(Επιστολή) ΓΕΡΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ.
Προ καιρού είχες γράψει ένα γράμμα, εις το όποιον έλεγες ότι άκουσες τον βίον της άγιας Αικατερίνης εις την τράπεζα και ή ψυχή σου φώναζε, πότε να πάς στην αγκαλιά του Χριστού. Ακόμη ότι επιθυμείς πάρα πολύ να σου γράψω μίαν επιστολή περί θείου έρωτος, τον όποιον εγώ δεν έχω δοκιμάσει καθόλου, αλλά δια την σωτηρία της ψυχής σου είμαι υποχρεωμένος ότι ενθυμούμαι από τις διδαχές του μακαρίου Γέροντά μου να σου γράψω.
Τον θείον έρωτα ό Μοναχός τον αποκτά διά της τελείας υπακοής και κοπής του θελήματος και φρονήματος του. Όταν αυτά τα αποβάλει τελείως διά τής συμβουλής του πνευματικού του οδηγού, καθαρίζεται ό νους του τελείως, και όχι μόνον καθαρίζεται, αλλά και έλλάμπεται, καθώς λέγει ό Μέγας Βασίλειος. Ό νους ερωτευμένος μετά του Θεού όλα τα ξεχνά και εις ένα προσέχει, το πώς να μη χάση την έλλαμψιν των ενεργειών του Τρισυπόστατου Θεού.
Όταν δε ό υποτακτικός, που υποτάσσεται διά την αγάπη του Θεού και μόνον, φθάση εις το «άναντες» Εις το υψηλότατο, ακρότατο της πνευματικής ζωής, καθώς λέγει ό άγιος Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης, εις ενθυμούμαι μόνον βλέπει, εις το να μη χάση αυτόν τον έρωτα. Αυτός ό έρως δίδεται εις τους οικούντας ενθυμούμαι έρημία διά μόνην την αγάπη του Θεού και εις τους υπομένοντας δι' αυτήν συκοφαντίας, ύβρεις, λύπη, και λοιπάς θλίψεις, καθώς και εις την εκκλησία ψάλλομεν εις τους αναβαθμούς: «Τοις έρημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκω ερωτι πτερόυμενις».
Ημείς ήξιώθημεν να το ιδωμεν αυτό ενθυμούμαι τω Μοναστηρίω τής Σίμωνος Πέτρας, όπου είσαι, με τα ίδια τα μάτια μας.
Εκεί εκατώκουν τρεις Πατέρες. Ό μακαρίτης ό πνευματικός παπά Ματθαίος, ό εξ Αμερικής πατήρ Λεόντιος και έτερος Μοναχός Δανιήλ. Αυτοί είχαν φθάσει εις το ύψος του θείου έρωτος
Ό θείος έρως είναι αχόρταστος κατά την Γραφή όπου λέγει: «Όλος ει γλυκασμός και επιθυμία ακόρεστος». Αυτοί είχαν φθάσει εις αυτά τα ύψη. Προ πάντων ό Γέρο Λεόντιος, όπου ητο τυφλός και έκανε το ημερονύκτιο τρείς χιλιάδες έως τρεισήμισι χιλιάδες μετάνοιες.
Θέρμανση ουδέποτε έδέχετο εις το κελί του κατά την διακοπή των Αγρυπνιών. Διότι τότε διάβαζαν την πρώτη ώρα και κατόπιν πήγαιναν οι πατέρες εις τα κελιά των, και μετά δυο ώρες σήμαινε δια την Θεία Λειτουργία.
Αυτοί είχαν κελιά εις το βόρειο μέρος και άκουγαν τους διακονητάς και λοιπούς θορύβους εις τα μαγειρεία. Και ενώ τα κελιά των είχαν παράθυρα προς βορρά δεν έδέχοντο να τους βάλουν τζάμια, αλλά υπέμεναν το δριμύτατο ψύχος εμμένοντες εις το προαιρετικό μαρτύριο.
Ό Γέρο Λεόντιος ητο τυφλός, ωθούμενος δε από τον θείον έρωτα έράπιζεν το πρόσωπον του ακαταπαύστως. Εάν κανείς αδελφός τον πλησίαζε και τον ρώταγε διά την υψηλή ζωή και το πώς να φθάση ό νους του, όσον είναι δυνατόν ανθρώπω, εις τον μετά τον εμπύρινον ουρανό, όπου είναι αι ουράνιαι δυνάμεις, αναστενάζων του έλεγε:
«-Αχόρταστος, παιδί μου! Δεν έφθασα εις το βάθος της ταπεινοφροσύνης του προ της παρακοής Αδάμ. Εάν είχον φθάσει εις αυτό το βάθος, θα ημπορούσα να σου έλεγαν ένα λόγο. Πλην μάθε, εάν θέλεις να φθάσης εις αυτά τα ύψη, μακράν σου δεν είναι, αλλά ύπόμενον εις το κελίον σου πείνα , δίψα , ψύχος και τα λοιπά λυπηρά (τα κατά κόσμο λυπηρά, αλλά κατά Θεό χαρμόσυνα), διά των όποιων ανέρχεται εις αυτά τα ύψη ακόπως ό νους του Μοναχού.
»Τώρα κάθομαι εδώ και βλέπω την αθλιότητα μου- βλέπω εις την καρδία μου να φωνάζουν διάφορα ζωύφια έχοντα πτέρυγας, όπως αι σφήκες, κώνωπες και άλλα. Και οι μεν κώνωπες εξέρχονται εκ της υγρασίας, αι δε σφήκες εκ της θέρμης.
»Ή υγρασία είναι όλα τα άτιμα πάθη και όπως όταν ξηραίνονται τα νερά χάνονται οι κώνωπες, ούτω πως και τα άτιμα πάθη χάνονται με την πείνα , την δίψα, το κρύο και τας λοιπάς κακουχίας του σώματος.
»Εκ της υπερβολικής θέρμης δε εξέρχονται αι σφήκες που είναι όμοιαι με την οίηση, τον εγωισμό και την υπερηφάνεια. Αυτές ξεραίνομαι δια τής νίψεως, τής αύτομεμψίας, τής ταπεινοφροσύνης, τής έκκοπής θελήματος και φρονήματος και τελείας υπακοής, έχοντες παράδειγμα τον Σωτήρα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις έγινε "ύπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού"».
Έλεγε δε ό Γέρο Λεόντιος ακόμη και αυτάς τας διδαχάς εις τους συνομηλίκους μου, όπου γνώριζε ότι έχουσιν καρδίας με ταπεινό φρόνημα.
Ένας αδελφός τον ρώτησε πώς αποκτάται ή καρδιακή προσευχή και του απήντησε:
«-Είσαι παραμάγειρος εάν θέλεις να αξιωθείς αυτού του χαρίσματος, ενθυμήσου τον αγιον Εύφρόσυνον, ό όποιος υπέμεινε τα πάντα και αξιώθηκε να κόψη μήλα εκ του Παραδείσου και να τα δώσει στον Ηγούμενο.
»Ενθυμήσου και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπου ητο Ηγούμενος εις την Μονή του Έσφιγμένου- εξερχόμενος δε ενθυμούμαι την αναγνώσει των ψαλτηρίων εκ του Καθολικού διά το μαγειρείο, είδε τον μάγειρο κοιμώμενο και το φαγητό να καίεται. Τότε αυτός έβαλε την παλάμη του αντί διά χουλιάρα και ανακάτεψε το φαγητό».
Κατόπιν ό Γέρο Λεόντιος τον δίδαξε την καρδιακή προσευχή λέγων αυτά τα λόγια:
«-Όπως το καζάνι από την φωτιά βράζει, έτσι και ή καρδία του ταπεινού Μοναχού καιόμενη υπό τής θείας αγάπης αστοχεί τα πάντα αποβλέπουσα μόνον εις την ένωσιν μετά του Γλυκύτατου Νυμφίου Χριστού.
»Και όπως ό μάγειρος δεν πρόσεχε και τον πήρε ό ύπνος και εκάη το φαγί, έτσι και ό ανυπότακτος και θεληματάρης Μονάχος καίει την ευχή εκ του πάθους της υπερηφάνειας και εγωισμού. Και όπως ό άγιος Γρηγόριος ταπεινώς έτρεξε και ανακάτεψε το φαγητό διώκων την δυσοσμία εκ της χύτρας, έτσι και ό υποτακτικός, ύποτασσόμενος εις τας συμβουλάς του Γέροντος του, προσέχει την δυσοσμία των παθών, τα όποια έχει ή πνευματική χύτρα.
»Και συ, εάν θέλεις να αποκτήσεις την καρδιακή προσευχή, θα φύλαξης άκραν υπακοή και θα πωληθής εις τον Ηγούμενο και θα παραδοθείς ψυχή τε και σώματι, δια να αξιωθείς της καρδιακής προσευχής, ή οποία είναι ή πηγή πάσης θεολογίας».
Κάποτε ήτο Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ένας ασκητής λόγω κακοκαιρίας το εσπέρας εκείνο έμεινε πλησίον των τριών ανωτέρω πατέρων. Ητο δε «πονηρός» και με την «πονηρίαν» του ήθελε να ανακαλύψει την πνευματική των εργασία. Μετά δυο ώρας ήκουσε βήματα ανυπόδητων και βλέπει τον Γέρο Λεόντιον, παπά Ματθαίον και Γέρο Δανιήλ να ανεβαίνουν στο άνω πάτωμα.
Άνάπτοντες την λάμπα επεδόθησαν εις την ανάγνωση τής Αγίας Γραφής. Διαβάζοντας δε το- «Εν αρχή έποίησεν ό Θεός τον ουρανό και την Γήν», άρχισαν να κλαίουν λέγοντες αυτά τα λόγια:
«-Τί κρύπτει αύτη ή γραμμή τούτων των λέξεων; Το "Εν αρχή εποίησε ό Θεός τον ουρανών και την γήν"; Δηλαδή, έκανε πρώτον τους άγιους Αγγέλους τα ουράνια τάγματα διά να βλέπουν τα μετά ταύτα έργα Του. Να σχολάζει δε ό νους των από κάθε γήινο να επιστρέφει καθ' ό άυλος εις τας ουράνιους άΰλους τάξεις. Εκεί να βλέπει όλα τα ουράνια τάγματα να δοξολογούν, να ευχαριστούν και να προσκυνούν τον Τριαδικό Θεό και όλα ήδυνόμενα άκορέστως να λέγουν εκείνα, τα όποια ειδεν και ήκουσεν ό προφήτης Ησαΐας».
Αυτήν την συνήθειαν είχομεν και ημείς, να διαβάζομαι κάθε λέξιν, που περιέχει άπασαν την κοσμογονία, εις την οποίαν κρύπτεται το μυστήριο του Τρισυπόστατου Θεού. Και οι πατέρες μας διάβαζαν λόγους περί θείου έρωτος του αγίου Ιεροθέου, του αγίου Ιγνατίου, και άλλων Αποστολικών Πατέρων.
Και συ, εάν θέλεις να φθάσης, καθ' ό Μοναχός Αγιορείτης, εις τα ύψη των πατέρων μας, εις άλλο τι δεν θα καταγίνεσαι παρά μόνον εις τον θείον έρωτα. Καθ' ό δε υποτακτικός Κοινοβίου, εάν πεινάς, μη φοβάσαι ή ουράνιος Άνασσα, ή Κυρία Θεοτόκος, θα σε θρέψη, εάν διψάς μη φοβάσαι. Όπως ή ουράνιος Άνασσα διά του θείου Αγγέλου διόρθωσε τον αδελφό του ιερού Κοινοβίου, εις ό κοινοβιοίς, να μη άποφεύγη να εργάζεται εις τα διάφορα διακονήματα, έτσι και σε θα σε ποτίσει Αύτη, όχι εκ του φθαρτού ύδατος όπου παρέρχεται, αλλά εκ του άφθαρτου που είναι ό θειος έρως. Και εάν θέλεις να αποκτήσεις τον θείον έρωτα, να βιάζεις τον εαυτόν σου, διότι ή Βασιλεία του Θεού βιάζεται από τους βιαστάς Μονάχους.
Εύξαι και δι' εμέ τον γέροντα και διά τον γράφοντα να τον άπαλλάξη ό πανάγαθος Θεός από τους θορύβους του κόσμου τούτου και να τον αξιώσει τής μακαρίας ησυχίας, ή οποία θα τον αναγάγει εις τον θείον έρωτα.
ΒΙΒΛ. ΙΕΡΟΜ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ. ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΙ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ. ΜΩΛΟΣ ΛΟΚΡΙΔΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου