Ψαλμὸς ξβ' (62)
· Ψαλμὸς τῷ Δαβὶδ ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν Ψαλμὸς ὑπὸ τοῦ Δαβίδ, ὅταν βρισκόταν
τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας,
2 Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω
ἐδίψησε σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλώς σοι
ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ
καὶ ἀνύδρῳ.
3 Οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι τοῦ ἰδεῖν
τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν δόξαν σου.
4 Οτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς
τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί σε.
5 Οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ
ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τὰς χεῖράς
μου.
6 Ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλη-
σθείη ή ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως αινέσει τὸ στόμα μου.
· Εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς
μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ
* ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ ἐν τῇ
σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι.
* Εκολλήθη ή ψυχή μου ὀπίσω σου.
ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ή δεξιά σου.
10 Αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς
11 παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ῥομφαίας,
μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται.
12 Ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ
ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.
Πρόκειται γιὰ τὸν τρίτο ψαλμὸ τοῦ Ἐξαψάλμου. Τὸ περιεχόμενό του ἀποτελεῖ ἱκεσία τοῦ πιστοῦ καὶ κοινωνία μαζί του, τὴν ὁποία μάλιστα
συνδέει μὲ τὴ φοίτησή του στους χώρους τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ψαλμὸς θεωρεῖται πρότυπο πρωινῆς προσευχῆς.
1 Ψαλμὸς τῷ Δαβὶδ ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας,
Ἡ ἐπιγραφὴ δηλώνει ὅτι ὁ ψαλμὸς ἀποτυπώνει τὴν ἐμπερίστατη κατάσταση τοῦ ποιητῆ, ὅταν διωκόμενος καταφεύγει στὴν ἔρημο γιὰ νὰ
γλιτώσει, εἴτε ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Σαούλ (βλ. Α' Βασ. κεφ. 23 & 24).
εἴτε ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἀβεσσαλώμ (Β' Βασ. κεφ. 15 & 16).
2 Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησε σε ἡ ψυχή μου, που σαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ.
Ἡ ἀναφορὰ σὲ ψυχὴ καὶ σὲ σῶμα (σάρξ) ὡς ἔκφραση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, χαρακτηρίζει τὴν ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη περὶ ἀνθρώπου ποὺ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνική, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τῶν λαῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Μέσης Ανατολῆς,
Σύμφωνα μὲ τὴ θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ψυχὴ ὡς ζωοποιημένος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς ποὺ ἐμφυσᾶται σ' αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεό (καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς,
καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν – Γέν. 2,7), ἐνῶ ἡ σάρκα δηλώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φθαρτό πλάσμα. Κατὰ τοῦτο, πνεῦμα σημαίνει ἕνα διαρκὲς ἄνοιγμα στὸν Θεό, ἐνῶ μὲ τὸ σῶμα ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζεται πρὸς τὰ ἔξω. Ἡ ψυχὴ μάλιστα μπορεῖ νὰ δηλώνει ὁλόκληρο τὸν
ἄνθρωπο, δὲν εἶναι κάτι ποὺ κατοικεῖ στὸ σῶμα, ἀλλὰ ἐκφράζεται μὲ τὸ
σῶμα. Ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα (ἡ σάρκα) μπορεῖ νὰ δηλώνει ὁλόκληρο τὸν
ἄνθρωπο, ἀφοῦ εἶναι ζωογονημένη ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει
στὴν ἰουδαϊκὴ παράδοση κανένας δυαλισμός, ποὺ νὰ ἀντιλαμβάνεται χωριστὰ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχὴ καὶ σῶμα. Δὲν
πρόκειται, δηλαδή, γιὰ δύο διακρινόμενα συστατικά, καὶ μάλιστα ἀξιολογούμενα (βλ. τὴν πλατωνικὴ ἀντίληψη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ σῶμα ἀποτελεῖ φυλακὴ τῆς ψυχῆς), ἀλλὰ γιὰ μία ὑπόσταση ποὺ λειτουργεῖ ἐν ἀναφορᾶ: α) πρὸς τὸν Θεό, καὶ β) πρὸς τὸν κόσμο.
Βέβαια, κατὰ τοὺς πρώιμους ἑλληνιστικούς χρόνους (μετὰ τὸν 3ο π.Χ.
αἰώνα), θὰ ἐμφανιστοῦν ἀπόψεις διαφορετικὲς στὰ σοφιολογικὰ λεγόμενα
ἔργα (Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ. Παροιμίες, βιβλία Μακκαβαίων
κ.ά.), λόγῳ τῆς συνάντησης μὲ τὴ φιλοσοφία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ αὐτὲς
οἱ ἀπόψεις δὲν θὰ ἐπηρεάσουν τὴ βιβλικὴ ἀνθρωπολογία.
Τὴν ξεκάθαρη άποψη γιὰ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου θὰ τὴν μάθουμε ὅταν
ἐμφανιστεῖ στὴν ἱστορία ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ὁ αὐθεντικὸς τύπος τοῦ
ζῶντος ἀνθρώπου, ὡς ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρώπινη φύση
συνίσταται «ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος», κατὰ τὴ διατύπωση τῆς
Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.).
Ἂς πᾶμε στὸν δεύτερο στίχο τοῦ ψαλμοῦ. Ἡ ψυχή, τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, λαχταράει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, καὶ τὴν λαχταράει ἀπὸ τὴν
αὐγὴ τῆς ζωῆς του. Τὴν λαχταράει ἐπίσης ἡ σωματική του φύση, ή δια ποτισμένη ἀπὸ τὴ φθορά, μὲ προσανατολισμὸ ὅμως τὴν κατάργηση
αὐτῆς τῆς φθορᾶς, συνθήκη ποὺ ἐγκαινιάστηκε μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τότε ψηλαφείται μία ὁδοιπορία πόνου καὶ ἐρημίας, ἰδιαίτερα ὅταν προσβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἐχθρούς, στὴν περίπτωση μάλιστα τοῦ ποιητῆ μας ἀπὸ ἐχθροὺς τοῦ οἰκείου περιβάλλοντος, κάτι ποὺ
θὰ ὁδηγήσει τὸν Χριστὸ νὰ διατυπώσει τὴ σκληρὴ διαπίστωση ὅτι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ (Ματθ. 10,36).
Οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι τοῦ ἰδεῖν τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν δόξαν σου.
Ἀπὸ τὴν ἔρημο, ἀπὸ ὅπου, κατὰ δήλωση τῆς ἐπιγραφῆς, γράφει τὸ
ποίημά του ὁ ποιητής, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκεται συγχρόνως στὸ ναὸ
τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ λόφου Σιών, παρὰ μόνον νοερῶς. Μπορεῖ ὅμως νὰ
ἐνδυναμώνεται μὲ τὴ μνήμη τέτοιων ἐμπειριῶν. Ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἔρημοβκαθολικῆς διαστάσεως, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ φθορὰ καὶ ἡ σύγχυση, ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συνείδηση τῆς παρουσίας του ἐνισχύουν τὸν πιστὸ καὶ
τὸν ὁπλίζουν νὰ πολεμεῖ ἐναντίον τῶν νοητῶν κυρίως ἐχθρῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ο στίχος ἀναφέρεται στὸ μυστήριο τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, πέραν τῆς μετοχῆς μας στὰ ἱερὰ μυστήρια, πραγματοποιεῖται ἡ
ἀρχαία λαχτάρα νὰ εἴμαστε λαός, καὶ μάλιστα λαὸς τοῦ Θεοῦ.
4 Οτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς· τὰ χείλη μου σε ἐπαινέσουσί
Τὸ ἔλεος ἐδῶ μὲ τὴ σημασία τῆς σχέσης. Τί νὰ τὴν κάνω μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν ἀντλεῖ τὸ περιεχόμενό της ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, μιὰ ζωὴ χωρὶς
τὸν Θεό; Θὰ εἶναι μιὰ ζωὴ ἐν τῷ θανάτῳ, θά 'μαι πεθαμένος ἀναπνέον-
. Θέλω νὰ εἶμαι μὲ τὸν Θεὸ ἀκόμα καὶ πεθαμένος, παρὰ νὰ εἶμαι ζωντανὸς χωρὶς τὸν Θεό. Πῶς τὸ λέει ὁ Χριστός; Ἄφετε τους ν
θάπτειν τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς (βλ. Ματθ. 8,22).
5 Οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τὰς
χειράς μου.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ στὴ θεοφάνεια τοῦ Σινᾶ: Κύριος
ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ
ἀληθινός (Εξ. 34,6), διατύπωση ποὺ γνωρίζει ὁ ψαλμωδός, ἀφοῦ τὴν
ἐπαναλαμβάνει στὸν 85ο ψαλμό (στ. 15). Καὶ βέβαια, τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
θὰ ἀποκαλυφθεῖ πλήρως μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του. Ὁ Υἱὸς εἶναι
τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ ὁ Υἱὸς μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα: ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα (Ἰωάν. 14,9). Σ' αὐτὸν τὸν Θεὸ δέεται
ὁ ποιητής μας, αὐτὸν τὸν Θεὸ μᾶς καλεῖ νὰ εὐλογοῦμε.
6 Ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τὸ στόμα μου.
Ἡ ἀναφορὰ στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τόπο παρουσίας του ἀνακαλεῖ πλησμονὴ τροφῆς οὐράνιας. Ἡ ψυχὴ τρέφεται ἀπὸ τὴ θεία χάρη καὶ ὁδηγεῖ
σὲ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἐπίσης δείχνει πρὸς ἕνα
μέλλον, ὅταν θὰ παρατίθεται τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στὴ θεία
Εὐχαριστία, δεῖπνο ποὺ τόσο εύγλωττα περιγράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος
στὸν Κατηχητικὸ Λόγο του: Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ
μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως· πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος.
7 Εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ·
Μνήμη καὶ μελέτη. Ἡ πρώτη ἐντυπώνεται στὴν ψυχή, ἡ δεύτερη
ἐνεργεῖται. Ξυπνητὸς ἢ κοιμισμένος, λοιπόν, ὁ ποιητὴς ἀντιλαμβάνεται
τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν κατέχει. Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τοῦ
«ἀδιαλείπτως» ποὺ προτείνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Θεσσαλονικεῖς:
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως (Α' Θεσ.
2,13), καὶ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε (5,1)
ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι.
Πρόκειται γιὰ ἀγαλλίαση ψυχῆς, κατάσταση ποὺ τελικὰ ἀναδύεται
ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό, ὁ ὁποῖος στὶς ἐμφανίσεις του
μετὰ τὴν ἀνάσταση χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «χαίρετε». Αὐτὴ τὴν ἀγαλλίαση ἐκφράζει ἡ Παναγία ἐπειδὴ βρέθηκε ὑπὸ τὴ σκέπη τοῦ Θεοῦ:
ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτηρί μου (Λουκ. 1,47),
Καὶ αὐτὴν τὴν ἀγαλλίαση ὑπόσχεται ὁ Χριστὸς στοὺς πιστούς του: χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Ματθ.
5,12).
• Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου.
Ναὶ μὲν ἐκ πρώτης ὄψεως ἔχουμε μία ἀναφορὰ στὴν ἔννοια τῆς ἀνταπόδοσης, ὅπως ἀναπτύσσεται στὴν ἱερὴ ἱστορία, κατ᾽ οὐσίαν ὅμως πρόκειται γιὰ ἀναφορὰ σὲ σχέση, καὶ μάλιστα στενὴ σχέση, ποὺ στὰ βιβλικὰ
κείμενα καὶ στὴ νηπτική μας παράδοση περιγράφεται ὡς «ερωτική». Κι
ἂν δεχτοῦμε τὴν προσέγγιση τοῦ ἁγίου Αθανασίου: τίς ἂν εἴη δεξιὰ τοῦ
Πατρὸς ἢ ὁ μονογενὴς αὐτοῦ Υἱός;', τότε εἶναι σὰν νὰ λέει ὁ ποιητής:
κόλλησα ἐπάνω σου κι ἐσὺ μὲ σκέπασες μὲ τὸν Υἱό σου.
10 Αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ
κατώτατα τῆς γῆς· " παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ῥομφαίας, μερίδες
ἀλωπέκων ἔσονται.
Ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλύψει στὸν λαό του καὶ σὲ ἕναν ἕκαστο τῶν δικαίων του ὅτι θὰ εἶναι προστάτης καὶ θὰ τοὺς ὑπερασπιστεῖ ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς, ἰδιαίτερα τοὺς νοητούς. Τέτοιοι ἐχθροὶ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴ
χώρα τῶν ζώντων, τὴ χώρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔχουν σχέση
μὲ τὸν τόπο τοῦ θανάτου, τὸν τόπο τοῦ τίποτε. Νά μιὰ περίπτωση ποὺ ὁ
θάνατος δὲν εἶναι πέρασμα στὴ ζωή, ἀλλὰ κατάσταση τοῦ τίποτε, κατάσταση χωρὶς Θεό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος λειτουργεῖ καὶ ὡς
κρίση, ἀφοῦ μὲ αὐτὸν διακρίνονται αὐτοὶ ποὺ ποιοῦν τὸ καλὸ ἀπὸ αὐτοὺς
ποὺ ποιοῦν τὸ κακό. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ προσέγγιση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅτι ὁ θάνατος παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἵνα μὴ
τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται.
12 Ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.
Ἐὰν ὁ ψαλμὸς γράφεται σὲ σχέση μὲ τὴ δίωξη τοῦ Σαούλ, τότε ὁ Δαβὶδ εἶναι βασιλιὰς ἐπειδὴ ἔχει χρισθεῖ ἀπὸ τὸν προφήτη Σαμουήλ,
χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμη ἀνεβεῖ στὸν θρόνο του. Ἐὰν γράφεται σὲ σχέση μὲ
τὴ δίωξη τοῦ ᾿Αβεσσαλώμ, τότε ἡ ἀναφορὰ εἶναι πραγματική. Οὕτως ἢ
ἄλλως, ὁ βασιλιὰς ἀντιλαμβάνεται τὸν ἑαυτό του ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν
Θεό, καὶ λογαριάζει τὸν ὅρκο του σ' αὐτὸν ὡς διαθήκη ζωής.
Αὐτὴ τὴν εὐφροσύνη λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δωρεῶν του ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ὁμιλία του στὰ Λύστρα τῆς
14,17). Μ. Ασίας: ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν (Πράξ.10)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ. ΨΑΛΩ ΤΟ ΘΕΩ ΜΟΥ ΕΩΣ ΥΠΑΡΧΩ. ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΜΑΥΡΌΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου