Μέγας Βασίλειος
"Η ΘΛΙΨΗ"
Ένα πρωί, πολύ νωρίς, λίγο αφότου οι πατέρες είχαν μετακομίσει στην ερημική τοποθεσία, αντηχούσε σε όλο το μοναστήρι το δυνατό κελάηδημα ενός πουλιού. Οι πατέρες πετάχτηκαν πάνω και ανακάλυψαν έναν πετεινό πάνω στο τραπέζι της τράπεζας. Δεν είχαν ιδέα από που είχε έρθει ή πώς είχε μπει εκεί. Ό πετεινός συνέχισε το «έργο του» για κάμποση ώρα.
Σύντομα ένα γέλιο ακούστηκε έξω από την πύλη. Αποκαλύφθηκε πώς ό φίλος των πατέρων, ό διάκονος Νικόλαος, ενώ ταξίδευε είχε προσελκυστεί από τα φωτεινά χρώματα του πετεινού και τον είχε αγοράσει για τούς πατέρες ως δώρο. Έφτασε τη νύχτα και τοποθέτησε τον πετεινό στην τράπεζα. Όταν ό ήλιος ανέτειλε, το πρωινό φώς αποκάλυψε ότι ό πετεινός ήταν ένα πουλί απρόσμενης ομορφιάς, κάποιας εξωτικής ράτσας. Έλαμψε κυριολεκτικά και άστραψε στον ήλιο, μετά χρυσά, κόκκινα, μπλε και φωτεινά πράσινα χρώματα. Τα χρυσά φτερά του άλλαζαν κατά κάποιο τρόπο τα χρώματα τα έβλεπες από διαφορετικές πλευρές. «Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πουλί πριν», αναφώνησε ό π. Γερμανός, «σαν να επρόκειτο για ένα πλάσμα από κάποιον άλλο κόσμο».
«Παρελαύνοντας» θαρραλέα στην μοναστηριακή έκταση ο πετεινός φάνηκε σαν να ήταν στον χώρο του. Έγινε ο πρώτος «τρίτος αδελφός» του μοναστηρίου, του οποίου η μοναχική υπακοή ήταν να ξυπνά τούς μοναχούς για προσευχή. Εκπαίδευσε τούς πατέρες να μην στηρίζονται στα ξυπνητήρια, αλλά σε αυτόν. Ή εικόνα αύτη παρακινούσε τούς ανθρώπους για προσευχή και χρησίμευε σαν μια υπενθύμιση της μετάνοιας του αποστόλου Πέτρου στο λάλημα του πετεινού. Για αυτόν τον λόγο, όλοι οι πετεινοί στην Ρωσία καλούνται «πέτια», υποκοριστικό τού Πέτρου.
Ό π. Σεραφείμ, τού οποίου ή οικογένεια είχε κοτόπουλα όταν ήταν παιδί, έχτισε ένα χώρο για τον πετεινό. Όταν ό χειμώνας πλησίασε, πήγε στην πόλη και αγόρασε τέσσερις λευκές σαν το χιόνι κότες, έτσι (ώστε οι πατέρες να έχουν δικά τους αυγά. Δεδομένου ότι το κοτέτσι παρέμεινε δίπλα στην κουζίνα κατά τη διάρκεια εκείνου του χειμώνα, μπορούσαν να παρατηρούν τις κότες από κοντά. Οι πατέρες παρατήρησαν την πειθαρχία τους ως προς τις συνήθειες του ύπνου: ότι πρόσεχαν τον ήλιο όταν έδυε και πήγαιναν στην φωλιά τους μόνο όταν είχε βασιλέψει και ότι δεν θα άφηναν το κοτέτσι τους το πρωί νωρίτερα ή αργότερα από την ανατολή. Ό π. Σεραφείμ επίσης παρατήρησε ότι οι κότες είχαν απολύτως διαφορετικές προσωπικότητες. Περπατούσαν και προμηθεύονταν τροφή με διαφορετικούς τρόπους και οι φωνές και ή συμπεριφορά τους ήταν πολύ ευδιάκριτες. Μία από αυτές, περπατούσε τριγύρω κακαρίζοντας όλη την ημέρα. Ό π. Σεραφείμ την ονόμασε «τραγουδίστρια» άλλη, πού ράμφιζε συνεχώς τις άλλες, την ονόμασε «κακό κορίτσι» το κύριο θύμα αυτής της μεταχείρισης το αποκάλεσε «σταχτοπούτα». Ακόμη και με τα κοτίστικα μυαλά τους, είχαν κάποιας μορφής προσωπική αφοσίωση. Ή αγαπημένη κότα τού π. Σεραφείμ, πού ονομαζόταν «Ρούμ-γιανέτζ» (στα ρωσικά, «ρόδινο μάγουλο») συχνά τον ακολουθούσε τριγύρω.
Για χρόνια αφότου είχαν μετακομίσει, οι πατέρες δεν είχαν γάτες ή σκύλους, σκεπτόμενοι, με τον ζήλο τους, ότι δεν άρμοζε να έχουν στην σκήτη ζώα πού αγαπούν τα χάδια. Μια ημέρα, ή Νόνα Σέκο τούς έφερε ένα δώρο. Καθώς στεκόταν κοντά στον π. Γερμανό, του είπε να κλείσει τα μάτια του και να ανοίξει τα χέρια του. Όταν τα άνοιξε, βρέθηκε να κρατά ένα γκρίζο γατάκι. Είπε ότι δεν ήθελε το γατάκι, αλλά ή Νόνα τον ρώτησε εάν υπήρχαν ενοχλητικά ποντίκια τριγύρω. «Εντάξει», είπε ό π. Γερμανός, εξετάζοντας το γατάκι. «Εάν πιάσει ένα ποντίκι μέσα σε μια ώρα, μπορεί να μείνει. Αν όχι, θα πρέπει να το πάρεις πίσω».
Το γατάκι έτρεξε μακριά, κάτω από το κτήριο. Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, ενώ ό π. Γερμανός και ή Νόνα μιλούσαν ακόμα, το γατάκι έφερε ένα ποντίκι στο μέρος τους και το έβαλε στα πόδια του π. Γερμανού, έχοντας εκπληρώσει αμέσως την... πρώτη του μοναχική υπακοή. Ή γάτα έμεινε, και αργότερα προστέθηκαν και άλλες.
Προτού φθάσουν οι γάτες, οι πατέρες έβλεπαν συχνά κροταλίες στην περιοχή της σκήτης. Ό π. Γερμανός μερικές φορές έμπαινε στο κελί του και έβρισκε αυτό το θανατηφόρο ερπετό κουλουριασμένο μέσα στα σκεπάσματα ή τεντωμένο κάτω από το κρεβάτι του. Εντούτοις, με τον ερχομό των γατών αυτά τα φίδια εμφανίζονταν σπάνια. Οι πατέρες έβγαλαν το συμπέρασμα ότι τα φίδια είχαν προσελκυστεί στα κτήρια από τα ποντίκια, αλλά τώρα πού οι γάτες είχαν μειώσει τον πληθυσμό τους, τα φίδια δεν είχαν πλέον λόγο να πλησιάζουν. Οι γάτες αποτέλεσαν έτσι, αντί για τα παιχνιδιάρικα όντα πού οι πατέρες ήταν απρόθυμοι να έχουν τριγύρω από το ερημητήριο, αναντικατάστατους εργάτες για τη δημόσια ασφάλεια.
Επειδή δεν αρμόζει να δοθεί σε ένα ζώο το όνομα ενός άγιου, οι πατέρες ονόμαζαν τις γάτες τους με βάση κάτι -συνήθως μια τοποθεσία- πού συνδεόταν με τον άγιο στην ημέρα μνήμης του οποίου είχε έρθει το ζώο. Έτσι, μια γάτα ή οποία έφθασε την ήμερα του άγιου Γερμανού της Αλάσκας ονομάστηκε «Αλάσκα», μία πού ήρθε του αγίου Θεοδώρου τού Τυρωνος ονομάστηκε «Τύρων» κ.λπ. Μια λυπημένη σκούρα γκρίζα γάτα πού συνέβη να έρθει στην γιορτή της Θεοτόκου «Χαρά Πάντων των Θλιβομένων», ονομάστηκε «Θλίψη».
Ό προσωπικός «σύντροφος» του π. Σεραφείμ ήταν ή γάτα Τύρων. Αν και μικρή, αυτή ή γάτα ήταν ή γυναίκα αρχηγός της φυλής των αιλουροειδών, και καμία άλλη δεν τόλμησε να της παραβγεί. Ακόμη και στο κελί του π. Σεραφείμ ήταν κάτι σαν βασίλισσα. Καθόταν ήσυχα στα πόδια του, ενώ δακτυλογραφούσε κάποιο άρθρο και εκείνος δεν ήθελε να σηκωθεί για να μην την ενοχλήσει. Μια ημέρα μπήκε σε ένα από τα εργαστήρια του μοναστηριού για να διαπιστώσει ότι είχε γεννήσει τα γατάκια της στην μέση των εγγράφων πάνω στο γραφείο του!
Ο π. Σεραφείμ μ εκτιμούσε τα σκυλιά περισσότερο. Δεν είχε ποτέ αντικαταστήσει το αγαπημένο σκυλί της παιδικής ηλικίας του, τον Ντίττο. Μια ημέρα, εντούτοις, ένα όμορφο, πορτοκαλόμαυρο αρσενικό σκυλί -γερμανικός ποιμενικός-πέρασε τρέχοντας την πύλη της μονής. Γρήγορα απέκτησε φιλίες με τούς πατέρες. «Δεν θα ήταν καλό να είχαμε ένα σκυλί;», τόλμησε να προτείνει ό π. Σεραφείμ . Αλλά το σκυλί έφερε περιλαίμιο και προφανώς είχε ιδιοκτήτη έτσι οι πατέρες αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να βάλουν μια ειδοποίηση στο Γενικό Κατάστημα της Πλατίνα. Λίγο αργότερα, κάποιος ανέβηκε με φορτηγό στην μονή. Είχε έρθει να πάρει τον «Μάρφυ του». Το σκυλί εξέτασε τον κύριό του με έντρομα μάτια, τα όποια φάνηκε να δείχνουν ότι τον είχε κακομεταχειριστεί στο παρελθόν. Ό άνθρωπος ήταν θυμωμένος και προφανώς δεν ενδιαφερόταν για τον Μάρφυ. Ό π. Σεραφείμ λυπήθηκε πολύ πού είδε τον φίλο του να φεύγει.
Μερικές ημέρες αργότερα, ό Μάρφυ βρισκόταν ξανά στο ερημητήριο, έχοντας περπατήσει μέχρι εκεί. Πάλι ό ιδιοκτήτης ήρθε να τον πάρει. «Πήγαινε σε εκείνο το φορτηγό!», φώναξε ό άνθρωπος στο σκυλί, χτυπώντας το με το χέρι του. Εάν ξανακάνει αυτό», είπε στους πατέρες, «θα πρέπει να τον κρατήσετε»!
Αυτήν τη φορά πέρασαν μόνο δεκαπέντε λεπτά προτού Μάρφυ επιστρέψει. Ό π. Σεραφείμ χάρηκε από μέσα του. Μάρφυ ήταν το όνομα του σκυλιού στον «κόσμο», αλλά στο ερημητήριο θα καλείτο εφεξής «Σβίρ», αφού είχε φθάσει αρχικώς τη ημέρα του άγιου Αλεξάνδρου του Σβίρ. Οι πατέρες ήταν βέβαιοι ότι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ ένα τέτοιο ευγενές πλάσμα. Δεν υπήρχε καμιά «σκυλίσια ανοησία» σε αυτό το ζώο! Εξέταζε τούς ανθρώπους με λαμπερά μάτια και με μια καλή, ταπεινή έκφραση. Αγάπη, παιχνίδι, συντροφικότητα, προστασία - όλα γίνονταν στην ώρα τους. Κρατούσε τις αρκούδες και τα λιοντάρια των βουνών μακριά (αλλά χωρίς άχρηστα αδιάκοπα γαβγίσματα) και βοηθούσε τούς χαμένους αδελφούς να βρουν τον δρόμο τους για το ερημητήριο.
Ό π. Σεραφείμ σπάνια χάιδευε τον Σβίρ υπήρχε μεταξύ τους ένα είδος σιωπηλής φιλίας. Όπως είχε κάνει με τον Ντίττο, θα επικοινωνούσε με τον Σβίρ κοιτάζοντάς τον βαθιά μέσα στα μάτια του.
ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ . ΤΟΜΟΣ Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου