Ή Αρκαδία είναι ή καρδιά του Μοριά, γεμάτη βουνά θεόχτιστα και τραγουδισμένα, παλληκαρόβουνα. Απάνω σ' αυτά είναι σκληρή ή ζωή, μα τ' άγέρι και τα νερά δίνουνε στον άνθρωπο ζωή και κέφι. Για τούτο από τα παμπάλαια χρόνια τούτη ή χώρα γεννούσε ανθρώπους ανδρείους, δουλευταράδες και προκομμένους, κι ανθρώπους πολλοί από' αυτούς βγάλανε και κακό όνομα σαν παραδόπιστοι, από την άλλη μεριά όμως ή Αρκαδία γέννησε ανθρώπους με καλή θέληση, πατριώτες, φιλόξενους, φιλότιμους, καλόκεφους, με επιθυμία να κάνουνε καλό στον τόπο τους και στους άλλους, αγαπώντας τα γράμματα, τιμώντας την παράδοση, με σέβας στη θρησκεία. Το σχολειό της Δημητσάνας δίδαξε τα γράμματα όχι μοναχά στους ντόπιους, μα σ' ολόκληρο το έθνος.
Αυτό το σχολειό πρωτοσυστήθηκε σ' ένα μοναστήρι πού υπάρχει ακόμα — μα είναι, αλίμονο, ερείπιο λησμονημένο! — κοντά στον ποταμό Λούσιο και πού λεγότανε Μονή του Φιλοσόφου, επειδή το 'χτισε ένας Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος πού στάθηκε «πρώτα- σικρήτις», δηλαδή αρχιγραμματικός και συμβουλάτορας, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, κι από την πολλή σπουδή πού είχε, τον είπανε Φιλόσοφο.
Στα κατοπινά χρόνια αυτό το σχολειό το μετέθεσε στην πολιτεία της Δημητσάνας ένας Γεώργιος Γούνας, πού είχε γίνει πλούσιος στη Σμύρνη. Τότε το σχολειό έδωσε περισσότερη λάμψη. Ό Γούνας γίνηκε καλόγερος με τ' όνομα Γεράσιμος και δίδαξε στη σχολή από τα 1764.
Ύστερα από αυτόν δίδαξε ένας άλλος καλόγερος, Αγάπιος Λεονάρδος, μαθητής του Γούνα, κι ολοένα δυνάμωνε το φως πού έβγαινε από το σχολειό και φώτιζε το έθνος, πού κειτότανε το κακόμοιρο στον σκοτάδι. Τρακόσα παλικάρια Ελληνόπουλα από κάθε μεριά της Ελλάδας ως την Μικρά Ασία, πήγανε για να μάθουνε τα ελληνικά γράμματα και να τα μεταδώσουνε στους άλλους.
Μεγάλος δάσκαλος ύστερα από τα 1769 στάθηκε ο Αγάπιος Αντωνόπουλος. Σιγά - σιγά κάνανε και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, με τυπωμένα βιβλία και με χειρόγραφα.
Πολλοί από τούς νέους πού ξεσκολίζανε από την σχολή, σκορπούσανε σαν τούς από σ' όλα τα μέρη του έθνους και μεταλαμπαδεύανε την παιδεία. Οι πιο πολλοί από' αυτούς ήτανε παπάδες και καλόγεροι, κατά το σύστημα εκείνου του καιρού. Οι περισσότεροι ήτανε ντόπιοι. Εβδομήντα γραμματισμένοι δεσποτάδες βγήκαν από τδ σχολειό. Έξι γινήκανε πατριαρχάδες, δυο στην Πόλη, οικουμενικοί: ο Κύριλλος Καράκαλος κι ο Γρηγόριος ο Ε', και τέσσερες στα Ιεροσόλυμα: ο Γερμανός, ο Σωφρόνιος ο Δ', Θεοφάνης ο Καράκαλος κι ο Παΐσιος Λαμπάρδης. Ανάμεσα στους δεσποτάδες είναι κι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Αλλά, κοντά στην παιδεία, οι Αρκάδες σταθήκανε κι αγωνιστές αποστόλους τούς πρώτους. Ή Αρκαδία γέννησε τούς Κολοκοτρωναίους, τούς Ντεληγιανναίους, τούς Αντωνόπουλους, τούς Σταματελόπουλους και πλήθος άλλους. Φυλή ακατάλυτη, πού ή φωτιά της δε στόμωσε από τότε πού παρεμφανήκαν άνθρωποι στ' άγρια βουνά τής Λυσοκούρας, από τον Αρκάδα κι από τον Λυκάονα, ως τα σήμερα.
Για να φανεί καλά αυτούς πού λέγω, ακούστε την Ιστορία δυο - τριών από' αυτούς τούς βουνοθρεμμένους δράκους:
Ήταν ένας Νικόλας Τρίγκας, φίλος στενός του οπλαρχηγού Ζαχαρία, πού τον βγάλανε Νικηταρά για την παλικαριά του πριν από τον Τουρκοφάγο. Παραβγαίνανε με τον Ζαχαριά ποιος τρέχει περισσότερο και πηδούσανε μέσα σ' έναν μεγάλο λάκκο πού τον λένε Γούβες.
Ό Νικόλας είχε κ' έναν αδελφό Σωτήρη, ίσον στη δύναμη μ' αυτόν. Τα δυο αδέλφια ήτανε σαν δράκοι. Τα μαλλιά τους φτάνανε ως τον αστράγαλο, κ' είχανε κ' οι δυο μικρές ουρές πού τούς εμποδίζανε να καθίσουν-
Ό Νικόλας ήτανε παρόν και στον σκοτωμό του Ζαχαρία, τότε πού τον φωνάξανε οι Τούρκοι, να του δώσει τάχα ο πασάς αμνηστία. Ό Τρίγκας τον μπόδιζε να πάγει, αλλά ο Ζαχαριάς δεν τον άκουγε. Την ώρα πού μπήκε στον Διοικητήριο πρώτος ο Ζαχαριάς και τον ακολουθούσε ο Τρίγκας, οι Τούρκοι παραφυλάγανε και κόψανε το κεφάλι του, και το κορμί του πήδηξε στον αγέρα κ' έπεσε έξω από την μάντρα. Οι Τούρκοι θελήσανε να σφάξουνε και τούς άλλους Γραικούς, αλλά ο Τρίγκας πολέμησε με μεγάλη παλικαριά και σκότωσε δύο - τρεις από τούς Τούρκους, κ' έτσι γλυτώσανε. Μα ύστερα' από λίγες μέρες σκοτωθήκανε κι αυτοί από ένα απόσπασμα σιμά στον χωριό Σέλιτσα της Καλαμάτας.
Ό άλλος ο Νικηταράς, πού τον λέγανε Τουρκοφάγο, γεννήθηκε κι αυτός στον χωριό Τουρκολέκα, κ' ήτανε ανίψι του Κολοκοτρώνη, λεγόμενος Σταματελόπουλος. Από μικρός ήτανε αντρειωμένος' και χεροδύναμος. Άκουγε τ' ανδραγαθήματα του Νικηταρά Τρίγκα και ήθελε να γίνει κι αυτός ξακουσμένος. Έτρεχε πιο γρήγορα από τ' άλογο, και πηδούσε επάνω από έναν αραμπά με θημωνιές. Οι Τούρκοι θελήσανε να τον σκοτώσουνε, μα μπόρεσε και ξέφυγε. Του ρίξανε τρεις μπαταριές, χωρίς να τον χτυπήσουνε, μοναχά άναψε ή φουστανέλα του και πρόφταξε κ' έπεσε σ' έναν μικρόν βάλτο κ' έσβησε ή φωτιά. 'Από τότες ορκίστηκε να εκδικηθεί τούς Τούρκους, και γίνηκε αληθινός Τουρκοφάγος.
Ό Κολοκοτρώνης τόνε πήρε κοντά του για πρωτοπαλίκαρο. Υστερότερα όμως ο Νικηταράς έκανε δικό του αρματολίκι, με εκατό και παραπάνω κλέφτες αντρειωμένους. Για λημέρι είχανε τούς βράχους κοντά στον χωριό τους.
Είχε κ' έναν αδελφό, κι αυτός παλικάρια. Τον λέγανε Νικόλα και σκοτώθηκε στον Δερβενάκι. Αυτός ήξερε και κάτι λίγα γράμματα, μα δεν είχε την εξυπνάδα και την σβελτοσύνη του Νικηταρά.
Πολέμησε ο Νικηταράς σε όλες τις μάχες πού γινήκανε στον Μοριά, εκτός από το Βαλτέτσι, επειδή τον είχε στείλει ο Κολοκοτρώνης σε άλλο μέρος. Για την παλικαριά του, του κάνανε πολλά τραγούδια και ξακούστηκε σ' όλη την Ελλάδα.
ΒΙΒΛ. Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου