ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ. 16
Σε μία συγκέντρωση ενός χωριού, ό ιερέας μαζί με τους ενορίτες του κουβέντιαζαν για την αναγκαιότητα να χτίσουν μία αίθουσα για τα παιδιά του κατηχητικού. Ενώ ή κουβέντα προχωρούσε ειρηνικά και θετικά, σε συμφωνία, ένας νεαρός, γνωστός για τις αναρχικές του ιδέες και για την γκρίνια του για κάθε καλό έργο, άρχισε να βρίζει Εκκλησία και κληρικούς. Στο λεξιλόγιό του φυσικά δεν παρέλειψε και τον Θεό. Οπότε ένας ηλικιωμένος γέροντας σηκώθηκε επάνω και του λέγει επιτιμητικά:
- Τί είναι αυτά πού λες, νεαρέ μου; Τί κουβέντες είναι αυτές Δεν ντρέπεσαι; Δεν φοβάσαι; Πήγαινε γρήγορα να εξομολογηθείς. Μετανόησε για αυτή την φοβερή αμαρτία πού ξεστόμισες, μην πέσει κεραυνός και μας τιμωρήσει όλους για την βρωμερή σου γλώσσα! Πρόσεξε, ταλαίπωρε, γιατί ό Θεός δεν μυκτηρίζεται.
- Σιγά! Και τί θα μού κάνει ό Θεός σας; Αναγκαιότητα ό Θεός σας υπάρχει, πού είναι; Τέτοιες κουβέντες πού είπα, θα έπρεπε μέχρι τώρα να μού έχει κόψει την γλώσσα. 'Αλλά και την γλώσσα (βγάζοντάς την έξω σαν λυσσασμένο σκυλί) την έχω ολόκληρη και τον υπόλοιπο σώμα μου. Βλάκες! Ανόητοι! Επειδή είστε χαζοί γι' αυτό και οι παπάδες και ό κάθε τεμπελάκος και κηφήνας σας εκμεταλλεύονται και σας χορεύουν στο ταψί! Σας κάνουν ότι θέλουν! Ντροπή σας!
- Πήγαινε γρήγορα να εξομολογηθείς, του είπε ό γέροντας, πριν είναι πολύ αργά! Θα την έχεις άσχημα.
Στα λόγια αυτά, ό νεαρός βλάσφημος έφτυσε στο πάτωμα. Και χρησιμοποιώντας χυδαία γλώσσα ξεκίνησε για τον σπίτι του γεμάτος οργή.
Ό δρόμος για τον σπίτι του διέσχιζε τις γραμμές του τραίνου. Η από αφηρημάδα - χαμένος στις σκέψεις του, ή γιατί κάτι είχε προσελκύσει την προσοχή του, δεν άκουσε τον τραίνο πού πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και πριν καλά - καλά δρασκελίσει την πρώτη ράγα, τον παρέσυρε. Όλα τα βαγόνια πέρασαν από επάνω του!
Τον σώμα του βρέθηκε αποκεφαλισμένο! Τον κεφάλι, παραμορφωμένο, σε κάποια απόσταση μακριά από τον υπόλοιπο σώμα με την ασυνήθιστα μεγάλη γλώσσα του να κρέμεται έξω - από τον πλάι του στόματος!
Υπάρχει μία διήγηση για έναν ληστή ό όποιος, μετά από πολλά εγκλήματα ήρθε σε συναίσθηση και μετανόησε. Μετά την εξομολόγηση έτυχε να συναντήσει στον δρόμο έναν πλούσιο. Μέσα του ξύπνησε τον παλαιό του επάγγελμα. Ό διάβολος τον παρότρυνε: «Δουλειά δεν έχεις και χρήματα δεν έχεις! Πώς θα ζήσεις; Σκότωσε για τελευταία φορά. Και ζήσε την υπόλοιπη ζωή σου ήρεμα και με μετάνοια». Και αφού λοιπόν τον σκότωσε, πήρε τον πορτοφόλι του, και κάθισε στην όχθη του ποταμού να μετρήσει τα «λάφυρα» του. Εκεί πού τα μετρούσε βλέπει ένα μπουλούκι από χωριάτες να τρέχουν προς τον μέρος του. Εκείνος τρομοκρατήθηκε. Νόμιζε ότι έγινε γνωστό τον έγκλημά του και έτρεχαν να τον συλλάβουν. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον έβαλε στα πόδια. Μα δεν πρόλαβε να ξεμακρύνει. Μια λυσσασμένη αλεπού όρμησε επάνω του και τον κατασπάραξε.
Ό Θεός είναι οικτίρμων και πολυέλεος. Δεν υπάρχει αμαρτία πού να νικάει τον έλεος του Θεού. Όταν όμως ό άνθρωπος σκέπτεται υστερόβουλος παροργίζει τον Θεό. Και ό Θεός τον τιμωρεί. Γιατί είναι και δίκαιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου