Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Αλέξανδρος Τσανγκ, επιχειρηματίας: Με έσωσε η βαθιά μου πίστη, όταν με καταδίωκαν.

Απέδρασε από τη Βόρειο Κορέα το 1950 και βρήκε καταφύγιο ζωής στην Ελλάδαhttp://news.kathimerini.gr/kathnews/images/dot_clear.gif.

Του Ηλια Μαγκλινη

Ο μικρός Προτεστάντης που καταδίωκαν οι Αθεϊστές Βορειο-Κορεάτες Κομμουνιστές, για να τον δολοφονήσουν όπως την οικογένειά του, έμελλε να βρει την αληθινή Εκκλησία, και να αποτελεί ως σήμερα ένα ενεργό και υπεύθυνο μέλος τής Ελληνικής κοινωνίας, παράδειγμα για όσους από εμάς, αν και γεννηθήκαμε σε μια πιο ελεύθερη κοινωνία και δεν διωχθήκαμε ποτέ για την πίστη στον Χριστό, δεν εκτιμήσαμε όσο έπρεπε την Ορθόδοξη κληρονομιά μας.


Δεκέμβριος του 1950, νύχτα. Κάπου κοντά στα σύνορα Βορείου και Νότιας Κορέας, εν μέσω ενός πολέμου που μαίνεται. Θερμοκρασία είκοσι βαθμοί υπό το μηδέν. Ενα δεκαεξάχρονο παιδί πασχίζει να διαβεί κολυμπώντας τα παγωμένα νερά ενός ποταμού. Πίσω του, στρατιώτες που το καταδιώκουν. Μπροστά του, η ελευθερία, και κάπου στα βάθη του νότου, ο χαμένος μεγάλος του αδελφός.

Κάποιος τον συμβούλευσε, μόλις βγει απ’ το νερό να μην τρέξει κοντά στη φωτιά. «Πολλοί έτρεξαν να ζεσταθούν σε μικρές εστίες φωτιάς που είχαν ανάψει. Οι περισσότεροι πέθαναν – η καρδιά τους δεν άντεξε την απότομη εναλλαγή από το ψύχος στο θερμό. Εγώ κυλίστηκα στο χιόνι, τρίφτηκα καλά, έτρεξα να ζεσταθώ και τα κατάφερα», μου εξομολογείται. Διότι το παιδί εκείνο επέζησε και σήμερα είναι εβδομήντα τεσσάρων ετών (δεν του φαίνεται καθόλου), είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας, έχει δημιουργήσει οικογένεια, έχει παιδιά κι εγγόνια. Το όνομα αυτού: Αλέξανδρος Τσανγκ. Κορεάτης που ζει στην Ελλάδα. «Το 1954 βαφτίστηκα Χριστιανός Ορθόδοξος από τον συνταγματάρχη, τότε, Ιωάννη Γεννηματά, διοικητή του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας. Το 1955 ακολούθησα το Εκστρατευτικό Σώμα στην Ελλάδα», μου λέει ο κύριος Τσανγκ, με τον οποίο συντρώγουμε στο κορεατικό εστιατόριο Dosirak, στο Σύνταγμα.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Το 1936 ο κ. Τσανγκ γεννιέται σε μια μικρή πόλη βορείως της Πιονγιάνγκ, σημερινής πρωτεύουσας της κομμουνιστικής Βορείου Κορέας. «Τότε το όνομά μου ήταν Τσανγκ, Ρίο Σαν. Τα κορεατικά ονόματα αποτελούνται πάντα από τρεις λέξεις και πάντα μπαίνει μπροστά το επώνυμο». Η Κορέα τελεί τότε υπό ιαπωνική κατοχή. Οι Κορεάτες είναι υποχρεωμένοι να μιλούν ιαπωνικά, ακόμα και τα ονόματά τους πρέπει να είναι ιαπωνικά. «Θυμάμαι, στο δημοτικό ήμουν, αν σε άκουγαν να λες έστω και μία κορεατική λέξη, σου έδιναν ένα νόμισμα. Αν έως το σχόλασμα δεν ξεστόμιζε κανείς άλλος κάτι στα κορεατικά και σου έμενε το νόμισμα, σε κλείδωναν μέσα για τιμωρία. Καθάριζες όλη νύχτα το σχολείο κ.τ.λ.».

Η οικογένεια του κ. Τσανγκ ήταν προτεστάντες και ο ίδιος θυμάται ότι οι χριστιανοί κυνηγήθηκαν ανηλεώς τόσο από τους Ιάπωνες όσο και από τους κομμουνιστές, μετά το 1945. «Κι αυτό διότι ειδικά οι προτεστάντες πάντοτε προέβαλαν αντίσταση όταν καταπιέζονταν», τονίζει. «Οι χριστιανοί είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, είχαν ταξιδέψει – αυτοί ξεσήκωναν τους υπόλοιπους. Εννοείται ότι και στην εκκλησία, η λειτουργία έπρεπε να γίνεται στα ιαπωνικά».

– Τι θυμάστε από την ημέρα που απελευθερωθήκατε από τους Ιάπωνες και η χώρα όπου ζούσατε έγινε κομμουνιστική;

– Απελευθερωθήκαμε στις 15 Αυγούστου του 1945. Μετά έγινε η συνθήκη της Γιάλτας και χωρίστηκε η Κορέα στα δύο: κομμουνιστικός βορράς, καπιταλιστικός νότος. Στα δικά μου μέρη εμφανίστηκε ο Κιμ Ιλ Σουνγκ, λίγο μετά οι Σοβιετικοί και αμέσως ξεκίνησε ο διωγμός των χριστιανών».

Ο μεγάλος αδελφός του κ. Τσανγκ ήταν οργανωμένος σε αντικομμουνιστική αντιστασιακή οργάνωση. «Σε αυτή ανήκαν ακόμα και κυβερνητικά πρόσωπα», διευκρινίζει. «Ο δήμαρχος της περιοχής μας, για παράδειγμα. Επισήμως ήταν κομμουνιστής, από κάτω όμως υπονόμευε το καθεστώς. Υπό την προστασία αυτού και άλλων αξιωματούχων σώθηκαν πολλοί αντιστασιακοί. Τους ενημέρωναν για διώξεις κ.τ.λ. Ετσι πέρασε τα σύνορα στα κρυφά ο αδελφός μου, κατέφυγε στον νότο κι έγινε αξιωματικός του πυροβολικού στη Νότιο Κορέα».

Μόλις συνέβη αυτό, η οικογένεια που έμεινε πίσω στοχοποιήθηκε: διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια. «Με είχαν νηστικό επί τρεις ημέρες και με χτυπούσαν σε όλο μου το σώμα. Θυμάμαι, ενώ με χτυπούσε ο βασανιστής, μονολογούσε: “Ξέρω, τώρα εσείς οι χριστιανοί θα προσεύχεστε ο Θεός να με συγχωρέσει”. Εκείνος ο δήμαρχος πάντως μας βοήθησε πολύ. Να σκεφτείτε, οι κομμουνιστές είχαν μεγάλες σιδερένιες βέργες και χτυπούσαν το χώμα. Αν το έβρισκαν κούφιο, έσκαβαν κι έβρισκαν ανθρώπους. Διότι κρυβόμασταν και κάτω από το χώμα».

Στις 5 Δεκεμβρίου του 1950, έξι μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, ο νεαρός τότε Τσανγκ πέρασε τα σύνορα. «Ημασταν τριάντα τρία παιδιά – εγώ ήμουν ο νεότερος. Στην περιοχή του ποταμού Ιμτζίν, οι κάτοικοι μας έλεγαν, γυρίστε σπίτια σας, ο νοτιοκορεατικός στρατός έχει φτάσει στην Πιονγιάνγκ, δεν υπάρχει λόγος να περάσετε στον νότο. Προπαγάνδα κομμουνιστική. Τριάντα παιδιά γύρισαν πίσω, εγώ, ένας ξάδελφός μου κι ένας βουδιστής μοναχός συνεχίσαμε. Ηθελα να βρω τον αδελφό μου, με τον οποίο ανταμώσαμε τελικά έπειτα από κάμποσους μήνες. Πίσω έμειναν οι γονείς μας και τα τρία μας αδέλφια. Αργότερα μάθαμε ότι εκτελέστηκαν όλοι».


Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν σχέδιο για ξένες επενδύσεις

Ο Αλέξανδρος Τσανγκ σπούδασε μεν θεολογία και αρχαιολογία, ασχολήθηκε όμως με το εμπόριο. «Δεν είχα ιδέα από επιχειρήσεις αλλά άρχισαν σιγά σιγά να έρχονται Κορεάτες επιχειρηματίες στην Ελλάδα κι εγώ έγινα κάτι σαν επιτετραμμένος, επίσημος σύνδεσμος. Πρεσβεία ακόμα δεν υπήρχε κι ήμουν ακόμα ο μοναδικός Κορεάτης στην Ελλάδα. Σταδιακά, απέκτησα και διασυνδέσεις με την κορεατική κυβέρνηση κι άρχισα να δουλεύω κυρίως με καπνά. Συνέχισα έτσι για πολλά χρόνια αλλά αργότερα, συνεργάστηκα και με τον Κυριακόπουλο, πατέρα του Οδυσσέα Κυριακόπουλου, του πρώην προέδρου του ΣΕΒ, κι έγινα αντιπρόσωπος της ΚΙΑ Motors στην Ελλάδα».

Το 1988, λίγο πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ, ο Αλέξανδρος Τσανγκ ήταν ο τρίτος λαμπαδηδρόμος που μετέφερε την Ολυμπιακή Φλόγα από την Ολυμπία. Καθώς δοκιμάζουμε από διάφορα πιάτα (εκείνος κανόνισε το μενού), μου δείχνει τη σχετική φωτογραφία. «Ηταν μια μεγάλη στιγμή αυτή για μένα».

– Πόσοι Κορεάτες ζουν σήμερα στην Ελλάδα;

– Περίπου 200-250. Κάποτε ήταν γύρω στους τετρακόσιους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν σχέδιο και πρόγραμμα για ξένες επενδύσεις. Η Τουρκία κάνει σωστή πολιτική και τραβάει πολύ τους Κορεάτες. Σκεφτείτε ότι οι δύο μεγάλες κορεατικές αεροπορικές εταιρείες πάνε κατευθείαν Κωνσταντινούπολη. Το 1993, σε επίσημη αποστολή, με τον τότε πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πήγαμε στην Κορέα και προσπαθήσαμε να φέρουμε επιχειρηματίες στην Ελλάδα. Πράγματι, ενδιαφέρθηκε ένας μεγάλος επιχειρηματίας. Τον ενδιέφερε η αγορά της ΠΥΡΚΑΛ αλλά, μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 1993, το τότε υπουργείο Εθνικής Αμυνας πάγωσε την υπόθεση. Εκείνος ο Κορεάτης επιχειρηματίας αγόρασε όμως την τότε Τράπεζα Αθηνών αλλά αναγκάστηκε να την πουλήσει μετά στον Λάτση, διότι η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τότε δεν τήρησε ορισμένα σημεία της αρχικής συμφωνίας που είχε γίνει με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οπως είπα, η τράπεζα πουλήθηκε στον Λάτση, είναι η σημερινή Eurobank.

– Η Δημοκρατία της Κορέας πέρασε κρίσεις ανάλογη με αυτή που περνάει η Ελλάδα, σήμερα όμως είναι μία από τις ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο.

– Η ζωή στην Κορέα τη δεκαετία του ’70 και του ’80 ήταν ένα δράμα. Πέρασε και από δικτατορίες η χώρα, εξάλλου υπήρχε πάντα η ένταση με τον Βορρά. Μετά τις δώδεκα απαγορευόταν η κυκλοφορία. Υπήρχε ενεργειακό πρόβλημα, αγοράζαμε φτηνό ηλεκτρικό από την Πιονγιάνγκ και αργότερα μπήκαμε κι εμείς στο ΔΝΤ. Οι Κορεάτες όμως έχουν πολύ φιλότιμο. Δούλεψαν σχεδόν αμισθί για δύο, περίπου, χρόνια, έκαναν υπομονή. Η κυβέρνηση τότε ζήτησε από τον λαό να παραδώσει τα χρυσαφικά του στο κράτος και να βοηθήσει με αυτό τον τρόπο. Εδωσαν ακόμα και τα χρυσά τους δόντια – και τίποτα δεν πήγε χαμένο. Κι όταν οι εταιρείες ανέκαμψαν, άρχισαν πάλι να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους. Το τρομερό είναι ότι όλη η βαριά βιομηχανία ήταν στον Βορρά. Αλλά το καθεστώς εκεί είναι τόσο μονολιθικό, τόσο άκαμπτο που δεν το εκμεταλλεύτηκε αυτό. Και σήμερα ο κόσμος πεθαίνει από την πείνα. Γιατί όμως να δουλέψεις αν ξέρεις ότι όλα θα σου τα πάρει το κράτος; Οταν εκμηδενίζεις την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ατομική προσωπικότητα, δεν μπορείς να έχεις κανένα μέλλον. Ολοι ελπίζαμε ότι ο Κιμ Γιονγκ Ιλ, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, θα ήταν καλύτερος απ’ τον πατέρα του, τον Κιμ Ιλ Σουνγκ, αλλά διαψευστήκαμε. Είναι τελείως παρανοϊκός.

– Σήμερα τι σας έχει μείνει απ’ όλη εκείνη την περιπέτεια;

– Με έσωσε η βαθιά μου πίστη. Θυμάμαι να τρέχω και οι κομμουνιστές πίσω μου να πυροβολούν, οι σφαίρες να σκάνε στα πόδια μου και να μη φοβάμαι. Ο δικός μας ο παπάς είχε σφαγιαστεί μπροστά σε όλο το ποίμνιο από τους Ιάπωνες. Ο γιος του έσερνε μαζί του το ματωμένο σακάκι του πατέρα του. Δεν το άφηνε ποτέ του. Ακόμα και στη φυλακή, όπου τον έκλεισαν μετά οι κομμουνιστές. Ετρεχαν τότε οι πιστοί και διαδήλωναν μπροστά από τη φυλακή, πλήθος ολόκληρο, οπότε τον άφηναν ελεύθερο. Αυτό, ξανά και ξανά. Τους νίκησε, όμως, στο τέλος.

– Θα θέλατε να πάτε στη Βόρειο Κορέα ξανά;

– Η επιθυμία μου προτού πεθάνω είναι να επισκεφθώ ξανά τα μέρη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα…

«Παρών» στις μάχες με το Ελληνικό Τάγμα

Ενώ μαίνεται ο πόλεμος της Κορέας, η κυβέρνηση του Νότου ζήτησε από τους νέους άνδρες να καταταγούν εθελοντικά σε ξένα στρατεύματα και να συμμετέχουν ως βοηθητικοί. Ο κ. Τσανγκ έσπευσε από τους πρώτους. «Υπήρχαν τόσοι ξένοι στρατοί, μας είχαν ανάγκη: κάναμε τους αγγελιαφόρους και τους διερμηνείς, κυρίως στην ανάκριση των αιχμαλώτων, και βέβαια οδηγούσαμε τους στρατιώτες: ξέραμε τους δρόμους, βρίσκαμε τα μονοπάτια στα σκοτεινά, τις κρυψώνες, βγαίναμε μαζί τους περίπολα κ.τ.λ.».

Τον Ιούλιο του 1951 ο κ. Τσανγκ τοποθετήθηκε στο ελληνικό Τάγμα. Οπως γράφει σε ειδική αναφορά ο Ι. Γεννηματάς, διοικητής τότε του Εκστρατευτικού Σώματος (ΕΚΣΕ), ο κύριος Τσανγκ ακολούθησε το ΕΚΣΕ σε όλες του τις μετασταθμεύσεις και έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες: ύψωμα Σκοτς, (28 νεκροί, 77 τραυματίες), ύψωμα Μεγάλο Νόρι (16 νεκροί, 27 τραυματίες), ύψωμα Χάρι (5 νεκροί, 20 τραυματίες), τελικές μάχες 24-27 Ιουλίου 1953 (14 νεκροί, 25 τραυματίες). «Μάζευα τραυματίες και σκοτωμένους. Μπαίναμε σκυφτοί, διπλωμένοι μέσα στα χαρακώματα, φτάναμε ώς τις προφυλακές. Ημουν μαζί με τον πατήρ Ανδρέα Χαλκιόπουλο, ο οποίος έδινε κουράγιο στους φαντάρους, προσευχόταν γι’ αυτούς κι έκλαιγε. Θυμάμαι, στο ύψωμα Χάρι, οι Κινέζοι μας μιλούσαν με ντουντούκα στα ελληνικά. “Παραδοθείτε”, φώναζαν. Πρέπει να είχαν και Ελληνες στις γραμμές τους, ίσως από αυτούς που κατέφυγαν μετά το 1949 στην Ανατολική Ευρώπη, αλλιώς δεν εξηγείται. Είχαμε πολλές απώλειες εκείνη τη νύχτα. Μερικοί τραυματίες μού πέθαιναν πάνω στο φορείο, πριν προλάβω να τους πάω πίσω. Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν με παραμύθια. Τότε όμως…».

Ο πόλεμος τελείωσε το 1953, το ΕΚΣΕ παρέμεινε στην Κορέα άλλα δύο χρόνια και το 1955 δόθηκε η ευκαιρία στον 19χρονο Αλέξανδρο –πλέον– Τσανγκ να έρθει με υποτροφία στην Ελλάδα. «Δόθηκαν τότε δύο υποτροφίες, μία σ’ εμένα και άλλη μία σε ένα άλλο παιδί. Ο πατέρας του, Κορεάτης χριστιανός ορθόδοξος παπάς, είχε εκτελεστεί από τους κομμουνιστές. Σπουδάσαμε θεολογία και αρχαιολογία στην Αθήνα, εκείνος όμως έφυγε μετά για την Αμερική. Μέναμε στους Αμπελοκήπους, στο οικοτροφείο της “Ζωής”. Ημασταν κάπου διακόσιοι φοιτητές από διάφορες σχολές. Ηταν εκεί ο Ιερώνυμος, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, ο Μητροπολίτης Ανθιμος, ο Χρήστος Γιανναράς, με τον οποίο έκανα πολύ παρέα. Βρήκαμε πολλή αγάπη εκεί, ήταν πολύ συγκινητικό».

Η συνάντηση

Το γεύμα ήταν για την ακρίβεια ένα εξαιρετικό δείπνο στο κορεατικό (και ιαπωνικό) εστιατόριο Dosirak, Βουλής 33, στο Σύνταγμα. Ο κύριος Τσανγκ παρήγγειλε πουλ κο γκι (ωραιότατα κομμάτια μοσχαρίσιου κρέατος), τα κο γι (επίσης εξαιρετικά κομμάτια κοτόπουλου με μανιτάρια και λαχανικά), το ιδιαίτερο τσαπ τσε, που μοιάζει με νουντλς αλλά είναι πατάτα και έχει διάφορα λαχανικά, τηγανητό ρύζι («το παραδοσιακό κορεάτικο είναι του ατμού βέβαια»), το κλασικό κορεατικό έδεσμα κιμτσί (λάχανο που απαντά στην Κορέα και που σερβίρεται με σκόρδο – κάπως πικάντικο) και αναψυκτικά. Στον επάνω όροφο, όπου καθίσαμε, υπάρχει ειδικό δωμάτιο που παραπέμπει σε παραδοσιακή κορεατική αίθουσα για δείπνο (βγάζεις παπούτσια και κάθεσαι σταυροπόδι στο πάτωμα), ενώ τους σερβιτόρους τους ειδοποιείς με ένα κουδούνι. Λογαριασμός: 55 ευρώ.

ΠΗΓΗ.Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή τής Κυριακής 25 Ιουλίου 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια: