Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ΣΜΥΡΝΩΦ) ΚΑΙ ΘΕΟΔΩΡΟΣ (ΡΕΜΙΖΩΦ)





Ιερομάρτυρες Αλέξανδρος (Σμυρνώφ) και Θεόδωρος (Ρεμιζώφ)

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ το 1877, ό άγιος ίερομάρτυς του Χριστού Αλέξανδρος υπηρετούσε στον Ναό της Υψώσεως του Τίμιου Σταυρού, στο χωριό Βισεγκορόντ της επαρχίας Μόσχας. Για την απλότητα και τη φιλανθρωπία του ήταν πολύ αγαπητός στούς ενορίτες του. Βοηθούσε αυθόρμητα και δίχως κανέναν δισταγμό κάθε άνθρωπο πού είχε ανάγκη. Ήταν, επίσης, εξαίρετος λειτουργός, προικισμένος από τον Θεό μέ δυνατή και μελωδική φωνή. Τελούσε τις ιερές ακολουθίες μέ ευλάβεια και προσοχή, χωρίς βιασύνη, χωρίς παραλείψεις, χωρίς συντμήσεις.



Τον Ιανουάριο του 1918 ή σοβιετική εξουσία εξέδωσε το γνωστό διάταγμα για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. Από τότε ξέσπασε όλη ή αντιχριστιανική μανία των μπολσεβίκων, οι όποιοι άρχισαν να σφραγίζουν ναούς, να κλείνουν εκκλησιαστικές σχολές, να μετατρέπουν ιερούς χώρους σε κοσμικά κέντρα, να προπηλακίζουν όσους κληρικούς επέμεναν να κυκλοφορούν μέ την ιερατική τους αμφίεση. Μέ απειλές οι αρχές ανάγκαζαν συχνά τούς ιερείς να κόβουν τά μαλλιά και τά γένια τους. Εκείνους πού δεν υπάκουαν, τούς κακομεταχειρίζονταν ή και τούς φόνευαν.




Οι επικεφαλής του Σοβιέτ τού Βισεγκορόντ μήνυσαν επανειλημμένα στον π. Αλέξανδρο να μην κυκλοφορεί στο χωριό μέ ράσο και να κόψει τά μαλλιά του. Εκείνος, ωστόσο, δήλωσε μέ παρρησία ότι ποτέ δεν θα συμμορφωνόταν προς την παράνομη αυτή απαίτηση τους.
Στην ευρύτερη περιοχή του Βισεγκορόντ υπηρετούσε ένας αστυνόμος μέ το όνομα Μουζερώφ, πού ήταν διαβόητος για 
τη σκληρότητα και την απανθρωπιά του. Οι ντόπιοι, αγανακτισμένοι μέ τη συμπεριφορά του, αναφέρθηκαν πολλές φορές στις τοπικές αρχές, αλλά δεν βρήκαν κατανόηση. Μια μέρα, λοιπόν, κάποιοι θερμόαιμοι χωρικοί σκότωσαν τον αδιόρθωτο αστυνόμο. Για την τιμωρία τους, στάλθηκε από τη Μόσχα ένοπλο απόσπασμα από πενήντα Λετονούς καβαλάρηδες.




Ήταν ή 1η Νοεμβρίου τού 1918, μέ το παλαιό ημερολόγιο. Στον Ναό των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού τού χωριού Νόβαγια Μπορίσοφκα, πού βρισκόταν δίπλα στο Βισεγκορόντ. γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Για να τιμήσουν τούς αγίους είχαν έρθει κάτοικοι από τά γύρω χωριά μέ τούς ιερείς τους, οι όποιοι συλλειτούργησαν μέ τον εφημέριο τού ναού π. Θεόδωρο. Μετά τη Λειτουργία και την Παράκληση παρατέθηκε γιορταστικό γεύμα. Έπειτα οι ιερείς αναχώρησαν για τις ενορίες τους. Τίποτε δεν προμήνυε το κακό πού θα ξεσπούσε σε λίγες ώρες.





Δεν είχε καλά-καλά σουρουπώσει, και οι Λετονοί καβαλάρηδες έκαναν την εμφάνιση τους στη Νόβαγια Μπορίσοφκα. σκορπίζοντας γύρω τους τον τρόμο. Στον δρόμο τους βρέθηκε ό φύλακας της εκκλησίας, πού τον έσφαξαν επιτόπου. Έπειτα έκαναν έρευνα στο χωριό και εκτέλεσαν χωρίς καμιά διαδικασία τούς κατοίκους για τούς οποίους υπήρχε υποψία ότι συμμετείχαν στη δολοφονία τού αστυνόμο.



Μια ομάδα απ’ αυτούς κίνησε γοργά για το Βισεγκορόντ. Μαθαίνοντας εκεί ότι ό π. Αλέξανδρος ήταν στο σπίτι του, έστειλαν την άρχινοσοκόμα του τοπικού νοσηλευτηρίου για να τον καλέσει στο Σοβιέτ του χωρίου.
-         Γιατί να πάω; της είπε ό ιερέας μέ απλότητα και απορία. Δεν έχω διαπράξει κανένα αδίκημα.
-         Όπως θέλετε, αποκρίθηκε εκείνη κι έφυγε, αλλά στη φωνή της υπήρχε κάτι το απειλητικό.



Ή πρεσβυτέρα του π. Αλεξάνδρου και ή κόρη του Ελένη αποφάσισαν να πάνε στο Σοβιέτ του χωριού για να δουν τί γινόταν εκεί. Στο σπίτι έμεινε ό ιερέας μέ τον τετράχρονο γιό του Αλέξανδρο.
Σε λίγο ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ό π.
Αλέξανδρος άνοιξε αμέσως, και το σπίτι γέμισε οπλισμένους Λετονούς.
-         Ετοιμαστείτε! τού είπαν επιτακτικά. Σάς περιμένει ό πρόεδρος τού Σοβιέτ.
-         Μα πώς ν’ αφήσω μόνο του το μικρό μου αγοράκι; είπε ό Ιερέας. Δεν υπάρχει άλλος στο σπίτι.
-         Ό πρόεδρος δεν μπορεί να περιμένει! του φώναξαν άγρια. Ακολουθήστε μας αμέσως!
Πήραν μόνοι τους μερικά χοντρά κεριά πού βρήκαν στο σπίτι, τά άναψαν και βγήκαν στον δρόμο.
-         Κύριε, «γενηθήτω το θέλημά σου»! ψιθύρισε ό π. Αλέξανδρος, κάνοντας τον σταυρό του. Και, αφού φόρεσε ένα μάλλινο ράσο κι έναν σκούφο, ακολούθησε τούς Λετονούς.
Φυσούσε ένα απαλό αλλά παγερό αεράκι. Είχε ήδη πέσει το πρώτο χιόνι.


Κρατώντας τά αναμμένα κεριά, οι εκτελεστές, μέ τον π. Αλέξανδρο ανάμεσα τους, τράβηξαν για το Σοβιέτ του χωριού. Στη συνέχεια πήραν τον δρόμο για τη Νόβαγια Μπορίσοφκα. Ό ιερέας, όμως, δεν θα έφτανε εκεί ζωντανός.
Ύστερα από κάμποση ώρα συνάντησαν άλλη ομάδα Λετονών, πού είχε συλλάβει τον π. Θεόδωρο. Και τότε ανακοίνωσαν στούς δύο ιερείς ότι θα εκτελούνταν επιτόπου.
-         Αφήστε μας τουλάχιστον να προσευχηθούμε πρώτα, παρακάλεσε ό π. Αλέξανδρος.
-         Προσευχηθείτε, συγκατένευσε ό επικεφαλής τών ένοπλων. 
Οι Ιερείς γονάτισαν και προσευχήθηκαν σιωπηλά για λίγη ώρα. Πρώτος σηκώθηκε ό π. Αλέξανδρος.
-         Είμαι έτοιμος, είπε. Κάντε μου ότι θέλετε...
Και κοιτάζοντάς τους μέ βλέμμα γαλήνιο, πρόσθεσε προφητικά:
-         ... Αλλά να ξέρετε πώς όλοι σας θα χαθείτε πολύ σύντομα.
Ακούγοντας αυτά τά λόγια, ό επικεφαλής τού αποσπάσματος μάνιασε. 


Τράβηξε το ξίφος του και χτύπησε τον Ιερέα στο κεφάλι, προξενώντας μια τομή από τον δεξιό κρόταφο ως το βρεγματικό οστό. Ό π. Αλέξανδρος έπεσε στα γόνατα και σήκωσε το χέρι του για να κάνει το σημείο τού σταυρού. Το δεύτερο χτύπημα τον βρήκε στον αυχένα, αλλά κι αυτό δεν τον θανάτωσε. Κάποιοι από τούς δημίους τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και στον λαιμό, ενώ ό επικεφαλής τον χτύπησε άλλες δύο φορές μέ το ξίφος του, τρυπώντας τον στην κοιλιά και στη μία πλευρά. Παρ’ όλα αυτά, ό ιερέας -απίστευτο και όμως αληθινό- ήταν ακόμα ζωντανός! Οι Λετονοί φοβήθηκαν. Τότε ό πιο ψύχραιμος απ’ αυτούς πλησίασε τον π. Αλέξανδρο και, πυροβολώντας τον εξ επαφής στην καρδιά, τον θανάτωσε.


Οι εκτελεστές πλησίασαν τώρα τον π. Θεόδωρο, ό όποιος άφοβα άρχισε να τούς στηλιτεύει για την ωμότητα και την αιμοβορία τους. Τού απάντησαν μέ δυνατά χτυπήματα στο πρόσωπο. Και όταν έπεσε καταγής, ένας τους τον πυροβόλησε δύο φορές. Οι σφαίρες, πού τον βρήκαν στο αυτί ή πρώτη και στην πλάτη ή δεύτερη, δεν τού στέρησαν τη ζωή. Οι Λετονοί, ωστόσο, δεν τον αποτελείωσαν. Τον άφησαν μισοπεθαμένο κι έφυγαν σαν κυνηγημένοι.
Φτάνοντας στο χωριό, έλεγαν στους κατοίκους:


-         Ρε, τί παπάς ήταν αυτός ό Αλέξανδρος! Δεν έχουμε ξαναδεί άλλον σαν κι αυτόν! Και μάς είπε πώς θα χαθούμε σύντομα όλοι. Φτού!
Ή προφητεία τού ιερομάρτυρα εκπληρώθηκε σε λίγες μέρες, όταν οι Λετονοί έπεσαν σε ενέδρα χωρικών κοντά στο χωριό Μπαλαμπάνωφ και εξοντώθηκαν ως τον τελευταίο.


Το άλλο πρωί ένας ντόπιος, μπαίνοντας καβαλάρης στη Νόβαγια Μπορίσοφκα, άκουσε αναστεναγμούς. Ξεπέζεψε και είδε ξαπλωμένο στο χιόνι τον π. Θεόδωρο, πού ζούσε ακόμα. Λίγο πιο πέρα βρήκε τον π. Αλέξανδρο νεκρό. Ειδοποίησε αμέσως τούς χωρικούς. Όταν, όμως, αυτοί ήρθαν, ό π. Θεόδωρος είχε ήδη αφήσει την τελευταία του πνοή.
Έπειτα από τρεις μέρες έγινε ή κηδεία των ιερομαρτύρων. Στη νεκρώσιμη ακολουθία ή κοσμοπλημμύρα ήταν πρωτοφανής. Οι αρχές φοβήθηκαν λαϊκή εξέγερση, γι’ αυτό παραδέχθηκαν δημόσια το άδικο της δολοφονίας και έστειλαν στην κηδεία εκπροσώπους μέ λευκά περιβραχιόνια, τά όποια συμβόλιζαν την αθωότητα των ιερομαρτύρων.


Εννέα ημέρες μετά το μαρτύριό του ό π. Αλέξανδρος εμφανίστηκε στην κόρη του Ελένη, ενώ αυτή κοιμόταν, και της είπε να συλλέξει μερικά μικρά οστά του, πού είχαν απομείνει στον τόπο της εκτελέσεως, υποδεικνύοντας της μάλιστα και το σημείο όπου βρίσκονταν. Στο ετήσιο μνημόσυνό του εμφανίστηκε στον γιό του Αλέξανδρο ντυμένος μέ αστραφτερά άμφια.


Είκοσι χρόνια αργότερα οι άθεοι έβαλαν φωτιά στο σπίτι του μακαριστού ιερέα και το έκαψαν. Ανάμεσα στις στάχτες δεν βρέθηκε παρά μόνο ή φωτογραφία του, πού παράδοξα διασώθηκε καψαλισμένη στις άκρες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: