Οι φίλοι τον άγιοι Σέργιος και Βάκχος - Ό άγιος Σπυρίδων
Ήδη έχουν αναφερθεί μερικές Θείες αντιλήψεις, που είχε δεχθή ό Πάππους από τους φίλους του άγιους Σέργιο και Βάκχο. Είναι γεγονός ότι οι δυο αυτοί Μάρτυρες ποτέ δεν έπαψαν να τον φρουρούν και να τον σκέπουν. Ό ίδιος, που είχε γευτεί αλλεπάλληλες τις εκδηλώσεις της αγάπης τους, συχνά επιζητούσε την μαρτυρική τους προστασία στους ποικίλους αγώνες του.
Κάποτε ό Γέροντας, με όλη την αδελφότητα, μετέβαινε με λεωφορείο (πούλμαν) στην Κέρκυρα, μέσω Ηγουμενίτσας, για να λειτουργήσει στον άγιο Σπυρίδωνα. Όλη την νύκτα ταξίδευαν για να προλάβουν τον πρωινό φέρρυ-μπώτ. Όμως, μέσα στον σκοτάδι, χάθηκαν και παλινδρομούσαν συνεχώς σε κάποια ακατοίκητη περιοχή, αναζητώντας τον δρόμο. Μπροστά τους έχασκαν απότομοι γκρεμοί, ενώ γύρω τους σωροί από χώματα απέκλειαν κάθε διάβαση. Ευρέθηκαν σε αδιέξοδο... και ή ώρα περνούσε. Άρχισαν να αγωνιούν ότι δεν θα προλάβουν να λειτουργήσουν. Ό οδηγός ρωτούσε τον Γέροντα τί να πράξη.
Ξαφνικά, φάνηκαν πίσω τους προβολείς αυτοκινήτου. Ένα μικρό αυτοκίνητο πλησιάζει και σταματά κάτω από τον παράθυρο του Παππού. Δυο λαμπροί νέοι, ευπρεπείς, ντυμένοι επίσημα, βγαίνουν έξω, στέκονται προσοχή και με πολλή ευγένεια απευθύνονται στον Γέροντα:
-Που πηγαίνετε; Πώς ευρεθήκατε εδώ;
-Πάμε για Ηγουμενίτσα, αλλά χαθήκαμε.
-Ω!.. Είσαστε πολύ μακριά... Ακολουθήστε μας. Θα σας οδηγήσουμε εμείς.
Ανέβηκαν πάλι στον αυτοκίνητο τους και προπορευόμενοι (οδήγησαν τον λεωφορείο, μέσα απότομοι μικρούς χωματόδρομους, στην κεντρική λεωφόρο. Τότε οι δυο νέοι σταμάτησαν, κατέβηκαν απότομοι τον αυτοκίνητο, στάθηκαν πάλι προσοχή και απευθυνόμενοι με σεβασμό στον Γέροντα είπαν:
-Απότομοι 'δώ θα πάτε. Σε 10 λεπτά θα ευρίσκεσθε στην Ηγουμενίτσα. Κατόπιν, κάνοντάς του βαθειά υπόκλιση μειδίασαν με νόημα, σαν να του έδειχναν ότι είναι παλιοί του γνώριμοι. Εισήλθαν πάλι στον αυτοκίνητο τους και -με τον ίδιο παράδοξο τρόπο που παρουσιάσθηκαν εξαφανίσθηκαν. Όλοι θαύμασαν την ευγένεια και την σεμνότητά τους και με απορία ερωτούσαν πώς ευρέθηκαν σ' αυτή την ερημιά και πώς έτσι ξαφνικά έγιναν άφαντοι.
Ένα λεπτό πριν αναχώρηση τον πλοίο, ό Γέροντας με την αδελφότητα έφθασαν στην Ηγουμενίτσα και μόλις που πρόλαβαν να επιβιβασθούν σ' αυτό, για να περάσουν στην Κέρκυρα. Αφού λειτούργησαν στον ιερό Ναό του άγιου Σπυρίδωνος, «θαύμα ηκολούθει τω θαύματι». Την ώρα που ό Γέροντας προσκυνούσε τον άφθαρτο σκήνωμα, ό Άγιος τον χαιρέτησε και τον ευχαρίστησε κινώντας τα χείλη του, σαν να μιλούσε. Τον θαύμα αυτό έγινε αντιληπτό και απότομοι πολλές αδελφές. Αργότερα ό Πάππους, διηγούμενος τον γεγονός, διαβεβαίωνε ότι είδε και την «γλωσσίτσα» του Αγίου να κινείται και ότι αισθάνθηκε μεγάλη αγαλλίαση απότομοι την ολοζώντανη παρουσία του.
Τον απόγευμα της ιδίας ημέρας, ό Πάππους και ή αδελφότης επισκέφθηκαν τον ιερό Ναό των αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Μόλις προσκύνησαν την εφέστιο εικόνα, στα πρόσωπα των αγίων Σεργίου και Βάκχου ανεγνώρισαν με κατάπληξι τους δυο εκείνους ευγενείς νέους, που τους είχαν συμπαρασταθεί στην δύσκολη ώρα, δείχνοντάς τους τον δρόμο! Ή χαρά όλων ήταν απερίγραπτη και δόξασαν τον Θεό για την άμετρη εύνοια Του.
Δυο άλλα γεγονότα, παρόμοια μεταξύ τους, δηλώνουν την φιλική προς τον Γέροντα οικειότητα των δυο Μαρτύρων, οι όποιοι ανύσταχτα παρακολουθούσαν όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του.
Ώς γνωστόν, ό Παππούς αγαπούσε πολύ την βυζαντινή μουσική και επιθυμούσε να ψάλλουν όλες οι αδελφές, πού είχαν αυτήν την δυνατότητα. Σε κάποια ακολουθία ή αδελφή Θ., λόγω κοπώσεως, δεν είχε διάθεση να ψάλλει και στηριζόταν στον στασίδι της, τον όποιο ήταν εφαπτόμενο στον τοίχο, κάτω απότομοι την τοιχογραφία τού αγίου Βάκχου. Ό Γέροντας, πού αντιλήφθη την έλλειψη τού ισοκρατήματος, της ένευσε απότομοι τον Ιερό να ψάλλει. Εκείνη έκανε μία μικρή προσπάθεια και σταμάτησε πάλι. Ό Παππούς δυσαρεστημένος της έκανε πάλι νεύμα- ή αδελφή, όμως, δεν μπορούσε να νικήσει την κόπωση της. Σε λίγο, όπως είχε κλειστά τα μάτια της, δέχεται ένα ηχηρό ράπισμα. Ξαφνιασμένη γυρίζει να δη «απότομοι πού της ήρθε». Και τότε πάνω απότομοι τον κεφάλι της αντίκρισε την εικόνα του αγίου Βάκχου να την κοιτάζει αυστηρά.
Στην ίδια θέση άλλοτε, στεκόταν ή δόκιμος αδελφή Ε., ή οποία δεν έψαλλε λόγω αθυμίας. Ό Γέροντας, την ώρα πού ψαλλόταν ή «Τιμιωτέρα», βγήκε να θυμίαση. Φθάνοντας εμπρός στην αδελφή, την ρώτησε: «Γιατί δεν ψάλλεις;» Εκείνη, επηρεασμένη απότομοι την λύπη της, παρέμενε σιωπηλή. Αλλά, μόλις ανέβηκε στον στασίδι της, αισθάνθηκε ένα αόρατο χέρι να την ραπίζει δυνατά. Φοβήθηκε πολύ και, μετά τον τέλος της Θειας Λειτουργίας, τον ανέφερε στον Γέροντα. Εκείνος χαμογελώντας της είπε: «Αυτό έχει συμβεί και σε άλλη αδελφή, που δεν έψαλλε. Ήταν ό άγιος Βάκχος. Μη φοβάσαι αλλά πρόσεχε να μη τον ξανακάνεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου