Λοιπόν, λέει ό Γρηγόριος ό Νύσσης, τα υλικά αγαθά «να τα χρησιμοποιείς, αλλά να μη τα παραχρησιμοποιής • γιατί αυτό σε δίδαξε κι ό Απόστολος Παύλος». Κι ό Χρυσόστομος τα καθαρίζει: «Κι αν χρήματα έχεις και πολλά κτήματα, να τα χρησιμοποιείς έτσι σαν να 'σαι περαστικός πού σε λίγο θα τα εγκαταλείψεις, θέες δε θέες», τότε «ούτε ό φτωχός θα δακρύζει για τη φτώχεια του, ούτε ό πλούσιος θα χαίρεται για τον πλούτο του».
Αποφθεγματική είναι ή έκφραση της Συνόδου της Γάγγρας της Μ. Ασίας τού 343 (;) μ.Χ.: «Πλούτον μετά δικαιοσύνης και εύποιΐας, ουκ έξουθενούμεν». Γιατί, όπως λέει ό Ευσέβιος ό Αλεξανδρείας: «Ας μην κατηγορούμε τον πλούτο, αφού δεν διευθύνει ό πλούτος τον άνθρωπο, άλλ' ό άνθρωπος διευθύνει τον πλούτο, και τον κάνει ωφέλιμο, καθώς έχει γραφεί και στις Παροιμίες (ιβ' 8). Ό πλούτος είναι καλός σ' αυτούς πού τον διαχειρίζονται καλά».
Παραδείγματα έχουμε σ' όλες τις εποχές. Μετά την ίδρυση της πρώτης Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα, ό Απόστολος Βαρνάβας, όσο μπορούμε να ξέρουμε, είναι ό πρώτος πού παρουσίασε τον εαυτό του σαν «οικονόμο»-διαχειριστήή της περιουσίας του θεού. Το παράδειγμα τού Βαρνάβα το μιμήθηκαν κι άλλοι χριστιανοί, κι έτσι φθάσαμε στο πρώτο κοινόβιο της χριστιανικής Εκκλησίας. Την Ίδια αντίληψη τη βλέπουμε στη διαχείριση της περιουσίας των μοναστηριών (των κοινοβίων δηλαδή μονών).
Αλλά και μεταξύ των ευσεβών λαϊκών υπάρχει αύτη ή σκέψη, έστω κι αν δεν επιδεικνύεται. Γνώρισα στη ζωή μου πολλούς, τέτοιους λαϊκούς-κοσμικούς χριστιανούς πού την περιουσία τους την χρησιμοποίησαν «οικονομικά» -σαν διαχειριστές της περιουσίας του Θεού.
Στις ήμερες μας λ.χ. ένας εργοστασιάρχης στην Αθήνα (με μικρό εργοστάσιο), πού δεν είχε παιδιά, ήταν συνειδητός χριστιανός και «οικονομικός» μικρός πλούσιος. Κάθε μήνα έπαιρνε για τη συντήρηση του έναν καλό μισθό. Λίγο περισσότερο απ' τον καλύτερο υπάλληλο του. Απ' αυτά έδινε προσωπικές δωρεές σε πρόσωπα ή σε συλλογικά κοινωφελή έργα. Την περιουσία της ανώνυμης εταιρείας, πού ήταν ό μεγαλύτερος μέτοχος και κατ' ουσία απόλυτος διαχειριστής, τη διαχειριζόταν με αίσθημα χριστιανικής ευθύνης απέναντι στο Θεό. Δηλαδή: Απ' τα κέρδη της επιχείρησης έδινε: σε κοινωφελείς συλλογικές προσπάθειες μέρισμα στους εργάτες και στους υπαλλήλους- έκτακτες παροχές χωρίς χρονοτριβή και διατυπώσεις σε κάθε εργάτη ή υπάλληλο πού τού συνέβαινε κάτι έκτακτο σ' αυτόν ή σε μέλος της οικογενείας του (γάμος, αρρώστια κλπ.) προίκιζε όλες τις εργάτριες του εργοστασίου του.
Κι όλ' αυτά άσχετα με τις τακτικές παροχές, το Ι.Κ.Α. κλπ. Όταν λ.χ. έμαθε πώς ό περιοδεύων αντιπρόσωπος του αρρώστησε ενώ βρισκόταν σε επαρχιακή πόλη, αμέσως του 'στειλε χρήματα (έκτακτη ενίσχυση), και είπε στο βοηθό του: «Ξέρεις τί είναι να 'σαι μόνος κι άρρωστος; Τουλάχιστον να 'χει χρήματα». Την κάθε περίπτωση τού άλλου την έπαιρνε σαν προσωπική - δική του. Ήταν ένας πραγματικός χριστιανός, δηλαδή ένας πραγματικός άνθρωπος.
Συμπληρώνει μάλιστα ό Αστέριος: «Αν με δίκαιο τρόπο αποκτήσεις τον πλούτο, να τον χρησιμοποιήσεις όπως πρέπει, σαν τον μακαρίτη τον Ιώβ. Αν μ' άδικο τρόπο τον απέκτησες, σαν να τον είχες αιχμάλωτο μοίρασε τον στους πρώην κυρίους του, πού τούς έξεβίασες. (Δώσε τους) ή το ποσόν πού τούς πήρες, ή με το παραπάνω, όπως έκανε ό Ζακχαίος. Αν δεν έχεις πλούτη, μην αποκτήσεις με κακό τρόπο. Γιατί εσύ μεν κατανάγκην θα εφοδιαστείς με την πικρή αμαρτία, ενώ την απόλαυση της περιουσίας σου, άλλοι θα την κληρονομήσουν, πού κι εσύ δεν ξέρεις ποιοί θα 'ναι».
Όπως είπε βέβαια ό Ιησούς: «είναι δύσκολο πλούσιος άνθρωπος να μπει στη βασιλεία των ουρανών,... γιατί είναι ευκολότερο να περάσει μια γκαμήλα απ' την τρύπα μιας βελόνας παρά πλούσιος να μπει στη βασιλεία τού Θεού». Ερμηνεύοντας ό Κλήμης τη συμπεριφορά τού πλούσιου νέου όταν ό Χριστός τού είπε: «Πήγαινε και πούλησε όσα έχεις και μοίρασε τα στους φτωχούς...», γράφει: Ό Ιησούς «δεν διατάσσει να πετάξουμε την υπάρχουσα περιουσία και να απομακρύνουμε τα χρήματα, όπως πρόχειρα ερμηνεύουν μερικοί τα λόγια τού Χριστού, αλλά διατάσσει τις αντιλήψεις πού έχουμε για τα πλούτη να πετάξουμε απ' την ψυχή μας, δηλαδή τη συμπάθεια μας γι' αυτά, τις φροντίδες, τα αγκάθια αυτά της ζωής μας, πού πνίγουν το σπόρο της χριστιανικής ζωής...». «Ώστε κανένας να μην εξαφανίζει περισσότερο τα κτήματα του από τα πάθη της ψυχής του, πού δεν συγχωρούν την καλύτερη χρήση των υπαρχόντων του, για να μπορέσει, αφού γίνει τέλειος, να χρησιμοποιήσει και τα κτήματα του για το καλό. Ή συμπεριφορά αυτή, το να απαρνηθεί δηλαδή όλα τα υπάρχοντα του και να τα πουλήσει, πρέπει να δεχθούμε πώς εφαρμόζεται στα ψυχικά πάθη».
«Χρήματα ζητάς; (λέει ό Χρυσόστομος). Δείξε μου πώς περιφρονείς τα λίγα για να σε πιστέψω πώς δεν θα υποδουλωθείς στα πολλά. Αν όμως ούτε τα λίγα δεν περιφρονείς, πολύ περισσότερο δεν θα περιφρονήσεις τα πολλά». Γιατί όπως λέει ό Νείλος και ό Χρυσόστομος: «Σε τούτο διαφέρουμε απ' τούς απίστους, στο ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις για τα διάφορα θέματα... Ό άπιστος (ειδωλολάτρης) βλέπει τον πλούτο και μένει κατάπληκτος απ' το θαυμασμό του. Βλέπω κι εγώ ό χριστιανός τον πλούτο, τον κορόιδεψα περιφρονώντας τον... Αλλιώτικα λοιπόν βλέπουν τα πράγματα οι χριστιανοί κι αλλιώτικα οι ανόητοι άπιστοι - ειδωλολάτρες». Δηλαδή, συμπεραίνει ό Ισίδωρος: «Υπερηφανεύεσαι για την ομορφιά και τα πλούτη. Φαίνεται πώς περιφρονείς αυτούς πού δεν τα 'χουν, ξεχνώντας, πώς είσαι διακοσμημένος μ` ένα χορτάρι πού γρήγορα μαραίνεται. Και βαστάς σφιχτά τα χρήματα, όπως το νερό, πού αλλουνού είναι κι αλλουνού κήπο ποτίζει, και πάλι άλλου αναπηδά και πλημμυρίζει.
Λοιπόν ή κράτα τα κτήματα με τη σκέψη πώς δεν μπορείς να τα εμπιστευθείς, όπως τη σκιά, τον καπνό και τούς άνεμους, ή ξέρε να τα εμπιστεύεσαι τόσο όσο τη σκιά, τον καπνό και τούς άνεμους».
Ό Πατέρας σας ό ουράνιος ξέρει πώς έχετε ανάγκη απ' όλ' αυτά. Ζητάτε (λοιπόν) πρώτα τη βασιλεία τού θεού και τη δικαιοσύνη Του και τότε όλα αυτά θα σάς χορηγηθούν». Και με αφορμή τον πλούσιο νέο, πού ανέφερα πιο πάνω, είπε ό Κύριος πώς είναι σχεδόν αδύνατο ό πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, και πρόσθεσε: «Τούτο είναι αδύνατο στους ανθρώπους, στο θεό όμως όλα είναι δυνατά».
Ό Απόστολος Παύλος λέγει γι' αυτούς πού αγαπούν τα πλούτη: «Εκείνοι πού θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν στον πειρασμό, στην παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που πνίγουν τους ανθρώπους στον όλεθρο και στην καταστροφή. Γιατί ή ρίζα όλων των κακών είναι ή φιλαργυρία. Εξ αιτίας αυτού του πάθους, μερικοί πλανήθηκαν απ' την πίστη κι κάρφωσαν τον εαυτό τους με πολλά βάσανα». Ό Κλήμης μάλιστα αναφέρει ότι μερικοί χριστιανοί πλούσιοι αυτοκτόνησαν μόλις πρόσεξαν τα λόγια τού Χριστού για τούς πλούσιους, άλλοι πάλι αδιαφόρησαν για τη σωτηρία τους. Κι ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος λέει πώς πρέπει να απελευθερωθούμε απ' την υποδούλωση στα υλικά αγαθά: «Όπως ακριβώς απ' τη δουλεία στην ελευθερία... έτσι κι απ' την πίκρα και την κατάθλιψη πού φέρνουν οι βιοτικές μέριμνες στη γλύκα πού δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια και στην ξενοιασιά για κάθε γήινο πράγμα...».
Ό Ψευδό-Κλήμης (;4ος αιώνας μ.Χ.) θεωρεί απαραίτητο «ό επίσκοπος... να μην είναι πλεονέκτης,... ή ν' αγαπάει τούς πλούσιους ιδιαίτερα, ή να μισεί τούς φτωχούς».
Ό Κλήμης πού, όπως είπαμε, έγραψε ειδική μελέτη με το θέμα τού πλούτου, λέει πώς ό Κύριος «δεν καλεί στην πίστη μόνο όσους δεν έχουν σπίτι, ούτε όσους δεν έχουν συγγενείς εν ζωή, αφού και πλούσιους κάλεσε, αλλά τούς κάλεσε με τον τρόπο πού είπαμε πιο πάνω...». Και συνεχίζοντας ό Κλήμης περιγράφει τον ψυχικό αγώνα (τον «διωγμό» όπως τον λέει) κάθε άνθρωπου εναντίον τού φιλόπλουτο πνεύματος, δηλαδή τού μαμωνά: «Ό μεν εξωτερικός αγώνας (διωγμός) επικρατεί στους ανθρώπους ή για κάποια έχθρα, ή για κάποια ζήλεια, ή για φιλοκέρδεια, ή από διαβολική ενέργεια απομακρύνει τούς πιστούς. Ό πιο ανυπόφορος όμως αγώνας είναι ό εσωτερικός, πού δημιουργείται και ενισχύεται απ' την ίδια την ψυχή την κακομεταχειρισμένη από επιθυμίες αντίθετες προς το θέλημα τού Θεού και από διαφόρων ειδών ηδονές, από επιπόλαιες ελπίδες κι από καταστρεπτικά ονειροπολήματα. Κι αυτά, όταν ή ψυχή τού άνθρωπου επιθυμεί πάντοτε τα περισσότερα και λυσσάει και καίγεται από άγριες επιθυμίες, είναι σαν ένα σπιρούνι ή μια αλογόμυγα πού κάνουν να ματώσουν οι πληγές, δηλαδή τα πάθη της ψυχής, και την κάνουν να κινηθεί με μια μανιασμένη γρηγοράδα, για μια απόγνωση της ζωής και περιφρόνηση τού Θεού.
Αυτός ό εσωτερικός ψυχικός αγώνας είναι πιο βαρύς και πιο σκληρός, γιατί ξεκινάει μες' απ' την ψυχή, πάντοτε υπάρχει (ποτέ δεν σταματά), και δεν μπορεί ό αγωνιζόμενος να ξεφύγει. Κι αυτό γιατί ό αγωνιζόμενος ψυχικά, όπου και να πάει φέρνει μαζί του -μες' στην ψυχή του- τον εχθρό του. Όπως ή φωτιά, όταν έρχεται απ' έξω δοκιμάζει την άμυνα τού άνθρωπου, όταν όμως είναι εσωτερική τότε φέρνει το θάνατο. Κι ό πόλεμος - ό αγώνας αυτός πού έρχεται απ' έξω εύκολα τερματίζεται, ενώ ό εσωτερικός-ψυχικός πόλεμος συγκρίνεται με το θάνατο. Σε τέτοιο ψυχικό αγώνα αν βρεθείς, κι έχεις υλικό πλούτο κι έχεις ακόμα αδελφούς εξ αίματος κι άλλα κοσμικά στηρίγματα, να εγκαταλείψεις όλη αυτή την ιδιοκτησία πού σε τραβάει στο κακό και να χαρίσεις στον εαυτό σου την ψυχική ειρήνη, να ελευθερωθείς απ' τον συνεχή εσωτερικό αγώνα, απ' τον αγώνα αυτόν για τα υλικά, να στραφείς στο Ευαγγέλιο. Πρώτ' απ' όλα τρέξε στο Σωτήρα, τον ενισχυτή και παρήγορο της ψυχής σου, τον αρχηγό της αιώνιας ζωής».
Αυτός ό ψυχικός αγώνας, συνεχίζει ό Κλήμης, «δεν συμβαίνει μόνο σ' όσους έχουν μεγάλη περιουσία, αλλά γενικά σ' όλους τούς ανθρώπους, πού μια για πάντα αφιέρωσαν τον εαυτό τους στη χριστιανική πίστη». Γι' αυτό ό Κλήμης (όπως ανέφερα) λέει: «Βλέπεις τον εαυτό σου να νικιέται απ' την αγάπη των χρημάτων και να αναποδογυρίζει ό τρόπος της ζωής σου; Άστα όλα, πέτα τα, μίσησε τα, αποχωρίσου τα, φύγε. Κι αν το δεξί σου μάτι σε σκανδαλίζει γρήγορα βγάλτο. Προτιμότερο να είσαι μονόφθαλμος στη βασιλεία τού Θεού ή ολόγερος στη φωτιά- κι αν το χέρι, κι αν το πόδι, κι αν ή ψυχή σε σκανδαλίζει, μίσησε την. Αν εδώ χαθεί για το Χριστό, εκεί θα σωθεί».
Κι ό Μ. Βασίλειος λέει για τον πλούσιο πώς «κατακρίνεται κάποιος, όχι γενικά γιατί έχει πλούτη, αλλά γιατί με κακό τρόπο φρόντισε γι' αυτά, ή γιατί δεν τα χρησιμοποίησε καλά». 'Ακόμη λέει πώς «αν πρόκειται να προσφέρεις στο Θεό πλούτη από αδικία ή από αρπαγή, καλύτερα μήτε ν' αποκτήσεις τέτοια ιδιοκτησία μήτε να προσφέρεις απ' αυτή».
Γι' αυτό, λέει άλλου: Εσύ πλούσιε, «θυμήσου τον εαυτό σου. Τί είσαι, τί διαχειρίζεσαι, από ποιόν τα πήρες, γιατί εσένα διάλεξε ό Θεός απ' τούς πολλούς; Έχεις γίνει υπηρέτης τού αγαθού Θεού, διαχειριστής γι' αυτούς πού είσαστε μαζί δούλοι». Επομένως «μη φυλάς τα πλούτη σου, ούτε να τα προσέχεις σαν να είναι δικά σου, όλα να τα χρησιμοποιείς δημιουργικά σύμφωνα με το θέλημα τού Κυρίου», δηλαδή «δεν πρέπει να πλουταίνεις, αλλά να φτωχαίνεις, όπως είπε ό Κύριος». Κι ακόμη, κατά τον Χρυσόστομο, «δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγείς απ' τα χρήματα, αλλά πρέπει να εφαρμόζεις στη ζωή σου και τις άλλες αρετές», «και να ταΐσεις τούς φτωχούς και πριν απ' όλα να ακολουθείς το Χριστό». Δηλαδή να μην ξεπεράσεις «σε καμιά περίπτωση τα όρια της ατομικής ανάγκης», όπως είπε ό Μ. Βασίλειος. Επομένως, όπως λέει ό Νείλος, «μη θέλετε να απολαμβάνετε, ούτε να πλουταίνετε, ούτε να δοξαζόσαστε, γιατί αυτά είναι μια καταστροφή της (πνευματικής) ζωής, αλλά εμείς δεν είμαστε άνθρωποι της καταστροφής», γι' αυτό «μην ποθείς αγαθά, πού γρήγορα περνά ή χρησιμότητα τους, και ή κυριότητα (ιδιοκτησία) πάνω σ' αυτά χάνεται».
Μερικοί απ' τούς χριστιανούς προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον πλούτο τους με την κληρονομιά πού πρέπει ν' αφήσουν στα παιδιά τους. Σ' αυτό το θέμα άπαντα ό Χρυσόστομος: «αν μεν όλη την περιουσία σου την αφήσεις στα παιδιά σου, όλα σου τα υπάρχοντα τ' αφήνεις σε μια αβέβαιη διαφύλαξη. Αλλά αν αφήσεις κληρονόμο μαζί με τα παιδιά σου και το Χριστό (δηλαδή τούς φτωχούς) πού θα 'ναι και προστάτης των παιδιών σου, τότε χίλιους μύριους θησαυρούς τούς άφησες».
Ή δικαιολογία λοιπόν των γονέων είναι ότι θα μπορέσουν να βοηθήσουν με τα υλικά αγαθά την υλική συντήρηση των παιδιών τους. (Είναι το μόνο επιχείρημα υπέρ τού πλούτου, πού κι αυτό δείχνει έλλειψη της πίστης και της ελπίδας στο Θεό). 'Αλλ' ό Χρυσόστομος μας λέει πώς συντηρούμαστε «όχι με τη δική μας επίμονη φροντίδα, αλλά με την πρόνοια τού Θεού. Νομίζουμε πώς τα πάντα τελειοποιούνται με τις δικές μας ενέργειες. Όταν όμως μάς εγκαταλείψει ό Θεός, τίποτα ποτέ δε φαίνεται: Οι φροντίδες μας, οι μέριμνες μας, οι κόποι μας, ή οτιδήποτε απ' αυτά. Όλα έχουν χαθεί».
Πώς ό Θεός προνοεί για το χριστιανό; Λέει ό Χρυσόστομος: «Ό μεν Θεός μπορεί να συντηρήσει όλους τούς άγιους ανθρώπους πού βρίσκονται στον κόσμο, συγκρατεί όμως την προσφορά Του, για να διακρίνει απ' τα έργα τους τις καρδιές των άλλων ανθρώπων πού έχουν καλή διάθεση, σε κάποια ευκαιρία εξυπηρετήσεως των αγίων. Όσες δε φορές δεν υπάρχουν καλοπροαίρετοι απ' αυτούς πού οφείλουν να τούς περιποιηθούν, τούς τρέφει ό Θεός με πτηνά...», όπως τον προφήτη Ηλία. Δηλαδή «ή ελπίδα στο Θεό περιορίζει τη φροντίδα για τις σωματικές ανάγκες», λέει ό Νείλος. Και ό μοναχός Άντίοχος, (πού πέθανε μετά το 609 μ.Χ.), γράφει: «Ή μεγάλη φροντίδα για τη συντήρηση μας είναι δείγμα τού άπιστου και τού ολιγόψυχου άνθρωπου. Γιατί δεν ελπίζουμε πια στο Θεό πού φροντίζει για μάς, αλλά ελπίζουμε στον εαυτό μας, και φροντίζουμε εμείς για τον εαυτό μας».
«Για το ότι δεν πρέπει να πολυφροντίζουμε για το ντύσιμο, (συμπληρώνει ό Νείλος), ή για τα φαγητά, είναι περιττό νομίζω να το γράφω, αφού ό Σωτήρας μας στα Ευαγγέλια απαγόρευσε και είπε: "Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τί θα φάτε, τί θα πιείτε, ή τί θα φορέστε". Γιατί τούτο είναι καθ' ολοκληρία των ειδωλολατρών και απίστων, πού αρνούνται την πρόνοια του Δεσπότη, κι αυτόν τον ίδιο το Δημιουργό αρνούνται. Αλλά αυτό είναι τέλεια ξένο στους χριστιανούς, μια και πιστέψανε πώς με μια πεντάρα αγοράζουμε δύο σπουργίτια, πού κι αυτά είναι υπό την επίβλεψη των αγίων αγγέλων. Αλλά κι αυτή είναι μια συνήθεια των δαιμόνων μαζί με τούς ακάθαρτους λογισμούς μάς βάζουνε και τις σκέψεις και τη φροντίδα για τα υλικά, με το σκοπό να ξεπέσει ή σκέψη μας για τον Ιησού μέσα στις άπειρες έννοιες πού 'χουμε στο μυαλό μας, κι έτσι ό θεϊκός λόγος πνιγμένος απ' τις φροντίδες -τα αγκάθια της παραβολής- να μην καρποφορήσει».
Ό χριστιανός πρώτο' απ' όλα ενδιαφέρεται να εφαρμόσει το θέλημα του Θεού, να είναι δηλαδή ενάρετος. «Ό πλούτος (όμως), πού δεν έχει αρετή, δεν κάνει ευχαριστημένο τον ιδιοκτήτη του», λέει ό Χρυσόστομος. «Αν (βέβαια) χρησιμοποιήσουμε τον πλούτο όπως πρέπει, τίποτα δεν μπορεί να μάς καταστρέψει. Αν όχι, τα πάντα μάς καταστρέφουν τέλεια, και ή βασιλική εξουσία και ή φτώχεια και ό πλούτος... Την αρετή (όμως) τίποτε δεν μπορεί να τη νικήσει: ούτε ό πλούτος, ούτε ή φτώχεια...», «γιατί ό ενάρετος άνθρωπος είναι ανώτερος και των χρημάτων». «Πότε (λοιπόν) θα απελευθερωθούμε και θα σβήσουμε τον πόθο των χρημάτων, για ν' ανάψουμε την επιθυμία της αρετής; Αυτοί οι δύο έρωτες δεν μπορούν να είναι κύριοι στην ίδια ψυχή». Γιατί «αυτός πού έγινε δούλος Χριστού όχι μόνο δεν είναι δούλος τού μαμωνά, αλλά είναι κύριος και τού μαμωνά». Οι χριστιανοί δηλαδή, οι πλούσιοι σε χρήμα «είναι σε θέση κυρίαρχου, κι όχι δούλου, ώστε να τα εξουσιάζουν και να μην εξουσιάζονται απ' αυτά. Ώστε να τα χρησιμοποιούν όπως πρέπει και να μη κάνουν κακή χρήση αυτών». «Κι αν ένας έχει πολλά χρήματα και πολλά κτήματα, να τα έχει χρησιμοποιήσει έτσι σαν να είναι περαστικός και ξένος, και σε λίγο θα απομακρυνθεί απ' αυτά θέλοντας δε θέλοντας», όπως και πριν είπαμε. «Έχει μεγάλη δροσιά ή ψυχή τού άνθρωπου, όταν δεν έχει υποδουλωθεί στις επιθυμίες τού πλούτου, όταν είναι φίλος με τούς φτωχούς».
«Δεν είμαι εναντίον των πλουσίων, λέει ό Χρυσόστομος, άλλ' υπέρ των πλουσίων. Γιατί λέγοντας αυτά, για το καλό σου τα λέω, έστω κι αν δεν το νοιώθεις. — Πώς λες για το καλό μου;"— Γιατί σε απαλλάσσω απ' την αμαρτία. Σε απελευθερώνω απ' τη συνήθεια της εκμεταλλεύσεως. Σε κάνω σ' όλους φίλο. Σ' όλους αγαπητό». Λοιπόν, το πώς πρέπει να φέρεσαι «να το μάθεις... απ' αυτούς... πού έχουν γίνει απ' το Θεό πλούσιοι και πάρα πολύ χρήσιμοι στην κοινωνία». Λ.χ. «αυτός πού με σωφροσύνη μπόρεσε να διαχειριστεί τον πλούτο, πολύ περισσότερο θα μπορέσει να υποφέρει με γενναιότητα τη φτώχεια».
Δεν πρέπει όμως «εξ αιτίας των υλικών μας αναγκών να κολακεύουμε εκείνους πού πολυφροντίζουν γι' αυτό πού εμείς έχουμε υποσχεθεί να περιφρονούμε», δηλαδή τα χρήματα. Κι ό Παλλάδιος έγραφε στον αυλικό Λαύσο: «Σε παρακαλώ, να μη μαναρίζεις τον πλούτο σου. Με μέτρο την αυτάρκεια, να περιορίσεις ότι έχεις μέχρι τώρα με την προσφορά σ' όσους έχουν ανάγκη, υπηρετώντας έτσι και την αρετή».
Επομένως, όπως λέει ό Κλήμης: ό πλούσιος «να μάθει με ποιό τρόπο να χρησιμοποιεί τον πλούτο κι έτσι θ' αποκτήσει την ευτυχισμένη ζωή». Δηλαδή «σ' όλα (και με τον πλούτο σου) να επικοινωνήσεις με τον αδελφό σου και να μη νομίσεις πώς είναι δικά σου, γιατί απ' το Θεό έχει προετοιμασθεί ή κοινή συμμετοχή (και στα υλικά αγαθά) όλων των ανθρώπων», όπως λέει ό Ψευδό-Κλημης • Γι' αυτό λοιπόν «αυτός πού θέλει να γίνει πλούσιος, λέει ό Χρυσόστομος, πρέπει να γίνει φτωχός για να γίνει πλούσιος -να ξοδέψει (δηλαδή) για να συλλέξει», όπως ό γεωργός. Ό Χρυσόστομος μάλιστα μάς προτείνει μια δοκιμή για να ελέγξουμε την ψυχική μας απελευθέρωση απ' τη δουλεία του πλούτου. «Αν ακούσουμε (λέει ό Χρυσόστομος), την καταστροφή (όλης της περιουσίας μας) και όπως ό Ιώβ δεν ταραχθούμε, αλλά πούμε κι εμείς "Ευλογητός ό θεός", τότε και πλούτο θα βρούμε πολύ περισσότερο».
Οι ιδιαίτερες δυσκολίες πού έχει ό πλούσιος για την πνευματική του πρόοδο, με αφορμή τη διδασκαλία τού Χριστού και τού Παύλου, παρομοιάζονται απ' τούς Έλληνες Πατέρες με αγκάθια, με σκόρο, και λένε ακόμη πώς ό πλούτος φέρνει στον άνθρωπο στενοχώριες, φθορά, ειδωλολατρία, «άθεότητα», κι ακόμη εξαπατά τον άνθρωπο και τον απομακρύνει απ' τη δικαιοσύνη και την αγάπη.
Ό Μ. Βασίλειος εξηγεί: «όσο περισσότερο αυξάνει ό πλούτος, τόσο μεγαλύτερες φροντίδες φέρνει στη ζωή μας», αλλά «ή φροντίδα και ή επιμέλεια για τα υλικά πράγματα προκαλεί μεγάλο περισπασμό στην ψυχή τού άνθρωπου απ' τα πνευματικά ενδιαφέροντα». Κι ό άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης λέει ότι ή Αγία Γραφή «κατηγορεί τον πλούτο, γιατί... αυτός είναι επιτήδειος να εξαπατά τα αισθητήρια μας όργανα».
Ό Χρυσόστομος όμως συμπληρώνει: «Ό πλούτος, αυτός καθεαυτόν, δεν είναι κακός, αν τον χρησιμοποιήσουμε όπως πρέπει, αλλά κακό είναι ή παραφροσύνη και ή κομπορρημοσύνη» με αφορμή τον πλούτο. Κι ό Ισίδωρος λέει: «Ό πλούτος είναι ό πατέρας της υπερηφάνειας, αυτός είναι πού γέννησε την περιφρόνηση στους άλλους, αυτός πού προσφέρει τις ηδονές, αυτός πού δημιουργεί όλες τις κακίες, αυτός πού απομακρύνει τον άνθρωπο απ' τη φιλία τού θεού». Ένα απ' τα πολλά πού λέει ό Χρυσόστομος για τούς πλούσιους είναι και αυτό το κείμενο: «...Ή έσχατη εξαθλίωση τού πλούσιου είναι αυτή: απ' όλους είναι ό πιο αδιάφορος για πνευματικά θέματα. Έπρεπε να είναι απ' τούς ευσεβείς, κι όμως γίνεται απ' τούς πιο ξετσίπωτους και τούς πιο αυθάδεις». Γιατί ό πλούτος είναι «ένα ψυχικό σκοτάδι και φέρνει πολλή στενοχώρια, είναι ένα πνίξιμο από φροντίδες». «Είναι φθορά τού βίου... ό πλούτος», λέει ό Νείλος, γι' αυτό, όπως είπαμε, «μην ποθήσεις αγαθά, πού γρήγορα περνάει ή χρήση τους και χάνεται ή κυριότητα τους». Κι ό αρχιμανδρίτης Δωρόθεος (535 μ.Χ.) λέει πώς «κουράζεται ό άνθρωπος, αν όλα όσα συμβαίνουν, προσπαθήσει να τα αντιμετωπίσει μόνο με την ανθρώπινη σκέψη (και δράση) και δεν αναθέτει μάλλον στο θεό τη μέριμνα του», γιατί «πώς μπορεί ν' απαλλαγεί απ' τις πονηρές σκέψεις, αυτός πού δεν έχει απαλλαγεί απ' την υποδούλωση στα υλικά και στις μεγάλες τους φροντίδες;» απορεί ό Μάρκος ό ερημίτης. Γι' αυτό, συμπληρώνει ό Χρυσόστομος, τ' αγκάθια αυτά «δεν αφήνουν να βλαστήσει ό πνευματικός σπόρος», και καταστρέφεται, αφού «όχι μόνο ή πλεονεξία και ή αρπαγή, αλλά και το να μην ελεείς γίνεται αφορμή της αιώνιας τιμωρίας».
Άλλου πάλι λέει ό Χρυσόστομος πολλά και καταλήγει: «Να απογυμνωθούμε απ' τα χρήματα, για να μην απογυμνωθούμε απ' τη δικαιοσύνη- το περιτύλιγμα μας με τον πλούτο καταστρέφει τη χριστιανική μας στολή -είναι ένα περιτύλιγμα μ' αγκάθια... Ό πλούτος είναι σκουριά: όπως ή σκουριά τρώει τα πάντα... έτσι κι αυτός. Λοιπόν όλα να τ' απομακρύνουμε για να γίνουμε δίκαιοι, για να ντυθούμε τον καινούριο άνθρωπο» -τον πραγματικό χριστιανό. Κι ό Κύριλλος ό Αλεξανδρείας λέει: «Το χρήμα είναι αθεΐα.
"Όσοι καταπατούν το νόμο της αγάπης τού αδελφού είναι το ίδιο μ' αυτούς πού δεν αναγνωρίζουν το Θεό..., γιατί αυτός πού δεν αναγνωρίζει το θεϊκό νόμο της αγάπης, αρνείται το νομοθέτη Θεό». Γιατί χωρίς αδικία είναι ανεξήγητο πώς πλουτίζουν οι άνθρωποι, καθώς είπε ό Αστέριος.
Ό Χρυσόστομος μιλώντας για την εποχή του (πού μοιάζει λίγο και με τη δική μας) λέει: «Τώρα δεν έχουμε διωγμούς των χριστιανών, ούτε εύχομαι ποτέ να έχουμε. Τώρα όμως είναι άλλος πόλεμος: ό πόλεμος για την απόκτηση χρημάτων, ό πόλεμος για τη ζήλεια, ό πόλεμος για τ' άλλα πάθη». Λοιπόν «να μη μάς καίει, ούτε να μάς υποδουλώνει ό έρωτας τού χρήματος, αλλά με την πνευματική μας φλόγα να την κατακάψουμε και τέλεια να τη σβήσουμε την παράλογη επιθυμία, και με το πνευματικό μαχαίρι να την κόψουμε εντελώς».
Πώς όμως θα αξιοποιηθεί ό «οικονομικός» μικρός πλούτος; «Να συντηρήσεις τούς φτωχούς, αλλά πρωτύτερα ν' ακολουθήσεις το Χριστό», λέει ό Χρυσόστομος. Ή φροντίδα δηλαδή των φτωχών είναι συνέπεια της πίστεως. Και συμπληρώνει, γιατί «είναι πραγματικός άνθρωπος, όποιος αγαπάει τούς φτωχούς» .
Τέλος, ό Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: «Ό κοσμικός άνθρωπος δεν χαίρεται για τα ίδια πράγματα πού χαίρεται ό άνθρωπος πού ζει όπως θέλει ό Θεός. Γιατί αιτία πού χαίρεται ό κάθε κοσμικός είναι ό πλούτος, ή υλική απόλαυση, ή δόξα, ή εξουσία και ή ψευτοφαντασία του. Ενώ αυτός πού ζει όπως θέλει ό Θεός χαίρει για την καταφρόνηση πού τού έχουν, για τη φτώχεια του, για την ακτημοσύνη του, για τη νηστεία, για την ταπείνωση. Βλέπεις, ότι οι αιτίες της χαράς είναι αντίθετες;».
1) Ή μικρή ατομική ιδιοκτησία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι αμαρτία. (Π.χ. Αβραάμ, Ιώβ, 'Απόστ. Βαρνάβας κλπ. - Σύνοδος Γάγγρας, Μ. Βασίλειος, Ευσέβιος Αλεξανδρείας, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Χρυσόστομος). Αλλά δεν είναι και αρετή (Χρυσόστομος). Έχει όμως μεγάλους ηθικούς κινδύνους. (Π.χ. πλούσιος νεανίας, Άνανίας και Σάπφειρα).
2) Ή ικανότητα του άνθρωπου να διαχειρίζεται τα υλικά αγαθά -να ασχολείται με τα οικονομικά- δεν είναι αμαρτία, γιατί είναι ένα τάλαντο-χάρισμα, δώρο Θεού (Χρυσόστομος). Ό χριστιανός δεν θα αρνηθεί το θείο δώρο (Μ. Βασίλειος). Αλλά το πώς διαχειρίζεται τα υλικά αγαθά τον παρουσιάζει σαν καλό ή κακό οικονόμο Θεού (Κλήμης Αλεξανδρείας). Για το ατομικό του δηλαδή και μόνο συμφέρον ή κυρίως για το συμφέρον όλων των ανθρώπων, αφού όλοι μαζί είναι δούλοι τού Θεού; (Χρυσόστομος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νυσσης).
3) Τον καλό διαχειριστή τον ονομάζω «οικονομικό» χριστιανό, ενώ τον κακό τον ονομάζω «απολαυστικό» άνθρωπο. (Π.χ. Ηλίας μοναχός 5ου αιώνα, άφρων
4) 'Ο «οικονομικός» χριστιανός είναι μια φυσική κατάσταση στην κοινωνική ζωή. Αποδέχεται το θείο χάρισμα-τάλαντο και το καλλιεργεί για τη δόξα τού Θεού κι όχι για το ατομικό του συμφέρον. Αιτία είναι το θέλημα του Θεού, αποτέλεσμα ή δόξα τού Θεού και το κοινό καλό, δηλαδή «ούτε ό φτωχός να δακρύζει για τη φτώχεια του, ούτε ό πλούσιος να χαίρεται για τα πλούτη του» (Χρυσόστομος).
5) Σπάνιο και δύσκολο είναι να βρεις καλό «οικονομικό» χριστιανό (ό Ιησούς, Αστέριος), άλλ' όμως υπάρχουν σ' όλες τις εποχές (π.χ. Αβραάμ, Ιώβ, Βαρνάβας και σύγχρονοι, όπως το παράδειγμα πού ανέφερα). .'Ο «οικονομικός» χριστιανός «αναπνέει μόνο για το Θεό, φέρεται σύμφωνα με το θέλημα Του και μένει ατραυμάτιστος απ' την αγάπη τού χρήματος» (Κλήμης Αλεξανδρείας).
6) Όποιος πολυφροντίζει για τα λίγα πλούτη πού έχει, θα υποδουλωθεί πολύ περισσότερο όταν έχει πολλά (Χρυσόστομος). Κι όποιος διαχειρίζεται καλά τα πλούτη, θ' αντέξει να υπομείνει αν τύχει τη φτώχεια (Χρυσόστομος).
7) «Να μη συναναστρέφεστε μ' όσους λένε πώς είναι χριστιανοί, άλλ' είναι πλεονέκτες» (Απ. Παύλος). 'Ο επίσκοπος όχι μόνο «να μην είναι πλούσιος, άλλ' ούτε ν' αγαπάει ιδιαίτερα τούς πλούσιους» (Ψευδό-Κλήμης). Οι χριστιανοί δεν πρέπει να κολακεύουν τούς πλούσιους «εξ αιτίας των υλικών των αναγκών» (Ψευδό-Νεΐλος).
8) Πλούτη «από αδικία ή αρπαγή ούτε να προσφέρεις στο Θεό» δεν πρέπει (Μ. Βασίλειος).
9) Οι ηθικοί κίνδυνοι για τον άνθρωπο απ' τον πλούτο είναι: Όπως ό σκόρος φθείρει την ψυχή τού άνθρωπου, και όπως τ' αγκάθι δυσκολεύει την κοινωνία στην ανάπτυξη τού καλού (ό Χριστός). Εξαπατά τον άνθρωπο στην εκτίμηση των πράξεων του (ό Χριστός, Γρηγ. Νύσσης). Μορφές ειδωλολατρίας είναι ή φιλαργυρία και ή πλεονεξία (Απ. Παύλος). Οι μεγάλες φροντίδες πού δημιουργεί ή διαχείριση τού πλούτου περισπούν τον άνθρωπο από τα πνευματικά του ενδιαφέροντα (Μ. Βασίλειος, Χρυσόστομος), τον στενοχωρούν και τον φθείρουν (Νείλος), κι ακόμη τον κουράζουν ψυχικά (Δωρόθεος). «Πίκρα και κατάθλιψη φέρνουν οι βιοτικές μέριμνες», ενώ ή εμπιστοσύνη στο Θεό δίνει ξενοιασιά (Συμεών ό Ν. Θεολόγος).
10) Για ν' αντιμετωπισθούν οι ηθικοί κίνδυνοι απ' τον πλούτο συνιστούν:
11)Επειδή ό πλούτος και ή δόξα καταστρέφουν την πνευματική ζωή, και «οι χριστιανοί δεν είναι άνθρωποι της καταστροφής» (Νείλος), «δεν υποδουλώνονται στην επιθυμία τού πλούτου» και είναι καλοί στις σχέσεις τους με τούς φτωχούς- τότε «έχει μεγάλη δροσιά ή ψυχή» τους (Χρυσόστομος). Δηλαδή δεν αφήνει ό χριστιανός τ' αγκάθια, πού είναι «ή συμπάθεια και ή υπερβολική επιθυμία» τού πλούτου, «να πνίξουν το σπόρο της χριστιανικής ζωής» (Κλήμης Αλεξανδρείας).
12) Οι ειδωλολάτρες πολυφροντίζουν για τα υλικά αγαθά (ό Χριστός). Οι χριστιανοί αλλιώτικα βλέπουν τον πλούτο. Δεν τον θαυμάζουν, όπως οι άπιστοι, αλλά τον κοροϊδεύουν (Νείλος - Χρυσόστομος).
13) «Μη μεριμνάτε» (ό Χριστός). Ή μεγάλη φροντίδα για τα υλικά αγαθά-πλούτη «είναι δείγμα τού άπιστου και λιγόψυχου άνθρωπου» ('Αντίοχος). «Ή άρνηση της θείας προνοίας, είναι άρνηση τού Δημιουργού. Ή μεγάλη φροντίδα είναι διαβολική σκέψη, πού μάς απομακρύνει απ' το Θεό» (Νείλος).
14) Δικαιολογία για τον ατομικό πλούτο είναι ή ανάγκη για κληρονομιά στα παιδιά μας: Αλλά ή σκέψη αυτή προϋποθέτει δυσπιστία στο Θεό. Ή καλύτερη και ασφαλέστερη κληρονομιά είναι ή ευλογία τού Θεού, με αφορμή τη ζωή και την προσευχή των γονέων. Ή αξιοποίηση όλης της ανθρώπινης φροντίδας για υλική κληρονομιά εξαρτάται απ' το Θεό (Χρυσόστομος). Π.χ. γι' άλλον τα προορίζεις κι άλλος τ' απολαμβάνει (το παράδειγμα της φιλάργυρης παρθένας -Παλλάδιος).
15) Ή ύπαρξη φτωχών είναι κριτήριο για τη χριστιανικότητα των πλουσίων (Χρυσόστομος), γιατί «ό Θεός προτιμά τη συμμετοχή όλων των ανθρώπων σ' όλα τα υλικά αγαθά» (Ψευδό-Κλήμης).
16) Ό πλούσιος είναι «υπηρέτης τού Θεού και δια-χειριστής γι' αυτούς πού είναι μαζί δούλοι» τού Θεού λοιπόν «δεν πρέπει να πλουταίνει, αλλά να φτωχαίνει» (Μ. Βασίλειος), «με μέτρο την αυτάρκεια να περιορίσει τον πλούτο του» (Παλλάδιος) «συντηρώντας τούς φτωχούς, αφού προηγουμένως ακολουθήσει το Χριστό» (Χρυσόστομος).
17) «Ή Εκκλησία είναι για τούς πλούσιους ένα μεγάλο σχολείο για άσκηση και για τούς φτωχούς ένα καταφύγιο» (Ψευδό-Χρυσόστομος). Ή χριστιανική δηλαδή διδασκαλία για τη χρήση τού πλούτου ωφελεί τον πλούσιο, γιατί «τον απαλλάσσει απ' τη συνήθεια της εκμεταλλεύσεως, τον κάνει φίλο και αγαπητό σ' όλους» και στους φτωχούς (Χρυσόστομος).
18) Συστάσεις στους πλούσιους: «Μη νομίζεις πώς είσαι σπουδαίος» (Χρυσόστομος). «Όταν πάς καλά, θυμήσου πώς υπάρχει ζάλη» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός). «Να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς τον πλούτο σου για ν' αποκτήσεις την αιώνια ζωή» (Κλήμης Αλεξανδρείας). Σκοπός είναι ή εξυπηρέτηση των αναγκών των άλλων (Μ. Βασίλειος). «Πήρες παραπάνω απ' όλους για να τα διαχειριστείς και για τούς άλλους» (Χρυσόστομος).
19) Ή αρετή δεν κρίνεται απ' τα πλούτη (Χρυσόστομος), ούτε είναι αποτέλεσμα τού πλούτου (Μάξιμος). Ή αρετή όμως αξιοποιεί τα πάντα και τα πλούτη (Χρυσόστομος). «Οι δύο έρωτες (της αρετής και των χρημάτων) δεν μπορούν να είναι κύριοι στην ίδια καρδιά» (Χρυσόστομος). Ό ενάρετος είναι κύριος τού μαμωνά κι όχι δούλος τού μαμωνά (Χρυσόστομος). «Όσο περισσότερα πλούτη έχεις, τόσο υστερείς στην αγάπη τού πλησίον» (Μ. Βασίλειος).
20) Ό Χριστιανισμός τώρα δεν έχει διωγμούς, άλλ' έχει πόλεμο ενάντια στην επιθυμία για την απόκτηση χρημάτων (Χρυσόστομος). Ή λυδία λίθος για το χριστιανό πλούσιο είναι: να ακούσει την καταστροφή της περιουσίας του και να μη ταραχθεί (Χρυσόστομος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου