Μόνο όσοι έχουν αγάπη θα μπουν στην Βασιλεία των
Ουρανών.
Λέγεται ότι ένας Ηγούμενος ενός Κοινοβίου, ο
οποίος ήταν πολύ ευσεβής και ενάρετος άνθρωπος, έλεγε κάθε ημέρα, αυτήν την
προσευχή:
«Σε παρακαλώ Κύριε, μη με χωρίσεις από τα
πνευματικά μου παιδιά εις την άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσουμε όλοι
μαζί την Ουράνιά Σου Μακαριότητα. Εάν θέλεις Κύριε, πληροφόρησέ με, δείξε ένα
σημάδι Σου, εάν τα 2 πνευματικά μου τέκνα προκόπτουν εις την αρετή και είναι
άξια της Βασιλείας Σου...».
Κάποτε πλησίαζε η εορτή ενός Αγίου και πανηγύριζε
το γειτονικό τους μοναστήρι. Οι αδελφοί του Μοναστηριού εκείνου, προσκάλεσαν
τον Ηγούμενο με ολόκληρη τη συνοδεία του, να πάρουν μέρος σε αυτό το πανηγύρι.
Ο Ηγούμενος όμως αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως
του έκαναν εκεί.
Την παραμονή όμως της εορτής, άκουσε μια
μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του, να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε στο πανηγύρι,
αφού στείλει νωρίτερα τους 2 υποτακτικούς του.
Και τώρα υπακούοντας στην Θεία προσταγή, μόλις
ξημέρωσε πρόσταξε τους 2 μαθητές του να ξεκινήσουν αμέσως για το γειτονικό
Κοινόβιο που είχε την εορτή.
Πράγματι οι 2 μαθητές αναχώρησαν και στο δρόμο
συνάντησαν πεσμένο έναν δυστυχισμένο γέροντα που βογγούσε.
Τον ρώτησαν:
- Γέροντα τί έχεις; Τί έγινε;
- Άρρωστος είμαι, τους αποκρίθηκε με κόπο και
πόνο. Πήγαινα στον ιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, με
έριξε κάτω και έφυγε. Τί απέγινε το ζώο δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με
βοηθήσει να σηκωθώ. Πάρτε με, σας παρακαλώ! Γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν
περνάει και ποιός θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δύο. Σηκώστε με και
οδηγήστε με στο πρώτο χωριό. Διαφορετικά αν με αφήσετε, θα πεθάνω και θα με
φάνε τα θηρία.
- Τί να σου κάνουμε γέροντα, τους είπαν οι 2
μοναχοί. Δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε! Είμαστε βιαστικοί...
Και συνέχισαν το δρόμο τους, για να φτάσουν στη
ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο τον φτωχό
γέροντα.
Σε λίγο όμως, νάσου και ο Ηγούμενος. Είδε τον
άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνοια. Άκουσε τα βάσανά του
και τον ρώτησε και καταφανή έκπληξη:
- Μα καλά, δεν πέρασαν από εδώ πριν από λίγο 2
μοναχοί; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; Ασφαλώς θα πρέπει να σε
είδαν.
- Ναι πέρασαν και με είδαν και ρώτησαν, είπαν όμως
πως ήταν πεζοί και βιαστικοί και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα.
Τότε ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθιά, ντροπιασμένος
από την συμπεριφορά των μαθητών του. Και γυρίζει και λέει στον γέροντα:
- Εάν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να
περπατήσεις λίγο;
- Αδύνατον να κινηθώ, Πάτερ!
- Τότε έλα να σε ανεβάσω στους ώμους μου και ο
Θεός θα μας βοηθήσει να φτάσουμε, εκεί που πηγαίνεις.
- Μα δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω
στους ώμους σου. Μήπως είσαι και συ κανένας νέος; Αββά πήγαινε στη δουλειά σου
και η χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να με ελεήσει ο Θεός.
- Δεν σε αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση! Θα σε
πάω με τη βοήθεια του Θεού στη πόλη.
Τότε δέχτηκε ο τραυματίας και με πολύ κόπο ο
Ηγούμενος τον ανέβασε στους αδύνατους ώμους του και ξεκίνησε να περπατάει.
Στην αρχή, το βάρος του φάνηκε ασήκωτο και με
μεγάλη δυσκολία κατόρθωνε να σέρνει τα πόδια του.
Στη συνέχεια όμως και σιγά - σιγά γινόταν το βάρος
ολοένα και πιο ελαφρύ, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε, πως του έφυγε από την
πλάτη το φορτίο! Σήκωσε τότε το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει.
Και αντί του φτωχού γέροντος που είχε πάρει στους
ώμους του, βλέπει να στέκεται μπροστά του ένας Άγγελος ο οποίος του λέει:
- Γέροντα με έστειλε ο Κύριος για να σε
πληροφορήσω, πως τότε μόνο θα αξιωθούν οι μαθητές του να βρεθούν μαζί σου στη
Βασιλεία των Ουρανών, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου και έχουν αγάπη.
Διαφορετικά άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι' αυτούς. Διότι ο Θεός δίδει στον
καθένα την αμοιβή των έργων του.
Δημήτριος Παναγόπουλος,
Ιεροκήρυξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου