Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΨΑΛΜΟΣ 115 .ΕΡΜΗΝΕΙΑ.

 


 

ΨΑΛΜΟΣ 115

 ΕΠΙΣΤΕΥΣΑ, διὸ ἐλάλησα· ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην σφόδρα. 2 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης. 3 τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι; 4 ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι. 5 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. 6 τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ. 7 ὦ Κύριε, ἐγὼ δοῦλος σός, ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου. διέρρηξας τοὺς δεσμούς μου, 8 σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι. 9 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, 10 ἐν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου ἐν μέσῳ σου, ῾Ιερουσ

 

 

Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα· ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην

σφόδρα.

Ἡ λέξη πίστη δὲν σημαίνει παραδοχή, πιστεύω δὲν σημαίνει παραδέχομαι. Ἐμπεριέχει τη σημασία τοῦ παραδέχομαι, ἀλλὰ εἶναι νεώτερη αὐτὴ ἡ σημασία. Ηλ. πιστεύω σημαίνει ἔχω ἐμπιστοσύνη. Ἀποδέχομαι μία ὑπόσχεση καὶ ἔχω ἐμπιστοσύνη σ' αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση. Πιστεύω στὸν Θεὸ δὲν σημαίνει παραδέχομαι ὅτι ὑπάρχει Θεός. Πιστεύω στὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι νὰ παραδοθῶ σ' αὐτὰ ποὺ μοῦ ὑπόσχεται.

Ἀποδέχομαι νὰ παραδοθῶ σ' αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ πιστεύω σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης; Ἀσφαλῶς, ἡ πρώτη ἀφετηρία τῆς πίστης εἶναι μία προσωπική περιπέτεια. Ἀσφαλῶς, ξεκινάει ἡ πίστη ὡς ἀποδοχή. Αν θέλετε καὶ ὡς καρπὸς διανοητικῆς ἐπεξεργασίας στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο ἡ πίστη καὶ νὰ γίνει καρπὸς σχέσης.

Στη σχέση ὑπάρχει ἡ πραγματικὴ πίστη, δηλαδὴ ἡ πραγματική παράδοση. Ἡ πίστη γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ σχέση.

Σὲ ἕνα ἐκτεταμένο χωρίο ἀπὸ τὴν Β' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του Ο ἀπόστολος Παῦλος συνθέτει ὅσα μᾶς λέει ὁ ποιητής: Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν (δηλαδὴ σὲ φθαρτά σώματα), ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν (ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μᾶς σώζει καὶ δὲν σωζόμαστε  ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπορούμενοι (δηλαδὴ δὲν ἔχω τὰ ἀναγκαῖα, εἶμαι ἄπορος, δὲν ἔχω τὸν πόρο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ συνθλίβει), διωκόμενοι ἀλλ' οὐκ έγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε την νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ὁ Χριστὸς πέθανε, ὁ Χριστὸς εἶναι νεκρός· αὐτὸν τὸν νεκρὸ Ἰησοῦ τὸν κουβαλάω, τὸν σταυρό του, το πάθος του. Αλλά, κουβαλώντας τὸν νεκρὸ Ἰησοῦ, κουβαλάω τὴ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀντιστικτικὸς δρόμος ποὺ θὰ πορευτοῦμε στὴ ζωή.

Ὅποιος θέλει νὰ ἔρθει μαζί μου, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει, μᾶς λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι. Γιὰ νὰ πᾶς στὸν δρόμο ποὺ περπατάει μπροστὰ ὁ Χριστός, χρειάζεται νὰ σηκώσεις τὸν σταυρό, ὅ,τι καὶ ἂν περιέχει αὐτὸς ὁ σταυρός. Ὁ σταυρὸς πηγάζει ἀπὸ τὴ σύγχυση ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ἱστορία. Καὶ συνεχίζει ὁ ἀπόστολος νὰ ἐπισημαίνει: Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησου φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν (ὄχι σὲ μιὰ φανταστικὴ κατάσταση, ὄχι ὡς ἀλληγορία, ἀλλὰ ἡ ζωὴ αὐτὴ θὰ φανερωθεῖ στὸ ἴδιο μας τὸ σάρκινο σῶμα, δηλαδὴ ἡ ἀναφορὰ εἶναι στὴν ἀνθρώπινη φύση· ἡ φύση

θὰ ζωοποιηθεῖ, ὄχι διὰ τῆς διαθέσεως, νὰ πῶ εἶμαι νεκρὸς ἀλλὰ ζῶ), ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται (ἀσφαλῶς σὲ μᾶς εἶναι παρὼν ὁ θάνατος, μὲ τὶς ἐνέργειές του), ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν (βάζει α' καὶ β' πρόσωπο γιατὶ ἀπευθύνεται στοὺς Κορινθίους καὶ λέει ὅτι ἐγὼ ὑποφέρω, ζῶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἐσεῖς ζεῖτε γιατὶ εἴσαστε παραδομένοι στὸν Χριστό).

 

 Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον (καὶ ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ), ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν (που πιστεύουμε; σ' αὐτὰ ποὺ εἶπε παραπάνω, ὅτι ὁ θάνατος γίνεται ζωὴ ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς πέθανε, δηλαδὴ ἔζησε), ειδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν (Β' Κορ. 4,7-14).

 

Ξαναδιαβάζουμε, λοιπόν, τον 1ο στίχο: ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα· ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην σφόδρα. Παραδόθηκα στὸν Κύριο, γι' αὐτὸ καὶ μίλησα.

Ἐὰν δὲν παραδοθῶ στὸν Κύριο, πάλι θὰ μιλήσω, ἀλλὰ ἄλλο θὰ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς ὁμιλίας. Επομένως ἀναφέρεται στὸ περιεχόμενο τῆς ὁμιλίας του. Καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ὁμιλίας του ἔχει μία πηγή, τὴν ταπείνωσή του. Γιὰ νὰ μιλήσω στὸν Κύριο πρέπει νὰ βρεθῶ σὲ μία κατάσταση ταπείνωσης. Εξαιρετικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ἡ παραβολὴ τοῦ τελώνη καὶ Φαρισαίου. Αὐτὸς ποὺ μιλάει πραγματικὰ στὸν Κύριο εἶναι αὐτὸς ποὺ ταπεινώνεται καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ ὑπεραίρεται, παρόλο ποὺ αὐτὸς ποὺ ὑπεραίρεται ἔχει ὅλα τὰ ἐχέγγυα καὶ τὸ δικαίωμα νὰ μιλάει στὸν Κύριο, κουβαλάει ὅλα τὰ ζητούμενα μιᾶς συνομιλίας μὲ τὸν Κύριο.

2 Ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης.

Κάθε ἕνας, λοιπόν, ποὺ δὲν ταπεινώνεται γιὰ νὰ μιλήσει στὸν Κύριο,

εἶναι ψεύτης, κι ἂς θαρρεῖ πὼς μιλάει στὸν Κύριο. «Ἐν τῇ ἐκστάσει μου» σημαίνει ὅτι βγῆκα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Βλέπω αὐτὰ τὰ πράγματα, ἔχω παραδοθεῖ στὸν Κύριο, ἔχω ταπεινωθεῖ, ἔχω φτάσει σὲ μία ἀπόγνωση καὶ σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ὅσοι μοῦ μιλοῦν γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ψεῦτες. Τί μοῦ λένε; Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, οὐκ εἰμὶ ἁμαρτωλός. Εἶναι ψεῦτες. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ θὰ καταθέσω μὲ μία ὁμιλία (ἐλάλησα) εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἠγάπησα καὶ τὸ ἐπίστευσα. Δὲν ἔχω ἄλλο νὰ καταθέσω.

 

 

Καὶ τώρα ἀρχίζει νὰ βλέπει μπροστά του τί θὰ λάμψει σ' αὐτὴ τὴ σχέση του μὲ τὸν Κύριο. Στοὺς Ρωμαίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ ψεῦδος, κάνει μία παρατήρηση ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ ψεῦδος. Τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν ἀναζητήσω μόνο στὸν Θεό, δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀναζητήσω στὸν ἄνθρωπο. Τὸ γιατί μπορῶ νὰ τὴν ἀναζητήσω στὸν Θεό, εἶναι γιατὶ ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ γινεται ἐνυπόστατη, ἀποκτάει ὄνομα αὐτὴ ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ὄνομα λέγεται Ἰησοῦς Χριστός: Γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθώς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις  ἐν τῷ κρίνεσθαί σε (Ρωμ. 3,4). Γιατὶ ὁ Θεὸς γίνεται ἀληθής. Γιατί ὅ,τι ὑποσχέθηκε μέσα στὴν ἱστορία, μὲ τὶς θεοφάνειες καὶ τὶς ἀποκαλύψεις, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη κατάσταση, πραγματοποιεῖται. Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,

 

 

3 Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι,

 

Ἡ ἀπάντηση μένει μετέωρη. Τὸ νόημα εἶναι ὅτι δὲν ἔχω τίποτα να ἀνταποδώσω. Τὸ βαθύτερο νόημα εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνταπόδοση,

Γιατί δὲν ὑπάρχει ἀνταπόδοση; Γιατί ξεκινᾶμε μὲ τὴ λέξη «ἠγάπησα» καὶ μετὰ μὲ τὴ λέξη «ἐπίστευσα». Σ' αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τῆς σχέσης δὲν ὑπάρχει ἀνταπόδοση, εἴμαστε πέραν αὐτῆς τῆς κατηγορίας. Παρακάτω βέβαια θὰ καταθέσει πράξεις ἀνταπόδοσης, ἀλλὰ εἶναι πράξεις λειτουργικές, δὲν εἶναι πράξεις μὲ δικανικὸ χαρακτήρα. Καταθέτουν μία προοπτικὴ αὐτὲς οἱ πράξεις, ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα, τί ἀνταποδώσω, οὐσιαστικὰ ἀνοίγεται σὲ ἕνα διαρκὲς μέλλον.

 

 

Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι.

 

 

Κατὰ τὴν ἰουδαϊκὴ παράδοση, ἂν θέλεις νὰ εὐχαριστήσεις, ὑψώνεις

ἕνα ποτήρι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ εὐχαριστεῖς. Καὶ βέβαια ἐπικα-

λεῖσαι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου: αὐτὸ τὸ ποτήρι τὸ ὑψώνω στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Σήκωσε τὸ ποτήρι τῆς εὐχαριστίας, μᾶς λένε οἱ πηγές. Υπάρχει τὸ ποτήρι τῆς Εὐλογίας καὶ ὑπάρχει τὸ ποτήρι τῆς Εὐχαριστίας. Σήκωσε τὸ ποτήρι τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἔδωσε βέβαια ἐντελῶς ἄλλο περιεχόμενο στὴν ὕψωση αὐτή. Το ἤξερε ὁ ποιητὴς αὐτὸ τὸ περιεχόμενο; Ὄχι, τὸ ὁραματίστηκε ὅμως αὐτὸ τὸ περιεχόμενο. Γιὰ νὰ μπορέσω μεταξὺ ἀγάπης καὶ παραδόσεως νὰ ὑπάρχω στὴ χώρα τῶν ζώντων, ὑπάρχει ἡ ὕψωση ἑνὸς ποτηρίου. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ θὰ μοῦ περιγράψει τὴν παρουσία μέσα στὴ χώρα τῶν ζώντων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ ἀναφερθεῖ σ' αὐτὸ τὸ ποτήρι, θὰ τὸ πεῖ ποτήρι εὐλογίας: Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας, ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; (Α' Κορ. 10,16). Νά τὸ νέο περιεχόμενο τοῦ ποτηρίου: κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τοὺς ἑρμηνευτές Πατέρες, ὁ στίχος ἑρμηνεύεται κατὰ ἀναγωγὴν καὶ ἀναφέρεται στὸ μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Κατὰ τὸν Εὐσέβιο μάλιστα, Τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος, φησί, μεταλήψομαι· καὶ ἐν τῇ τούτων μεταλήψει τὸ ὄνομά σου ἐπικαλέσομαι. Ὁ ἱερέας, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων Δώρων κατὰ τὴ θεία Εὐχαριστία, μᾶς καλεῖ νὰ προσέλθουμε μετά φόβου Θεοῦ. Καταθέτει τὸ ὄνομα, προσερχόμαστε στὸν Θεό. Ἐπειδὴ ἠγάπησα καὶ ἐπειδὴ ἐπίστευσα. Καὶ ἔτσι κοινωνοῦμε μὲ τὸν Υἱό του.

Θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω ὅτι, ἐπειδὴ ἡ φράση τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι ἐμπεριέχεται στὸν ὕμνο τῆς Παναγίας (Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι), ὁ στίχος ψάλλεται ὡς Κοινωνικὸ στὶς θεομητορικὲς ἑορτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: