Καποτε με κακολογησαν γιατι φιλησα το χερι μια νοσηλευτριας. Ξερετε, οι γνωστοι κριτες των παντων.
Αυτοι που δεν χρωστανε καλο σε κανεναν και θεωρουν πως η κριση τους ειναι καταλυτης για την πορεια του ανθρωπινου γενους.
Εκεινη η νοσηλευτρια εργαζοταν συνηθως νυχτες.
Τις ζητουσε γιατι τις μερες (τις ωρες που μπορουσε να κρατησει τα ματια της ανοιχτα) εκανε και δευτερη δουλεια προκειμενου να αναθρεψει τη μονακριβη θυγατερα της μιας και ο συζυγος της συναντηθηκε με τον καρκινο κι εχασε.
Στις βαρδιες της ηταν μελαγχολικη, σοβαρη και αμιλητη.
Δεν ηταν ομως ποτε μουτρωμενη, ουτε αγενης.
Παρηγαγε εργο νοσηλευτικο και ανθρωπινο.
Τα αγκαθια ομως που την τρυπουσαν στη ψυχη, της ειχαν χαραξει και το προσωπο, βαθια.
Η μονη της παρηγορια, η θυγατερα.
Γι’ αυτην πολεμουσε τη σκληρη καθημερινοτητα.
Και η καθημερινοτητα ειναι αδυσωπητη για ολους.
Κι εκεινη η νοσηλευτρια το ηξερε καλα αυτο.
Κι ενα βραδυ, υστερα απο την τελευταια νοσηλεια αφου εκατσε στο γραφειο πανω απο μια αχνιστη κουπα καφε, εκανε να πιασει το πορτοφολι της μεσα στο οποιο ειχε φυλαγμενη τη φωτογραφια της παλαι ποτε ευτυχισμενης οικογενειας της….
Το πορτοφολι δεν υπηρχε στη θεση που επρεπε να ειναι.
Λυγισε.
Εκλαψε.
Οχι για τα λεφτα.
Για τη φωτογραφια.
Η ωρα θα ειχε παει 5 τα ξημερωματα θαρρω οταν στο βαθος του διαδρομου διεκρινε μια σιλουετα αγνωστη.
Προς στιγμην φοβηθηκε (δεν ηταν μερα εφημερειας), παρεμεινε ομως ηρεμη και περιμενε να δει ποιος κρυβοταν πισω απο την μαυρη σκια.
Ελαχιστα δευτερολεπτα πιο μετα ο φοβος της εγινε απορια.
Ενας ρακενδυτος αστεγος μεσηλικας πλησιασε στο γραφειο. Χαμογελασε στη νοσηλευτρια.
Εκεινη παγωσε η αληθεια ειναι.
Εκεινος με ενα νευμα που σημαινε ‘’μη φοβασαι, δεν ειμαι παλιανθρωπος’’, εβγαλε αργα απο τη τρυπια τσεπη του κατασκισμενου παλτου του, ενα πορτοφολι.
Ναι ηταν της νοσηλευτριας.
Εκεινη ελαμψε απο ευτυχια, οπως το παιδακι που βρισκει το δωρο που ειχε ζητησει κατω απο το Χριστουγεννιατικο δεντρο. Με βουρκωμενα ματια ανοιξε απληστα το πορτοφολι.
Ηταν ολα στη θεση τους.
Ταυτοτητα, λεφτα, καρτες και η φωτογραφια!
Σηκωσε τα ματια της να ευχαριστησει τον σωτηρα της….
Δεν υπηρχε τιποτα απεναντι της παρα μονο ο κρυος τοιχος του διαδρομου.
Πεταχτηκε εξω οσο πιο γρηγορα μπορουσε, μα τιποτα.
Λες και την ειχε επισκεφθει φαντασμα….
Πηρε τηλεφωνο τους security.
Εκεινοι της ειπαν πως ο συγκεκριμενος αστεγος ειναι γνωστος στο νοσοκομειο, ειναι ακινδυνος, ευγενεστατος μα πολυ δυστυχισμενος και πεινασμενος.
Τους παρακαλεσε κατι που δεν καταλαβε κανεις απο τους παρευρισκομενους που ακουγαν τη συνομιλια στο τηλεφωνο.
Οι security καταλαβαν ομως.
Η νοσηλευτρια απο την επομενη φορα που ηταν νυχτερινη βαρδια, αφου τελειωνε ολες τις εργασιες της, κλεινοταν για 10 λεπτα στο δωματιακι που ειχαν για να αλλαζουν αφηνοντας καθε φορα πανω στο γραφειο της αλλαγης ενα χρηματικο ποσο.
Στην επομενη νυχτερινη βαρδια εβρισκε πανω στο γραφειο αποδειξεις απο εστιατορια, καταστηματα ρουχων, παπουτσιων κι εσωρουχων.
Οχι, δεν της περισσευαν.
Εκανε δυο δουλειες για να τα βγαλει περα.
Φροντιζε ομως αλλον εναν ‘’ασθενη’’.
Εξωτερικο ‘’ασθενη’’.
Δεν ηξερε αν οι αποδειξεις ηταν οντως του αστεγου ή απλως τις επαιρνε και σπαταλουσε τα χρηματα διαφορετικα.
Το πιστευε ομως.
Ηταν μια παραξενη πραγματικοτητα που ελαχιστοι μπορουν να κατανοησουν.
Και η νοσηλευτρια, μετα απο αρκετο καιρο, χαμογελασε.
Εγω ημουν νεος τοτε σ’ εκεινο το τμημα.
Οταν εμαθα την ιστορια αυτη, πλησιασα τη νοσηλευτρια, πηρα το χερι της και το φιλησα.
Απο σεβασμο στα κουρασμενα αυτα χερια.
Και σκοτιστηκα τί θα πει ο κοσμος.
Τί ανταλλαγμα πηρε η νοσηλευτρια αυτη;
Δε νομιζω οτι το εκανε περιμενοντας ανταλλαγμα.
Ισα ισα που πιστευε οτι το χρωστουσε αυτο που εκανε.
Κι εδω που τα λεμε, σ’ εναν τοσο απανθρωπο και σκληρο κοσμο ποιος επιστρεφει πορτοφολι με λεφτα και καρτες;
Ισως κανενας αστεγος.
Που ξερει τί θα πει φτωχεια.
Και ποιος νιωθει υποχρεωση απο μια τετοια κινηση;
Ισως καποια νοσηλευτρια.
Που ξερει τί θα πει φροντιδα κι αδικος πονος.
Λαμπρος Λιαπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου