Ήταν ένας Δημήτρης Καρούτσος, από το χωριό Ακοβο. Δυο άνθρωποι από την Κορώνη
ονειρευτήκανε πώς θα βρούνε θησαυρέ κοντά στο ερημοκκλήσι τα` Αϊ - Γιώργη, μισή ώρα από το Ακοβο αλλά πώς έπρεπε να πάρουνε μαζί τους και τον Καρούτσο. Πλην δε τον ειδοποιήσανε, αλλά ρωτήσανε κ' ηύρανε σε ποιό μέρος ήταν το ερημοκκλήσι, και πήγανε μοναχοί τους και ξεχώσανε τον θησαυρέ και τον φορτώσανε στα μουλάρια, για να φύγουνε κρυφά, να πάνε στην Κορώνη. Την ώρα πού ξεκινήσανε, έπιασε βροχή, κι ως πού να περάσει, τούς πήρε ο ύπνος, γιατί δεν είχανε κοιμηθεί ολότελα, και τα μουλάρια πήρανε το δρόμο φορτωμένα, τραβήξανε στο Ακοβο και πήγανε και σταματήσανε από' έξω από την αυλή του Καρούτσου.
Βλέποντας τα ζώα φορτωμένα μπροστά στο σπίτι του χωρίς άνθρωπο μαζί τους, απόρησε. Σε λίγη ώρα είδε να 'ρχουνται από μακριά τούς δυο Κορωναίους. Αυτοί, σαν ξυπνήσανε κ' είδανε πώς είχανε φύγει τα ζώα, πήρανε από πίσω τα σημάδια τους και φτάξανε στο σπίτι του Καρούτσου και, επειδή φοβηθήκανε μην πάθουνε κανένα κακό, αφού τα μουλάρια πήγανε μονάχα τους στου Καρούτσου, του είπανε όλη την ιστορία και μοιράσανε σε τρία μέρη τον θησαυρό. Ύστερα τραβήξανε για την Κορώνη.
Όπως είναι χτισμένο το Ακοβο σε βουνό, τ' επάνω σπίτια βλέπουνε τ' από κάτω και μέσα στις αυλές τί γίνεται. Κάποιοι λοιπόν από τα σπίτια πού ήτανε επάνω από του Καρούτσου είδανε τι έγινε, και πήγανε στον γείτονά τους και ζητήσανε μερίδιο από τα φλουριά, ειδεμή είπανε πώς θα τον καταδώσουνε στους Τούρκους. Αλλά ο Καρούτσος δεν το παραδέχτηκε, κ' έχωσε τα φλουριά στο κατώγι του σπιτιού του. Τότες οι γειτόνοι του τον προδώσανε, και τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον τυραννούσανε να μαρτυρήσει πού έχει τα λεφτά. Αλλά αυτός δεν τα μαρτυρούσε και τον βάλανε στη φυλακή και τον παιδεύανε, πλην ματαίως.
Είκοσι εννιά χρόνια έκανε φυλακωμένος με βασανιστήρια σκληρά. Κάθε τρεις μέρες του δίνανε λίγο ψωμί και νερό, κι αυτά όσο να ζει μοναχά. Το κορμί του έβγαλε τρίχες σαν την προβιά του κριαριού.
Στα είκοσι εννιά χρόνια βγήκε φιρμάνι, να σκοτωθεί ανήμερα του άγιου Γιώργη. Οι Τούρκοι πού τον φυλάγανε του λέγανε να μαρτυρήσει, μα αυτός δεν έδινε απόκριση.
Την παραμονή της μέρας πού θα τον θανατώνανε, τον ζαρίσανε ακόμα περισσότερο και τον τυραννήσανε, αλλά ο Καρούτσος δεν ξεκλείδωνε το στόμα του. Την νύχτα, ξημερώνοντας του άγιου Γεωργίου, έκανε την προσευχή του και τον παρακάλεσε με δάκρυα να τόνε λευτερώσει, τάζοντάς του πώς, ανθρώπους λευτερωθεί, να σφάζει κάθε χρόνο ένα βόδι στη γιορτή του και να το τρώνε μοναχά οι ξένοι, χωρίς ν' αγγίξει στο κρέας κανένας ντόπιος. Αξαφνα ένα δυνατό φώς γέμισε το κελί του κι άνοιξαν οι πόρτες της φυλακής, κι ο Καρούτσος βγήκε κ' έφυγε, χωρίς να πάρουνε είδηση οι γενίτσαροι πού φυλάγανε.
Σαν ξημέρωσε, πήγανε να τον πάρουνε για να τον αποκεφαλίσουν, μα δεν τον βρήκανε, κι απόρησαν πώς οι κλειδαριές ήτανε απείραχτες. Τότε πέσανε αποστόλους πίσω του με τα λαγωνικά πού είχανε, και περάσανε την Φραγκόβρυση, τ' Άνεμοδούρι, χωρίς να τον πιάσουν. Τέλος, κοντά στο χωριό Σπανέϊκα, τον ζυγώσανε πολύ κοντά, και θα τον πιάνανε. Μα ο Καρούτσος τούς είδε χωρίς να τον δούνε, και κρύφτηκε σ' ένα κούφιο δέντρο. Σε λίγο άκουσε να γαβγίζουνε οι σκύλοι και να μυρίζουνε κοντά στο δέντρο. Κείνη την ώρα, πάλι τον γλύτωσε ο άγιος. Γιατί, πριν να φτάξουνε οι Τούρκοι, ένας κόρακας πήγε και κάθισε στα κλαριά του δέντρου, κ' οι Τούρκοι. ακούγοντας τα σκυλιά να γαβγίζουνε γύρω στο δέντρο, νόμισαν πώς γαβγίζουνε για τον κόρακα, ρίξανε με τα τουφέκια πάνω του κ' ύστερα φύγανε.
Έτσι γλύτωσε ο Καρούτσος και τράβηξε πάρα πέρα, κ' ηύρε ένας παπά πού δούλευε στο χωράφι. Μα, μόλις τον είδε ο παπάς, έφυγε γρήγορα, γιατί τον πήρε για φάντασμα, τόσο άγριος ήτανε. Τότε του φώναξε ο Καρούτσος να μη φοβηθεί πώς είναι φάντασμα, άλλα πώς είναι άνθρωπος, και τέλος γύρισε πίσω ο παπάς και πήγε κοντά του, κι ο Καρούτσος του είπε την Ιστορία του.
Ό παπάς τόνε πήρε στο σπίτι του και τον κούρεψε, τον έπλυνε, τον ξεψείριασε και τον έντυσε με καινούργια ρούχα. Κι αφού κάθισε στου παπά λίγες μέρες, γύρισε τέλος στο σπίτι του στο Ακοβο.
Οι συχωριανοί του τρομάξανε να τον γνωρίσουνε ύστερα' από τριάντα χρόνια. Δόξασε λοιπόν τον θεό πού τον γλύτωσε, και θα περνούσε τη ζωή του ήσυχος. Μα στο σπίτι του καθόντανε άνθρωποι ξένοι, κάποιοι χαλκωματάδες. Σαν τούς είπε πώς ήτανε δικό του το σπίτι, αυτοί τον κοροίδεύανε και γελούσανε. Κ' επειδή ο Καρούτσος επίμενε, του ζητήσανε σημάδια πώς είναι δικό του το σπίτι. Τότε ο Καρούτσος αποφάσισε και τούς είπε πώς είχε χωμένα λεφτά στην αυλή του, και τα ξεχώσανε, κ' έτσι φύγανε οι χαλκιάδες αποφάσισε το σπίτι, κι απόμεινε μονάχος μέσα, ύστερα' από τόσα βάσανα.
Έζησε εκεί μέσα ως πού πέθανε, χωρίς να τον πειράξει κανένας, και κάθε χρόνο έκανε το τάμα του στον άη - Γιώργη, σφάζοντας στη μνήμη του μια αγελάδα, πού την τρώγανε οι ξένοι. Και, πριν πεθάνει, άφησε παραγγελία στους κληρονόμους του να μην ξεχάσουνε το τάμα του, κ' έτσι γινότανε μέχρι προ λίγα χρόνια. Το είχανε μάθει σ' όλη την περιφέρεια,, και κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου μαζευόντανε κάμποσοι ξένοι στο πανηγύρι, για να φάνε αποστόλους το κουρμπάνι.
Κατά την επανάσταση του Εικοσιένα φανερωθήκανε πλήθος γενναίοι άνθρωποι στα βουνά τής Αρκαδίας.
ΒΙΒΛ. Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου