και η μητέρα του Μαρία.
Κάποτε έλαβε ένα γράμμα ότι η μητέρα του εκοιμήθη.
Δεν είχαν τηλέφωνα τότε.
Πάει λοιπόν στον π. Κωνστάντιο και του λέει:
–Γερο-Κωνστάντιε, σε θερμοπαρακαλώ, κάνε ένα κομποσχοινάκι, ένα σαραντάρι (προσευχή για σαράντα μέρες) για την μητέρα μου.
–Θα κάνω, λέει αυτός, νά ’ναι ευλογημένο!
Αυτός ήταν αγωνιστής, όλη νύχτα τραβούσε κομποσχοίνι. Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες,
εκεί που καθόταν και έκανε κομποσχοίνι λέγοντας
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον την δούλη Σου Μαρία», βλέπει μια γυναίκα να μπαίνει μέσα στο κελί του
(ήταν η κεκοιμημένη Μαρία) και του λέει με ευγένεια πολλή:
–Ευλογείτε, Γέροντα!...
–Ο Κύριος!... Πού βρέθηκες εσύ εδώ πέρα;…
–Μη ταράζεσαι, Γέροντα, γιατί ο Θεός μ’ έστειλε να ’ρθώ.
–Και, τι θέλεις;…
–Δεν θέλω τίποτε· αλλά ήρθα μόνο να σ’ ευχαριστήσω, διότι αυτά τα κομποσχοίνια που μου έκανες, πολύ με ωφέλησαν και βρήκε ανάπαυση η ψυχή μου.
Σ’ ευχαριστώ, γέροντά μου, σ’ ευχαριστώ!...
Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε.
※
[«Από την Ασκητική
και Ησυχαστική
Αγιορειτική Παράδοση»,
ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ .
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου