά μάθεις πώς άξιώθηκε ό ληστής πίσω άπ’ τόν συσταυρωμένο Κατάδικο
νά
αναγνωρίσει Τόν Βασιλέα Χριστό;
Θέλεις
νά μάθεις τί έκανε;
Αύτός
εαυτού κατήγορος έγινε
-ό ίδιος
κατηγόρησε τον εαυτό του-
Αύτός
έαυτόν διέσυρε
Αύτός έαυτόν έστηλίτευσε λέγων:
ημείς
δικαίως πάσχομεν- άξια γάρ ών έπράξαμεν άπολαμβάνομεν.
Αν
νιώθω άδικη μένος, άν νιώθω ότι όλοι μού φταίνε, δέν θά άναγνωρίσω ποτέ τον
Χριστό.
Αν
ψάχνω νά δικαιωθώ,
δέν
θά μ’ αγγίξει ή Αγάπη Του•
ό
ήλιος θά μεσουρανεί κι εγώ θά παγώνω.
Άν
δέν παραδεχτώ ότι δίκαια πάσχω, δέν θά άνοίξουν ποτέ τά μάτια μου• όλοι θά
βλέπουν πάνω στό Σταυρό τό Θεανθρώπινο Πρόσωπο τού Χριστού κι εγώ θά βλέπω
Εκείνον τον πλάνο.
Αν
θέλουμε νά διαπεράσει τήν ύπαρξή μας,
-
αγάπη τού Θεού•
άν
θέλουμε νά τρώσει τήν καρδιά μας, να τμήσει τη ζωή μας ή άγάπη τού Θεού, χρειαζόμαστε
τό ταπεινό φρόνημα τού Εύαγγελίου. Γιά νά τό βρούμε, λέει ό γέροντας Σωφρόνιος,
είναι άπαραίτητη σέ όλους μας ή πρός τά κάτω κίνηση: »
Τήν
πρός τά κάτω κίνηση χρειαζόμαστε.
«Όσον
βαθύτερον ταπεινούται ό άνθρωπος, τοσούτον μάλλον ύψούται ύπό τού Θεού».
Όσο
πιό πεπεισμένος είμαι ότι δέν το έλεος τού Θεού, τόσο περισσότερο έλεος
λαμβάνω.
Όσο
δυνατότερα φωνάζω ότι
άξια
ων έπραξα απολαμβάνω,
τόσο
πιο βέβαιο είναι ότι θά εισακουστώ-
τόσο
πιο βέβαιο είναι ότι τα καμίνια πού με
καίνε
θά
μεταβληθούν σέ πνεύμα δρόσου διασυρίζον.
Ό
έμπτυόμενος Χριστός
Ό λοιδορούμενος Χριστός
Ό
χλευαζόμενος παρά πάντων
Ό διασυρόμενος γιά χάρη μου Χριστός δέν είναι
στούς ούρανούς•
είναι έδώ μαζί μου.
Δέν
είναι έξω από μένα,
Είναι
μέσα στό σώμα μου
Είναι μέσα στά μάτια μου
Είναι μέσα στά χέρια μου
Είναι μέσα στόν πόνο μου τον βαθύ.
Όπου
πέφτω, έρχεται.
Όπου
πάσχω, πάσχει.
Όπου
σταυρώνομαι, σταυρώνεται.
Ό
Χριστός θέλει νά βγάλει τόν πόνο άπό μέσα μου καί Τόν έμποδίζω.
Ψάχνει
αιτία να μ' ελεήσει και Τόν έμποδίζω.
Θέλει
νά μέ βάλει στόν Παράδεισο και δέν τόν άφήνω.
Μού
λείπει ή κεραία πού θά μέ βοηθήσει να προσλαβω την άγάπη Του:
μού λείπει δηλαδή ή διαλυτική τών πάντων
συντριβή πού έκανε τον ληστή να φωνάξει:
Μνήσθητί
μου, Κύριε, όταν ελθης έν τη βασιλεία σου.
Μείζονα
ταύτης άγάπην ούδείς έχει!
Τούτο
ας είναι ή βεβαία έμπειρία μας,
τούτο
ας είναι ή βεβαία άφορμή τών δακρύων μας:
πώς εμείς
καθημερινά Σέ σταυρώνουμε.
Αλλά
καί τούτο άς είναι ή βεβαία ελπίδα μας: ότι Εσύ ό Υιός τού Θεού,
Εσύ
ό Υιός τής Παρθένου,
Εσύ
ο αναβαλλόμενος τό φώς, ώσπερ ίμάτιον,
θά
δεχτείς τά δάκρυα της μετάνοιας μας
καί
θ ’ ανοίξεις καί γιά μάς τή θύρα τής βασιλείας Σου. .
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου