Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 6 Ιουλίου 2025
ΠΑΝΏΛΗ.
ΠΑΝΩΛΗ
Η βουβωνική πανώλη, που μερικές φορές αποκαλείται Ιουστινιάνειος πανώλη, έπληξε για πρώτη φορά την αυτοκρατορία το 541 και την Κωνσταντινούπολη την επόμενη χρονιά. Η επικρατούσα θεωρία είναι ότι το βακτήριο, Yersinia pestis, μεταδιδόταν από ψύλλους που μεταφέρονταν από μικρά θηλαστικά όπως οι αρουραίοι (άρα όχι από άτομο σε άτομο, γι' αυτό και οι γιατροί δεν προσβλήθηκαν περισσότερο από άλλους). Η καλύτερη περιγραφή των συμπτωμάτων της δίνεται από τον Προκόπιο, ο οποίος ήταν μάρτυρας του πρώτου κρούσματος στην πρωτεύουσα. Μεταξύ των συμπτωμάτων αυτών ήταν και τα εξής:
Ο αρχικός πυρετός ήταν τόσο ασθενής από την αρχή του μέχρι το βράδυ, που δεν προκαλούσε καμία ανησυχία ούτε στα ίδια τα θύματα ούτε στους γιατρούς που τα άγγιξαν. Στην πραγματικότητα, κανένας που αρρώστησε με αυτόν τον τρόπο δεν πίστευε ότι θα πέθαινε από αυτόν.
Κάποιοι έπεσαν σε βαθύ κώμα, άλλοι εμφάνισαν οξεία άνοια: φαντάζονταν ότι κάποιοι τους επιτίθονταν για να τους σκοτώσουν, πάθαιναν υστερία και έφευγαν τρέχοντας, φωνάζοντας δυνατά. Έτσι, όσοι τους φρόντιζαν εξαντλήθηκαν σωματικά.
Κανένας γιατρός ἡ λαϊκός δεν προσβλήθηκε από αυτή την ατυχία αγγίζοντας κάποιον άρρωστο ή νεκρό· δεδομένου ότι πολλοί που έθαβαν συνεχώς τους νεκρούς ή φρόντιζαν τους αρρώστους, ακόμη και όσοι δεν είχαν σχέση με αυτούς, συνέχισαν να εκτελούν αυτή την υπηρεσία πέρα από κάθε προσδοκία.
Αν κάποιος ασθενής πλησίαζε σε νερά, ήθελε να πέσει μέσα, αλλά όχι επειδή ήθελε να πιει (γιατί οι περισσότεροι έτρεχαν στη θάλασσα)· μάλλον, η αιτία ήταν κυρίως η ψυχική ασθένεια. Ορισμένοι γιατροί βρίσκονταν σε αμηχανία επειδή τα συμπτώματα δεν τους ήταν οικεία και, πιστεύοντας ότι η εστία της νόσου βρισκόταν στους λεμφαδένες, αποφάσισαν να ερευνήσουν τα σώματα των νεκρών. Κόβοντας μερικούς από τους λεμφαδένες, διαπίστωσαν ότι στο εσωτερικό τους είχε αναπτυχθεί ένα είδος κακοηθούς αποστήματος.
Οι πιο επιφανείς γιατροί προέβλεπαν για πολλούς ότι θα πέθαιναν, αλλά λίγο αργότερα απελευθερώνονταν απροσδόκητα από όλες τις ασθένειές τους.
Οι γιατροί ισχυρίζονταν επίσης για πολλούς άλλους ότι θα επιβίωναν, αλλά ήταν γραφτό να πεθάνουν σχεδόν αμέσως.
Όσον αφορά τις έγκυες γυναίκες, προβλεπόταν θάνατος αν αρρώσταιναν από την ασθένεια. Λέγεται, ωστόσο, ότι τρεις νέες μητέρες επέζησαν, ενώ τα βρέφη τους όχι, και ότι μία πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού αλλά το παιδί της γεννήθηκε και επέζησε.
Σε περιπτώσεις άλλων ανθρώπων που έτυχε να επιζήσουν, η ικανότητα της ομιλίας τους δεν έμεινε ανεπηρέαστη και έζησαν μετέπειτα τραυλίζοντας ή μόλις και μετά βίας μπορώντας να αρθρώσουν κάποιες ασαφείς λέξεις (Υπέρ των Πολέμων Λόγοι 2.22).
Στη χειρότερη φάση της πανδημίας, ο ρυθμός θνησιμότητας στην Κωνσταντινούπολη έφτανε τους δέκα χιλιάδες νεκρούς την ημέρα ή και περισσότερο. Στις πύλες είχαν τοποθετηθεί άνδρες που μετρούσαν τους νεκρούς που έβγαζαν έξω-τουλάχιστον στην αρχή.
Δημιουργήθηκαν ομαδικοί τάφοι απέναντι από το Χρυσό Κέρας (στο Πέραν), αλλά ήταν ελάχιστα καλυμμένοι και η δυσωδία του θανάτου έπνεε πάνω από την πόλη όταν φυσούσε βόρειος άνεμος. Ομάδες ανθρώπων έψαχναν τα σπίτια και έβγαζαν όποιο πτώμα έβρισκαν. Μερικές φορές έβρισκαν τους γονείς νεκρούς και τα παιδιά ακόμη ζωντανά, ακόμη και βρέφη που θήλαζαν τα στήθη των νεκρών μητέρων τους. Οι άνθρωποι φορούσαν ταμπελάκια με τα ονόματά τους, ώστε να μπορούν να αναγνωρίζονται αν πέθαιναν μακριά από το σπίτι τους (Προκόπιος, Υπέρ Πολέμων 2.22 Ιωάννης της Αμίδας στον Ψευδο-Διονύσιο του Τελ-Μαχρέ, Χρονικό, Μέρος Γ', σ. 94, 101, 103).
ΜΙΑ ΣΑΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΠΑΡΑΔΟΞΩΝ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου