Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022
Η μαρτυρία του πατέρα Αρχιμανδρίτη Serafim Măciucă, πρώην ηγούμενου της Μονής Nicula (Cluj), για την ιερότητα της ζωής του πατέρα Nil Dorobanțu.
Η μαρτυρία του πατέρα Αρχιμανδρίτη Serafim Măciucă, πρώην ηγούμενου της Μονής Nicula (Cluj), για την ιερότητα της ζωής του πατέρα Nil Dorobanțu.
Κατάγομαι από τη Βράντσεα. Όταν ήμουν νέος, είχε διαδοθεί η είδηση ότι υπήρχε ένας ερημίτης στο Ερμιτάζ της Tarnița, και πήγα εκεί. Στο δάσος, τη νύχτα, άκουγα το «Άγιος ο Θεός» και άλλα εκκλησιαστικά τραγούδια. Αλλά μια φωνή σαν κι αυτή... ούτε αρσενική ούτε γυναικεία. Είχα ήδη χάσει το δρόμο μου, από το Găgești μέχρι την Tarnița είναι δεκατέσσερα χιλιόμετρα. Ήμουν απελπισμένος, φοβόμουν κάποιο θηρίο. Άρχισα και εγώ να τραγουδάω και έτσι πλησίασα πιο κοντά σε αυτόν που τραγουδούσε.
Ήταν ο πατέρας Νιλ. Όταν πλησίασα με φώναξε με το όνομά μου, παρόλο που δεν με είχε δει ποτέ. Φοβήθηκα, αλλά κατάλαβα ότι ήταν πνευματικός. Πήγα μαζί του στο ερημητήριο και διάλεξα τον τόπο της σκήτης μας στο υψόμετρο 1001. Έμεινα εκεί τέσσερα περίπου χρόνια, γιατί υπήρχε μεγάλος διωγμός μεταξύ των μοναχών. Κάποτε ήταν γύρω στα πενήντα αγόρια και γύρω στα τριάντα κορίτσια. Είχε το χάρισμα να προσελκύει νέους στη μοναστική ζωή. Με έβαλε να διαβάσω το ψαλτήρι το βράδυ σε υψόμετρο 1000 μέτρα στο δάσος μέσα. Του είπα: «Πατέρα, φοβάμαι λίγο!». Αλλά άκουσα. Όταν τα κλαδιά άρχισαν να ραγίζουν, σταμάτησα να λέω από το βιβλίο και φώναξα έντρομος: «Θεέ μου... άκουσε την προσευχή μου!». Μας έκανε μεγάλη εντύπωση η ασκητική του, ήταν νηστικός, προσευχόμενος, ευσεβής. Η αδερφή μου, η μητέρα Παντελήμονα από το Βλαδιμηρέστι, μας είπε να μην το κουράζομαι άλλο, ότι δεν μπορούμε να τον ακολουθήσουμε και πνευματικά και σωματικά. Δεν έμενε σε ένα μέρος, του άρεσε να είναι ιεραπόστολος, να κηρύττει παντού. Άντεχε τρεις εβδομάδες με λίγες μόνο πατάτες μαγειρεμένες στη σόμπα την ημέρα, τις έτρωγε με τη φλούδα. Μου είπε: «Μωρό μου, πάλι τρως;». Κοιμόταν σε κλουβιά σκύλων, καμπαναριά, ήταν τόσο βρώμικος που τον λυπόσουνσ
α. Το 1964, μετά το διάταγμα, ήρθε στη Μονή Nicula και μου ζήτησε να μεσολαβήσω στον Παναγιώτατο Teofil Herineanu, για να τον παραλάβω. Είχε πάει στο Nicula στο παρελθόν το 1952. Κήρυττε όλη τη νύχτα, χωρίς να ξεκουραζόταν ποτέ. Αναρωτιόμασταν: «Ναι, πώς μιλάει ακόμα αυτός ο άνθρωπος, αδερφέ!». Όταν ήταν μεσημέρι, έκλαιγε. Ήταν ξεχωριστές στιγμές, δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψω. Ο λόγος του ήταν πνεύμα, δεν ήταν πια λέξη. Του είπα: «Έλα, Άγιε Ηλία, πες και κάτι ακόμα!». Τα αποσπάσματα από τη Γραφή πλημμύρισαν, σαν βροχή. Ήταν μια ψυχή παραμυθένια ζωή γύρω του, δεν ήταν πια αυτή η πραγματικότητα. Και ο αέρας στο στήθος του ήταν η προσευχή. Μας είπε να προσευχόμαστε συνέχεια και δεν καταλάβαινα. Τον ρώτησα: «Πώς, Σεβασμιώτατε, να προσευχόμαστε αδιάκοπα;». Έπιασε το αυτί μου, μου κούνησε τα μαλλιά και είπε: «Ε, εισπνέεις οξυγόνο και εκπνέεις διοξείδιο του άνθρακα; Πες Θεέ, Ιησού! Αυτή είναι προσευχή!». Πολλοί ήρθαν να εξομολογηθούν, αλλά με κάποιους δεν το μοιράστηκε, παρόλο που του είπα ότι ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι. Και ο χειρότερος στο μοναστήρι, μου έδειχνε και έλεγε: «Κοίτα, αυτός αξίζει!». Ήταν διορατικός μου έλεγε τι έπρεπε να κάνω μια εβδομάδα νωρίτερα. Ο High Teofil του επέτρεψε να μπει στη βιβλιοθήκη της Μητρόπολης, όπου καθόταν για ώρες μελετώντας, ήξερε άψογα πολλές ξένες γλώσσες. Επειδή κήρυττε όμορφα, χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να τον ακούσουν. Χωρίσαμε κοντά σε έναν θάμνο κοντά στη Μητρόπολη, μου εξομολογήθηκε και έφυγε για το Βουκουρέστι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου