Η ακοίμητη λυχνία της Σουηδίας π. Ευσέβιος Βίττης
4 Νοεμβρίου 2021
Ἀφιέρωμα στὴν μνήμη του. 4 Νοεμβρίου 2009
Ἡ ἀκοίμητη λυχνία τῆς Σουηδίας π. Εὐσέβιος Βίττης [1]
Ἡ διακονία τοῦ πλησίον ἦταν ἔμφυτη στὸν Γέροντα Εὐσέβιο. Ἦταν
στὸ αἷμα του. Ξυπνοῦσε καὶ κοιμόταν μὲ τὴν ἔγνοια του καὶ κάθε του ἰκμάδα ἦταν ἀφιερωμένη
στὶς ἀνάγκες του. Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου του ἔβλεπε τὸν ἀγαπημένο του
Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸν ποὺ οἱ πατέρες λέγουν: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν
Θεόν σου», εἶδες Αὐτὸν ποὺ μᾶς εἶπε ὅτι «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»
(Ματθ. κε΄ 40).
Μετὰ τὴν Γαλλία ὁ Στέργιος ταξίδευσε στὴν Γερμανία καὶ στὴν
Σουηδία. Διακονοῦσε σὲ διάφορες πόλεις δίνοντας πάντοτε τὸ παρὼν στὸν τομέα
βοηθείας τῶν ἐμπεριστάτων συνανθρώπων μας.
Ἡ ἀδικία, δυστυχῶς, σκεφτόταν εἶναι φαινόμενο «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Ὁ ἄδικος
Κάϊν ὄχι μόνο φθόνησε, ἀλλὰ σκότωσε καὶ τὸν δίκαιο ἀδελφό του Ἄβελ. Μὲ ἄδικο
τρόπο ὁ Ἰακώβ πῆρε τὰ πρωτοτόκια τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ. Ἀδικήθηκε ἀπὸ φθόνο ὁ
πάγκαλος γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ἀγαπημένος γιὸς τοῦ Ἰακώβ, ποὺ τὰ ἀδέλφια
του τὸν πούλησαν ὡς δοῦλο μακριὰ ἀπὸ τὴν
πατρίδα. Τὴν ἄδικη φτώχεια ἔζησε ὁ Λάζαρος τῆς παραβολῆς, μὲ τὴν διαρκῆ πείνα,
τὶς ἀρρώστιες καὶ τὰ ἕλκη ποὺ τοῦ ἔγλυφαν οἱ σκῦλοι βλέποντας τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ
πλουσίου μὲ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα. Ἡ ἐγκαρτέρηση, ὅμως, τοῦ Λαζάρου σὲ αὐτὴν τὸν ἔβαλε
στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραάμ.
Τὴν ἀδικία γεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Ἀδικήθηκαν
οἱ περισσότεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος στηλίτευε τὴν ἀνηθικότητα
καὶ τὴν διαφθορά, κατήγγειλε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, στιγμάτισε τὴν σπατάλη, τὴν ἐπίδειξη
τῶν πλουσίων καὶ τῶν ἀρχόντων, καταδίκασε τὶς αὐθαιρεσίες τοῦ πολιτικοῦ
συστήματος, στράφηκε ἐναντίον τοῦ διεφθαρμένου κλήρου, πάντα μὲ παρρησία καὶ
χωρὶς νὰ κατονομάζει, ὥστε νὰ μὴν κηλιδώνονται προσωπικότητες, ἀλλὰ νὰ
στιγματίζονται οἱ πράξεις τους. Μισοῦσε τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀδικία, ἀλλὰ ἀγαποῦσε
τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀδίκους. Στάθηκε δίπλα στοὺς ἀδυνάτους, τοὺς ταπεινούς,
τοὺς ἀδικημένους, τοὺς ἁπλοὺς καθημερινοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἡ ὑπεροψία καὶ
ἡ ἀδικία τῶν δυνατῶν συχνὰ καταδυνάστευε. «Ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας» (Γεν. 6, 11), ὅπως
ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διαπιστώνοντας εἶπε στὸ Νῶε, ὅταν ὡς μόνο δίκαιο τὸν παρώτρυνε νὰ
κατασκευάσει κιβωτό, γιὰ νὰ σωθεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὸν ἐπερχόμενο
κατακλυσμό.
Ἡ συγχωρητικότητα ἔλεγε μὲ σθένος ὁ Γέροντας Εὐσέβιος ἀποτελεῖ
βασικὸ παράγοντα στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Μὲ αὐτὴν κερδίζουμε τὴν φιλανθρωπία
τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὶς δικές μας ἁμαρτίες. Πρέπει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἀδελφούς
μας, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦμε καὶ ἐμεῖς, καθὼς μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Κύριος λέγοντας:
«Οὕτω καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ
αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 35). Μὲ τὴν εὐσπλαχνία
καὶ τὴν συγχωρητικότητα ἐκφραζομένη μὲ τὸ «ἄφες αὐτοῖς» (Λουκ. κγ΄ 34) ὁ Κύριος
μᾶς ἀφήνει ἕνα μεγάλο μήνυμα, ὅτι πρέπει νὰ συγχωροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ αὐτοὺς
ποὺ μᾶς ἔχουν φταίξει. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν σειρά τους μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τοῦ
Κυρίου, προσεύχονταν γιὰ τοὺς βασανιστές τους χωρὶς νὰ τοὺς κρατοῦν κακία.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ἁγίων εἶναι ὁ Πρωτομάρτυς διάκονος
Στέφανος, ὁ ὁποῖος προσευχόταν γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν λέγοντας: «Κύριε,
μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. γ΄ 60).
Στὰ μέσα τοῦ 1960 ἡ ἐργατικὴ μετανάστευση ἀπὸ τὴν πτωχὴ Ἑλλάδα
πρὸς τὴν πλούσια Σουηδία ἦταν ἔντονη. Ὁ ΓέρονταςΕὐσέβιος βρισκόταν ἤδη
στὴν χώρα αὐτὴ τοῦ σκανδιναυϊκοῦ βορρᾶ. Ἦταν ἀκόμη λαϊκὸς καὶ ἔκανε τὶς
μεταπτυχιακὲς σπουδές του στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Οὐψάλας. Οἱ πνευματικὲς
ἀνάγκες τῶν μεταναστῶν Ἑλλήνων τὸν ὤθησαν στὴν ἱερωσύνη. Ἔτσι τὸν Ἰούνιο
τοῦ ἔτους 1965 ὁ ἱεραπόστολος Στέργιος χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ἀμέσως Ἱερεὺς
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων κυρὸ Ἀθηναγόρα καὶ ἀναλώθηκε
στὴν ἱεραποστολικὴ διακονία τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Σουηδίας, Δανίας καὶ Νορβηγίας.
Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν πόλη τοῦ Γιότεμποργ. Ἐργάσθηκε
ὡς δημόσιος ὑπάλληλος καὶ μετὰ τὴν ὀκτάωρη ἐργασία του ἦταν ὁ
πνευματικός, ὁ δάσκαλος, ὁ κοινωνικὸς λειτουργός, ὁ διερμηνέας, ὁ
μεταφραστής, ὁ σύμβουλος, ὁ συμπαραστάτης τῶν Ἑλλήνων ποὺ διαρκῶς
κατέφθαναν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ ἕνα καλύτερο μέλλον. Ὅλες αὐτὲς
τὶς ὑπηρεσίες
τὶς προσέφερε ἀφιλοκερδῶς στὸν ἐλεύθερο χρόνο του σὲὅλους τοὺς Ἕλληνες
τῆς πόλεως καὶ ὄχι μόνο, ἀφοῦ σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ὁ Γέροντας ὑπῆρξε
ἀφιλοχρήματος. Οὐδέποτε μισθοδοτήθηκε ἢ ζήτησε χρήματα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ
προσέφερε. Ἐφάρμοζε τὰ λόγια τοῦ Σωκράτους, ὅτι πλούσιος εἶναι αὐτὸς ποὺ
ἀρκεῖται στὰ λίγα, «πλουσιώτατος ὁ ἐλαχίστοις ἀρκούμενος». Ἤξερε ὅτι ἡ ἔντιμη
πτωχεία σίγουρα μᾶς ὁδηγεῖ στὸν πλοῦτο τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀγαποῦσε αὐτὴ τὴν
πτωχεία τὴν ὁποία βίωνε καὶ ὁ Ἅγιοςτῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὁ «φτωχούλης τοῦ
Θεοῦ», ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ἔτσι, ποτὲ δὲν ἐπεδίωξε τὸ χρῆμα καὶ ποτὲ
δὲν ἔτρεχε πίσω του. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ὁ «μηδὲν ἔχων καὶ τὰ πάντα κατέχων».
Ἄλλωστε τὸν Γέροντα Εὐσέβιο δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν. Αὐτὰ
τοῦ τὰ παρεῖχε ὁ οὐράνιος τροφοδότης μας, ὁ Κύριός μας, γνωρίζοντας πόσο
ἀφιλόκερδα ἐργάζεται γιὰ τὸ ὄνομά Του. Αὐτὸ ἄλλωστε σημαίνει καὶ ἱεραποστολικὴ
δράση. Ἐργασία χωρὶς γήϊνη, ἀλλὰ μόνο οὐράνια ἀμοιβή.
Περιοδεύοντας ὁ Γέροντας, ὡς νέος Κοσμᾶς Αἰτωλὸς τοῦ βορρᾶ, σὲ ὅλες
τὶς σκανδιναυϊκὲς πόλεις καὶ κωμοπόλεις γινόταν δέκτης πολλῶν καὶ ποικίλων
προβλημάτων, στὰ ὁποῖα προσπαθοῦσε νὰ ἀνταποκριθεῖ ὅσο μποροῦσε
περισσότερο. Ἕνα ὀξὺ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱἝλληνες τῆς Σουηδίας
ἦταν ἡ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὰ παιδιά τους.Ἀκόμη καὶ
σήμερα θυμοῦνται πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πῶς ὁ Γέροντας συγκέντρωνε μικροὺς
καὶ μεγάλους καὶ τοὺς δίδασκε, στοὺς μὲν μεγάλους τὴν σουηδικὴ γλώσσα
στοὺς δὲ μικροὺς τὴν ἑλληνική.
Στὴν Σουηδία, τόσο ὡς λαϊκός, ὅσο καὶ
ὡς κληρικός, συναντοῦσε τοὺς Ἕλληνες μετανάστες στοὺς σιδηροδρομικοὺς
σταθμοὺς τῶν μεγάλων πόλεων. Ἐκεῖ συνήθως μαζεύονταν οἱ “παλιοί”
περιμένοντας τοὺς καινούργιους. Βοηθοῦσε στὴν ἀνεύρεση κατοικίας,
στὴν ἀνεύρεση ἐργασίας. Φρόντιζε, ὅμως, παράλληλα, ἢ μᾶλλον κυρίως,
ἀψηφώντας κόπους καὶ πόνους γιὰ νὰ μορφώσει Χριστὸ στὶς καρδιὲς τους
ψελλίζοντας τὸ τοῦ Παύλου: «Ὠδίνω μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»
(Γαλ. δ΄ 19). Τὴν δεκαετία ἐκείνη τοῦ 60 καί 70 δὲν ἦταν πάντα εὔκολη ἡ
προσέγγιση καὶ ἡ ὁμολογία Χριστοῦ λόγῳ τῶν ἐντόνων πολιτικῶν φρονημάτων
καὶ ἀντιπαραθέσεων μεταξὺ τῶν μεταναστῶν. Κατὰ μαρτυρία Σουηδῶν
ὑπευθύνων, ὀργάνωσε μόνον στὴνΣουηδία 32 Ὀρθόδοξες ἐνορίες. Ἀκούραστος,
φλογερὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν λόγο καὶ τὸπαράδειγμά του. Μετέβαινε
ἀπὸ πόλη σὲ πόλη. Ἐνορία του ἦταν ἡ Σουηδία, ἡ Δανία καὶ ἡ Νορβηγία,
ὅπου ὑπῆρχαν Ἕλληνες. Ὁμολογοῦσε ἀργότερα χωρὶς νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό
του: «Ὁ ἱερεύς, δηλαδὴ ὁ ἴδιος, ἄρχισε τὴν ἱερατική του διακονία
μὴ ἔχοντας τίποτε· οὔτε κἄν ἄμφια!». Ἔπρεπε ὁ ἴδιος νὰ μεριμνήσει
γιὰ τοὺς χώρους ὅπου θὰ τελοῦσαν τὴν Θεία Λειτουργία. Ὁ ἴδιος ζύμωνε
τὸ πρόσφορο, ὁ ἴδιος φρόντιζε γιὰ ὅλα καὶ χωρὶς τὶς ἀπαιτούμενες
προϋποθέσεις!
Δὲν ἦταν, ὅμως, μόνο
ἱεραπόστολος ὁ Γέροντας. Ἦταν καὶ ἀσκητής. Ἔτσι, ὄφειλε νὰ κτίσει μιὰ φωλιὰ
πνευματικὴ στὴν μακρινὴ αὐτὴ χώρα τοῦ βορρᾶ, γιὰ νὰ βρεῖ ὡς φιλέρημο στρουθίο
τόπο νὰ κελαηδεῖ τὴν δόξα καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου μας, ἀλλὰ καὶ νὰ
δημιουργήσει ἕνα ἐργαστήριο προσευχῆς γιὰ ἄλλα φιλέρημα στρουθία, ποὺ θὰ ἤθελαν
νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τῆς «μοναδικῆς πολιτείας» καὶ διαρκοῦς δοξολογίας τοῦ
Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Κατεύθυνε, λοιπόν, τὰ βήματά του στὶς ἀρχὲς τοῦ 1973 στὴν
δημιουργία ἑνὸς Ἡσυχαστηρίου, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ἐπέλεξε γιὰ
τὸν σκοπὸ αὐτὸ τὴν πόλη Ratvik καὶ σὲ αὐτὸ ἐφάρμοζε
πλήρως τὸ ἁγιορείτικο τυπικό. Σὲ αὐτὸ σχόλαζε στὴν προσευχή, τὴν νήψη, τὴν
συγγραφὴ ψυχωφελῶν πνευματικῶν ἀναγνωσμάτων καὶ θεράπευε τὶς πνευματικὲς
ἀνάγκες τῆς ἐκεῖ Ὀρθοδόξου κοινότητος. Σὲ αὐτὸ σύναζε καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς
φοιτητὲς τῶ Σουηδικῶν Πανεπιστημίων καὶ τοὺς ποδηγετοῦσε πνευματικὰ πρὸς τὴν
ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς καὶ τὴν ἐκζήτηση τῆς σωτηρίας. Κατὰ τὸ Δελτίον τῆς Μητροπόλεως
Σουηδίας τοῦ 1979 τὸ Ἡσυχαστήριον αὐτὸ ἀποτελοῦσε «τὴν ἀκοίμητον λυχνίαν τῆς
Μητροπόλεως καὶ τὸ ψυχικὸν τῶν πιστῶν θεραπευτήριον». Οἱ ἐπισκέπτες του
εὕρισκαν σὲ αὐτὸ ἀνάπαυση ψυχικὴ καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἀνηφορικὸ Γολγοθᾶ τῆς
ζωῆς.
Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος
συγκέντρωνε σὲ σπίτια ἢ κατάλληλες αἴθουσες τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες, τελοῦσε
Ἀκολουθίες, Βαπτίσεις, Τρισάγια, Θεῖες Λειτουργίες. Ταυτόχρονα,ἐξομολογοῦσε,
μετέφραζε, συμβούλευε, ἔκανε τὸν διερμηνέα καί, γενικά, συμπαραστεκόταν στὶς
πολυποίκιλες ἀνάγκες τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν.
Πολὺ παραστατικὰ τὴν
προσφορὰ τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου στὴν Σουηδία κατέγραψε μιὰ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη
θυγατέρα του, ἡ ὁποία χρημάτισε βοηθὸς καὶ συμπαραστάτις του στὸ πνευματικό του
ἔργο, ἡ κυρία Χριστίνα Δανιηλίδου. Ἀναφέρει: «Ὁ Γέροντας δὲν περιοριζόταν στὴν
ὀκτάωρη καθημερινή του ἐργασία. Ἐργαζόταν καὶ σὲ ἄλλες δουλειές, ὄχι γιὰ νὰ
συγκεντρώσει πλοῦτο στὰ χέρια του, ἀλλὰ γιὰ μπορεῖ νὰ στέλνει χρήματα στὴν
μητέρα του καὶ σὲ πολλοὺς πάσχοντες συνανθρώπους μας, τὰ προβλήματα τῶν ὁποίων ὁ
ἴδιος γνώριζε. Ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία μου ἐγὼ τοῦ ἔστελνα διάφορα σουηδικὰ κείμενα τὰ
ὁποῖα ἐκεῖνος μετέφραζε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ τὰ πληροφοροῦνται οἱ
Ἕλληνες ποὺ διαρκῶς κατέφθαναν στὴν Σουηδία. Ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια
ἀναλώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Σουηδίας. Ὑπῆρξεν ὁ στοργικὸς
πατέρας, ὁ ἀδελφός, ὁ φίλος ὅλων μας. Στήριξε τοὺς Ἕλληνες τῆς Σουηδίας ὅσο
κανεὶς ἄλλος. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Σουηδία ἔμεινε
κοντά μας. Μᾶς ἄφησε ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη τὸ ζωντανὸ παράδειγμά του…».
Δὲν ἦταν, ὅμως, ἡ μόνη ὄψη
τοῦ νομίσματος αὐτὴ τῆς ἐκφράσεως εὐγνωμοσύνης τῶν Ἑλλήνων τῆς Σουηδίας στὸ
πρόσωπό του. Ἡ ἄλλη ὄψη ἦταν αὐτὴ ποὺ τοὺς ἐνοχλοῦσε, ἡ παρουσία τοῦ Γέροντος
καὶ τὸ ἔργο του στὴν Σουηδία. Ἂν στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ βρέθηκε ἕνας
νὰ γίνει προδότης στοὺς τόσους μετανάστες στὴν Σουηδία δὲν θὰ βρισκόταν ἕνας
Ἰσκαριώτης;
Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος εἶχε κυριολεκτικὰ γίνει «τὰ
πάντα τοῖς πᾶσι» (Α΄ Κορ. θ΄ 22), καὶ ἐνῶ, πολὺ φυσιολογικὰ θὰ περίμενε
ἐκδηλώσεις εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τοὺς πιστούς, γιὰ ὅσα καλὰ καὶ ὠφέλιμα ἔκανε καὶ
πρόσφερε, πολύ σύντομα, γεύθηκε «θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν» (Ρωμ. β΄ 9–10).
Συνέτεινε πρὸς τοῦτο ἀφ’ ἑνὸς μὲν «ἡ διχόνοια ἡ δολερή», ὅπως ὀνομάζει τὸ
μεγάλο ἐλάττωμα τοῦ γένους μας ὁ Ἐθνικός μας Ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, ἡ
ὁποία τότεεἶχε ἐνταθεῖ ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ τῶν ἐκεῖ Ἑλλήνων
μεταναστῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἄρνηση τοῦ πατρὸς Εὐσεβίου νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴν
Ελλάδα, ὅταν τοῦ πρότειναν ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ ἀνώτερα καὶ ὑπευθυνότερα
καθήκοντα. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε λέγοντας:
-Δὲν θέλω νὰ βλέπω τοὺς ἀδελφούς μου ἀφ᾿ ὑψηλοῦ.
Προτιμῶ νὰ βρίσκομαι ἐγὼ χαμηλὰ καὶ αὐτοὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ μένα.
[1] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ψυχὴ ποὺ
γεννήθηκε γιὰ ν’ ἁγιάσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου