Πατήρ Ἀρσένιος ὁ Κατάδικος
''ΖΕΚ - 18376''
(βιβλίο πρώτο)
(24 ιστορίες, οι
8 δημοσιευμένες στο
διαδίκτυο, οι 16 από
αντιγραφή)
Χρονολογικό διάγραμμα της ζωής του
π. Αρσενίου
1894: Γεννιέται στη Μόσχα.
1911: Αποφοιτά από το πρακτικό λύκειο και εγγράφεται στο αυτοκρατορικό
πανεπιστήμιο της Μόσχας.
1917: Αποφοιτά από το πανεπιστήμιο. Συντάσσει τις πρώτες τεχνοκριτικές
μελέτες για την αρχαία ρωσική αρχιτεκτονική.
1917-1919: Ζει στην έρημο της Όπτινα. Κείρεται μοναχός και χειροτονείται ιερέας.
1919: Με την ευλογία του πατριάρχου Μόσχας αγίου Τύχωνος (11925) ιερουργεί
σε ναούς της πρωτεύουσας.
1921: Διορίζεται προϊστάμενος ενοριακού ναού.
1927: Συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο βορρά.
1929: Επιστρέφει από την εξορία, αλλά δεν του επιτρέπεται να ζει σε ακτίνα
μικρότερη των 100 χιλιομέτρων από τη Μόσχα. Γίνεται πάλι προϊστάμενος ναού.
Κατά διαστήματα έρχεται κρυφά στη Μόσχα και συναντά τον ομολογητή επίσκοπο
Αθανάσιο Ζαχάρωφ (11962), ο οποίος χειροτονεί πνευματικά του παιδιά.
1931: Συλλαμβάνεται και εξορίζεται για πέντε χρόνια στο Βολογκόντσκ.
1936: Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται για ένα χρόνο και εξορίζεται πάλι.
1938: Επιστρέφει από την εξορία με τον όρο να ζει μόνο στις περιοχές
Βολογκόντσκ, Βλαντιμίρ και Αρχάγγελσκ.
1939: Εξορίζεται για τρίτη φορά στη Σιβηρία και μετά στα Ουράλια.
1942: Βρίσκεται σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος.
1958 (Μάρτιος): Απολύεται από το στρατόπεδο και αναχωρεί για το Ροστώφ
-Βελίκι της επαρχίας Γιαροσλάδ.
1975: Αποβιώνει και ενταφιάζεται στο Ροστώφ-Βελίκι.
1.
Τό στρατόπεδο
Το πυκνό
σκοτάδι και η
τρομερή παγωνιά είχαν
σφιχταγκαλιάσει και ακινητοποιήσει τά
πάντα, τά πάντα εκτός
από τον άνεμο, πού
άρπαζε το χιόνι
τούφες-τούφες, το στροβίλιζε με
μανία στον αέρα
και σχεδόν αμέσως
το διέλυε σ’ένα
αγκαθωτό σύννεφο. Ύστερα,
πέφτοντας με ορμή
πάνω σε κάθε
εμπόδιο πού τολμούσε
ν’αντισταθεί στην οργισμένη
πορεία του, σκόρπιζε τις
λευκές νιφάδες, άρπαζε από
τη γή άλλες
και ξαναριχνόταν μπροστά
με λύσσα.
Κάποτε-κάποτε,
εντελώς ξαφνικά, επικρατούσε μία
στιγμιαία παράξενη γαλήνη. Και
τότε, μές στο σκοτάδι
της νύχτας, μι γιγάντια
κηλίδα φωτός διακρινόταν
πάνω στην παγωμένη
έκταση. Χαμηλά, ανάμεσα στις φωτεινές
ακτίνεςμ απλωνόταν ένας καταυλισμός. Παράγκες, παράγκες,
αναρίθμητες παράγκες ήταν
σκορπισμένες σ’όλο τον
χώρο.
Οι πύργοι
με τους προβολείς
και τους φρουρούς
χάνοντας στον σκοτεινό
ορίζοντα. Τά τεντωμένα αγκαθωτά
σύρματα σχημάτιζαν αρκετές
σειρές. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν
ελεύθερα οι τετράποδοι
ακοίμητοι φύλακες, τά σκυλιά.
Οι δέσμες
του εκτυφλωτικού φωτός
των προβολέων ξεκινούσαν
από τους πύργους, έπεφταν στη
γή, ύστερα γλιστρούσαν λίγο
πιο πάνω, ανέβαιναν στις
ξύλινες στέγες, ξανάπεφταν στη γή και
έτρεχαν ανάμεσα στα
συρματοπλέγματα, για να επαναλάβουν
μετά από λίγα δευτερόλεπτα
την ίδια πορεία. Από
τους πύργους, οι στρατιώτες, με τά
αυτόματα, παρακολουθούσαν
αδιάκοπα τις λουρίδες της
γής ανάμεσα στα
συρμάτινα τείχη.
Μά η
γαλήνη δεν κρατούσε
για πολύ. Μετά από
λίγο ξεσπούσε πάλι
ο άνεμος με
βουητά, σφυρίγματα και μουγγρητά. Το
αφηνιασμένο χιόνι ξανάκρυβε
τη φωτεινή κηλίδα
και το σκοτάδι
αγκάλιαζε ολόκληρη την
πεδιάδα.
Το Στρατόπεδο
Ειδικού Καθεστώτος ήταν
ακόμα βυθισμένο στον
ύπνο. Και ξαφνικά, ακούστηκε ένας
γνώριμος μεταλλικός ήχος, ήταν
το χτύπημα στην
ατσαλένια ράγια, πού κρεμόταν
κάπου κοντά στην
είσοδο του στρατοπέδου. Σχεδόν αμέσως
ακολούθησαν και άλλα όμοια
χτυπήματα από διαφορετικά
σημεία.
Οι προβολείς
στους πύργους κινήθηκαν
νευρικά. Οι πύλες ανοίχτηκαν. Κλειστά φορτηγά, το ένα πίσω
από το άλλο, μπήκαν
μέσα. Έφερναν τους αναμορφωτές, τους επόπτες – τους ‘’εργάτες’’
και ‘’μισθωτούς’’ του
καθεστώτος.
Τά αυτοκίνητα
σκορπίστηκαν στο χώρο
του καταυλισμού. Ευέλικτες φιγούρες
πήδησαν έξω και
πλησίασαν βιαστικά τους
ξύλινους θαλάμους. Τέσσερις άνθρωποι
πήγαιναν σε κάθε
παράγκα και την
ερευνούσαν προσεκτικά απ’όλες
τις πλευρές. Έκαναν έλεγχο
στα κιγκλιδώματα των
παραθύρων, στις κλειδαριές και
στα τοιχώματα, ψάχνοντας για
σημάδια αποδράσεως κρατουμένων. Μη βρίσκοντας
όμως τίποτε το
ύποπτο, άνοιξαν τις πόρτες.
Τώρα οι
προβολείς άρχισαν να
κινούνται πιο νευρικά, οι
φρουροί να παρακολουθούν
πιο προσεκτικά, τά σκυλιά
να τρέχουν πιο
ζωηρά ανάμεσα στα
συρματοπλέγματα.
Στο στρατόπεδο
άρχιζε ακόμα μια
μέρα σαν τις
άλλες. Χιλιάδες κρατουμένων έβγαιναν
από τους θαλάμους
για να πιάσουν
δουλειά.
Το νυχτερινό
σκοτάδι σιγά-σιγά υποχωρούσε. Χαράματα… πρωϊνό… το γκρίζο
χειμωνιάτικο πρωϊνό του
ρωσικού βορρά… και ο
άνεμος να συνεχίζει
το βασανιστικό έργο
του…
Έξω από
το στρατόπεδο, όχι πολύ
μακρυά του, ήταν αναμμένες
κάμποσες φωτιές. Οι φλόγες
τους, άλλοτε φούντωναν και
τινάζονταν στα ύψη, άλλοτε
χαμήλωναν σχεδόν ως
το έδαφος. Οι φωτιές
αυτές άναβαν νύχτα-μέρα
χωρίς διακοπή, για να
θερμαίνεται η παγωμένη
γή και να
σκάβονται έτσι ευκολότερα
οι μεγάλοι τάφοι, όπου
θάβονταν ομαδικά οι
νεκροί κρατούμενοι. Το στρατόπεδο
έστελνε εκεί καθημερινά
δεκάδες τροφίμων του, πού
πλήρωναν έτσι τον
βαρύτερο και τραγικότερο
φόρο στο κυρίαρχο
καθεστώς.
2.
Η παράγκα
Το Στρατόπεδο
Ειδικού Καθεστώτος ζωντάνεψε. Οι
πόρτες των θαλάμων
ανοιγόκλειναν με θόρυβο. Οι
κρατούμενοι πετάγονταν έξω
κι έμπαιναν στη
γραμμή για τον
πρωϊνό έλεγχο. Τους άρπαζαν
αμέσως το κρύο, ο άνεμος
και το σκοτάδι.
Από παντού
ακούγονταν φωνές, από μιάν
άκρη και βρισιές – κάποιον έδερναν…
Σε φάλαγγα
πήγαιναν για το
συσσίτιο, κι από κεί
στη δουλειά.
Η παράγκα
άδειασε από τους
ενοίκους της, που άφησαν
όμως πίσω τους
μιάν αφόρητη, μιάν αποπνικτική
δυσοσμία – από τον ιδρώτα
και τά σαπισμένα
ρούχα, από τά ούρα
και τά κόπρανα, από
τη μούχλα και
την απολυμαντική φαινόλη.
Η παράγκα
άδειασε, μα λές κι ακούγονταν
ακόμα εκεί οι
κραυγές των εποπτών
και οι βλαστήμιες
των καταδίκων.
Η παράγκα
άδειασε, αλλά δεν μπορούσε
ν’ απαλλαγεί απ’ τον απόηχο
των βογγητών και
των στεναγμών.
Η παράγκα
άδειασε, ανάμεσα όμως στα
άθλια σανιδοκρέβατα πλανιόταν
και τώρα ο
ανθρώπινος πόνος, δεμένος με
την ανθρώπινη κακία – δίδυμο πανάρχαιο, μά
πάντα καταθλιπτικό και
απαίσιο.
Το μόνο
ευχάριστο πού είχε η παράγκα
ήταν η ζεστασιά. Έξω, με θερμοκρασία
-280C κι
εκείνον τον τυραννικό
άνεμο, πάγωναν όχι μόνον
οι κρατούμενοι, μά και
οι βαρειά ντυμένοι
φύλακες.
Ο καθένας
τώρα τραβούσε για
τη δουλειά του
με την ψυχή
τσακισμένη από το
φόβο. Οι απαιτήσεις αλλοπρόσαλλες, ο κόπος
αβάσταχτος, η σκληρότητα απίστευτη – όλα γίνονταν
μέσα σε μιάν
ατμόσφαιρα παραλογισμού, όλα ήταν
απάνθρωπα και βασανιστικά,
όλα αποσκοπούσαν στον
αργό θάνατο των
κρατουμένων. Γιατί σ’ αυτό το
στρατόπεδο έκλειναν μόνο
τους «εχθρούς του
λαού» και τους
θανατοποινίτες εγκληματίες.
Αντί να
τους τουφεκίσουν, τους έστελναν
στο Ειδικό, απ’ όπου ήταν
σχεδόν αδύνατο να
βγούν ζωντανοί.
Ο π. Αρσένιος, πρώτα Πέτρος
Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ και
τώρα «ΖΕΚ-18376», βρέθηκε εδώ
πρίν από έξι
μήνες. Και δεν άργησε
να καταλάβει, όπως όλοι, ότι
σ΄ αυτόν τον ζοφερό
τόπο θ’ άφηνε τά
κόκκαλά του.
Στην πλάτη, στο
κασκέτο και στα
μανίκια του ήταν
ραμμένος ο αριθμός
του, πού τον έκανε
να δείχνει σαν
«άνθρωπος-ρεκλάμα».
Η δουλειά
του ήταν να
συγυρίζει την παράγκα
και ν’ ανάβει τις
ξυλόσομπες. Έσχιζε ξύλα στον
αυλόγυρο και τα
κουβαλούσε μέσα λίγα-λίγα
κρατώντας τα στην
αγκαλιά του.
-
Κύριε Ιησού
Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν
με τον αμαρτωλόν!
Μουρμούριζε ακατάπαυστα
την ευχή, καθώς εκτελούσε
την υπηρεσία του.
Τά ξύλα
ήταν υγρά και
παγωμένα. Σχίζονταν δύσκολα.
Τσεκούρια και μπαλτάδες
δεν υπήρχαν – ήταν αντικείμενα
απαγορευμένα. Αναγκάζονταν
λοιπόν να σχίζουν
τά κούτσουρα χώνοντας
στις σχισμές τους
ξύλινες σφήνες, πού τις
χτυπούσαν μ’ ένα άλλο
βαρύ κούτσουρο.
Έτσι έκανε
και τώρα ο π.
Αρσένιος. Μά το παγωμένο
κούτσουρο πού κρατούσε, γλιστρούσε και
πεταγόταν απ’ τ’ αδύνατα χέρια
του. Η σφήνα μπηγόταν με
τρομερή δυσκολία. Η δουλειά
προχωρούσε πολύ αργά… και
όμως, όταν θα επέστρεφαν
οι κρατούμενοι, ο θάλαμος
έπρεπε να είναι
ζεστός, σκουπισμένος και τακτοποιημένος. Δεν πρόλαβες
να τελειώσεις? Οι κρατούμενοι
θα σε ξυλοκοπήσουν
και ο επόπτης
θα σε οδηγήσει στο
απομονωτήριο.
Στο στρατόπεδο
οι ξυλοδαρμοί ήταν
φαινόμενο ρουτίνας. Τόσο οι
φύλακες όσο και
οι κατάδικοι εγκληματίες
χτυπούσαν κυρίως τους
πολιτικούς κρατουμένους. Οι πρώτοι
για να εμπνεύσουν
το φόβο και
την υποταγή. Οι δεύτεροι
απλά για νά
ξεσπάσουν πάνω σε
κάποιον, να εκτονωθούν, να δώσουν
μια διέξοδο στο
συσσωρευμένο μέσα τους
μίσος για τους
ανθρώπους και την
κοινωνία – γι’ αυτό και χτυπούσαν
πιο σκληρά από
τους φύλακες, χτυπούσαν με
άγρια ικανοποίηση και
σαδιστική χαρά, χτυπούσαν ώσπου
να εξαντληθούν. Για τους
εγκληματίες ο ξυλοδαρμός
ήταν μια διασκέδαση…
-
Κύριε,
ελέησέ με! Βοήθησέ με! Σ’ Εσένα
ελπίζω, Χριστέ μου, σ’ Εσένα και
στην Παναγία Μητέρα
Σου!... Μή με εγκαταλείψετε! Δώστε μου
δύναμη!...
Ο π. Αρσένιος
ψιθύριζε λόγια θερμής
προσευχής, καθώς, εξαντλημένος
από την κούραση, συνέχιζε να
μεταφέρει αγκαλιά-αγκαλιά τά
ξύλα και να
τά βάζει μέσα
στις σόμπες.
Ήρθε όμως
η ώρα για
να τις ανάψει, κι
αυτό δεν ήταν
τόσο εύκολο. Τά κούτσουρα
υγρά, το προσάναμμα ελάχιστο. Χθές είχε
μαζέψει δυο-τρία δεμάτια
ξερά κλαράκια και
τά’χε μισοκρύψει σε μια γωνιά. «Με
τούτα δώ θ’ ανάψουν
αύριο ευκολότερα τά
ξύλα», συλλογίστηκε. Μά σαν πήγε
να τα πάρει, τα
βρήκε βρεγμένα και
αχρηστεμένα: η γνωστή συμμορία
είχε αντιληφθεί το
σκοπό του και
τά είχε περιλούσει
με νερό…
Ο π. Αρσένιος
πήγε πίσω απ’ την
παράγκα, όπου ήταν στοιβαγμένα
τά ξύλα, και άρχισε
να ψάχνει για φλούδες σημύδας
ή στεγνά πελεκούδια.
-
Κύριε Ιησού
Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν
με τον αμαρτωλόν!..., επαναλάμβανε αδιάλειπτα.
Μα τώρα
πρόσθεσε και τούτο:
-
Γενηθήτω το
θέλημά Σου!
Πίσω από
την παράγκα ούτε
φλούδες ούτε προσανάμματα υπήρχαν. Πώς
ν’ ανάψει τις σόμπες? Τι
να κάνει? Η ώρα
περνούσε, και ο θάλαμος
δεν θα προλάβαινε
να ζεσταθεί ώσπου
να έρθουν οι
κρατούμενοι.
Στο μεταξύ, από
την γειτονική παράγκα
βγήκε ο κρατούμενος
υπηρεσίας της ημέρας
εκείνης, ο γέρο-Σέριϊ (=γκρίζος)
– έτσι τον φώναζαν
όλοι. Εξηντάρης, με
καλοκάγαθη όψη, ήταν ένας
από τους φοβερότερους
κακούργους πού «φιλοξενούσε» το στρατόπεδο. Η σκληρότητά
του δεν γνώριζε
μέτρο. Περιβόητος τά παλαιότερα
χρόνια σ’ όλη τη
Ρωσία, δεν θυμόταν μήτε
ο ίδιος πόσα
εγκλήματα είχε διαπράξει. Τά
λίγα πού εξιχνιάσθηκαν
ήταν αρκετά για
να τον στείλουν στο
απόσπασμα. Και πράγματι καταδικάστηκε
σε θάνατο. Τελικά όμως
οδηγήθηκε σ’ αυτό το
στρατόπεδο, πράγμα πολύ χειρότερο
για άνθρωπο μεγάλης
ηλικίας. Σε τουφέκισαν?
Τέλειωσαν τά βάσανά
σου πάνω στη
γή. Απεναντίας, στο Ειδικό πεθαίνεις
αργά, μαρτυρικά. Κι αν ποτέ
γίνει κάποιο θαύμα – ναι, μόνο για
θαύμα θα πρόκειται – και βγείς
από δώ μέσα, θα
σε ακολουθεί η μια ή η
άλλη αναπηρία.
Ο γερο-Σέριϊ, λοιπόν, με το
αδιαφιλονίκητο εγκληματικό «κύρος»
του, ασκούσε σχεδόν απόλυτο
έλεγχο σ’ όλη την
παράγκα. Ένα νόημά του
στα «παιδιά» ήταν
αρκετό – να τά επεισόδια, να
το ξύλο, να τά
αίματα… και μετά? Η επέμβαση
των φυλάκων, οι ανακρίσεις, οι τιμωρίες – οι
τιμωρίες πολλών άλλων, όχι
όμως και του
γερο-Σέριϊ. Αυτός πάντα γλύτωνε. Ακόμα και
η διοίκηση τον
φοβόταν.
-
Παπά τι
ψάχνεις? Φώναξε τώρα στον
π. Αρσένιο, βλέποντάς τον να
τριγυρνάει τόσην ώρα ανάμεσα
στα ξύλα.
-
Ετοίμασα προσανάμματα
από χθές το
βράδυ, και τά παιδιά, για
ν’ αστειευθούν, μού τά κατάβρεξαν. Τώρα λοιπόν, ψάχνω
γι’ άλλα προσανάμματα, γιατί τά ξύλα είναι
υγρά και δεν θ’
ανάψουν. Τι να κάνω? Δεν
ξέρω… θα έρθουν από
τη δουλειά και
η παράγκα θα
είναι παγωμένη – ένα κακό. Μά
θά με ξυλοκοπήσουν
κιόλας – δεύτερο κακό.
-
Έλα παπά! Θα
σού δώσω εγώ, είπε
άχρωμα ο Σέριϊ, και
τον οδήγησε στα
δικά του ξύλα, όπου
υπήρχε ολόκληρη στίβα
από προσανάμματα.
Ο π. Αρσένιος
δεν μπορούσε να
πιστέψει στ’ αυτιά του. «Θα αστειεύεται φαίνεται», συλλογίστηκε. Ήξερε καλά
το χαρακτήρα του, γι’ αυτό
και δεν υπολόγιζε
ποτέ στη βοήθειά
του. Τον άκουσε όμως
να του λέει
και πάλι:
-
Πάρε, π.
Αρσένιε, πάρε όσα χρειάζεσαι!...
Ο μπάτουσκα (* πατερούλης, έτσι αποκαλούνται
στη Ρωσία σεβάσμια
και προσφιλή πρόσωπα, κυρίως κληρικοί
και μοναχοί) έσκυψε και
άρχισε να μαζεύει
ξυλαράκια. «Σίγουρα θα δημιουργήσει
επεισόδιο για να
διασκεδάσει τους άλλους», σκεφτόταν με
κάποιο φόβο. «Να, τώρα θ’ αρχίσει
να με χτυπάει
και να φωνάζει: - O
παπάς, ο κλέφτης!”. Από την
άλλη μεριά, όμως, του είχε
κάνει εντύπωση πού
τον αποκάλεσε «π. Αρσένιε».
Συνέχισε να
μαζεύει, λέγοντας μέσα του
την ευχή.
-
Πάρε κι
άλλα, π. Αρσένιε! Κι άλλα!...
Έσκυψε κι
αυτός και άρχισε
να γεμίζει την
αγκαλιά του με
προσανάμματα. Πήγαν κι οι
δυό φορτωμένοι στην
παράγκα και τ’ άφησαν
κοντά σε μια
σόμπα. Ο π. Αρσένιος γύρισε
και του έβαλε
μετάνοια.
-
Ο Θεός
να σε σώσει! του
είπε.
Ο Σέριϊ
βγήκε χωρίς να
πεί λέξη.
Σε λίγο
οι σόμπες έκαιγαν. Ο
π. Αρσένιος έριχνε κούτσουρα
στη μία μετά
την άλλη, τακτοποιούσε το
θάλαμο, σκούπιζε τά τραπέζια, κουβαλούσε κι
άλλα ξύλα…
Πλησίαζε 3 μ.μ.
Οι σόμπες ήταν
πιά πυρωμένες. Η θερμότητα
έκανε πιο έντονες
τις αναθυμιάσεις, πιο ανυπόφορη
τη δυσοσμία. Μα η
γλυκειά θαλπωρή έδινε
κάποια παρηγοριά στα
κουρασμένα σώματα και
τις απελπισμένες ψυχές…
Ο επιτηρητής
ήρθε δυο-τρείς φορές, οργισμένος όπως
πάντα. Βρισιές και απειλές
ξεχύνονταν από το στόμα του. Την
τελευταία φορά το μάτι του
πήρε λίγα πελεκούδια
πεσμένα στο πάτωμα. Σήκωσε τη
γροθιά του, χτύπησε τον π.
Αρσένιο στο κεφάλι, ευτυχώς όχι
πολύ δυνατά, κι έφυγε
βλαστημώντας.
Ο μπάτουσκα
είχε αποκάμει. Το κεφάλι
του βούϊζε. Τά πόδια του
έτρεμαν. Η καρδιά του
χτυπούσε. Η ανάσα του
κοβόταν. Με πολύ κόπο
κρατιόταν όρυθιος.
Στιγμές-στιγμές φοβόταν ότι
θα σωριαζόταν κάτω.
-
Κύριε!...
Κύριε!... Μη μ’ αφήσεις!...,
ψιθύριζε αγκομαχώντας, καθώς συνέχιζε
σκυφτός τη δουλειά
του.
3.
Οι άρρωστοι
Καιρός όμως
είναι να πούμε, ότι
ο π. Αρσένιος δεν
ήταν μόνος στο
θάλαμο. Βρίσκονταν εκεί τρείς
ακόμα κρατούμενοι «εκτός
υπηρεσίας», οι δύο βαρειά
άρρωστοι και ο
τρίτος, ο Φέντια,
αυτοτραυματισμένος στο χέρι
με τσεκούρι.
Ο τελευταίος
στροφιγύριζε ακατάπαυστα στο
σανιδοκράβατό του. Κάπου-κάπου τον
έπαιρνε ο ύπνος, και, όταν ξυπνούσε
φώναζε:
-
Κρυώνω!...
ρίξε ξύλα στη
φωτιά, παλιόγερε, γιατί θα σηκωθώ
και θα σού
σπάσω τά μούτρα!...
Αμέσως γύριζε
από το άλλο
πλευρό και αποκοιμόταν
πάλι.
Οι άλλοι
δύο ήταν σε
κρίσιμη κατάσταση, ακίνητοι και
αμίλητοι. Τους είχαν αφήσει
εδώ, επειδή στο νοσοκομείο
δεν χωρούσαν.
Γύρω στις
12 το μεσημέρι
έκανε την εμφάνισή
του ο αρχινοσοκόμος. Έριξε μόνο
μια ματιά στους
αρρώστους, χωρίς να τους
αγγίξει, και είπε στον
π. Αρσένιο με δυνατή
φωνή:
-
Θα τελειώσουν
γρήγορα… τώρα, με τά κρύα, πεθαίνουν πολλοί!
Δεν τον
ένοιαζε που οι
άρρωστοι τον άκουγαν. Και
γιατί να τον
νοιάζει? Μήπως όλοι δεν
ήξεραν, ότι στο Ειδικό
θα είχαν αργά
ή γρήγορα την
ίδια κατάληξη?
Πλησίασε τον
Φέντια. Αυτός άπλωσε το
τραυματισμένο χέρι του
και άρχισε να
βογκάει επιδεικτικά, αφύσικα,
θεατρινίστικα.
-
Δεν με
ξεγελάς παλιοτόμαρο! του είπε
σκληρά ο αρχινοσοκόμος. Αύριο θα πάς στη
δουλειά! Διαφορετικά, σαν
αυτόχειρα, σε περιμένει το
απομονωτήριο… και θα ψοφήσεις
εκεί!...
Έφυγε βιαστικά, όπως είχε
έρθει.
Ο π. Αρσένιος
πότε-πότε πήγαινε κοντά
στους δυό ετοιμοθάνατους και έκανε
ό,τι μπορούσε για
να τους ανακουφίσει.
-
Κύριε Ιησού
Χριστέ! Βοήθησέ τους!
Γιάτρεψέ τους! Φανέρωσε το έλεός
Σου! Άφησέ τους να
ζήσουν και να
βρούν τη λευτεριά
τους!... μονολογούσε καθώς τούς
σκέπαζε, τους χάϊδευε στοργικά
στο κεφάλι, τους έδινε
λίγο νερό ή
φάρμακο. Αλλά τι φάρμακο? Στο
Ειδικό όλες οι
αρρώστιες αντιμετωπίζονταν με
τη …θαυματουργική ασπιρίνη! Ασπιρίνη για
τον πυρετό, ασπιρίνη για το χτικιό, ασπιρίνη για
τά τραύματα, ασπιρίνη για τον καρκίνο…
Ο π. Αρσένιος
είχε κρατήσει από
την προηγούμενη μέρα
ένα κομμάτι μαύρο
ψωμί, το τέταρτο περίπου
της ημερήσιας μερίδας
του. Το μούσκεψε στο
νερό και πήγε
κοντά στον άρρωστο
πού ήταν βαριά. Προσπάθησε να
του βάλει μια
μπουκιά στο στόμα. Εκείνος άνοιξε
τά μάτια. Τον κοίταξε
με βλέμμα σβησμένο, γεμάτο έκπληξη
και απορία. Ύστερα, με μιάν
αργή και κουρασμένη
κίνηση, του έσπρωξε το
χέρι.
-
Φάτε! Φάτε,
για όνομα του
Θεού! του είπε ο π.
Αρσένιος ψιθυριστά αλλά σε τόνο
προστακτικό.
Έσπρωξε σχεδόν
βίαια το ψωμί
μέσα στο στόμα
του αρρώστου. Κι αυτός, αφού
το κατάπιε με
δυσκολία, είπε όλος θυμό:
-
Έ, για το
Θεό! Άφησέ με ήσυχο! Θα
οικονομήσεις, θαρρείς, τίποτε
από μένα, μόλις πεθάνω? Μη
γελιέσαι!...
Ο π. Αρσένιος
δεν αποκρίθηκε. Τον σκέπασε
και πλησίασε τον
δέυτερο άρρωστο. Αφού τον
βοήθησε να γυρίσει
από το άλλο
πλευρό, καταπιάστηκε πάλι με
το συγύρισμα του
θαλάμου.
Αυτή τη
φορά τά προσανάμματα, πού του
έδωσε ό Σέριϊ, δεν τά
έκρυψε. «γιατί να τά
κρύψω? Χθές, πού τά έκρυψα, έγινε
το κακό. Και σήμερα
ο Θεός βοήθησε…» Τά
τοποθέτησε, λοιπόν, στη μέση της
παράγκας.
Σκέφτηκε να
κόψει ξύλα και
για την άλλη
μέρα. Έκανε να βγεί
έξω, μά τότε θυμήθηκε
παλαιότερα παθήματά του: «Μάταια
θα τά κόψω. Μέχρι
τον αυριανό έλεγχο
θα μού τ’ αρπάξουν
οπωσδήποτε…».
Οι σόμπες
είχαν γίνει κατακόκκινες.
Ο π. Αρσένιος
χαιρόταν – «θα έρθουν οι
άνθρωποι παγωμένοι… θα ζεσταθούν
και θα ξεκουραστούν».
Στο άνοιγμα
της πόρτας φάνηκε
ο επόπτης Πούπκωφ. Τριαντάρης πάνω-κάτω, πάντα χαμογελαστός, είχε ονομαστεί
από τους κρατούμενους
Βεσιόλιϊ (=χαρούμενος).
-
Έ, παπά!
Λουτρό τον έκανες
το θάλαμο! Μπάς και
πεθύμησες το απομονωτήριο? Τά ξύλα
ανήκουν στο λαό, κι
εσύ τά σπαταλάς
για τους εχθρούς
του λαού? Θα σού
δείξω εγώ, μάγε!
Πλησιάζοντας με
μεγάλες δρασκελιές, του
κατάφερε ένα δυνατό
χτύπημα στο πρόσωπο. Και
γυρίζοντάς του την
πλάτη, βγήκε έξω, με το
χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο
στα χείλη.
Ο π. Αρσένιος
σκούπισε το αίμα
με την παλάμη
του.
-
Κύριε ελέησον! Κύριε, μη μ’ εγκαταλείψεις!...
-
Με μαεστρία
σού την έφερε
στα μούτρα ο
παλιάνθρωπος! φώναξε ο Φέντια. Και
με χαμόγελο, έ? Γιατί? Μήτε κι
αυτός ξέρει…
Δεν πέρασε
καλά-καλά μια ώρα, και
ο Βεσιόλιϊ ήρθε
πάλι στό θάλαμο. Ο
π. Αρσένιος σκούπιζε το
πάτωμα.
-
Έλεγχος,
σηκωθείτε!
Ο Φέντια
πετάχτηκε σαν ελατήριο από το ξυλοκρέβατο
και ο π. Αρσένιος
έμεινε ακίνητος, σε στάση
προσοχής, με τη σκούπα
στο χέρι.
-
Πόσοι είναι
στο θάλαμο? Ρώτησε άγρια
ο επόπτης, μολονότι ήξερε
καλά την απάντηση.
-
Δύο στο
κρεβάτι, άρρωστοι βαριά,
απαλλαγμένοι από την
υποχρέωση εργασίας, και ένας
τρίτος, πού ξαναπιάνει αύριο
δουλειά.
Ο Βεσιόλιϊ
έκανε μερικά βήματα
προς τά κρεβάτια
των δύο αρρώστων
και άφησε το
βλέμμα του να
πλανηθεί για λίγα
δευτερόλεπτα πάνω τους. Κατάλαβε, ή μάλλον
το γνώριζε καλά, ότι
δεν ήταν σε
θέση να σηκωθούν. Ωστόσο τους
έβαλε τις φωνές – έτσι, από συνήθεια – χωρίς να
τους πλησιάσει. Φοβόταν μήπως
έχουν καμιά μολυσματική
ασθένεια.
-
Εσύ, παπά,
πρόσεξε! Να υπάρχει τάξη
στο θάλαμο!... έννοια σου, και
γρήγορα θα σε
καλέσουν όπου σού
πρέπει. Εκεί θα τραγουδήσεις!
Βλαστήμησε χυδαία
και βγήκε.
Σουρούπωνε.
Το σκοτάδι έπεφτε
γοργά, και οι κρατούμενοι
από στιγμή σε
στιγμή θα γύριζαν
από τη δουλειά. Θα
γύριζαν παγωμένοι και
κατάκοποι, μά και με
τά νεύρα τεντωμένα. Θα
πέφτανε πάνω στα
κρεβάτια τους σχεδόν
αναίσθητοι. Ο θάλαμος θα
γέμιζε λάσπες, υγρασία,
αναστεναγμούς, βλαστήμιες, αισχρόλογα…
Μισή ώρα
αργότερα τους οδηγούσαν
σε ειδικό χώρο
για συσσίτιο. Η ώρα
εκείνη για πολλούς
από τους πολιτικούς
κρατούμενους ήταν ώρα
μαρτυρίου. Οι ποινικοί κρατούμενοι
τους χτυπούσαν χωρίς
ενδοιασμούς και τους
άρπαζαν το φαγητό. Οι
πιο δυνατοί, βέβαια,
αντιστέκονταν και κατόρθωναν
να περισώσουν κάτι
από τη μερίδα
τους. Μά οι ασθενικοί
έμεναν πολύ συχνά
εντελώς νηστικοί.
Οι πολιτικοί
κρατούμενοι ήταν σ’ όλους
τους θαλάμους πολύ
περισσότεροι από τους
εγκληματίες. Οι τελευταίοι όμως, με
τη χαρακτηριστική τους
ωμότητα και με
την τρομοκρατία, ασκούσαν σχεδόν
πλήρη έλεγχο στους
υπολοίπους.
Το φαγητό
ήταν αξιοθρήνητο. Οι μερίδες
ασήμαντες. Τά τρόφιμα μισοχαλασμένα, συχνά μύριζαν
πετρέλαιο. Και όμως, για τους
κρατούμενους το άθλιο τούτο
γεύμα ήταν η μόνη χαρά, η
μόνη απόλαυση. Ολόκληρη τη
μέρα, καθώς δούλευαν, αυτό σκέφτονταν
και αυτό περίμεναν
με λαχτάρα, μολονότι δεν
επαρκούσε για την
ανάκτηση των δυνάμεων
πού ξόδευαν. Κανένας πολιτικός
κρατούμενος, ωστόσο, δεν ήταν βέβαιος, όπως
είπαμε, ότι θα φάει
μετά τη δουλειά.
Ο π. Αρσένιος
στερήθηκε πολλές φορές
το φαγητό του. Ποτέ
όμως δεν βαρυγγώμησε. Έχανε τη
μερίδα του? Ερχόταν αμέσως
στο θάλαμο, ξάπλωνε στο
κρεβάτι του και
άρχιζε την προσευχή.
«Στην αρχή
ζαλιζόμουνα», διηγόταν
αργότερα ο ίδιος, «ένιωθα ρίγη
από το κρύο
και την πείνα, το
μυαλό μου θόλωνε… αλλά
κάνοντας τον Εσπερινό και
τον Όρθρο, διαβάζοντας τους
Χαιρετισμούς της Παναγίας, του
Αγίου Νικολάου και
του προστάτη μου
Οσίου Αρσενίου, παρακαλώντας το Θεό για
τά πνευματικά μου παιδιά
και μνημονεύοντας τά
ονόματα όλων των
κεκοιμημένων πού μπορούσα
να θυμηθώ, έπαιρνα δύναμη, πολλή
δύναμη. Και το πρωί
σηκωνόμουν από τό
κρεβάτι – γιατί συνέβαινε στχνά
να ξαγρυπνώ και
να προσεύχομαι όλη
τη νύχτα – και αισθανόμουν
χορτάτος και από
φαγητό και από
ύπνο».
Πνευματικά παιδιά
ο π. Αρσένιος είχε πολλά,
τόσο ελεύθερα όσο
και φυλακισμένα. Τ’ αγαπούσε και
τά πονούσε υπερβολικά.
Πρωτύτερα,
όταν ήταν κλεισμένος
σε απλές φυλακές, έπαιρνε πότε-πότε
κανένα γράμμα τους. Από
τότε όμως πού
τον μετέφεραν σε
Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος, έχασε κάθε
επαφή μαζί τους. Πίστευαν, είναι αλήθεια, πώς
είχε πιά πεθάνει. Κάποιοι παράγοντες, στους οποίους
απευθύνθηκαν, τους το είχαν
πεί απερίφραστα:
«μεταφέρθηκε στο Ειδικό. Θεωρείται ανύπαρκτος».
Σκοτάδι.
Οι φάλαγγες των
κρατουμένων, η μια πίσω
από την άλλη, μπαίνουν στο
χώρο του στρατοπέδου και
μοιράζονται στις παράγκες. Τά
«παιδιά» μπαίνουν με
ανακούφιση στον ζεστό
θάλαμο και, από τη
χαρά τους, βρίζουν και
αισχρολογούν πιο πολύ
από άλλες φορές.
Τον π. Αρσένιο
δεν τον χτύπησαν
σήμερα. Μήτε το φαγητό
του πείραξαν. Από τις
μερίδες όμως των
κατακοίτων ο παππούλης
μπόρεσε να περισώσει
μόνο μισή φέτα
ψωμί. Την έκρυψε στον
κόρφο του μαζί
μ’ ένα κομμάτι πικρή
μουρούνα, από τη δική
του μερίδα, και τράβηξε
βιαστικά για το
θάλαμο.
Χώρισε στη
μέση το ψωμί
και το ψάρι, και
τάϊσε τους αρρώστους. Ύστερα τους
ανάγκασε να πιούν
από μιάν ασπιρίνη
λιωμένη σε ζεστό
νερό. Τέλος, αφού τους βοήθησε
να ουρήσουν σ’ ένα
τενεκεδένιο κουτί, τους καθάρισε
όπως-όπως και τους
σκέπασε.
Σε πέντε
μέρες οι άρρωστοι
παρουσίασαν, εντελώς απροσδόκητα,
σημεία βελτιώσεως. Ήταν όμως
ανήμποροι να σηκωθούν. Θα
ζούσαν?...
Ο π. Αρσένιος
συνέχισε να τους
φροντίζει και να
τους εξυπηρετεί μέρα-νύχτα. Τι άνθρωποι
ήταν, δεν ήξερε. Την περιποίησή
του τη δέχονταν
ψυχρά. Χωρίς αυτόν, όμως, θα ήταν
από καιρό χωμένοι
στην παγωμένη γή. Δεν
μιλούσαν ποτέ για
τον εαυτό τους. Μά
κι ο π. Αρσένιος
δεν τους έκανε
καμιά σχετική ερώτηση. Ο
«νόμος της σιωπής», ένας
άγραφος νόμος του
στρατοπέδου, δεν επέτρεπε «αδιάκριτες»
ερωτήσεις. Πόσους τέτοιους ανθρώπους
είχε δεί στις
φυλακές, απ’ όπου είχε περάσει! Αναρίθμητους! Συναντήθηκαν,
χωρίστηκαν, και ποτέ δεν
ξαναντάμωσαν. Πού να τους
θυμηθεί όλους!...
Μια φορά, ο
ένας άρρωστος του
είπε ότι λέγεται
Ιβάν Αλεξάντροβιτς Σαζίκωφ. Αυτό
μονάχα. Καθώς λοιπόν τον
διακονούσε, κινούσε αθόρυβα τά
χείλη του σε
θερμή προσευχή τόσο
γι’ αυτόν όσο και
για τους άλλους. Ο
Ιβάν Αλεξάντροβιτς το
παρατήρησε.
-
Προσεύχεσαι,
παππούλη! του είπε. Προσεύχεσαι για
να μας συγχωρεθούν
οι αμαρτίες να
μας βοηθήσει ο
Θεός… τον είδες ποτέ
τον Θεό?
Κατάπληκτος παρατηρούσε
ο π. Αρσένιος τον
Σαζίκωφ.
-
Πώς δεν
τον είδα! είπε, είναι εδώ, ανάμεσά
μας, και μας ενώνει
όλους.
-
Τι μού
λές παπά? Σ’ αυτόν εδώ το θάλαμο
κι ο Θεός? σάρκασε
ο άρρωστος.
-
Ναι!
Αισθάνομαι την παρουσία
του! Τον βλέπω! Βλέπω, όμως, ότι και
η ψυχή σου, μολονότι
μαυρισμένη από τις
αμαρτίες, μολονότι
σκοτεινιασμένη από τά
κακουργήματα, έχει μέσα της
χώρο για το
φώς!...
Το πρόσωπο
του Σαζίκωφ αλλοιώθηκε, άρχισε να
τρέμει ολόκληρος.
-
Θα σε
χτυπήσω παπά! γρύλλισε. Το δίχως
άλλο θα σε
χτυπήσω… Κάτι μού λέει
πώς εσύ ξέρεις
πολλά, μόνο πού δεν
μπορώ να καταλάβω
από πού…
Χωρίς ν’ αποκριθεί
ο π. Αρσένιος, γύρισε κι
έφυγε.
-
Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησόν με τον
αμαρτωλόν, μονολογούσε σιγανά.
Ο χρόνος
έτρεχε και οι
δουλειές ήταν πολλές. Καθώς
τις έκανε, εκτελούσε μυστικά
τον μοναχικό του
κανόνα και έλεγε
με το νού
του ό,τι άλλο
ήξερε από τις
προσευχές και τις
ιερές ακολουθίες της
Εκκλησίας μας – Εσπερινό, Όρθρο,
Παρακλήσεις, Χαιρετισμούς…
Ο δεύτερος
άρρωστος ήταν ένα
τυπικό θύμα των
«εκκαθαρίσεων». Σαν κι αυτόν
υπήρχαν αναρίθμητοι μέσα
στο στρατόπεδο. Συνηθισμένη ιστορία.
Μέλος του
Κόμματος από τά
δεκαεπτά του χρόνια, είχε
λάβει μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Γνώριζε προσωπικά
τον Λένιν. Στα 1920
διοικούσε μεγάλη μονάδα
του Κόκκινου Στρατού. Έγινε πανίσχυρος, όταν αναδείχθηκε
σ’ ένα από τά
ανώτερα στελέχη της
Νικαβεντέ*. Με την υπογραφή
του έστειλε στο
θάνατο χιλιάδες… και τώρα
τον έστειλαν να πεθάνει στο
Ειδικό. Να πεθάνει, όπως τόσοι
άλλοι πού βρέθηκαν
εκεί, είτε από ψευδείς
καταδόσεις εχθρών τους
είτε για κάποια
απρόσεκτη κουβέντα τους
είτε για την
πίστη τους είτε, γιατί
απλά έπρεπε να
φύγουν από τη
μέση, ώστε να μην
εμποδίζουν την ανάδειξη
κάποιων άλλων στα
κρατικά αξιώματα.
Ο π. Αρσένιος, μόλις άκουσε
το όνομά του – Αλέξανδρος Παύλοβιτς
Αφσένκωφ – , τον θυμήθηκε.
Ήταν ένας άνθρωπος
για τον οποίο
έγραφαν συχνά οι
εφημερίδες. Ήταν όμως και
εκείνος πού υπέγραψε
την καταδίκη του π.
Αρσενίου, όταν η «τρόϊκα» μετέτρεψε την
ποινή του θανάτου
για «αντεπαναστατική δραστηριότητα» σε δεκαπενταετή
εγκλεισμό στο Στρατόπεδο
Ειδικού Καθεστώτος.
Ο Αφσένκωφ
έπρεπε να ήταν
γύρω στα σαρανταπέντε, έδειχνε όμως
πολύ μεγαλύτερος. Οι κακουχίες, η
πείνα, η εξουθενωτική δουλειά, οι
ξυλοδαρμοί, το φάσμα του θανάτου πού
ήταν διαρκώς μπροστά
του, όλα τούτα τον
είχαν καταρρακώσει – πάνω απ’ όλα
όμως έν’ αβάσταχτο αίσθημα
ενοχής. Γιατί, λίγον καιρό πρίν, έστελνε
ο ίδιος άλλους
ανθρώπους σ’ αυτόν εδώ
τον καταραμένο τόπο. Και
πίστευε τότε ειλικρινά, σαν καθαρός
ιδεολόγος, πώς ήταν πράγματι
«εχθροί του λαού», που
τους έπρεπε και
φυλάκιση και εξορία
και θάνατος.
Τώρα όμως?... τώρα
οδυνηρά συνειδητοποίησε την
πλάνη του. Βλέποντας το
δράμα των συγκρατουμένων του, ζώντας
και ο ίδιος
το δικό του
δράμα, συναισθάνθηκε πόσο φρικτό
έργο επιτελούσε, στέλνοντας στο
θάνατο χιλιάδες αθώους… Αθώους!...
Από το
ύψος του αξιώματός
του δεν μπορούσε
να δεί την
αλήθεια. Έχασε την άμεση
επαφή με την
πραγματικότητα και τά
γεγονότα. Έδινε πίστη στίς
εκθέσεις, στα «πορίσματα» των ανακρίσεων, στις διαβεβαιώσεις
των υφισταμένων, στη στεγνή
ντιρεκτίβα…
Ζούσε ένα
απερίγραπτο ψυχικό μαρτύριο. Ήταν όμως
πολύ αργά πιά. Δεν
μπορούσε να επανορθώσει. Δεν μπορούσε
να βοηθήσει κανέναν, ούτε
τον εαυτό του. Τον
έκαιγαν οι τύψεις, τον
έλιωνε η κατάθλιψη, τον πλάκωνε
ένα αίσθημα τέλειας
ψυχικής ερημώσεως. Ήταν λιγόλογος
αλλά καλοσυνάτος,
καταδεκτικός και φιλικός
με όλους, ακόμα και με τους
χειρότερους εγκληματίες. Τη διοίκηση
δεν τη φοβόταν. Υπερασπιζόταν πάντα
τους αδικημένους, κι αυτό
του στοίχιζε συχνά-πυκνά
την απομόνωση.
Με τον π.
Αρσένιο συνδέθηκε στενά. Τον αγάπησε βαθιά
για την καλοσύνη
και τη φιλευσπλαχνία
του.
-
Τι άνθρωπος
είστ’ εσείς, π. Αρσένιε! του
έλεγε. Ψυχούλα! Εγώ όμως είμαι
κομμουνιστής, ενώ εσείς υπηρέτης
της θρησκείας, ιερέας.
Ιδεολογικά μας χωρίζει
χάσμα. Κανονικά θα έπρεπε
να βρισκόμαστε σέ
πάλη…
Ο π. Αρσένιος
χαμογελούσε και τον
ρωτούσε:
-
Μά για
πέστε μου, γιατί πολεμήσατε? ΄Ε?... να, πολεμούσατε,
πολεμούσατε… και τώρα κατάπιε
κι εσάς και
την ιδεολογία σας
τούτο δώ το
στρατόπεδο! Η δική μου
πίστη στο Χριστό, όμως, και εκεί, στην
ελευθερία, ήταν μαζί μου, και
εδώ με ακολουθεί. Ο
Θεός είναι παντού
και βοηθάει όλους
τους ανθρώπους, όπου κι αν
βρίσκονται. Πιστεύω ότι θα
βοηθήσει κι εσάς!
Μιάν άλλη
φορά πάλι του
είπε:
-
Εμείς οι
δύο, Αλέξανδρε Παύλοβιτς,
γνωριζόμαστε από παλιά. Ο
Κύριος μας έφερε
σε επαφή πρίν
από πολύ καιρό, σε χρόνον
ανύποπτο, προετοιμάζοντας
έτσι τη συνάντησή
μας στο στρατόπεδο.
-
Δεν μπορεί! διαμαρτυρήθηκε ο
Αφσένκωφ. Κάποιο λάθος θα
κάνετε. Από πού κι
ως πού θα
μπορούσα να σας
ξέρω?
-
Με ξέρετε, Αλέξανδρε Παύλοβιτς! Το
1933, όταν η Εκκλησία
γνώριζε σκληρό διωγμό, όταν
εκατοντάδες χιλιάδες πιστών
χριστιανών εξορίζονταν, όταν οι
εκκλησίες, με κάποια προσχήματα
ή και απροσχημάτιστα, σφραγίζονταν, τότε πέρασα
για πρώτη φορά
από τά χέρια
σας. Εσείς μού υπογράψατε
την καταδικαστική απόφαση, το
1939. Και μετά από
μερικά χρόνια, όταν τύπωσα
και κυκλοφόρησα ένα
βιβλίο μου, μ’ έπιασαν πάλι
και με καταδίκασαν
σε θάνατο. Εσείς μετατρέψατε
τη θανατική ποινή
σε κάθειρξη στο
Ειδικό. Σας ευχαριστώ… να,
λοιπόν, πού τώρα ζώ, εκτοπισμένος έστω, χάρη
σ’ εσάς. Μια μυστική φωνή
μέσα μου μού
έλεγε, ότι κάποτε θα
συναντηθούμε. Το περίμενα…
και έγινε!... προς Θεού, μη
νομίσετε ότι έχω
κάποιο παράπονο – όχι! Όλα παραχωρούνται
από τον Κύριο… στον
απέραντο ωκεανό της ζωής
των ανθρώπων, η δική
μου ζωή δεν
είναι παρά μια
μικρή σταγόνα. Πώς λοιπόν, να
θυμηθείτε, έναν από τους
αναρίθμητους ανθρώπους, πού ήταν
γραμμένοι στον κατάλογο
των καταδίκων? Μόνο ο
Θεός είναι παντογνώστης. Στα δικά
Του χέρια βρλισκεται
η τύχη όλων
μας…
* Στο
Σοβιετικό καθεστώς η
Πολιτική Αστυνομία και
Ασφάλεια γνώρισε 4
μορφές και ονομασίες. Το
1917 ιδρύθηκε από
τον Λένιν η Τ σ
ε κ ά (=Έκτακτη Πανρωσική Επιτροπή), πού σκοπό
της είχε τη
δίωξη και συντριβή
κάθε αντεπαναστατικής ενέργειας
και την προσαγωγή
των ενόχων ενώπιον
του Επαναστατικού Δικαστηρίου. Καταργήθηκε το
1922 και αντικαταστάθηκε από
την Γ κ ε π ε ο ύ (=Κρατική Πολιτική
Αστυνομία). Αυτήν την διαδέχθηκε
το 1934 η Ν ι
κ α β ε ν τ έ (=Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών
Υποθέσεων»), η οποία αργότερα
έδωσε τη θέση
της στην Κ α γ κ ε μ π έ (=Επιτροπή για
την Ασφάλεια του
Κράτους).
4.
Ο παπαδάκος
Οι πολιτικοί
κρατούμενοι γνώριζαν καλά, ότι
κάθε μέρα πού
περνούσε τους έφερνε
πιο κοντά στο
αναπόφευκτο τέρμα της
βιολογικής τους ζωής. Σαν
από κάποιαν αυθόρμητη
αντίδραση, λοιπόν, αγωνίζονταν
απεγνωσμένα να διατηρήσουν
ζωντανό το πνεύμα
τους, να καταπολεμήσουν τη
μελαγχολία και την
κατάθλιψη, ν’ αποφύγουν την τρέλα…
Έτσι τά
βράδια, μετά το φαγητό
και τον έλεγχο, σχημάτιζαν μικροπαρέες
στους θαλάμους και
άνοιγαν συζητήσεις για
χίλια δυό ζητήματα – κοινωνικά, θρησκευτικά,
φιλοσοφικά, τεχνικά, ιστορικά… Καμιά
φορά οργάνωναν πρόχειρα
διαλέξεις για το
θέατρο, την τέχνη ή
τη λογοτεχνία, έκαναν ανακοινώσεις
πάνω σε επιστημονικά
θέματα, διάβαζαν ποιήματα
και διηγήματα… Όλ’ αυτά ήταν
πράγματι εντυπωσιακά, μέσα στο
γενικό κλίμα της
βαναυσότητας, τη ζοφερή προοπτική
του σύντομου θανάτου, τη
συνεχή και τυραννική
παρουσία των εγκληματιών. Από το
άλλο μέρος, όμως, ήταν και
οι μοναδικές απολαύσεις
τους, τά δεκανίκια του
αβίωτου βίου τους
στο Ειδικό, ενός βίου
πού ο μέσος
όρος του δεν
ξεπερνούσε τά δυό
χρόνια!
Τά κύματα
των συλλήψεων είχαν
συσσωρεύσει στις παράγκες
του καταυλισμού ανθρώπους
όλων των μορφωτικών
επιπέδων και των
επαγγελμάτων – στρατιωτικούς, κληρικούς, επιστήμονες, ηθοποιούς,
συγγραφείς, αγρότες… Σε κάθε θάλαμο
είχαν δημιουργηθεί άτυπες
«επαγγελματικές ενώσεις»,
βασισμένες στα κοινά
ενδιαφέροντα των «μελών»
τους.
Αποκομμένοι όλοι
τους από τον
υπόλοιπο κόσμο και
ξεχασμένοι από τους
ανθρώπους, συντηρούσαν
ωστόσο μέσα τους
με πείσμα τη
μνήμη του παρελθόντος
τους, των οικογενειών τους, των
ασχολιών τους.
Στις συζητήσεις
τους, οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις ήταν
συχνές. Θύμωναν για ψύλλου
πήδημα, επιχειρηματολογούσαν
με πάθος και
υπερασπίζονταν τις απόψεις
τους αδιάλλακτα, θαρρείς και η λύση
του κάθε προβλήματος
εξαρτιόταν από την
αποδοχή της γνώμης
τους.
Ο π. Αρσένιος
δεν συμμετείχε στις
διενέξεις. Δεν είχε, άλλωστε,
ενταχθεί σε καμιά
«παράταξη». Οι σχέσεις του
ήταν ομαλές με
όλους. Μόλις άρχιζε κανένας
καβγάς, αποσυρόταν αθόρυβα στο
κρεβάτι του και
αφοσιωνόταν στην εσωτερική
προσευχή.
Η ιντελλιγκέντσια του
θαλάμου τού φερόταν
με υπεροπτική συγκαταβατικότητα. «Ο παπαδάκος», έτσι τον
έλεγαν. «Γκρίζος και χλωμός, καλοκάγαθος και
εξυπηρετικός, χωρίς όμως καμιά
κουλτούρα. Γι’ αυτό και είναι
τόσο προσκολλημένος στο
Θεό. Άλλο τίποτα δεν
υπάρχει μέσα του». Μ’ αυτά
τά λόγια τον
είχε περιγράψει κάποτε
ένας κουλτουριάρης πολιτικός
κρατούμενος, εκφράζοντας την γνώμη
των περισσοτέρων.
Μια φορά
μαζεύτηκαν δέκα-δώδεκα άτομα – τεχνοκρίτες, ζωγράφοι, συγγραφείς,
ηθοποιοί. Έπιασαν να συζητούν
για την αρχαία
ρωσική τέχνη. Ένας πανύψηλος
κρατούμενος, καθηγητής-τεχνοκριτικός, πού, μετά τις
τόσες κακουχίες του
στρατοπέδου, διατηρούσε
ακόμα κάτι από
την παλιά του
αρχοντιά και επιβλητικότητα, σχεδόν μονοπωλούσε
το λόγο. Μιλούσε ζωηρά, με
στόμφο, και οι άλλοι
τον άκουγαν με
μεγάλο ενδιαφέρον. Φαίνεται πώς
γνώριζε καλά το
θέμα, και γι’ αυτό ήταν
πειστικός.
Κάποια στιγμή
πέρασε δίπλα τους ο π. Αρσένιος, σιωπηλός όπως
πάντα. Ο «ψηλός» διέκοψε
την ομιλία του
και τον ρώτησε
μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο:
-
Eσείς, πάτερ, πού είστε
τόσος πιστός και
πνευματικός, μήπως μπορείτε να
μας πείτε, ποια είναι
η σχέση της
Ορθοδοξίας με την
αρχαία ρωσική ζωγραφική
και αρχιτεκτονική, αν βέβαια
υπάρχει κάποια σχέση
μεταξύ τους?
Οι άλλοι γέλασαν χωρίς
συστολή. Ως κι ο
Αφσένκωφ, πού άκουγε από
μακριά όσα έλεγαν, άθελά
του χαμογέλασε. Το ερώτημα
του καθηγητή φάνηκε
σ’ όλους άτοπο, αλλά δεν
ήταν παρά χλευαστικό. Πώς ν’ απαντήσει
αυτός ο απλοϊκός
και αστοιχείωτος παπαδάκος?
Ο π. Αρσένιος
κοντοστάθηκε. Είδε τά χαμόγελα
και κατάλαβε τη
σημασία τους.
-
Τώρα…
τώρα θα
έρθω, μόνο να τελειώσω
τη δουλειά μου, είπε
κι έτρεξε πιο
πέρα.
-
Το παπαδάκι
δεν είναι και
τόσο κουτό, γλύτωσε το
ντρόπιασμα, σχολίασε κάποιος.
-
Είναι γεγονός
πώς οι Ρώσοι
παπάδες ήταν πάντα
αμαθείς και άξεστοι, δογμάτισε ένας
άλλος.
Ο «ψηλός»
συνέχισε να μιλάει
ακατάπαυστα, σαν χείμαρρος.
Σε δέκα
λεπτά ο π. Αρσένιος
επέστρεψε και τον
διέκοψε.
-
Τελείωσα τη
δουλειά μου. Μπορείτε, παρακαλώ,
να επαναλάβετε το
ερώτημά σας?
Ο καθηγητής
τον κοίταξε με
ύφος όλο οίκτο
και περιφρόνηση, έτσι όπως
θα κοίταζε τον
πιο ηλίθιο φοιτητή
του.
-
Το ερώτημα, μπάτουσκα, είναι απλό
αλλά ενδιαφέρον. Εσείς, ως εκπρόσωπος
του ρωσικού ιερατείου, τι
θα είχατε να
πείτε για την
επίδραση της Ορθοδοξίας
στις εικαστικές τέχνες
της αρχαίας Ρωσίας? Θα
έχετε ακούσει ίσως
για τους θησαυρούς
του Σουζντάλ, του Ροστώβ, του
Περεγιασλάβλ, της μονής Θεραπόντωφ…, καθώς επίσης
και για τις
εικόνες της Παναγίας
του Βλαντιμίρ και
της Αγίας Τριάδος
του Ρουμπλιώφ. Μπορεί και
να τις γνωρίζετε
από αντίγραφα. Έ, λοιπόν,
πέστε μας τις
σκέψεις σας για
όλ’ αυτά…
Ο απλοϊκός
και καλοκάγαθος παπαδάκος
έγινε τώρα άλλος
άνθρωπος. Έριξε στον καθηγητή
μια ματιά γεμάτη
αυτοπεποίθηση και άρχισε
να λέει μέ
φωνή χαμηλή, αλλά καθαρή
και σταθερή:
-
Πολλές απόψεις
υπάρχουν γύρω από
την επίδραση της
Ορθοδοξίας στις εικαστικές
τέχνες της Ρωσίας. Δίαφορες θεωρίες
διατυπώθηκαν σχετικά μ’ αυτό
το θέμα, για το
οποίο κι εσείς, κύριε
καθηγητά, πολλά γράψατε και
διδάξατε. Ορισμένα
συμπεράσματά σας, όμως, επιτρέψτε μου
να σας το πώ,
είναι σφαλερά, βιαστικά ή
και αντιφατικά. Όσα αναφέρατε
πρίν από λίγο, ήταν
πολύ πιο κοντά
στην αλήθεια απ’ όσα
κατά καιρούς δημοσιεύσατε
στα βιβλία και τά άρθρα
σας. Θεωρείτε πώς η
ανάπτυξη των εικαστικών
μας τεχνών οφείλεται
σχεδόν αποκλειστικά στον
λαϊκό-οικονομικό παράγοντα.
Υποστηρίζετε, δηλαδή, ότι και η
καλλιτεχνική δημιουργία –
όπως κάθε κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και
πνευματική εκδήλωση της
ανθρώπινης ζωής –
καθορίζεται από τις
υλικές, και μάλιστα τις
οικονομικές συνθήκες.
Διαφωνώ μαζί σας
και θεωρώ ότι
ο Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία, όχι μόνο
επέδρασε καθοριστικά και
δημιουργικά στην ρωσική
ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αλλά και
διαμόρφωσε αποφασιστικά ολόκληρο
τον λαϊκό μας
πολιτισμό από τον 10ο ως
τον 18ο αιώνα.
Ο
κλήρος και ο
μοναχισμός της πατρίδας
μας διδάχθηκαν, από τά
τέλη του 10ου αιώνα, τον
Ορθόδοξο βυζαντινό πολιτισμό, και στη
συνέχεια τον μετέδωσαν
στο λαό μας. Ο
πολιτισμός στη Ρωσία
αρχίζει ουσιαστικά με το Χριστιανισμό, που δεχθήκαμε
από το Βυζάντιο. Η
πρώτη ρωσική γραμματεία
άντλησε το περιεχόμενό
της από τις
βυζαντινές πηγές, και μάλιστα
από τά συγγράμματα
των Πατέρων της
Ανατολικής Εκκλησίας, πού μεταφράσθηκαν
στη γλώσσα μας
και υπήρξαν τά
θεμέλια κάθε μεταγενέστερης ρωσικής
πνευματικής δημιουργίας. Όσο για τά έργα τέχνης,
αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής, ποιος μπορεί
να αμφισβητήσει την
απόλυτη εξάρτησή τους
από τά ορθόδοξα
ελληνοβυζαντινά πρότυπα μέχρι
και τον 17ο αιώνα? Η
αυστηρή, όχι βέβαια και
δουλική, προσήλωση των Ρώσων
καλλιτεχνών στα πρότυπα
αυτά – σας θυμίζω την
εικόνα της Θεοτόκου
του Βλαντιμίρ, πού αναφέρατε – παρήγαγε έξοχα
έργα χρωματικής λαμπρότητας, γραμμικής ευρυθμίας
και πνευματικού βάθους, όπως
είναι το αριστουργηματικό έργο
του Ρουμπλιώφ, η εικόνα
της Αγίας Τριάδος.
Κάθε
εικονογραφικό έργο είναι
αδιάσπαστα δεμένο με
την ορθόδοξη ψυχή
του δημιουργού του, με
την ψυχή ενός
πιστού, πού αποδίδει εικαστικά
όχι τη φυσική
πραγματικότητα, όπως θα έκανε
ένας νατουραλιστής ζωγράφος, αλλά την
πνευματική του εμπειρία, εκείνην ακριβώς
πού βίωσαν και
μας κληροδότησαν οι
άγιοι της Οροδοξίας.
Στην
ορθόδοξη εικόνα, τά πάντα – τά
πρόσωπα, τά ζώα, το τοπίο, τά
αρχιτεκτονήματα – έχουν κάτι το
φαινομενικά παράδοξο, κάτι πού
εσείς ίσως θα
το λέγατε αφύσικο. Αυτό
δεν οφείλεται μήτε
σε πρόθεση εντυπωσιασμού
μήτε, πολύ περισσότερο, σε αδεξιότητα
του ζωγράφου. Είναι μια
πρόσκληση στην άτακτη
τάξη και στήν
άσοφη σοφία του
κόσμου τούτου, πρόκληση αντίστοιχη
μ’ εκείνη του ευαγγελικού
κηρύγματος. Το ευαγγέλιο του
Χριστού είναι μωρία
για τη σοφία
του κόσμου. Επειδή «ουκ έγνω
ο κόσμος διά
της σοφίας τον
Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός
διά της μωρίας
του κηρύγματος σώσαι
τους πιστεύοντας» (Α΄ Κορ. 1:21).
Σ’ αυτή τη «μωρία»
του ευαγγελίου ανταποκρίνεται και
η «μωρία» της
εικόνας, πού σοκάρει τη
φυσιολογική όραση, ακριβώς επειδή
γι’ αυτήν φυσιολογική είναι
η κατάσταση του
κόσμου πού μας
περιβάλλει – του κόσμου της
πτώσης, της αποστασίας και
της φθοράς. Η ορθόδοξη
εικόνα εκφράζει την
υπεραισθητή αλήθεια, τη θεία
αποκάλυψη, ενσαρκωμένη στα εικονιζόμενα
πρόσωπα, που αποτελούν πρότυπα
αγιότητας και υποδειγματικά
προοίμια της μεταμορφώσεως
του κόσμου, πού μας
εισάγουν στο μυστήριο
του «μέλλοντος αιώνος», πού
μας κατευθύνουν προς
τη μέθεξη των
αοράτων και αιωνίων…
Στη
δημιουργία μιάς εικόνας, τίποτα δεν
μπορεί να αντικαταστήσει την
προσωπική και συγκεκριμένη
εμπειρία της χάριτος. Όποιος δεν
έχει αυτή την
προσωπική εμπειρία, μπορεί να
ζωγραφίσει μιάν εικόνα
μόνο μεταδίδοντας την
εμπειρία εκείνων πού
την είχαν, όπως δηλαδή
θα τη ζωγράφιζαν
οι παλαιοί άγιοι
εικονογράφοι. Γι’ αυτό οι περισσότεροι
Ρώσοι εικονογράφοι εκτελούσαν
την εργασία τους
με ευλάβεια, φόβο Θεού, προσευχή και
νηστεία. Και ο λαός
μας, πού καταφεύγει προσευχητικά
στις ιερές εικόνες
τόσο στη δυστυχία
όσο και στην
ευτυχία του, έχει συνδέσει
μ’ αυτές θαυμαστές και
υπέροχες παραδόσεις. Διηγούνται, και
το πιστεύουν βαθιά, ότι
σε πολλές περιπτώσεις
το χέρι του
ζωγράφου το καθοδηγούσε
άγγελος Κυρίου. Άλλωστε, οι παλαιοί
Ρώσοι εικονογράφοι δεν
έβαζαν ποτέ την
υπογραφή τους στις
εικόνες πού ιστορούσαν, γιατί τις
θεωρούσαν όχι σαν
έργα των χεριών
τους, αλλά σαν δημιουργήματα
και φορείς της
ευλογίας και της
χάριτος του Θεού. Κοιτάξτε οποιαδήποτε
ορθόδοξη εικόνα της
Υπεραγίας Θεοτόκου και
συγκρίνετέ την με
μια δυτική Μαντόννα. Στην πρώτη
θα διακρίνετε το
πνευματικό βάθος, το θαύμα
της πίστεως, την αλήθεια
της Ορθοδοξίας. Στη δεύτερη
θα δείτε τη
γυναίκα-ντάμα, γεμάτη
επίγεια ομορφιά και
ελκυστικότητα, χωρίς όμως θεία
χάρη και δύναμη – απλά
μια γυναίκα. Παρατηρήστε το
βλέμμα της Παναγίας
του Βλαντιμίρ, και θα
παραδεχθείτε πώς ακτινοβολεί
την πιο υψηλή
πνευματικότητα, την άπειρη θεία
φιλανθρωπία, την ελπίδα της
σωτηρίας…»
Ο π. Αρσένιος
μιλούσε ορθωμένος, αλλοιωμένος,
συνεπαρμένος από τά
ίδια του τά
λόγια. Ο λόγος του
ήταν σαφής, εκφραστικός,
σαγηνευτικός.
Αφού αναφέρθηκε
σε συγκεκριμένες και
ιστορικές ρωσικές εικόνες, αποκαλύπτοντας και
αναλύοντας με τρόπο
έξοχο την ουσία
και το πνεύμα
της αρχαίας ρωσικής
ζωγραφικής, έκανε το ίδιο και
για την αρχιτεκτονική, με αναφορά
στα μνημεία του
Ροστώφ-Βελίκι, του Σουζντάλ,
του Βλαντιμίρ, του Ούγκλιτς
και της Μόσχας. Και
κατέληξε με τούτα
τά λόγια:
-
Χτίζοντας τις
εκκλησιές του ο
ορθόδοξος Ρώσος, υποχρέωσε τις
πέτρες να ψάλλουν
στο Θεό, να μιλούν
στον άνθρωπο για το
Θεό, να
δοξάζουν το Θεό!
Μιάμιση ώρα
ήταν κρεμασμένοι από τά χείλη του
οι «κουλτουριάρηδες» του
θαλάμου – έκθαμβοι, σαστισμένοι, αποσβολωμένοι…
Ο καθηγητής
είχε ζαρώσει, είχε καταπιεί
τη γλώσσα του. Πού
ήταν εκείνο το
κόρδωμα, εκείνη η ξιπασιά
και η ειρωνική
διάθεση?
-
Συγχωρείστε με, ψέλλισε
μετά από μικρή
σιωπή! Πώς γνωρίζετε τά
συγγράμματά μου και
τις απόψεις μου? Πού σπουδάσατε
για την αρχαία
ρωσική ζωγραφική και
αρχιτεκτονική? Αφού είστε ιερέας…
-
Πρέπει ν’ αγαπάμε
την πατρίδα μας
και να γνωρίζουμε
καθετί πού αφορά
την ιστορία και
τον πολιτισμό της. Κι
ένας παπαδάκος, όπως με
χαρακτηρίζετε, οφείλει να μπεί
στην «ψυχή» της
ρωσικής τέχνης, για να
δείχνει στις ανθρώπινες
ψυχές, που ποιμαίνει, την πραγματικότητα και
την αλήθεια, την ακακοποίητη
και καθαρή αλήθεια. Γιατί πολλοί
άνθρωποι – δυστυχώς κι εσείς, κύριε
καθηγητά – καλύπτουν με επινοήσεις
και ψεύδη ό,τι
πιο ιερό υπάρχει
στον άνθρωπο. Και αυτό
γίνεται για να
εξυπηρετηθούν εφήμερα συμφέροντα, φιλοσοφικές θεωρίες
πού διαψεύδονται, κοινωνικά συστήματα
πού καταρρέουν, πολιτικά καθεστώτα
πού ανατρέπονται…
Ο καθηγητής
είχε χλωμιάσει.
-
Ποιος είστε? ρώτησε
μέσ’ απ’ τά δόντια του. Ποιο είναι
το πραγματικό σας
όνομα?
-
Το κοσμικό
μου όνομα, θέλετε να
πείτε… Πέτρος Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ! Τώρα είμαι
απλά ο π. Αρσένιος, κρατούμενος, όπως κι
εσείς, στο Ειδικό…
Ο καθηγητής
πετάχτηκε πάνω κι
έκανε ένα βήμα
μπροστά.
-
Πέτρε Αντρέγιεβιτς!... συγχωρέστε με… συγχωρέστε με… δεν
φανταζόμουν, δεν μπορούσα να
υποθέσω, πώς ο διάσημος
τεχνοκρίτης, ο συγγραφέας τόσων
μελετών και πραγματειών
γύρω από την
ιστορία της ρωσικής
τέχνης, ο δάσκαλος τόσων
και τόσων, θα βρισκόταν
μαζί μου σε
τούτο το στρατόπεδο, και μάλιστα
σαν ιερέας!... εδώ και
κάμποσα χρόνια δεν
είχαμε καμιά είδηση
για σας. Μόνο τά
άρθρα και τά
βιβλία σας κυκλοφορούσαν
από χέρι σε
χέρι. Δεν σας γνώριζα
προσωπικά, αλλά στις απόψεις
σας άσκησα σκληρή
πολεμική… Πώς όμως εσείς, ένας
λαμπρός επιστήμονας, φτάσατε να
γίνετε παπάς?
-
Επειδή σε
όλα βλέπω και
ψηλαφώ το Θεό! Γι’ αυτό
έγινα «ο π. Αρσένιος». Γι’ αυτό έγινα
ένας παπαδάκος. Αν όμως
θέλετε να γνωρίζετε
την αλήθεια, πρέπει να
σας πώ, ότι ο
ρωσικός κλήρος ήταν
η δύναμη εκείνη, πού, τον 14ο και
τον 15ο αιώνα, έσωσε
την πατρίδα μας, συνενώνοντας το
λαό και βοηθώντας
τον να αποτινάξει
τον ταταρικό ζυγό. Είναι
αλήθεια, βέβαια, ότι στον 16ο και
τον 17ο αιώνα
παρουσιάστηκε μια ηθική
κατάπτωση του ιερατείου, χωρίς να λείψουν
και σ’ αυτό το
διάστημα από την
Εκκλησία μας οι
μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες. Ως τότε, όμως, ήταν η
ουσιαστικότερη δύναμη της
Ρωσίας.
Μ’ αυτά τά
λόγια ο π. Αρσένιος
γύρισε και απομακρύνθηκε. Οι ακροατές
του έμειναν εκεί, όρθιοι, κατάπληκτοι και
ηττημένοι – ανάμεσά τους και
ο Αφσένκωφ.
-
Να, λοιπόν,
σύντροφοι, το αγαθό παπαδάκι!..., πέταξε κάποιος.
Σκόρπισαν όλοι
σιωπηλά.
Ο Αφσένκωφ
παρατήρησε, πώς, από τη μέρα
εκείνη, η ιντελλιγκέντσια του
θαλάμου, μά και του
στρατοπέδου ολόκληρου,
άρχισε ν’ αντιμετωπίζει τον π.
Αρσένιο εντελώς διαφορετικά. Πολλοί ανακάλυπταν
για πρώτη φορά, πώς
η πίστη στο
Θεό όχι μόνο
δεν βρίσκεται σε
αντίθεση με την
επιστημονική γνώση, αλλά και
συμπορεύεται μ’ αυτή.
Ο Αφσένκωφ
ήταν ιδεολόγος κομμουνιστής, πού κάποτε
είχε πιστέψει φανατικά
στο μαρξισμό. Την πρώτη
του χρονιά στο
Ειδικό ζούσε απομονωμένος
από τους άλλους.
Ήταν αμίλητος
και κλεισμένος στον
εαυτό του. Ύστερα πλησίασε
μερικούς από τους
συγκρατουμένους του,
παλαιούς κομμουνιστές κι
αυτούς. Σύντομα, όμως, έκοψε
κάθε επαφή μαζί
τους, καθώς διαπίστωσε πώς
η μόνη σκέψη
και επιθυμία τους
ήταν να ξανακερδίσουν
τά χαμένα πόστα, να
επιστρέψουν στην προηγούμενη
ζωή του βολέματος, όχι να
παλέψουν ενάντια στην
αυθαιρεσία του Στάλιν, για
τη δικαιοσύνη και
την ελευθερία.
Αναπολούσε τά
περασμένα χρόνια… Χωρίς να
συνειδητοποιήσει το πώς, είχε
χάσει τις ιδέες, ή
μάλλον τις είχε
αντικαταστήσει με στεγνές
διαταγές, τυπικές εγκυκλίους,
γραφειοκρατικές διαδικασίες… Είχε αποκοπεί
από τις πλατειές
μάζες των ανθρώπων
και τά πραγματικά
τους προβλήματα. Οι καταθέσεις
των «μαρτύρων», οι ομολογίες
των «ενόχων», τά άρθρα των κομματικών εφημερίδων – να τι
είχαν πάρει μέσα
του τη θέση
των ζωντανών ανθρώπων.
Το στρατόπεδο
διέλυσε τις ψευδαισθήσεις
του. Εδώ αντίκρυσε τη
ζωή σ’ όλη τη
σκληρή πραγματικότητα.
Σιγά-σιγά δημιούργησε μια
ζεστή ανθρώπινη σχέση
με όλους τους
συγκρατουμένους του χωρίς
διάκριση. Εγκάρδιος και καλοσυνάτος, βοηθούσε πρόθυμα
όποιον είχε ανάγκη.
Ο π. Αρσένιος
ασκούσε μιάν ακαταμάχητη
έλξη επάνω του. Στην
αρχή τον είχαν
απωθήσει η απεριόριστη
πίστη και η
αδιάλειπτη προσευχή του
παππούλη. Συνάμα, όμως, κάτι
το ανεξήγητο τον
τραβούσε κοντά του. Δίπλα
στον π. Αρσένιο ένιωθε
αναπαυμένος, γαλήνιος, ασφαλής. Αυτός
ο άνθρωπος είχε
έναν μυστικό τρόπο
να τον λυτρώνει
από τη θλίψη
και τη μελαγχολία, πού τού
προξενούσαν οι δυσκολίες
και η καταπίεση
του στρατοπέδου. Γιατί? Δεν μπορούσε
να το καταλάβει.
Ο Ιβάν
Αλεξάντροβιτς Σαζίκωφ, από το
άλλο μέρος, έμενε πάντα
ο ίδιος: ωμός, αδίσταχτος,
εξουσιαστικός… Μόλις στάθηκε στα
πόδια του, οργάνωσε και
πάλι υπό την αφανή
ηγεσία του όλους
τους ποινικούς καταδίκους
του στρατοπέδου σε μιάν
«εγκληματική αδελφότητα». Ο λόγος
του νόμος, το κύρος
του αναμφισβήτητο, η εξουσία
του απόλυτη – συγκέντρωνε,
βλέπετε, τά περισσότερα εγκληματικά
παράσημα…
Μετά την
ανάρρωσή του δεν
έδινε καμιά σημασία
στον π. Αρσένιο. Λίγους μήνες
αργότερα, όμως, χτύπησε
άσχημα στο πόδι. Τον
απάλλαξαν από τη
δουλειά για πέντε
μέρες. Μά το τραύμα
κακοφόρμισε και αναγκάστηκε
να μείνει στο
κρεβάτι περισσότερο.Ο π. Αρσένιος
τον φρόντιζε κι
αυτή τη φορά
με απέραντη αγάπη.
Μια μέρα
ο Σαζίκωφ επιχείρησε
να του δώσει
ένα φιλοδώρημα. Ο π. Αρσένιος
χαμογέλασε και του
έσπρωξε μαλακά το
χέρι.
-
Δεν το
κάνω για αμοιβή, αλλά
για σας τον
ίδιο – για τον άνθρωπο!
Ο σκληροτράχηλος Σαζίκωφ
είχε τώρα μαλακώσει, μόνο με
τον π. Αρσένιο όμως. Άρχισε
να του μιλάει
πότε-πότε για τη
ζωή του, κάτι πού
δεν είχε κάνει
ποτέ πρίν και
σε κανέναν άλλο, μήτε
στους πιο στενούς
συντρόφους του.
-
Δεν έχω
εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, πολύ περισσότερο
στους παπάδες. Εσένα όμως, Πέτρε
Αντρέγιεβιτς, σε εμπιστεύομαι.
Δεν θα
γίνεις προδότης, ζείς κοντά
στο Θεό… Κάνεις καλοσύνες, όχι για
το συμφέρον σου, αλλά
γιατί αγαπάς τους
συνανθρώπους σου… Και η
μάνα μου τέτοια
ήταν!...
5.
Σταματήστε !
Ἔπιασαν φοβερές παγωνιές. Οἱ κρατούμενοι, δουλεύοντας ὅλη μέρα μέσα στό
φαρμακερό κρύο, ἀποξύλιαζαν.
Πέθαιναν πολλοί!.... Σχεδὸν κάθε βράδυ γύριζαν στὸ θάλαμο λιγότεροι.
Σύντομα ὅμως ὁ ἀριθμός τους συμπληρωνόταν μέ ἄλλους.
Ἡ κατάσταση ἦταν δύσκολη γιά τούς πολιτικούς κρατούμενους. Μετά τή δουλειά,
κατάκοποι καὶ ξεπαγιασμένοι καθώς ἦταν, δέν εἶχαν ἄλλη παρηγοριά, μά οὔτε καί
ἄλλην ἐλπίδα γιά νά κρατηθοῦν στή ζωή, ἀπό τό φτωχικό συσσίτιο.
Μιά φορά, λοιπόν, οἱ ποινικοί κατάδικοι τούς ἅρπαξαν μέ τή βία τό ψωμί.
Ὅταν αὐτό ἔγινε καί τήν ἑπομένη μέρα, ὁ κόμπος ἔφτασε στὸ χτένι.
Μετὰ τὸ φαγητό, ὅταν ὅλοι μαζεύτηκαν στὴν παράγκα καί οἱ πόρτες κλείστηκαν,
ἄναψε καβγάς θανάσιμος ἀνάμεσα στούς πολιτικούς κρατουμένους καί τούς
ἐγκληματίες.
Ἐπικεφαλῆς τῶν πολιτικῶν ἦταν ὁ Ἀφσένκωφ, δυό-τρεῖς πρώην στρατιωτικοί καί
πέντε διανοούμενοι, ἐνῶ τῶν ποινικῶν ὁ Ἰβάν Κάριι, διαβόητος κακοποιός,
ταραχοποιός καί δολοφόνος. Ἀκαταγώνιστος χαρτοπαίκτης, εἶχε ἕνα μακάβριο χόμπυ:
Ἔπαιζε στά χαρτιά ἀνθρώπινες ζωές!
Οἱ πολιτικοί φώναζαν μέ ἀγανάκτηση:
-Φτάνει πιά! Ἀπαιτοῦμε δικαιοσύνη καί
τάξη!
Οἱ ποινικοί ἀπαντοῦσαν μέ προκλητικό σαρκασμό:
-Ἁρπάζαμε καί θά ἁρπάζουμε!...
Ἤξεραν, βλέπετε, πώς ἡ διοίκηση τοῦ στρατοπέδου δέν θά ὑπερασπιζόταν ποτέ
τούς πολιτικούς κρατουμένους.
Ἄρχισαν νά πέφτουν οἱ πρῶτες γροθιές. Μετὰ ἀπό λίγο χρησιμοποιήθηκαν σάν
ὄπλα τά κούτσουρα. Μερικοί ἐγκληματίες ἔβγαλαν καί μαχαίρια. (Στό στρατόπεδο
ἀπαγορευόταν αὐστηρά ἡ κατοχή μαχαιριῶν. Οἱ ἐπόπτες ἔκαναν συχνά ἔρευνες, ἀλλά
σχεδόν ποτέ δέν τά ἔβρισκαν).
Μαχαίρωσαν ἕναν στρατιωτικό καί ἄνοιξαν τὰ κεφάλια μερικῶν ἄλλων. Οἱ
ποινικοί ἐνεργοῦσαν μεθοδικά καί μέ ἄνεση ἐπαγγελματική. Οἱ περισσότεροι
πολιτικοί, ἀπεναντίας, μόνο πού φώναζαν. Δίσταζαν, ἀπό τό φόβο, νά βοηθήσουν
τούς δικούς τους.
Οἱ ἐγκληματίες χτυποῦσαν ἀλύπητα. Συντριπτική ἦταν ἡ ὑπεροχή τους καί
βέβαιος ὁ θρίαμβός τους.
Τό πάτωμα τοῦ θαλάμου εἶχε κοκκινίσει ἀπό τό αἷμα...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεξε κι ἔπεσε στά πόδια τοῦ Σαζίκωφ.
-Ἰβάν Ἀλεξάντροβιτς! τόν ἱκέτεψε.
Βοηθῆστε! Βοηθῆστε! Μαχαιρώνουν τούς ἀνθρώπους! Δέν βλέπετε; Ποτάμι τό αἷμα!
... Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου σᾶς παρακαλῶ, σταματῆστε τους! Ἐσᾶς θά σᾶς ἀκούσουν!
Ὁ Σαζίκωφ γέλασε.
-Ἐμένα θ’ ἀκούσουν; Ἐσύ καί ὁ Θεός σου
νά βοηθήσετε!..... Ἄ, χά! Γιά κοίτα! Ὁ Ἰβάν Κάριι θά σφάξει τώρα τόν δικό σου,
τόν Ἀφσένκωφ! Τούς ἄλλους δυό τούς ξάπλωσε κιόλας.... Πόσο μακριά εἶναι ὁ Θεός
σου, παπά!
Αἵματα, κραυγές, βλαστήμιες, βογγητά... Τό αἰώνιο ἀνθρώπινο δράμα... Μέ τήν
ψυχή γεμάτη πόνο, ὁ π. Ἀρσένιος τινάχτηκε ἀστραπιαῖα καταμεσίς τῆς συμπλοκῆς,
Ὑψώνοντας τά χέρια του, φώναξε δυνατά καί καθαρά:
-Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σᾶς προστάζω:
Σταματῆστε!
Ἀφοῦ σχημάτισε στόν ἀέρα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶπε μέ χαμηλωμένη φωνή:
-Φροντίστε τούς τραυματίες.
Πῆγε καί στάθηκε μπροστά στό κρεβάτι του. Ἦταν σάν ἀλλοπαρμένος. Εἶχε
βυθιστεῖ στήν προσευχή. Δέν ἔβλεπε καί δέν ἄκουγε τί γινόταν γύρω του –πῶς ἡσύχασαν
ἀμέσως ὅλοι, πῶς ἔσυραν ὥς τήν ἔξοδο τούς νεκρούς, πῶς καταπιάστηκαν μέ τήν
περιποίηση τῶν τραυματιῶν. Σέ λίγο μέσα στό θάλαμο δέν ἀκουγόταν τίποτ’ ἄλλο,
πέρ’ ἀπό τό τρίξιμο τῶν κρεβατιῶν καί τά μουγγρητά ἑνός βαριά τραυματισμένου.
-Συγχώρεσέ με, π. Ἀρσένιε...
Ἡ τρεμάμενη φωνή τοῦ Σαζίκωφ ἔκανε τόν μπάτουσκα ν’ ἀνοίξει τά μάτια του
καί νά ἐπιστρέψει στήν πραγματικότητα.
-Συγχώρεσέ με... Δέν πίστευα στόν Θεό,
μά τώρα ἀρχίζω νά πιστεύω! Τά ’χω χαμένα... Μεγάλη ἡ δύναμη τῆς πίστεως!
Συγχώρεσέ με πού σέ εἰρωνεύτηκα...
Δύο μέρες ἀργότερα ὁ Ἀφσένκωφ, γυρίζοντας ἀπ’ τή δουλειά, πλησίασε κι αὐτός
τόν π. Ἀρσένιο. Στό πρόσωπό του ἦταν ζωγραφισμένη ἡ περίσκεψη μά καί ἡ
εὐγνωμοσύνη
-Σᾶς εὐχαριστῶ! Μέ σώσατε..... Μέ
σώσατε... Ἡ πίστη σας στό Θεό εἶναι ἀπεριόριστη. Νά βλέποντάς σας, ἀρχίζω κι ἐγώ νά καταλαβαίνω πώς Ἐκεῖνος ὑπάρχει!
Στήν παράγκα κυλοῦσε κανονικά ἡ ζωή -ἤ μᾶλλον τόσο ἡ ζωή ὅσο καί ὁ θάνατος.
Κάποιοι κρατούμενοι πέθαιναν καί κάποιοι ἄλλοι τούς ἀντικαθιστοῦσαν, ὤσπου νά
ἔρθει ἡ δική τους σειρά...
Ἡ ἁρπαγή τοῦ ψωμιοῦ σταμάτησε. Μιά-δυό ἀπόπειρες ἔγιναν μόνο ἀπό κάποιους
ἀδιόρθωτους. Αὐτοί ὅμως ἔφαγαν τόσο ξύλο ἀπό τούς ἄλλους ποινικούς γιά τό
τόλμημά τους, ὥστε κανένας δέν ξαναδοκίμασε ν΄ ἁπλώσει χέρι σέ ξένο μερδικό.
Ὁ π. Ἀρσένιος συνέχιζε τή διακονία του στό θάλαμο, μολονότι κάθε μέρα
ἔνιωθε καί πιό ἐξαντλημένος. Ζώντας ἀνάμεσα στούς πιό διαφορετικούς ἀνθρώπους -διαφορετικούς
στό χαρακτήρα, τή μόρφωση, τήν ἀγωγή, τίς ἐμπειρίες- μέ τήν ἀγάπη του, μέ τήν
καλοσύνη του, μέ τόν θερμό καί τρυφερό του λόγο, ἔγινε ὀ συνδετικός κρίκος
ὅλων, πιστῶν, κομμουνιστῶν, ἐγκληματιῶν. Μεγάλος ψυχογνώστης, καταλάβαινε τί
χρειαζόταν ὁ καθένας καί αὐτό τοῦ ἔδινε. Κέρδιζε τίς καρδιές, μαλάκωνε τόν
πόνο, χάριζε ἐλπίδα ζωῆς, δίδασκε τό καλό.
Ὁ Σαζίκωφ καί ὁ Ἀφσένκωφ, χωρίς νά καταλάβουν καί οἱ ἴδιοι τό πῶς, ἔγιναν
φίλοι. Μά τί κοινό θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἐγκληματία κι ἔνα πρώην
μέλος τοῦ Κόμματος;...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἦταν πού τούς ἕνωνε!
6. Ο ταγματάρχης
Ο επόπτης
Βεσιόλιϊ ήταν στις
κακές του. Τρείς φορές
ήρθε τη μέρα
εκείνη στην παράγκα
για έλεγχο, βλαστημώντας ασταμάτητα. Όλα τά
έβρισκε στραβά. Την τρίτη φορά χτύπησε
τον π. Αρσένιο στο
πρόσωπο. Έφυγε τρίζοντας τά
δόντια.
Το βράδυ
κάλεσαν τον μπάτουσκα
στο Ειδικό Τμήμα. Κακό
σημάδι…
Το Ειδικό
Τμήμα ήταν ο
φόβος και ο
τρόμος των κρατουμένων. Εκεί έπαιρναν
συμπληρωματικές καταθέσεις και
αποσπούσαν ομολογίες υπαρκτών
ή ανύπαρκτων παραπτωμάτων
με άσκηση φοβερής
ψυχολογικής και σωματικής
βίας. Ζητούσαν επίσης από
τον ανακρινόμενο να γίνει
μυστικός συνεργάτης τους
και καταδότης των
συγκρατουμένων του. Αν δεν
δεχόταν, τον βασάνιζαν απάνθρωπα. Μόνο σε μια περίπτωση
ήταν φιλικοί: όταν καλούσαν
κάποιον για να του ανακοινώσουν
την απόφαση παρατάσεως
του εγκλεισμού του
στο στρατόπεδο.
Εικοσιπέντε περίπου
άτομα στελέχωναν το
Ειδικό Τμήμα. Οι περισσότεροι
προέρχονταν από άλλες
κρατικές υπηρεσίες, αλλά είχαν
υποπέσει σε κάποιο
πειθαρχικό παράπτωμα, πού τους
είχε στοιχίσει τη
δυσμενή μετάθεση –
ουσιαστικά εξορία – σ’ αυτό το
απόκεντρο στρατόπεδο. Ήταν μέθυσοι, ανάλγητοι και
ατσίδες στις ανακρίσεις – «παραδέχεσαι πώς
είσαι ένοχος για
όλα»!
Τον π. Αρσένιο
τον ανέκρινε ένας
εικοσιεπτάχρονος ανθυπολοχαγός.
‘Αρχισε, όπως πάντα, με τυπικά
ερωτήματα: όνομα, επώνυμο, αιτία
καταδίκης, κ.λπ.
Ο π. Αρσένιος
απαντούσε ήρεμα.
Ξάφνου ο
ανθυπολοχαγός ούρλιαξε:
-
Τά ξέρουμε
όλα! Μίλα!...
Φωνές…
απειλές… και τέλος η
αποκάλυψη:
-
Ομολόγησε ότι
υποκινούσες σε στάση
τους κρατουμένους!
Τώρα ο π.
Αρσένιος σώπαινε και
προσευχόταν.
Ο ανθυπολοχαγός
φοβέριζε, βλαστημούσε, χτυπούσε
τις γροθιές του
στο τραπέζι. Καθώς όμως
όλα τούτα δεν
έφερναν αποτέλεσμα, σηκώθηκε και
γρύλλισε:
-
Δεν μιλάς? Καλά, λοιπόν! Τώρα θα
περάσεις στον Ταγματάρχη… κι αν
σού βαστάει, μην ομολογήσεις!
Βγήκε βροντώντας
πίσω του την πόρτα.
Γύρισε μετά
από δέκα λεπτά
και πρόσταξε τον π.
Αρσένιο να τον
ακολουθήσει.
Πήγαν στο
γραφείο του Ταγματάρχη, πού μόλις
λίγες μέρες πρίν
είχε διοριστεί στη θέση
του Προϊσταμένου του
Ειδικού Τμήματος.
-
Αφήστε μας
μόνους, είπε στεγνά ο
Ταγματάρχης στον ανθυπολοχαγό, παίρνοντας στα
χέρια του τον
φάκελλο του π. Αρσενίου.
Ο ανθυπολοχαγός
αποσύρθηκε αθόρυβα.
Ο Ταγματάρχης
σηκώθηκε, πήγε ως την
πόρτα, την κλείδωσε και
ξανακάθησε στη θέση του.
Άνοιξε το φάκελλο
και άρχισε να
μελετάει τά έγγραφα.
Ο π. Αρσένιος, όρθιος μπροστά
του, δεν είχε στο
νού του τίποτ’ άλλο
πέρ’ από την ευχή: «Κύριε
Ιησού Χριστέ, Υιέ του
Θεού, ελέησόν με τον
αμαρτωλόν».
Πέρασαν μερικά λεπτά
νεκρικής σιγής.
-
Καθήστε,
Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Εγώ έδωσα
εντολή να σας
καλέσουν…
Ήταν η
φωνή του Ταγματάρχη, απροσδόκητα ευγενική, σχεδόν τρυφερή.
Ο π. Αρσένιος
κάθησε. «Τώρα θ’ αρχίσουν»,
συλλογίστηκε. «Κύριε, ελέησέ με! Σε σένα
μόνο ελπίζω»!
Ο Ταγματάρχης
έσκυψε πάλι πάνω
απ’ το φάκελλο. Τά μάτια
του στάθηκαν για
λίγο στη φωτογραφία
του π. Αρσενίου. Καθώς την
παρατηρούσε, ξεκούμπωσε αργά την
αριστερή επάνω τσέπη
του στρατιωτικού του
χιτωνίου και έβγαλε
ένα διπλωμένο φύλλο
χαρτιού.
-
Πάρτε το, είπε
προτείνοντάς το στον
π. Αρσένιο. Είναι ένα σημείωμα
για σας από
τη Βέρα Ντανίλοβα. Ζεί και
είναι καλά. Διαβάστε το!
Άναυδος ο π.
Αρσένιος, άπλωσε το χέρι
του και το
πήρε σχεδόν μηχανικά. Τά
είχε χαμένα. Τι να πιστέψει?...
Ξεδίπλωσε το
χαρτάκι και διάβασε:
«Σεβαστέ
π. Αρσένιε,
Το
έλεος του Θεού
δεν έχει όρια. Εκείνος
σας φύλαξε. Μην ξαφνιάζεστε
με τίποτα.
Δείξτε
εμπιστοσύνη. Να προσεύχεσθε για
μάς τους αμαρτωλούς. Ο
Θεός έσωσε πολλούς
από
μας.
Βέρα».
Η υπογραφή
ήταν πράγματι της
Βέρας Ντανίλοβα, της αδελφής
Βέρας, μιάς από τις
πιο πιστές θυγατέρες
του. Δεν υπήρχε, άλλωστε,
αμφιβολία πώς το
σημείωμα ήταν γραμμένο
από την ίδια, γιατί
κάποτε είχαν συμφωνήσει, όταν θα
αλληλογραφούσαν, να δίνουν ένα
χαρακτηριστικό σχήμα σε
ορισμένα γράμματα της
λέξης «προσεύχεσθε». Τότε?...
«Κύριε! Σ’
ευγνωμονώ πού οικονόμησες
να μάθω για
τά πνευματικά μου παιδιά! Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, για το
μεγάλο Σου έλεος!».
Ο Ταγματάρχης
πήρε το σημείωμα
μέσ’ από τά χέρια
του π. Αρσενίου και
του έβαλε φωτιά μ’ ένα
σπίρτο. Το παρατηρούσαν κι
οι δυό σιωπηλά, ώσπου έγινε
στάχτη. Ύστερα σήκωσαν αργά
τά μάτια τους
και κοιτάχτηκαν με
ανάμικτα αισθήματα.
Ο Ταγματάρχης
έβλεπε να κάθεται απέναντί
του ένα ταλαιπωρημένο
γεροντάκι μέ κοντό
γενάκι και ξυρισμένο
κεφάλι. Φορούσε ένα παλιό
μπαλωμένο μπουφάν και
χοντρό βαμβακερό παντελόνι. Ο
φάκελλός του αποκάλυπτε
το λαμπρό παρελθόν
ενός σπουδαίου ανθρώπου: ήταν γόνος
οικογενείας επιφανών επιστημόνων. Αφού ολοκλήρωσε
τις σπουδές του
στο Πανεπιστήμιο της
Μόσχας, έγινε γνωστός τόσο
στη Σοβιετική Ένωση
όσο και στο
εξωτερικό, σαν έξοχος τεχνοκρίτης
και συγγραφέας περισπούδαστων μελετημάτων
για την πρώϊμη
ρωσική ζωγραφική και
αρχιτεκτονική. Βαθιά πιστός χριστιανός, είχε χειροτονηθεί
ιερομόναχος και χειραγωγούσε
πνευματικά μια μεγάλη
ορθόδοξη κοινότητα, πού,
σύμφωνα με τά
στοιχεία της Αστυνομίας, δεν διαλύθηκε
ακόμα κι όταν
τον φυλάκισαν.
«Όσο ζούσε
ελεύθερο αυτό το
γεροντάκι», σκεφτόταν ο Ταγματάρχης, «συνταίριαζε την
Πίστη με την
Επιστήμη. Κάθε βιβλίο του
ήταν ένας ύμνος
στην ομορφιά της
Ρωσίας, κάθε άρθρο του
ένα προσκλητήριο φιλοτεχνίας
και φιλοπατρίας. Τώρα όλα
τούτα χάθηκαν μαζί
του. Όπου νά’ ναι θα
τον επισκεφθεί ο
θάνατος…»
Οι ικεσίες
δύο γυναικών, της αγαπημένης
του συζύγου και
της Βέρας Ντανίλοβα, είχαν οδηγήσει
τον Ταγματάρχη στην
τολμηρή απόφαση να
βοηθήσει τον π. Αρσένιο. Η
Βέρα, πού ήταν γιατρός, με
αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια
είχε σώσει κάποτε
από βέβαιο θάνατο
τη σύζυγό του
και την κόρη του. Βέβαια, κάτω από
τις συνθήκες παρακολουθήσεως και
αλληλοκαταδόσεων, πού
επικρατούσαν στο στρατόπεδο, κάθε σχετικό
εγχείρημα ήταν πολύ
επικίνδυνο. Ο Ταγματάρχης όμως
το αποτόλμησε και
για έναν άλλο
λόγο: από μια ακατανίκητη
εσωτερική παρόρμηση να
γνωρίσει τον π. Αρσένιο
και να συνδεθεί
μαζί του.
Ο παππούλης
είχε κλείσει τά
μάτια και φαινόταν
βυθισμένος στον εαυτό
του, λές και ταξίδευε
νοερά σ’ άλλους κόσμους… Ξαφνικά σαν
να συνήλθε. Κοίταξε τον ταγματάρχη και
είπε ήρεμα:
-
Σας ευχαριστώ
γι’ αυτή την ευεργεσία. Στο όνομα
του Κυρίου σας
ευχαριστώ.
Τά μάτια
του είχαν εντυπωσιάσει
τον Ταγματάρχη περισσότερο
από το καθετί
άλλο. Τι μάτια ήταν
αυτά! Γεμάτα φώς και
δύναμη, ακτινοβολούσαν
απέραντη καλοσύνη και
βαθειά ψυχογνωσία. Όχι, ο π. Αρσένιος
δεν ήταν ένας ταλαίπωρος, γερασμένος και
αξιολύπητος κρατούμενος, μά ένας
αξιοθαύμαστος αγωνιστής, ένας άνθρωπος
σπάνιος, πού, αντί να καμφθεί
από τις κακουχίες
τού στρατοπέδου, χαλυβδώθηκε και
τελειοποιήθηκε πνευματικά.
Ο Ταγματάρχης
καταλάβαινε, πώς ένα βλέμμα
του π. Αρσενίου μπορούσε
ν’ αλλάξει τις διαθέσεις
των ανθρώπων, ένας λόγος
του να κάνει
θαύματα, μια εντολή του ν’
ανοίξει όλες τις
πόρτες.
Με το
πρόσωπο αλλοιωμένο, κοίταζε τώρα
ψηλα, πάνω από το
κεφάλι του Ταγματάρχη, σαν να
έβλεπε κάποιον εκεί. Σηκώθηκε αργά, έκανε
τρείς φορές το
σταυρό του, έβαλε μετάνοια
και ξανακάθησε.
Ο Ταγματάρχης
τον ακολούθησε στις
κινήσεις αυτές σχεδόν
ασυναίσθητα. Σαν σε όνειρο, έβλεπε μπροστά
του όχι πιά
ένα γεροντάκι με
μπαλωμένο μπουφάν, μά έναν
ιερέα μέσα στα
άμφιά του, που επιτελούσε
το «μυστήριο» της
προσευχής ενώπιον του
Θεού. Συγκλονισμένος, θυμήθηκε
κάτι μακρυνό και
ξεχασμένο – όταν, μικρό παιδί,
η μητέρα
του τον πήγαινε
στην παλιά εκκλησούλα
του χωριού τους… το
θυμήθηκε, και μια γλυκειά
θαλπωρή τύλιξε την
ψυχή του.
Ο π. Αρσένιος
ξανακάθησε. Είχε γίνει πάλι ο κουρασμένος
γέρος, με τά ίδια
όμως φωτεινά μάτια.
-
Μ’
έστειλαν σ’ αυτό το
στρατόπεδο, Πέτρε Αντρέγιεβιτς.
Έμαθα πώς είστε
κι εσείς εδώ. Το
είπα στη Βέρα
Ντανίλοβα, κι εκείνη με
παρεκάλεσε να σας
μεταφέρω ένα σημείωμά
της. Σας παρακαλώ κι
εγώ, όμως, να βοηθήσετε έναν
άνθρωπο πού μένει
στο θάλαμό σας.
-
Κατάλαβα…
ξέρω… τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς! Θα
τον βοηθήσω. Θα του
μεταφέρω ό,τι μού
πείτε. Όσο για σας, Σέργιε
Πετρόβιτς, καταλαβαίνω πόσο δύσκολο
είναι να συνηθίσετε
στα νέα σας
καθήκοντα, και τι δεν
γίνεται εδώ μέσα!... να
είστε συγκαταβατικός, στο μέτρο
των δυνατοτήτων σας. Αυτό
θ’ ανακουφίσει κάπως τους
κρατουμένους.
-
Ναι,
είναι δύσκολα εδώ…αλλά
τώρα έτσι είναι
παντού – γι’ αυτό κι εγώ
βρέθηκα σ’ αυτή τη
θέση. Σφίγγεται η καρδιά
σου, όταν βλέπεις τι
γίνεται γύρω σου: παρακολουθήσεις, καταδόσεις, σκευωρίες,
εκτοπίσεις, εκτελέσεις… ντρέπομαι
πού το λέω, αλλά
φοβάμαι… ο επόπτης Πούπκωφ
συνεχώς σας καταγγέλλει, μια για
το ένα και
μια για το
άλλο. Είναι φανερό ότι
σας αντιπαθεί. Θα βρώ
τρόπο να τον
«περιποιηθώ». Θα τον αντικαταστήσω
με κάποιον άλλον. Η
κατάσταση, πάντως, δεν θ’
αλλάξει σημαντικά, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Υπομονή! Θα προσπαθήσω
να σας βοηθήσω
όσο μπορώ – αλλά πόσο? Πολύ
λίγο, το ξέρετε! Θα σας
καλώ πάντα μέσω
του ανθυπολοχαγού Μάρκωφ. Είν’ εκείνος πού
σας ανέκρινε. Άνθρωπος δύσκολος, αινιγματικός και
καχύποπτος. Πρέπει ν’
απαλλαγώ κι απ’ αυτόν… Για να
θολώσω τά νερά, θα
διατάξω να σας
παρακολουθούν και κατά
διαστήματα να σας
οδηγούν σ’ εμένα για
ανάκριση. Μην ανησυχείτε, η παρακολούθηση
δεν θα έχει
καμιάν επίπτωση στη
ζωή σας, ούτε και
στον προσωπικό σας
φάκελλο θα σημειωθεί
τίποτα. Στον Αλέξανδρο Παύλοβιτς
να πείτε, ότι ο
Στρατηγός Σέργιος Πετρόβιτς
Αμπρόσιμωφ υποβιβάσθηκε σε
Ταγματάρχη και είναι
τώρα εδώ. Πολλοί σύντροφοι
και παλαιοί συναγωνιστές
θυμούνται τον Αλέξανδρο
Παύλοβιτς, μά δεν μπορούν
να τον βοηθήσουν. Κάποιοι πήγαν
και μίλησαν στον
Γενικό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Άς καθήσει
ακόμα κάμποσο καιρό»
είναι η απάντησή
του. Και στο μεταξύ
ο αντικαταστάτης του
κάνει ό,τι μπορεί
για να τον βγάλει
από τη μέση. Είναι
και άλλοι πού
θέλουν να τον
ξεφορτωθούν, αφενός γιατί ξέρει
πολλά και αφετέρου
γιατί είναι ιδεολόγος, ακέραιος, ευθύς… και τέτοιους
δεν τους θέλουν. Με
τις πιο απίθανες
συκοφαντίες προσπάθησαν να
αποσπάσουν τη συγκατάθεση
του Πρώτου για
να τον στείλουν
στο απόσπασμα, αλλά δεν
το κατόρθωσαν. Γι’ αυτό κατέφυγαν
τώρα σε πιο
βρώμικες μεθοδεύσεις. Έχω την
πληροφορία ότι πλεύρισαν
έναν εγκληματία του θαλάμου
σας, τον Ιβάν Κάριϊ, και
τον σπρώχνουν στη δολοφονία του
Αλεξάνδρου Παύλοβιτς. Να…
δώστε του αυτό
το σημείωμα. Είναι από
τη γυναίκα του. Θα
τον παρηγορήσει και
θα τον ενισχύσει. Συμπαρασταθείτε του
κι εσείς. Να φυλάγεται
από τον κρατούμενο
Σαβούσκιν, πρώην Γραμματέα του Κόμματος.
Ενεργεί ύπουλα εναντίον
του. Και τώρα… πρέπει να
υπογράψετε το καθιερωμένο
πρακτικό ανακρίσεως. Τι να
γράψουμε όμως?... δεν πειράζει, το
αφήνουμε για την
επόμενη συνάντησή μας. Μπορείτε
να πηγαίνετε…
Ο π. Αρσένιος
χαμογέλασε. Πήρε ένα λευκό
φύλλο χαρτιού από
το τραπέζι και
το υπέγραψε.
-
Γράψτε ό,τι
πρέπει, είπε.
Ο Ταγματάρχης
σηκώθηκε και τον
πλησίασε. Με μιάν απροσδόκητη
κίνηση, τον έπιασε από τους
ώμους και είπε:
-
Να με
θυμάστε…
Κουρασμένος αλλά
γεμάτος βιώματα και
εντπώσεις ο π. Αρσένιος
γύρισε στο θάλαμο. Έπεσε
αμέσως στο κρεβάτι
του, δοξολογώντας τον Κύριο
με στίχους από
το αγαπημένο του
Ψαλτήρι:
-
«Ευλογητός ο
Θεός, ός ουκ απέστησε
την προσευχήν μου
και το έλεος αυτού
απ’ εμού»… «Ως εμεγαλύνθη τά
έργα σου, Κύριε»… «Ελέησόν με, ο
Θεός»…
Οι άλλοι
τον περίμεναν με
αγωνία – ήταν πιθανό να
μην επιστρέψει. Ωστόσο, όταν μπήκε, κανείς
δεν τον ρώτησε
τίποτα. Ήταν άγραφος νόμος
στο στρατόπεδο: κάλεσαν κάποιον
στο Ειδικό Τμήμα? Αν
γύρισε, μην τον ρωτάς
τι έγινε εκεί. Αλλιώς
θα πέσει βαρειά
επάνω σου η
υποψία ότι κάτι φοβάσαι. Με
τον καιρό θα
μιλήσει ο ίδιος – αν
μιλήσει.
Ο π. Αρσένιος
δεν έκλεισε μάτι
όλη τη νύχτα. Θαύμαζε την
πρόνοια του Θεού
και προσευχόταν αδιάλειπτα.
Το πρωί
σηκώθηκε και καταπιάστηκε
με τις δουλειές. Η
καρδιά του σκιρτούσε
από μια θεία
χαρά.
Ο επόπτης
Πούπκωφ – ο Βεσιόλιϊ – μπήκε μια-δυό
φορές στο θάλαμο
κι έριξε μια
γρήγορα ματιά παντού.
-
Έ, παπά! φώναξε.
Δεν σε
ξέκαναν στο Ειδικό? Έννοια σου, και
θα σε ξεκάνουν!
Βγήκε γελώντας.
Το βράδυ, όταν
οι κρατούμενοι γύρισαν
στην παράγκα, ο π. Αρσένιος
πλησίασε τον Αφσένκωφ.
-
Αλέξανδρε Παύλοβιτς, τον παρακάλεσε, βοηθήστε με
να κόψω ξύλα, διαφορετικά δεν
θα προλάβω μέχρι
την επιθεώρηση.
Η επιθεώρηση
θα γινόταν σε
μιάν ώρα περίπου. Ξύλα
μπορούσαν να σχίζουν
και το βράδυ.
Βγήκαν έξω. Οι
προβολείς φώτιζαν άπλετα
όλη την περιοχή.
Ο π. Αρσένιος
έσκυψε πάνω απ’ το
σωρό, πήρε ένα κούτσουρο
και το έδωσε
στον Αφσένκωφ.
-
Πάρτε αυτό
εδώ, καθώς και το
σημείωμα. Προσέξτε μη σας
πέσει κάτω! Να το
διαβάσετε με τρόπο, και
μετά να το
καταπιείτε! Θα σά ς εξηγήσω αργότερα…
-
Τι σημείωμα? ρώτησε ο
Αφσένκωφ σαν χαμένος. Τι?...
Το άρπαξε
και πήγε κάτω
από το πιο
κοντινό φανάρι. Κάνοντας ότι
περιεργάζεται τάχα το
κούτσουρο στο φώς, διάβασε
το σημείωμα μια
φορά κι ύστερα
δεύτερη. Καυτά δάκρυα άρχισαν
να χαρακώνουν το
πρόσωπό του.
-
Καταπιείτε το! Ψιθύρισε
επιτακτικά ο π. Αρσένιος. Και συγκρατηθείτε!...
Καθώς έσχιζαν
και συγκέντρωναν τά
ξύλα τού διηγήθηκε βιαστικά
όσα είχε μάθει
από τον Αμπρόσιμωφ.
-
Πέτρε Αντρέγιεβιτς! Αναφώνησε ο
Αφσένκωφ. Πάτερ Αρσένιε! Ως τώρα
δεν πίστευα στο
Θεό. Αρχίζω όμως να
πιστεύω – πρέπει να πιστέψω! Είναι ένα
σημείωμα από τον
αξέχαστο φίλο μου
Σέργιο Πετρόβιτς. Μού μεταφέρει
γράμμα από τη
γυναίκα μου, την Αικατερίνα, με κίνδυνο
της ίδιας του
της ζωής. Παλιά καραβάνα
ο Σέργιος Πετρόβιτς. Ατρόμητος! Υπάρχουν ακόμη
άνθρωποι, δεν έχουν βουιλιάξει όλοι
στην ατιμία. Η Αικατερίνα
γράφει ότι προσεύχεται
στο Θεό για
μένα. Σίγουρα προσεύχεται ολόθερμα… Κι
εσείς εδώ, σ’ αυτόν τον
άδη, με βοηθάτε, ζεσταίνετε την
παγωμένη καρδιά μου, δέν
μ’ αφήνετε μονάχο με
τις μαύρες σκέψεις
μου… Και μήπως μόνο
εμένα? Τόσους και τόσους… κοιτάξτε τον
Σαζίκωφ! Πώς ήταν και
πώς έγινε? Αυτός ο
σκληροτράχηλος άνθρωπος μαλάκωσε
ανέλπιστα και δέχεται
ό,τι κι αν
του πείτε. Εσείς ίσως
δεν το βλέπετε, εγώ
όμως το βλέπω. Βέβαια, δεν τά
επιτελείτε όλ’ αυτά με τη δική
σας δύναμη, αλλά με τη δύναμη
του Θεού σας. Δεν
ξέρω αν ποτέ
θα γίνω βαθιά
πιστός, ξέρω όμως – γιατί το
βλέπω – ότι Εκείνος υπάρχει! Ο
Θεός υπάρχει!
Κουβάλησαν τά
ξύλα στην παράγκα. Ο
Σαζίκωφ σηκώθηκε από το κρεβάτι
του και ήρθε
να τους βοηθήσει
στη μεταφορά. Ο π. Αρσένιος
γνώριζε καλά ότι
μπορούσε να το
εμπιστευθεί. Του διηγήθηκε,
λοιπόν, όσα είχε μάθει
από τον Ταγματάρχη.
-
…Θέλουν να
βγάλουν από τη
μέση τον Αφσένκωφ
χρησιμοποιώντας κάποιον κρατούμενο, ίσως τον
Ιβάν Κάριϊ. Κάνε κάτι. Μόνο
εσύ μπορείς να
βοηθήσεις, Σεραφείμ
Αλεξάντροβιτς.
Είχε αλλάξει
το όνομα του
Σαζίκωφ από Ιβάν
σε Σεραφείμ. Έτσι τον
αποκαλούσε στις προσωπικές
τους επαφές.
-
Εξαιρετική περίπτωση, είπε εκείνος. Θα
βοηθήσουμε. Θα προστατέψουμε τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς. Είναι καλός
άνθρωπος, καθαρός και ίσιος. Μη
φοβάστε. Έχουμε κι εμείς
τους τρόπους μας… και
τά μυστικά μας… Θα
μιλήσω στα παιδιά. Θα
τον προστατέψουμε!
7.
Η ζωή
συνεχίζεται
Ο καιρός
περνούσε. Έφυγε ο χειμώνας
και μπήκε η
άνοιξη, μια άνοιξη ζεστή
και βροχερή. Αναγκάστηκαν να
διατηρούν τις σόμπες
αναμμένες νύχτα-μέρα, γιατί η
υγρασία μούσκευε τους
τοίχους και τά
ρούχα.
Στο στρατόπεδο
έπεσε θανατικό. Το σκορβούτο
θέριζε. Όλο και περισσότεροι
έπεφταν. Γέμισε το νοσοκομείο
και οι άρρωστοι
έμεναν αβοήθητοι στις
παράγκες τους.
Ο π. Αρσένιος
είχε λιώσει. Αδυνατισμένος,
πετσί και κόκκαλο, μόλις πού
έσερνε τά πόδια
του. Εκτελούσε ωστόσο την
υπηρεσία του μέσα
στο θάλαμο όπως
και πρώτα. Διακονούσε πάντα
όσους είχαν ανάγκη
πρίν του το
ζητήσουν. Και έφευγε από
κοντά τους σιωπηλά
πρίν τον ευχαριστήσουν.
Ο επόπτης
Πούπκωφ είχε πάρει
μετάθεση από καιρό. Έγινε
προϊστάμενος της Δασικής
Υπηρεσίας. Ο αντικαταστάτης του
ήταν άλλος άνθρωπος – λιγόλογος, απαιτητικός, αλλά και
δίκαιος. Έτσι δεν άργησε
να πάρει κι
αυτός το παρατσούκλι
του από τους
κρατουμένους, τον ονόμασαν Σπραβεντλίβιϊ (=δίκαιος).
Ο Σπραβεντλίβιϊ
απαιτούσε αυστηρή εφαρμογή
του κανονισμού και
φρόντιζε ιδιαίτερα για
την καθαριότητα. Ποτέ δεν
χτυπούσε και σχεδόν
ποτέ δεν θύμωνε.
Πέρασε και
το καλοκαίρι. Ήταν σύντομο
αλλά βασανιστικό: η ζέστη
κουραστική και τά
κουνούπια σύννεφο, έφερναν σε
απόγνωση τους ανθρώπους, πού ξεσπούσαν
κάποτε σε φοβερές
νευρικές κρίσεις.
Τον π. Αρσένιο
τον κάλεσαν δυό
φορές ακόμα στο
Ειδικό Τμήμα. Την πρώτη
φορά τον ανέκρινε
μόνο ο ανθυπολοχαγός
Μάρκωφ. Την δεύτερη ο
Μάρκωφ τον έστειλε
και στον Ταγματάρχη.
Ο Αμπρόσιμωφ
ήταν αναστατωμένος.
-
Δύσκολοι
καιροί, είπε νευρικά.
Στένεψαν περισσότερο τά
πράγματα. Είναι απίστευτο… ο ένας
παρακολουθεί τον άλλον. Όλοι
φοβούνται, ακόμα και ο Διοικητής του
στρατοπέδου. Μήτε κι εγώ, παρά
την θέση πού
κατέχω, μπορώ να βοηθήσω
κανέναν. Δεν υπάρχουν πιά έμπιστοι
άνθρωποι… Πότε θα σας
ξανακαλέσω? Δεν ξέρω! Φοβάμαι,
το ομολογώ. Δεν σας
λησμονώ όμως. Κάθε στιγμή
σάς έχω μπροστά
μου. Δώστε και τούτο
το σημείωμα στον
Αλέξανδρο Παύλοβιτς. Τον θυμούνται
στη Μόσχα… Έχω ήδη
γράψει το πρακτικό της
ανακρίσεως. Υπογράψτε το…
Πράγματα φοβερά γίνονται
εδώ. Κι εγώ συμμετέχω
σ’ αυτά…
8.
«Πάντοτε τό
αγαθόν διώκεται»
Τελευταῖα ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξαντληθεῖ ἐντελῶς. Μὲ πολλὴ δυσκολία συγύριζε
τό θάλαμο. Βλέποντας τήν κατάστασή του οἱ ἄλλοι κρατούμενοι, ἔκαναν ὅ,τι
περνοῦσε ἀπό τό χέρι τους γιά νά τόν βοηθήσουν.
Μοναδικό του στήριγμα ἦταν ἡ προσευχή. Ὅσοι εἶχαν πιό στενές σχέσεις μαζί
του, τὸν ἔβλεπαν κάποτε-κάποτε μεταρσιωμένο. Θαρρεῖς καὶ δὲν βρισκόταν στὸ
στρατόπεδο, ἀλλὰ κάπου μακριά, πολύ μακριά, σ’ ἕνα κόσμο φωτεινό καί
πανευφρόσυνο, πού μονάχα ὁ ἴδιος γνώριζε.
Καθὼς ἐργαζόταν, τά χείλη του δέν ἔπαυαν οὔτε στιγμή νά κινοῦνται ἀθόρυβα
σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Καί ξαφνικά ἔβλεπες τό πρόσωπό του νά λάμπει καί νά
στολίζεται μ’ ἕνα οὐράνιο χαμόγελο θείας εὐδαιμονίας. Ὅποιος ἦταν δίπλα του
ἐκεῖνες τὶς στιγμές ξεχνοῦσε τή δυστυχία καί τά προβλήματά του, ἔνιωθε
ἀπερίγραπτη χαρά και εὐφορία, ἔπαιρνε δύναμη καί κουράγιο....
Αὐτή ἡ ἐσωτερική κατάσταση ὅμως δέν ἐμπόδιζε τόν π. Ἀρσένιο νά εἶναι κοντά
στούς συναθρώπους του, νά γλυκαίνει τόν πόνο τους μέ τήν ἀπέραντη ἀγάπη του, νά
κάνει πάντα τό καλό. Ἡ προσευχή καί ἡ φιλανθρωπία ἦταν τά δυό φτερά τῆς ψυχῆς
του.
Βοηθοῦσε ὅλους τούς κρατούμενους χωρίς διάκριση -ἐπειδή καί τούς ἀγαποῦσε
ὅλους χωρίς διάκριση.
Δέν ἐξέταζε ποτέ τό ἦθoς, τό χαρακτήρα ἤ τό
παρελθόν τοῦ ἀνθρώπου πού εἶχε ἀνάγκη ἀπό βοήθεια ἤ συμπαράσταση. Ἔφτανε πού
ἦταν ἄνθρωπος- «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Καί θυσιαζόταν γι’ αὐτόν.
Στήν ἀρχή οἱ κρατούμενοι νόμιζαν ὅτι τό ἔκανε γιά ἀνταλλάγματα ἤ ἔστω γιά
νά κερδίσει τό θαυμασμό καί τήν εὐγνωμοσύνη τους. Σύντομα ὅμως κατάλαβαν ὅτι
δέν εἶχε τέτοια κίνητρα. Τότε ἄλλαξαν στάση ἀπέναντί του.
Οἱ διανοούμενοι ἔβλεπαν στὸ πρόσωπό του τὸν ἐπιστήμονα ποὺ συνταίριασε τὴν
πίστη μέ τή γνώση.
Οἱ κομμουνιστές σταμάτησαν νά τόν θεωροῦν «σκοταδιστή» καί ἄρχισαν
σιγά-σιγά νά ἀναθεωροῦν τίς ἀπόψεις τους γιά τό χριστιανισμό. Οἱ πιστοί, στό
τέλος, ἤξεραν πώς εἶχαν κοντά τους ἕναν ἱερέα-στάρετς, πού βάδιζε στό δρόμο τῆς
πνευματικῆς τελειότητας.
Οἱ ἐγκληματίες τόν σέβονταν, στά μέτρα τους βέβαια, καί τόν προστάτευαν. Ἄν
κανένας νεοφερμένος ἀποτολμοῦσε ν’ ἁπλώσει χέρι ἐπάνω του, τόν ἔκαναν νά τό
μετανιώσει πικρά. Συχνά τὸν πλησίαζαν καί ζητοῦσαν τή συμβουλή του γιά διάφορα
προβλήματά τους.
Γιατί ὁ π. Ἀρσένιος δέν τούς περιφρονοῦσε καί δέν τούς ἀπέφευγε, ὅπως
ἔκαναν οἱ ἄλλοι πολιτικοί κρατούμενοι. Ἐκεῖνο ὅμως πού τούς τραβοῦσε
περισσότερο κοντά του, ἦταν ὅτι δέν φοβόταν –δέν φοβόταν κανέναν καί τίποτα!
9.
«Ου
εισί δύο ή
τρείς συνηγμένοι εις
τό εμόν όνομα...» (Ματθ. 18,20)
Ἕνας νέος κρατούμενος ἦρθε στὸ θάλαμο, καταδικασμένος σέ κάθειρξη εἴκοσι
χρόνων βάσει τοῦ ἄρθρου 58. Ἦταν φοιτητής, μόλις εἰκοστριῶν ἐτῶν, καὶ τὸν
ἔλεγαν Ἀλέξιο.
Μέ τήν ἀπειρία καὶ τή ζωηράδα τῆς νιότης, δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μέ
τούς ἐγκληματίες. Δέν εἶχε κάνει ποτέ πρίν σέ φυλακές ἤ στρατόπεδα, κι ἔτσι
ἀγνοοῦσε πώς ἄν δέν ἤθελε νά πεθάνει πολύ σύντομα, ἔπρεπε νά σωπαίνει, νά
ὑποχωρεῖ, νά συμβιβάζεται....
Τά ροῦχα του ἦταν σχεδόν καινούργια. Οἱ ἐγκληματίες ἀποφάσισαν νά τόν
γδύσουν. Παλιό τό «ἔθιμο»-ἔπαιζαν στά χαρτιά τά ροῦχα τῶν νεοφερμένων. Ὅποιος
κέρδιζε, τά ἔπαιρνε δικαιωματικά. Κάθε ἀντίσταση ἤ ἀντίδραση ἰσοδυναμοῦσε μέ
θάνατο.
Νικητής ἀναδείχθηκε ὁ Ἰβάν Κάριι.
Πλησίασε τό παλληκάρι καί τοῦ εἶπε παγερά:
-
Βγάλε, φιλαράκο, τά κουρέλια σου!
Ἔτσι ἄρχισε τό δράμα. Ὁ Ἀλέξιος τόν κοίταξε σάν χαμένος. Μιλοῦσε σοβαρά;
Ἦταν δυνατό νά τοῦ ἁρπάξει τά ροῦχα μέ τό ἔτσι θέλω καί νά τόν ἀφήσει γυμνό;
Μπά, θ’ ἀστειευόταν... Ὄχι, δέν θά τοῦ τά δώσει. Ὅχι!
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Κάριι ἀποφάσισε νά στήσει «κωμωδία» γιά νά διασκεδάσει τούς
συντρόφους του.
Μέ χαϊδευτική φωνή καί εἰρωνικά γλυκόλογα προσπάθησε νά «πείσει» τόν
Ἀλέξιο, ὅτι τό συμφέρον του ἦταν νά ὑποκύψει χωρίς ἀντίσταση. Καί ξάφνου,
ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τοῦ κατάφερε τό πρῶτο χτύπημα.
Ὁ Ἀλέξιος προσπάθησε ν’ ἀμυνθεῖ. Ἤδη ὅμως ὅλοι μέσα στό θάλαμο γνώριζαν πώς
ἦταν ξεγραμμένος. Θά γινόταν μεγάλο «πανηγύρι». Κανείς δέν τολμοῦσε νά μπεῖ στή
μέση, νά πεῖ ἔστω μιά κουβέντα, ν’ ἀποτρέψει τήν αἱματοχυσία. Μήτε ὁ Σαζίκωφ.
Ἦταν νόμος. Γίνεται ὁποιοδήποτε ξεκαθάρισμα λογαρισμῶν; Σώπα μήν ἀνακατεύεσαι.
Ἀνακατεύτηκες; Θά σέ σφάξουν!
Ὁ Κάριι χτυπάει τώρα ἀλύπητα τόν ἀδύναμο νέο. Καί ὅσο τόν χτυπάει, τόσο
ἐξαγριώνεται. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀλέξιου, πού μάταια πασχίζει νά φυλαχθεῖ, εἶναι
κατακόκκινο ἀπό τό αἷμα.
Ὁλόγυρα ἔχουν μαζευτεῖ πολλοί, ποὺ παρακολουθοῦν βουβά.. Οἱ ἐγκληματίες,
γιά νά διασκεδάσουν, ἔχουν χωριστεῖ σέ δυό ὁμάδες, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία
ὑποστηρίζει τάχα τόν νεαρό φοιτητή.
Τήν ὥρα πού ἄρχιζε ἡ μακάβρια «παράσταση», ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποιοῦσε τὰ
ξύλα κοντά στίς σόμπες, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἔτσι δέν εἶδε πῶς ἄρχισε τό
κακό. Ὅταν κατάλαβε πῶς κάτι συμβαίνει καί πῆγε κοντά, ἀντίκρυσε τόν Ἀλέξιο,
πεσμένο καί αἱμόφυρτο, νά ἔχει γίνει παιχνίδι στ’ ἀτσαλένια χέρια τοῦ θηριώδους
Ἰβάν Κάριι.
Ὁ μπάτσουσκα δέν ἔχασε καιρό. Χωρίς διαταγμό, ἤρεμα ἀλλά καί ἐπιτακτικά,
παραμέρισε τούς συγκεντρωμένους «θεατές» καί βρέθηκε στή μέση τῆς συμπλοκῆς.
Μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἔπιασε σφιχτά καί σταθερά τόν Κάριι ἀπό τό
χέρι, ἀναγκάζοντάς τον νά σταματήσει.
Ὁ ἐγκληματίας κοίταξε τόν π. Ἀρσένιο μέ ἀπορία. Πῶς τόλμησε ὁ παπάς... Ἄ,
ἦρθε, κι ἐκείνου ἡ ὥρα του! Χαμογέλασε ὁ Ἰβάν. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἕνα
ξεφωνητό ἄγριας χαρᾶς. Ἐξαρχῆς τοῦ καθόταν στό στομάχι αὐτό τό σιχαμερό
γεροντάκι. Θά τό εἶχε περιποιηθεῖ ἀπό καιρό, ἄν δέν φοβόταν τούς ἄλλους. Τώρα
ὅμως δέν θ’ ἀντιδράσει κανείς. Ἐκεῖνος ἦταν πού τόν προκάλεσε. Καί, σύμφωνα μέ
τό «νόμο», ἔπρεπε νά πληρώσει.
-
Ἔ, λοιπόν, παπά!...., εἶπε μέσ’ ἀπ’ τά δόντα του, σχεδόν μονολογώντας. Ἦρθε
ἡ ὥρα σου! Τό τέλος σου! Πρῶτα θά σφάξω τό νεαρό, καί μετά ἐσένα...
Ὅλοι στέκονταν σάν κοκαλωμένοι. Ποιός ν’ ἀνακατευτεῖ; Θά πέσουν ἐπάνω του
οἱ ἐγκληματίες καί θά τόν λυντσάρουν σάν παραβάτη τοῦ «νόμου».
Ὁ Κάριι τράβηξε μαχαίρι καί ὅρμησε στόν Ἀλέξιο.
Ἀστραπιαῖα, μέ μιά καταπληκτικά ἐπιδέξια κίνηση, τό χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου -τοῦ
μειλίχιου, τοῦ ἀνεξίκακου, τοῦ ἀδύναμου π. Ἀρσενίου- ἔπεσε βαρύ καί ἀμείλικτο
πάνω στό καρπό τοῦ Κάριι. Τό χτύπημα ἦταν τόσο τρομερό καί τόσο μαστορικό, πού
τό ὁπλισμένο χέρι παρέλυσε καί τό μαχαίρι ἔπεσε στό πάτωμα. Ὁ π. Ἀρσένιος τό
κλώτσησε μακριά καί ταυτόχρονα ἔδωσε μιά δυνατή σπρωξιά στόν Κάριι. Ὁ
ἐγκληματίας ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί σωριάστηκε κάτω. Πέφτοντας, χτύπησε τό
κεφάλι του στήν κόχη ἑνός κρεβατιοῦ καί βόγγηξε ἀπό τόν πόνο. Τότε κάποιοι
γέλασαν.
Ὁ π.Ἀρσένιος πλησίασε τόν Ἀλέξιο καί τοῦ εἶπε:
-
Σήκω, Ἀλιόσα! Πλύσου! Δέν θά σέ πειράξει πιά κανείς.
Καί σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τράβηξε πάλι γιά τή δουλειά του.
Ὁ Κάριι σηκώθηκε ἀργά. Ὅλοι ἦταν σιωπηλοί, καταλαβαίνοντας πώς ὁ παλληκαράς
εἶχε ξεφτιλιστεῖ καί εἶχε χάσει κάθε ἐπιρροή πάνω στούς συντρόφους του.
Κάποιος σκόρπισε μέ τό πόδι του τό αἷμα πού εἶχε σχηματίσει μιά μικρή
λιμνούλα στό πάτωμα, καί σήκωσε τό μαχαίρι.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἀλέξιου ἦταν μελανιασμένο, τό δεξί αὐτί του κομμένο, τό ἕνα
μάτι του κλεισμένο καί τό ἄλλο κατακόκκινο.
Ἕνας θανάσιμος φόβος πλανιόταν τώρα μέσα στό θάλαμο: Ὁ παπάς καί ὁ φοιτητής
ἀσφαλῶς δέν θά ζοῦσαν γιά πολύ ἀκόμα. Θά τούς ξέκαναν οἱ φίλοι τοῦ Ἰβάν.
Παράδοξα καί ἀπρόσμενα, τά πράγματα ἐξελίχθηκαν διαφορετικά. Μέ τή
γενναιότητά του, ὁ π. Ἀρσένιος κέρδισε τήν ἐκτίμηση καί τό θαυμασμό τῶν
ἐγκληματιῶν. Ὥς τότε εἶχαν γνωρίσει τήν καλοσύνη καί τήν φιλανθρωπία του. Τώρα
γνώρισαν τό θάρρος καί τήν ἀντρειοσύνη του, τήν τόλμη καί τήν παλικαριά του.
Ὅλ’ αὐτά τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητά του τούς σαγήνευαν.
Στή μορφή του ἔβλεπαν ἕναν ἄνθρωπο ἀσυνήθιστο, ἕναν ἄνθρωπο πραγματικά
μεγάλο.
Ὁ Κάριι ἀποτραβήχτηκε στό κρεββάτι του. Κάτι ἄρχισε νά σιγομουρμουρίζει
στούς συντρόφους του, ἐκεῖνοι ὅμως -τό ἔνιωθε κι ὁ ἴδιος- τόν ἄκουγαν μᾶλλον
ἀδιάφορα. Ἀφοῦ δέν τόν ὑποστήριξαν τήν ὥρα τῆς συμπλοκῆς, δέν θά τόν
ὑποστήριζαν ποτέ πιά.
Τό ἄλλο βράδυ, μόλις οἱ κρατούμενοι ἐπέστρεφαν στό θάλαμο και λίγο πρίν
κλείσουν οἱ πόρτες, ὅρμησε μέσα ὁ διοικητής μέ μερικούς ἐπόπτες.
-
Σηκωθεῖτε καί στοιχηθεῖτε! Φώναξε ἔξαλλος.
Πετάχτηκαν ὅλοι ἐπάνω καί μπῆκαν στή σειρά, μπροστά ἀπό τά κρεβάτια.
Ἐπιθεωρώντας τους ὁ διοικητής, ἔφτασε μέχρι τόν π. Ἀρσένιο. Τόν ἅρπαξε καί
ἄρχισε νά τόν χτυπάει σάν μανιακός. Τήν ἴδια ὥρα οἱ ἐπόπτες ἔβγαλαν ἀπό τή
γραμμή καί τόν Ἀλέξιο.
-
Γιά παράβαση τοῦ κανονισμοῦ, καί συγκεκριμένα γιά συμπλοκή καί διατάραξη
τῆς τάξης, ὁ ΖΕΚ-18376 καί ὁ Ρ-281 θά ὁδηγήθοῦν στό κρατητήριο Ν-1, ὅπου θά
παρεμείνουν γιά σαρανταχτώ ὥρες χωρίς φαγητό καί νερό.
Ἡ ἀνακοίνωση-ἐντολή ἔπεσε σάν κεραυνός μέσα στό θάλαμο. Ὅλοι κατάλαβαν: Ὁ
Κάριι εἶχε καταδώσει... Αὐτό ὅμως γιά τούς κρατουμένους, καί μάλιστα τούς
ποινικούς ἦταν ἡ πιό αἰσχρή, ἡ πιό σιχαμερή πράξη.
Τό κρατητήριο Ν-1 ἦταν ἕνα σπιτάκι κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ
στρατοπέδου, μέ πολύ μικρά κελλιά ἀπομονώσεως ἑνός ἤ δύο ἀτόμων. Οἱ τοῖχοι ἦταν
καλυμμένοι μέ φύλλα λαμαρίνας. Τό ἴδιο καί τό πάτωμα καί ἡ ὀροφή.
Ἐκεῖ λοιπόν ἔκλειναν, συνήθως γιά εἰκοσιτέσσερις ὧρες, ὅσους ἔπεφταν σέ
κάποιο παράπτωμα, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ θερμοκρασία δέν ἦταν χαμηλότερη ἀπό
-5ο C. Καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ὅμως, κατόρθωναν νά ἐπιζήσουν μόνο ἐκεῖνοι
πού πηδοῦσαν ἐπιτόπου ὁλόκληρο τό εἰκοσιτετράωρο.
Τώρα ἡ θερμοκρασία ἦταν -30ο C. Καί ὅμως, ἔστειλαν ἐκεῖ τόν π. Ἀρσένιο καί
τόν Ἀλέξιο γιά σαρανταοχτώ ὧρες!
Ὅλοι τό κατάλαβαν: Τό πολύ σ’ ἕνα δίωρο θά ξεψυχοῦσαν ἀπ’ τό κρύο.
Ὁ Ἀφσένκωφ καί ὁ Σαζίκωφ βγῆκαν μπροστά καί τόλμησαν νά διαμαρτυρηθοῦν.
-
Κύριε διοικητά, μ’ αὐτόν τόν καιρό τούς στέλνετε στό Ν-1; Θά παγώσουν! Θά
πεθάνουν!....
Ἐπεσαν ἐπάνω τους οἱ ἐπόπτες σάν τά θηρία. Μέ γροθιές καί κλωτσιές τούς
ἀνάγκασαν νά σωπάσουν.
Ὁ Ἰβάν Κάριι εἶχε χώσει ἔντρομος τό κεφάλι του στούς ὤμους. Ἦταν κιόλας
μετανιωμένος γιά τήν πράξη του. Ἔνιωθε ἕναν ἀσφυκτικό κλοιό θανάτου ὁλόγυρά
του. Δέν εἶχε πιά θέση στό θάλαμο. Δέν εἶχε πιά θέση στή ζωή. Οἱ δικοί του θά
τόν ἔβγαζαν ἀπό τή μέση σύντομα.
Τούς ἔσπρωξαν μέσα μέ δύναμη. Ἔπεσαν κι οἱ δύο σάν τά σακιά στό
πάτωμα.
Ἡ πόρτα...ἡ ἀμπάρα....οἱ φωνές....τά βήματα.....κι ἐπειτα ἡσυχία.
Ὁ π. Ἀρσένιος καί ὁ Ἀλέξιος ἔμειναν μόνοι στό σκοτάδι. Τό
λιγοστό φεγγαρόφωτο, πού ἔμπαινε μεσ’ ἀπό τό στενό παραθυράκι μέ τά σιδερένια
κάγκελα, μόλις πού τούς ἐπέτρεπε νά διακρίνουν τίς σιλουέτες τους.
Ὁ π.Ἀρσένιος σηκώθηκα ἀργά.
- Νά, λοιπόν, Ἀλέξιε,
πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε ἐδῶ, νά μείνουμε μόνοι, οἱ δυό μας... Κάνει κρύο... Κρύο, Ἀλέξιε!
- Θα παγώσουμε, π.
Ἀρσένιε! Θά παγώσουμε! Μᾶς περιμένει ὁ θάνατος! Πρέπει νά πηδᾶμε, νά πηδᾶμε
συνέχεια. Ἀλλά δέν ἔχω δυνάμεις... Καί εἶναι τόσο στενά ἐδῶ... Μᾶς περιμένει ὁ
θάνατος... Δέν εἶναι ἄνθρωποι αὐτοί, π. Ἀρσένιε! Οἱ ἄνθρωποι δέν κάνουν τέτοια
πράγματα... Καλύτερος εἶναι ὁ τουφεκισμός!
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε.
-
Γιατί δέν μιλᾶτε; Γιατί, π. Ἀρσένιε;....
Ὁ Ἀλέξιος σχεδόν φώναζε. Ἡ ἀπάντηση ἀκούστηκε σάν νά ἐρχόταν ἀπό
μακριά, πολύ μακριά.
- Προσεύχομαι, Ἀλέξιε!
- Μά γιά ποιό πράγμα νά προσευχηθοῦμε ἐδῶ
μέσα, ὅταν πιά παγώνουμε;
- Εἴμαστε μόνοι. Γιά σαρανταοχτώ ὧρες δέν θά μᾶς
ἐνοχλήσει κανείς. Θά προσευχηθοῦμε, λοιπόν, Ἀλιόσα! Θά μπορέσουμε νά μιλήσουμε
στόν Κύριο ἐλεύθερα, ἀπερίσπαστα, φωναχτά-γιά πρώτη καί ἴσως μοναδική φορά μέσα
σέ τοῦτο τό στρατόπεδο. Ἄς μή χάσουμε τήν εὐκαιρία! Ἄς προσευχηθοῦμε... καί ἔχει
ὁ Θεός.
Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἀρχίσει νά χάνει τά λογικά του, αὐτή ἦταν ἡ
μοναδική ἐξήγηση πού μποροῦσε νά δώσει ὁ Ἀλέξιος. Τόν ἔβλεπε μέσα στό ἀμυδρό φῶς
τοῦ φεγγαριοῦ, πού εἰσχωροῦσε ἀπό τό παραθυράκι, νά στέκεται ὄρθιος, νά
σταυροκοπιέται ἀκατάπαυστα καί νά ψιθυρίζει.
Τό μόνο πού ἀπασχολοῦσε τόν Ἀλέξιο ἦταν ὅτι πάγωνε. Πάγωνε!....
Τά χέρια καί τά πόδια του εἶχαν κιόλας ξυλιάσει. Δέν τά ἔνιωθε. Δύναμη γιά νά
κινηθεῖ δέν εἶχε καμιά. Τό καταλάβαινε, σιγοπέθαινε. Ὅλα πιά τοῦ ἦταν ἀδιάφορα...
Ξάφνου ἄκουσε ὁλοκάθαρα τά λόγια τῆς προσευχῆς πού ἔλεγε, δυνατά
τώρα, ὁ π. Ἀρσένιος. Κάτι σκίρτησε μέσα του. Στήν ἐκκλησία εἶχε πάει μόνο μιά
φορά στή ζωή του, κι αὐτή ἀπό περιέργεια. Ἡ γιαγιά του πάντως τόν εἶχε
βαπτίσει. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἄθεη, ἤ μᾶλλον ἐντελῶς ἀδιάφορη γιά θρησκευτικά
ζητήματα. Ὁ ἴδιος ἦταν κομσομόλος. Τί σχέση μποροῦσε νά ἔχει μέ τήν πίστη;
Μέσα στούς πόνους καί τό μάργωμα, μέσα στό τρόμο ἀπό τό
φρικιαστικό ἄγγιμα τοῦ θανάτου, ὁ Ἀλέξιος ἀφουγκραζόταν....
-
.......Κύριε καί Θεέ μου! Ἐλέησέ μας, τούς ἁμαρτωλούς! Πανάγαθε
καί πολυέλεε Ἰησοῦ! Ἡ ἄπειρη ἀγάπη Σου γιά μᾶς Σέ κατέβασε ἀπό τούς οὐρανούς. Ἦρθες
στή γῆ καί σαρκώθηκες γιά νά μᾶς σώσεις. Λύτρωσέ μας καί τώρα, κατά τό μέγα ἔλεός
Σου, ἀπό τόν σκληρό τοῦτο θάνατο. Βοήθησέ μας. Ἐσύ, πού εἶσαι ὁ Πλάστης καί Εὐεργέτης
καί Σωτήρας μας....
Κάθε λέξη πού ἔβγαινε ἀπό τό στόμα τοῦ π.Ἀρσενίου ἦταν ποτισμένη
μέ τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀσάλευτη πίστη στό Θεό.
Στήν ἀρχή ὁ Ἀλέξιος δέν μποροῦσε νά κατανοήσει ὅλα ὅσα ἄκουγε. Οἱ
ἔννοιες τῆς προσευχῆς τοῦ ἦταν ἄγνωστες, καί γι’ αὐτό τώρα τίς ἔβρισκε
παράξενες, δυσνόητες. Μά ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα, ὅσο τὸ σῶμα του πάγωνε, τόσο
καλύτερα καταλάβαινε τή σημασία τῶν λέξεων καί τῶν φράσεων. Στήν ψυχή του ἁπλώθηκε
μιά γλυκειά γαλήνη. Ὁ φόβος ἐξαφανίστηκε. Ἡ καρδιά του ἀκολουθοῦσε σάν
μαγνητισμένη τά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ π. Ἀρσενίου, ἀκόμα κι ἐκεῖνα πού δέν
πολυκαταλάβαινε.
-
......Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Ἐσύ, μέ τά πανάχραντα χείλη Σου, μᾶς
βεβαίωσες «Ἐάν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπί τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται,
γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς
συνηγμένοι εἰς τό ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18:19-20).
Ὁ Ἀλέξιος ἐπαναλάμβανε τίς λέξεις:
-
«.....γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· οὗ γὰρ
εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν».
Ὁλόκληρο τό σῶμα του εἶχε πιά παγώσει.
Κι ἔξαφνα, μέσα σέ μιά στιγμή, μέσα σέ μιά μονάχα στιγμή, τά
πάντα ἄλλαξαν. Τό σκοτάδι, τό κρύο, τό μούδιασμα, οἱ πόνοι, ὁ φόβος, ὅλα ἐξαφανίστηκαν.
Τό χῶρο γέμιζε ἡ φωνή τοῦ π. Ἀρσενίου.
-
«....ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν».
Ὁ Ἀλέξιος στράφηκε στόν π. Ἀρσένιο. Καί δέν πίστευε στά μάτια
του. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔβλεπε;
‟Μοῦ σάλεψε! Ἔχω
παραισθήσεις! Ἦρθε τό τέλος. Πεθαίνω....’’, συλλογίστηκε.
Τό κρατητήριο εἶχε γίνει εὐρύχωρο καί φωτεινό, πολὺ φωτεινό, σάν
ἐκκλησία. Ὁ π. Ἀρσένιος ἦταν ντυμένος μέ μιά λαμπρή ἱερατική στολή καί
προσευχόταν μεγαλόφωνα μέ τά χέρια ὑψωμένα. Τά λόγια του ἦταν τώρα ἀπόλυτα
κατανοητά καί οἰκεῖα στόν Ἀλέξιο. Εἰσχωροῦσαν μέσα στήν ψυχή του κι ἔδιωχναν
τήν ἀγωνία καί τή θλίψη.
Ἀλλά νά, πράγματι, κάποιος ἦταν ἐκεῖ, δίπλα τους. Δέν τόν ἔβλεπε,
ἔνιωθε ὅμως ὁλοκάθαρα τήν παρουσία του.
Καί οἱ ἄλλοι δύο πάλι, οἱ φωτόμορφοι νέοι μέ τίς ἀστραφτερές
φορεσιές, πού στέκονταν στά δεξιά καί στ’ ἀριστερά τοῦ π. Ἀρσενίου, ἀπό πού
ξεπρόβαλαν;.....
Ἡ προσευχή συνεπῆρε τόν Ἀλέξιο, πλημμύρισε ὅλη του τήν ὕπαρξη.
Σηκώθηκε καί στάθηκε δίπλα στόν π. Ἀρσένιο. Τό κορμί του ζεστάθηκε. Ἡ ἀνάσα του
ἔγινε ἐλαφριά. Ἕνα αἴσθημα χαρᾶς φτέρωνε τήν καρδιά του.
Προσευχόταν ὁ π. Ἀρσένιος. Προσευχόταν κι ὁ Ἀλέξιος μαζί του, μέ
τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ναί, ὁ Θεός ἦταν ἐκεῖ, μαζί τους, ζωντανός!
Τόν ἔβλεπε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἔβλεπε κι ἐκείνους τούς δύο ἀπεσταλμένους
Του, πού τούς συμπαραστέκονταν.
Μια-δυό φορές τοῦ ἦρθε ἡ σκέψη, ὅτι τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί ὁ π. Ἀρσένιος
εἶχαν ἤδη πεθάνει, ἤ ὅτι πέθαιναν καί βρίσκονταν σέ παραλήρημα. Ὅλα ὅμως τοῦ ἔδειχναν
ὅτι ζοῦσε μιά πραγματικότητα.
Πόση ὥρα πέρασε ἔτσι; Δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει. Σέ μιά
στιγμή, πάντως, ὁ π. Ἀρσένιος στράφηκε καί τοῦ εἶπε:
-
Πήγαινε, Ἀλιόσα! Κουράστηκες, πήγαινε νά ξαπλώσεις. Ἐγώ θά
προσεύχωμαι κι ἐσύ θά μ’ ἀκοῦς.
Ὁ Ἀλέξιος ξάπλωσε στό πάτωμα, ἔκλεισε τά μάτια καί συνέχισε νά
προσεύχεται.
«....Περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ Πατρός
μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». «......Συνηγμένοι, εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα....»
-
Ναί! Ναί! Δέν εἴμαστε μόνοι!.....
Ἦταν ἥσυχα, ζεστά, εὐχάριστα.
Ξάφνου πρόβαλε ἀπό κάπου ἡ μητέρα του. Ἦρθε κοντά του καί τόν
σκέπασε στοργικά -ἔτσι ἔκανε πάντα, ὥς τον περασμένο χρόνο, πού τόν συνέλαβαν. Ὕστερα
ἔπιασε ἁπαλά τό κεφάλι του μέ τά δυό της χέρια καί τό ἔσφιξε στό στῆθος της.
Ἤθελε νά τῆς πεῖ:
-
Μητέρα, ἀκοῦς πῶς προσεύχεται ὁ π.Ἀρσένιος; Γνώρισα τό Θεό!
Πιστεύω! ....
Τό εἶπε; Δέν τό εἶπε;.... Ὡστόσο ἐκείνη σάν ν’ ἀποκρίθηκε:
-
Ἀλιόσα, ὅταν σέ πήρανε, βρῆκα κι ἐγώ τό Θεό! Ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε
τό κουράγιο νά ζῶ!....
Τώρα πιά ὁ Ἀλέξιος δέν ζητοῦσε τίποτα ἀπό τόν Κύριο. Μόνο Τόν
δόξαζε καί Τόν εὐχαριστοῦσε.
Πόσο κράτησαν ὅλα τοῦτα; Δέν ἤξερε. Στή μνήμη του ἔμειναν μόνο
τά λόγια τῆς προσευχῆς, ἡ γλυκειά θαλπωρή, τό ἄπλετο φῶς, ὁ λαμπροφορεμένος π. Ἀρσένιος,
οἱ δυό φωτόμορφοι νέοι, τό αἴσθημα τῆς ἀνέκφραστης θέρμης....
Ἀκούστηκαν φωνές. Μετά χτυπήματα. Ἔβγαζαν τήν ἀμπάρα.
Ὁ Ἀλέξιος ἄνοιξε τά μάτια. Ὁ π. Ἀρσένιος ἀκόμα προσευχόταν. Οἱ
δυό νέοι τούς εὐλόγησαν καί ἐξαφανίστηκαν. Τό φῶς σιγά-σιγά μειώθηκε καί ὁ χῶρος
στένεψε. Νά, ξαναβρέθηκαν μέσα στό σκοτεινό καί παγωμένο κρατηρήριο...
-
Σήκω, Ἀλέξιε! Ἦρθαν!
Ἦταν ὁ διοικητής, ὁ γιατρός, ὁ ὑπεύθυνος τῆς τάξης, ὁ
προϊστάμενος τοῦ Εἰδικοῦ Τμήματος ταγματάρχης Ἀμπρόσιμωφ καί δυό-τρεῖς ἐπόπτες.
Ξεχώρισε κάποια φωνή πίσω ἀπό τήν πόρτα.:
-
Αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο! Ὑπάρχει κίνδυνος νά εἰδοποιηθεῖ ἠ Μόσχα!
Ποιός ξέρει πῶς θά τό δοῦν.... Οἱ καιροί μας δέν σηκώνουν κατεψυγμένα πτώματα!
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καί φάνηκε ὁ διοικητής.
-
Ζεῖτε;.....
Τό ὕφος του φανέρωνε κατάπληξη καί ἀπορία. Ἔβλεπε ὄρθιο μπροστά
του τό γέρο μέ τό κοντό γενάκι καί τό μπαλωμένο μπουφάν· ὄρθιο καί τό νεαρό μέ
τό ξεσκισμένο πανωφόρι καί το πληγωμένο πρόσωπο. Στά χείλη τους ἄνθιζαν
συγκρατημένα χαμόγελα. Ἡ ὄψη τους ἦταν γαλήνια. Ἕνα παχύ στρῶμα πάχνης σκέπαζε
τά ροῦχα τους.
- Ζεῖτε; Πῶς ἐπιζήσατε ἐδῶ μέσα γιά δύο εἰκοσιτετράωρα;
- Εἴμαστε ζωντανοί, εἶπε ἁπλά ὁ π. Ἀρσένιος,
χωρίς νά δώσει καμιάν ἐξήγηση.
Οἱ ἄλλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους ἄφωνοι. Ἦταν ἀπίστευτο!
-
Ἐμπρός, ἔρευνα! πρόσταξε ὁ διοικητής.
Ὁ π. Ἀρσένιος καί ὁ Ἀλέξιος πέρασαν ἔξω. Οἱ ἐπόπτες ἔβγαλαν τά
γάντια καί ἄρχισαν νά ψάχνουν μέ προσοχή κάθε σημεῖο τοῦ κρατητηρίου.
Ὁ γιατρός ἔχωσε τό χέρι
του κάτω ἀπ’ τά ροῦχα τῶν δύο κρατουμένων.
-
Ἀνεξήγητο! Πῶς ἔζησαν;..... Εἶναι πράγματοι ζεστοί!
Μπῆκε στό κρατητήριο καί τό ἐρεύνησε προσεκτικά.
- Μέ τί ζεσταινόσασταν; ρώτησε ὅταν ξαναβγῆκε.
- Μέ τήν πίστη στό Θεό καί τή προσευχή, ἀποκρίθηκε
ὁ π. Ἀρσένιος.
- Ἀφιονισμένοι! τσίριξε νευριασμένος ἕνας ἐπόπτης.
Γρήγορα στην παράγκα!
Σάν νεκραναστημένους τούς δέχτηκαν στό θάλαμο.
- Πῶς σωθήκατε; τούς ρωτοῦσαν ὅλοι.
- Ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε, ἀπαντοῦσαν κι οἱ δύο μ’ ἕνα
στόμα.
Μετά ἀπό μία ἑβδομάδα μετέφεραν τόν Ἰβάν Κάριι σέ ἄλλη παράγκα.
Καί μετά ἀπό ἄλλη μία, καθώς δούλευε, πλακώθηκε ἀπό πέτρες καί χώματα. Πέθανε
βασανιστικά. Διαδόθηκε πώς τόν ἔφαγαν οἱ σύντροφοί του μά δέν ὑπῆρχε καμιά ἀπόδειξη
γι’ αὐτό.
Ὁ Ἀλέξιος, μετά τό κρατητήριο, ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἀναγεννήθηκε.
Σάν πατέρα καί σύμβολο, σάν ὁδηγό καί συμπαραστάτη εἶχε τόν π.Ἀρσένιο. Καί μ’ ὅλους
τούς πιστούς τοῦ θαλάμου μιλοῦσε μόνο γιά τό Θεό καί τήν ὀρθόδοξη πίστη- γιά
τίποτ’ ἄλλο.
10.
Ο
δίκαιος
Ο επόπτης
Σπραβεντλίβιϊ, ο «δίκαιος», αντιμετώπιζε
τον π. Αρσένιο με
μιάν επιεική αδιαφορία. Άν
έβρισκε ποτέ κάποιες
παραλείψεις, τον παρατηρούσε χωρίς
αγριάδα.
-
Την
υπηρεσία μπάτουσκα, την υπηρεσία
μας πρέπει να
την κάνουμε σωστά.
Αυτό μόνο
έλεγε και έφευγε, για
να επιστρέψει σε
καμιάν ώρα και
να κάνει έλεγχο.
Μια καλοκαιριάτικη μέρα
ο π. Αρσένιος σκούπιζε
το δρομάκι έξω
από την παράγκα. Ο
Σπραβεντλίβιϊ περνούσε από
τους θαλάμους και
τους επιθεωρούσε. Κάποια στιγμή
στάθηκε, έβγαλε από την
τσέπη του ένα
πορτοφόλι, το άνοιξε, κάτι κοίταξε, το
ξανάβαλε στην τσέπη
και προχώρησε πιο
πέρα.
Ο π. Αρσένιος, σκουπίζοντας το
δρομάκι, έφτασε στο σημείο
όπου είχε σταθεί
ο επόπτης. Είδε τότε
ένα κόκκινο βιβλιαράκι
πεσμένο στη γή. Το
σήκωσε και διαπίστωσε
πώς ήταν η
κομματική ταυτότητα. Την έβαλε
στην τσέπη του
μπουφάν του, τελείωσε το
σκούπισμα και πήγε
να σιγυρίσει το
θάλαμο.
Κάθε τόσο
κοίταζε απ’ το παράθυρο,
μήπως φανεί ο
Σπραβεντλίβιϊ. Πράγματι, μετά
από δύο ώρες
τον είδε να
έρχεται τρεχάτος και αλαφιασμένος.
Με το
πρόσωπο κατάχλωμο από
την ταραχή και
το βλέμμα προσηλωμένο
ερευνητικά στο έδαφος, άρχισε να
κόβει βόλτες πάνω-κάτω.
Ο π. Αρσένιος
βγήκε από την
παράγκα και τον
πλησίασε. Ήξερε πώς η
απώλεια της κομματικής
ταυτότητας ήταν βαρύτατο
παράπτωμα, πού τιμωρούνταν
πολύ αυστηρά.
-
Κύριε επόπτα,
επιτρέψτε μου να
σας πώ…
Η όψη
του Σπραβεντλίβιϊ αλλοιώθηκε
από την οργή.
-
Κάνε στην άκρη
παπά!
Έκανε μια
κίνηση απειλητική, σαν να’ θελε
νέ τον κτυπήσει.
Ατάραχα και
σιωπηλά ο π. Αρσένιος
του έβαλε στο
χέρι την ταυτότητα
κι έκανε να φύγει.
-
Στάσου! Φώναξε
ο επόπτης. Πές μου, το
είδε κανείς αυτό?
-
Κανείς δεν το
είδε, κύριε επόπτα. Το βρήκα
στο δρομάκι πρίν
από δύο ώρες.
Χωρίς άλλη
λέξη, ο Σπραβεντλίβιϊ γύρισε
και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Από τότε
έγινε πιο αυστηρός, πιο
ελεγκτικός, πιο σκληρός με
τον π. Αρσένιο.
Και ο
χρόνος κυλούσε…
11.
«Μητέρα
τού Θεού μήν
τούς αφήσεις»
Τό θερμό ἐξουθενωμένο
καλοκαίρι ἔδωσε τή θέση του στό βροχερό καί κρύο φθινόπωρο. Ἡ γῆ τή μία πάγωνε
καί τήν ἄλλη λάσπωνε.
Στό θάλαμο ἡ ὑγρασία ἦταν
βασανιστική. Τά ροῦχα τῶν κρατούμενων δέν στέγνωναν καθόλου. Βρεγμένα ἦταν ὅταν
ἔπεφταν στό κρεβάτι, βρεγμένα ὅταν σηκώνονταν, βρεγμένα καί ὅταν γύριζαν ἀπό
τήν δουλειά.
Ἔπεσε ἐπιδημία γρίππης.
Ἡ ἔλλειψη φαρμάκων καί ἰατρικῆς φροντίδας τήν ἔκανε θανατηφόρα. Κάθε μέρα
πέθαιναν ἀπό τρεῖς ἕως πέντε ἄνθρωποι στόν θάλαμο .
Ἦρθε ἡ σειρά καί τοῦ π.
Ἀρσενίου: Κομμάρες, βήχας, ἐφιδρώσεις, πυρετός 40ο C. Ἔπεσε στό κρεβάτι.
Σέ τέτοιες περιπτώσεις
δέν γινόταν εἰσαγωγή στό νοσοκομεῖο τοῦ στρατοπέδου. Ἐκεῖ ἔστελναν συνήθως ὅσους
τραυματίζονταν βαριά, στή δουλειά ἤ σέ συμπλοκές, καί σπανιότερα ὅσους ἔπασχαν ἀπό
πολύ σοβαρές ἀσθένειες. Ποτέ ἐκείνους πού προσβάλλονταν ἀπό γρίππη. Αὐτοί ἔμεναν
στόν θάλαμο, ὥσπου νά γίνουν καλά ἤ νά πεθάνουν.
Στό στρατόπεδο ἐπικρατοῦσε,
ἀνάμεσα στούς ἄλλους, καί τοῦτος ὁ ἄγραφος νόμος: Στέκεσαι στά πόδια σου;
Δούλευε! Ἔπεσες; Ἀπόδειξε ὅτι δέν ὑποκρίνεσαι. Τό ἀπέδειξες; Θά φροντίσουν γιά
τήν θεραπεία σου μόνο ἄν ἡ διοίκηση δώσει σχετική ἐντολή.
Ὅταν ἀρρωστήσει ἕνας
κρατούμενος, καί μόνο ἄν ἔχει ὑψηλό πυρετό, πρέπει νά πάρει ἄδεια ἀπό τόν ἁρμόδιο
ἐπόπτη γιά νά πάει στό ἰατρεῖο. Ἐκεῖ θά τοῦ μετρήσουν τόν πυρετό. Ἄν εἶναι κάτω
ἀπό 39οC, θά τόν στείλουν στή δουλειά. Ἄν εἶναι περισσότερο, θά τοῦ ἐπιτρέψουν
νά μείνει στό θάλαμο, ἀλλά μέ τήν ὑποχρέωση νά παρουσιάζεται κάθε μέρα στό ἰατρεῖο.
Ἄν ὁ ἄρρωστος εἶναι
τόσο βαριά, ὥστε δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ ἀπό τό κρεβάτι, ὁ ὑπεύθυνος του θαλάμου
καλεῖ τόν ἀρχινοσοκόμο. Αὐτός ἔρχεται, κάνει μία βιαστική ἐξέταση καί πετάει τό
φάρμακο- ἀσπιρίνη, τί ἄλλο; Αὐτό εἶν ὅλο. Καί μετά; Βγάλτα πέρα μόνος σου. Ἀλλά
ἔχε τόν νοῦ σου! Σάν πέσει ὁ πυρετός κάτω ἀπό 39οC ὅ,τι καί ἄν ἔχεις, ὀφείλεις
νά σηκωθεῖς καί νά πᾶς στή δουλειά. Ἀλλιῶς σέ περιμένει τό φοβερό ἀπομονωτήριο.
Ἀνάμεσα στούς
κρατούμενους ὑπῆρχαν ἀρκετοί γιατροί. Δέν τούς ἄφηναν ὅμως νά ἀσχοληθοῦν μέ τά
προβλήματα ὑγείας τῶν συγκρατούμενών τους. Τούς χρησιμοποιούσαν μόνο σέ κοινές ἐργασίες,
καί μάλιστα στίς πιό βαρειές.
Τρεῖς μέρες ἀφότου ἀρρώστησε
ὁ π. Ἀρσένιος, τόν ἐξέτασε ὅπως-ὅπως ἕνας κρατούμενος γιατρός, πού στήν
συνέχεια φώναξε κι ἕναν ἄλλο, καθηγητή πνευμονολόγο. Ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετά, εἴπαν
στόν Ἀφσένκωφ:
-
Κρίσιμη κατάσταση… Ζήτημα εἶναι ἄν θά
ζήσει δύο μέρες ἀκόμα. Ἔχει βαρειά πνευμονία, πλήρη ἐξάντληση, ἀβιταμίνωση καί
καρδιά πολύ κουρασμένη. Χρειάζεται πολλαπλή φαρμακευτική ἀγωγή, ὀξυγόνο,
φροντίδα… ἀλλά καί πάλι, μέ τέτοια γενική κατάπτωση τοῦ ὀργανισμοῦ, μᾶλλον τίποτα
δέν μπορεῖ νά τόν σώσει…
Κάλεσαν τόν ἀρχινοσοκόμο.
Ἦρθε καί κοίταξε ἀδιάφορα τόν π. Ἀρσένιο ἀπό ἀπόσταση δύο μέτρων. Ἔδωσε ἕνα
θερμόμετρο στόν Ἀφσένκωφ γιά νά τοῦ μετρήσει τόν πυρετό. Ὅταν εἶδε πώς ἦταν
πάνω ἀπό 40οC, πέταξε στό κρεβάτι μερικές ἀσπιρίνες.
-
Γρίππη εἶναι, εἶπε ξερά κι ἔφυγε.
Ἡ κατάσταση τοῦ
παππούλη ὅλο καί χειροτέρευε. Οἱ φίλοι του ἀγωνίζονταν νά τόν σώσουν. Ἔστειλαν
στό νοσοκομεῖο ἕναν δικό τους νά παρακαλέσει τούς γιατρούς γιά φάρμακα, καλόπιασαν
τούς πιό προσιτούς ἐπόπτες, ἐπιστράτευσαν καί κάποιους ἀπό τούς ἐγκληματίες -οἱ
τελευταῖοι εἶχαν ποικίλες διασυνδέσεις- , κάπου βρῆκαν ξερό συνάπι, σμέουρα καί
ὅ,τι ἄλλο μπόρεσαν.
Ὁ γιατρός τοῦ
νοσοκομείου, ἀκούγοντας τόν ἀπεσταλμένο τους νά τοῦ ἐξηγεῖ τή σοβαρότητα τῆς
καταστάσεως τοῦ π. Ἀρσένιου, ρώτησε:
- Πόσων ἐτῶν εἶναι ὁ κρατούμενος καί πόσο
καιρό ἔχει στό στρατόπεδο;
-
Εἶναι σαρανταεννέα ἐτῶν καί βρίσκεται ἐδῶ τρία χρόνια.
Ὁ γιατρός χαμογέλασε
σαρκαστικά.
-
Μήπως νομίζετε ὅτι τό Στρατόπεδο Εἰδικοῦ
Καθεστῶτος εἶναι σανατόριο, καί ὅτι οἱ κρατούμενοι πρέπει νά φτάνουν μέχρι ἑκατό
χρονῶν; Ὁ ἄρρωστός σας ἔχει ζήσει ἐδῶ μέσα τρία χρόνια- ἔσπασε ρεκόρ! Καιρός του
εἶναι… Τέλος πάντων, φάρμακα δέν ὑπάρχουν, χρειάζονται γιά τό μέτωπο.
Ὁ πυρετός ἀνέβαινε. Ὁ
π. Ἀρσένιος ὅλο καί συχνότερα ἔχανε τίς αἰσθήσεις του. Ὁ Ἀφσένκωφ τοῦ ἔδινε ἀσπιρίνες
καί χυμό ἀπό σμέουρα, ἐνῶ ὁ Σαζίκωφ τοῦ ἔβαζε στό στῆθος καί στήν πλάτη
καταπλάσματα ἀπό σκόνη σιναπιοῦ. Βοηθοῦσαν, ὅπως μποροῦσαν, καί οἱ κρατούμενοι
γιατροί, ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπό τή δουλειά. Μολοταύτα ὁ π. Ἀρσένιος ἔσβηνε ἀργά.
Ὁ θάνατος στό
στρατόπεδο ἦταν, σέ κάθε περίπτωση, κάτι τό συνηθισμένο, σέ κάθε περίπτωση,
ναί, ἐκτός ἀπό τούτη. Παντοῦ τώρα ἄκουγες:
-
Πεθαίνει ὁ π. Ἀρσένιος.
-
Τελειώνει ὁ Πέτρος Ἀντρέγιεβιτς.
-
Πάει κι αὐτός…
Λίγο-πολύ ὅλοι ἦταν
λυπημένοι. Γιατί σ’ ὅλους, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, ὁ μπάτουσκα εἶχε δείξει
ἀγάπη καί καλοσύνη.
Στό μεταξύ ὁ ἴδιος
προσευχόταν ἀκατάπαυστα, ὅσο εἶχε τίς αἰσθήσεις του, προσευχόταν. Καί μολονότι
δέν μποροῦσε νά μιλήσει ἤ νά κινηθεῖ, καταλάβαινε τίς περιποιήσεις καί τά
γιατροσόφια τῶν φίλων του.
Κάποια στιγμή, καθώς ἦταν
γύρω του ὁ Σαζίκωφ, ὁ Ἀφσένκωφ, ὁ Ἀλέξιος καί ὁ γιατρός Μπαρίς Πέτροβιτς, ἐνιωσε
πώς ὅλοι καί ὅλα ἔφευγαν, ξεμάκραιναν, χάνονταν. Ἔγινε ἐλαφρύς, πολύ ἐλαφρύς.
Μία παράξενη ἡσυχία τόν τύλιξε. Ἡ δύσπνοια, ὁ βήχας, ὁ πυρετός, ἡ δυσφορία καί ἡ
ἀδυναμία ἐξαφανίστηκαν. Αἰσθάνθηκε ὑγιής καί σφριγηλός.
Τώρα… ἀπίστευτο!
Στεκόταν κοντά στό ξυλοκρέβατό του κι ἔβλεπε ξαπλωμένον πάνω σέ αὐτό ἕναν
κοκαλιάρη, χλωμό, ψαρομάλη γέροντα, μέ κλεισμένα χείλη καί μισοσφαλισμένα
μάτια. Τόν περιεργάστηκε γιά μερικά δευτερόλεπτα. Καί ξαφνικά, μέ τρόμο καί ἔκπληξη
συνειδητοποίησε πώς ἦταν ὁ ἴδιος! Ναί, ἔβλεπε τόν ἑαυτό του ἀπό μακρυά, σάν ἕνα
τρίτο ἄνθρωπο, καί ὁλόγυρά τους φίλους του!
Ὁ θάλαμος, τό
στρατόπεδο, οἱ κρατούμενοι, οἱ φύλακες, τά ἄψυχα ἀντικείμενα, ὅλα γίνονταν ἀντιληπτά
ἀπό τόν π. Ἀρσένιο μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο, πιό βαθύ, πιό οὐσιαστικό. Μέσα στήν ἀπέραντη
ἠρεμία πού βίωνε, ἀντιλαμβάνονταν κάθε κίνηση, καί, μέ μίαν ἐξαιρετική θεόσδοτη
χάρη, καταλάβαινε ὄχι μόνο ὅσα ἔλεγαν μά καί ὅσα σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι. Καί ὅμως,
ἦταν ἤδη τόσο μακριά τους!
Ἕνα ἀόρατο παραπέτασμα
τόν χώριζε πιά ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἕνα παραπέτασμα πού δέν μποροῦσε νά τό
παραμερίσει. Μέ φόβο κατάλαβε πώς ἡ ψυχή του εἶχε ἐγκαταλείψει τό σῶμα!...
Ἡ
παράγκα ἔφευγε, χανόταν μέσα στό σκοτάδι. Κι ἐκεῖνος προχωροῦσε ἀργά, ἀφήνοντας
πίσω του τόν κόσμο τοῦτο καί πλησιάζοντας σέ ἕνα ὑπέρλαμπρο, ἕνα σαγηνευτικό φῶς,
πού φαινόταν κάπου μακριά.
Εἶδε
τόν Σαζίκωφ νά φέρνει ἕνα κύπελλο μέ νερό κοντά στά νεκρωμένα χείλη του. Μάταια
προσπάθησε νά τοῦ τό ρίξει μέσα στό στόμα. Τό νερό χύθηκε πάνω στό πρόσωπό του
καί μούσκεψε τό λιγδιασμένο προσκεφάλι.
Προχωροῦσε.
Προχωροῦσε πρός τό φῶς. Μά σέ μία στιγμή ἐνιωσε πώς δέν μποροῦσε νά φύγει
μακριά ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, πού μαζί τους εἶχε μοιραστεῖ τίς πίκρες καί
τά βάσανα τῆς φυλακῆς- τόν Ἀλέξιο, τόν Ἀλέξανδρο, τόν Φέντια, τόν Ἰβᾶν, τόσους
καί τόσους. Στάθηκε ὅλος ἀγωνία. Γύρισε πίσω.
Μία
κραυγή ἱκεσίας ξεπήδησε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του:
-
Κύριε!
Κύριε! Μήν τούς ἐγκαταλείψεις! Βοήθησέ τους καί σῶσε τους!
Ἄρχισε νά κλαίει
μέ λυγμούς.
-
Μητέρα
τοῦ Θεοῦ, μήν τούς ἀφήσεις!
Ἀπόκριση δέν ἔπαιρνε
καμιά. Σιωπή, ἀπέραντη σιωπή! Ἔβλεπε μόνο, μέ θεία παραχώρηση, τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων-
ἄλλες πυρακτωμένες κι ὁλοφοτες ἀπό τήν φωτιά τῆς πίστεως, ἄλλες σάν φλόγες ἀδύναμες
καί τρεμάμενες, ἄλλες σάν μισόσβηστες σπίθες, ἄλλες μαῦρες κι ὁλοσκότεινες ἀπό
τήν ἀπιστία. Ταράχθηκε
-
Κύριε!
Τόσον καιρό ζοῦσα ἀνάμεσά τους, καί δέν μποροῦσα νά δῶ τήν ψυχική τους
κατάσταση. Δέν μποροῦσα νά φανταστῶ ὅτι ὑπῆρχαν ὁλόγυρά μου καί τόσοι ἀγωνιστές
τῆς πίστεως, πού βρῆκαν τό φῶς μέσα στό ζοφερό αὐτό σκοτάδι! Πόσο τυφλώθηκα ἀπό
τόν ἐγωισμό μου, ὥστε νά πιστέψω ὅτι μόνο ἐγώ ἤμουν κοντά Σου!
Ἡ
πίστη ἦταν ζωντανή στίς καρδιές ὄχι μόνο πολλῶν κρατούμενων, ἀλλά καί φυλάκων
καί ἐποπτῶν, ἀνθρώπων πού δέν ξεχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά προσπαθοῦσαν
κρυφά νά κάνουν τό καλό, νά ὑπηρετοῦν τό Χριστό καί τό συνάνθρωπο.
-
Κύριε,
ποῦ ἤμουν ὡς τώρα; Πῶς δέν εἶχα καταλάβει τίποτα; Συγχώρεσέ μέ καί ἐλέησε
μέ!...
Ξαφνικά
βρέθηκε στήν ἔξοδο τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν νύχτα καί ὅλοι κοιμόντουσταν –ὅλοι ἐκτός
ἀπό τούς φύλακες, τά σκυλιά καί τούς προβολεῖς.
Αὐθόρμητα
στράφηκε καί εὐλόγησε ὁλόκληρη τήν περιοχή. Ὕστερα ἄρχισε νά προσεύχεται γιά ὅσους
ἔμεναν ἀκόμα ἐκεῖ.
-
Κύριε,
πῶς θά τούς ἀφήσω; Τί θ’ ἀπογίνουν; Βοήθησέ τους! Μήν τούς στερήσεις τό ἔλεός
Σου!...
Τό
κρύο ἦταν ἀφόρητο, μά ὁ π. Ἀρσένιος δέν τό ἐνιωθε.
Ἀφοῦ
προσευχήθηκε ὥρα πολλή, βγῆκε ἀπό τήν κεντρική πύλη καί βρέθηκε στό δρόμο. Μήτε
οἱ φρουροί τόν ἔβλεπαν μήτε τά σκυλιά τόν μυρίζονταν μήτε οἱ προβολεῖς τόν ἐντόπιζαν!
Βαδίζοντας
ἥσυχα κι ἀνάλαφρα, τράβηξε πάλι πρός τό δυνατό καί γλυκύτατο ἐκεῖνο φῶς, πού ἔλαμπε
στό βάθος τοῦ σκοτεινοῦ ὁρίζοντα.
Πέρασε
μέσ’ ἀπό τό δάσος, διέσχισε τό χωριό, καί, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, βρέθηκε στήν
πόλη, στήν ἐνορία του! Στεκόταν μπροστά στήν ἐκκλησία, ὅπου τόσες φορές εἶχε
λειτουργήσει καί τόσους κόπους εἶχε κάνει γιά νά τήν ἀνακαινίσει.
-
Ἄλλο
καί τοῦτο! Κύριε, γιατί ἦρθα ἐδῶ; μονολόγησε καί μπῆκε συγκλονισμένος στό ναό.
Ἦταν
ὅπως πρῶτα, ὅπως τόν εἶχε ἀφήσει, ἀλλά γεμάτος κόσμο, γεμάτος πιστούς μέ
πρόσωπα φαιδρά, πού προσεύχονταν κοιτάζοντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τήν
παλαιά θαυματουργή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τή θλιμμένη μορφή καί τό διαπεραστικό
βλέμμα. Ὁ π. Ἀρσένιος προχώρησε. Οἱ πιστοί ἄνοιγαν διάδρομο γιά νά περάσει. Μπῆκε
στό ἱερό καί ἑτοιμάστηκε γιά τήν θεία λειτουργία.
Ὅλο
τό ἱερό ἦταν πλημμυρισμένο στό φῶς, ἕνα κατάλευκο οὐράνιο φῶς. Ὁ π. Ἀρσένιος εἶδε
νά βρίσκονται ἐκεῖ ἀρκετοί γνωστοί του κληρικοί, ὁ ἱερομόναχος Γερμανός, ὁ
πρεσβύτερος Ἀμβρόσιος, ὁ διάκονος Πέτρος καί μερικοί ἀκόμα, καθώς καί οἱ ἐπίσκοποι
Ἰωνάς, Ἀντώνιος, Μπαρίς καί Θεόφιλος, ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅλοι τους τόν
κοίταζαν χαρούμενοι, χαμογελώντας μέ γλυκύτητα, κανένας ὅμως δέν τοῦ μιλοῦσε.
-
Κύριε!
ψέλλισε ὁ π. Ἀρσένιος. Αὐτοί οἱ λειτουργοί Σου ἔχουν πεθάνει ἀπό καιρό. Καί
τώρα βρίσκονται ἐδῶ!... Τί ὡραία, πού εἴμαστε ὅλοι μαζί!
Ἄρχισε
νά ἱερουργεῖ, καί ἡ καρδιά του πήγαινε νά σπάσει ἀπό τή χαρά. Ἡ προσευχή τόν εἶχε
συναρπάσει.
Ὅταν
βγῆκε στήν ὡραία πύλη γιά νά εὐλογήσει τό ἐκκλησίασμα, διέκρινε πολλές γνωστές
φυσιογνωμίες –παλαιούς ἐνορίτες του, πνευματικά του παιδιά, ἀνθρώπους πού εἶχε
γνωρίσει στά ταξίδια του ἤ στά στρατόπεδα. Τούς ἤξερε ὅλους γιά νεκρούς!
-
Παναγία
μου, τί γίνεται ἐδῶ πέρα;
Μόλις
τελείωσε ἡ λειτουργία, ἔτρεξε κι ἔπεσε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
-
Βασίλισσα
τῶν οὐρανῶν! τήν ἱκέτεψε μέ δάκρυα. Ἔφυγα πιά ἀπό τόν ἐπίγειο καί μάταιο κόσμο.
Πρίν παρουσιαστῶ στό φοβερό κριτήριο τοῦ Υἱοῦ σου, μεσίτεψε γιά τή σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς
μου ψυχῆς! Μή μ’ ἀφήσεις, Δέσποινα! Σέ ἐσένα μόνο ἐλπίζω, ὁ ἐλεεινός καί ἀνάξιος!
Βοήθησε, ὅμως, κι αὐτούς τούς βασανισμένους ἀνθρώπους, πού μένουν ἀκόμα στή γῆ!
Αὐτούς πού ἔζησαν καί ζοῦν μέσα σέ τόσες δοκιμασίες, τόσο πόνο!...
Ἔκλαιγε
καί παρακαλοῦσε. Ὥσπου, ξαφνικά, ἄκουσε μία φωνή, μία γυναικεία φωνή, ἁπαλή μά
καί ἐπιβλητική συνάμα.
-
Δέν
ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σου, Ἀρσένιε! Ὁ Κύριος σέ στέλνει νά διακονήσεις
τά παιδιά μου. Πήγαινε, καί δέν θά σού στερήσω τήν βοήθειά μου!
Ὁ
π. Ἀρσένιος σήκωσε τά μάτια καί κοίταξε τήν εἰκόνα. Ἡ Παναγία στεκόταν τώρα
μπροστά του ὁλοζώντανη! Ἀγκάλιασε τά πόδια της καί κραύγασε:
-
Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μήν τούς ἀφήσεις! Παναγιά μου, ἐλέησε κι ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό! Ἄς
γίνει τό θέλημα τό δικό σου καί τού Κυρίου… Ἀλλά νά, ἐγώ εἶμαι πιά γέρος καί ἀδύναμος.
Θά μπορέσω νά διακονήσω τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἐσύ, Δέσποινα, τό θέλεις;
-
Δέν θά εἶσαι μόνος, Ἀρσένιε! Θά σέ βοηθήσουν καί ἄλλοι δικοί μου ἄνθρωποι. Στίς
ψυχές πολλῶν ζεῖ ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη, ὅπως σέ ἀξίωσε ὁ Ἰησοῦς νά διαπιστώσεις.
Μ’ αὐτούς θά συνεργαστεῖς γιά τό καλό της σκορπισμένης ποίμνης τοῦ Υἱοῦ μου.
Πήγαινε, καί θά εἶναι δίπλα σου παντοτινά!
Ὁ
π. Ἀρσένιος ἐνιωσε τό πανάχραντο χέρι της ν’ ἀκουμπάει στοργικά πάνω στό κεφάλι
του. Κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Δακρυσμένος σηκώθηκε, ἔβαλε μετάνοια σέ ὅλους ὅσοι
ἦταν μέσα στό ναό, καί βγῆκε ἔξω. Ἀνάλαφρα, σάν νά πετοῦσε, τράβηξε γιά τό
στρατόπεδο, γιά τήν παράγκα, γιά τούς συντρόφους του, τά πονεμένα παιδιά κι ἀδέλφια
τοῦ Χριστοῦ.
Δέν
κατάλαβε πότε ἔφτασε. Ἡ πόλη, οἱ παγωμένες ἐκτάσεις, τό χωριό, τό δάσος, ὅλα ἔφευγαν
ἀπό δίπλα του μέ ταχύτητα ἀστραπῆς.
Ἀόρατος
πέρασε ἀνάμεσα ἀπό τούς φρουρούς καί μπῆκε στόν θάλαμο. Εἶδε τό σῶμα του νά
βρίσκεται ἀκόμα πάνω στό κρεβάτι. Πλησίασε καί ξάπλωσε.
-
Ὅσο πάει καί παγώνει, ἄκουσε κάποιον νά λέει. Πέρασαν ἤδη πέντε ὧρες. Πρέπει νά
εἰδοποιήσουμε τή διοίκηση.
- Ὀρφάνεψε ὁ θάλαμος, εἶπε ἕνας ἄλλος. Πολλούς
βοήθησε. Ἐμένα μου ἔδειξε μέ τή ζωή του τό Θεό, πού Τόν πολεμοῦσα τόσα χρόνια!
- Ἔφευγα γιά τόν οὐράνιο ναό, ψέλλισε, μά ἡ
Μητέρα τοῦ Θεοῦ μ’ ἔστειλε πάλι πίσω σ’ ἐσᾶς.
Μετά
ἀπό δύο βδομάδες σηκώθηκε. Ὅλα μέσα στό θάλαμο τοῦ φαίνονταν ἀλλαγμένα,
παράξενα. Ἡ διάθεση καί ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων ἦταν διαφορετική. Μέ κάθε
τρόπο τοῦ ἔδειχναν συμπάθεια καί ἀγάπη. Μερικοί ἔκοβαν κάτι ἀπό τό λιγοστό
φαγητό τους γιά νά τοῦ τό προσφέρουν. Ἀκόμα κι ὁ ἐπόπτης Βεσιόλι τοῦ ἔστελνε
βούτυρο μέ τόν Σαζίκωφ.
Συνῆλθε,
στάθηκε στά πόδια του, καταπιάστηκε πάλι μέ τήν ὑπηρεσία του. Ὁ Κύριος καί ἡ
Θεοτόκος τόν εἶχαν ἐπαναφέρει «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Τόν εἶχαν
ξαναστείλει στόν κόσμο. Τόν εἶχαν προστάξει νά διακονήσει τoύς ἀνθρώπους.
12.
Ο
Μιχαήλ
Ἡ ἐπιθεώρηση
τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι, ἀφοῦ μετρήθηκαν, ὁδηγήθηκαν στό θάλαμο. Ἡ πόρτα
κλειδώθηκε.
Πρίν
κοιμηθοῦν, μποροῦσαν νά κουβεντιάσουν γιά λίγο, ν’ ἀνταλλάξουν τίς ἐντυπώσεις
τους ἀπό τό στρατόπεδο, νά ποῦν τά νέα της ἡμέρας, νά παίξουν μία παρτίδα
ντόμινο ἤ ἁπλά ν’ ἀναπολήσουν τά περασμένα ξαπλωμένοι στά κρεβάτια τους. Δύο
ὧρες ἀργότερα ἀκούγονταν ἀκόμα κάποιες σκόρπιες κουβέντες, κι αὐτές ὅμως
σιγά-σιγά ὑποχωροῦσαν. Ἡ σιωπή κυριαρχοῦσε, καθώς οἱ κρατούμενοι παραδίνονταν
στόν ὕπνο.
Γιά πολλή
ὥρα μετά τό κλείσιμο τῆς παράγκας ὁ π. Ἀρσένιος στεκόταν πλάι στό κρεβάτι του
καί προσευχόταν. Ὕστερα ξάπλωνε κι αὐτός, συνεχίζοντας τήν προσευχή ὥσπου ν’
ἀποκοιμηθεῖ.
Κάποια
νύχτα, μία ὥρα περίπου μετά τά μεσάνυχτα, ἐνιωσε κάποιον νά τόν σκουντάει.
Πετάχτηκε πάνω καί ἄκουσε μία ταραγμένη φωνή νά τοῦ ψιθυρίζει:
-
Ἔλα γρήγορα!
Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καί σέ ζητάει!
Ὁ
ἑτοιμοθάνατος βρισκόταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα.
Ἀνάσαινε βαριά καί ἀκανόνιστα. Τά μάτια του ἦταν ἀνοιχτά διάπλατα, ἀφύσικα.
- Συγχωρέστε
μέ… Σᾶς χρειάζομαι… Φεύγω…, εἶπε στόν π. Ἀρσένιο, καί πρόσθεσε σχεδόν
προστακτικά.
- Καθῆστε.
Ὁ π.
Ἀρσένιος κάθησε στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τό λιγοστό φῶς ἔκανε νά λαμποκοποῦν
σάν διαμάντια οἱ χοντρές σταγόνες τοῦ ἱδρώτα, πού κάλυπταν τό χλωμό πρόσωπο τοῦ
ἑτοιμοθάνατου.
Τά μαλλιά
του ἦταν κολλημένα καί τά χείλη του σφιγμένα ἀπό τόν πόνο. Παρ’ ὅλη τήν
ἐξάντληση καί τή νεκρική του χλωμάδα, τά ὀρθάνοιχτα μάτια του, πού κοίταζαν τόν
π. Ἀρσένιο σάν δύο ἀναμένες δάδες, φανέρωναν ὅλη τήν προηγούμενη βιοτή του.
Πέθαινε.
Ἔφευγε ἀπό τή ζωή αὐτή βασανισμένος καί κουρασμένος. Πρίν φύγει ὅμως, ἤθελε νά
δώσει λόγο στό Θεό γιά ὅλα.
-
Ἐξομολογῆστε
μέ. Δῶστε μου ἄφεση ἁμαρτιῶν. Εἶμαι μοναχός μέ μυστική κουρά.
Οἱ διπλανοί
του κρατούμενοι, βλέποντας ὅτι ἔφτανε τό τέλος του, σηκώθηκαν ἀπ’ τά κρεβάτια
τους καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ἀκόμα καί σ’ ἕναν θάλαμο στρατοπέδου ὁ
ἑτοιμοθάνατος εἶχε δικαίωμα συγκαταβατικότητας καί συμπάθειας.
Ὁ π.
Ἀρσένιος ἔσκυψε πάνω ἀπ’ τό μοναχό καί ἔσιαξε τήν τριμμένη κουβέρτα πού τόν
μισοσκέπαζε. Ἀκούμπησε τό δεξί του χέρι πάνω στό κεφάλι μέ τά κολλημένα κοντά
μαλλιά καί εἶπε ψιθυριστά τίς εὐχές. Συγκεντρώνοντας ὅλη του τήν προσοχή,
ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούσει τήν ἐξομολόγηση.
- Ἡ καρδιά μου δέν ἀντέχει ἄλλο…, ψέλλισε μέ
δυσκολία ὁ ἑτοιμοθάνατος. Καί λέγοντας τό μοναχικό του ὄνομα, ἄρχισε νά
ἐξομολογεῖται.
- Μιχαήλ μέ λένε…
Σκύβοντας
ἐπάνω του ὁ π. Ἀρσένιος καί πλησιάζοντας πολύ κοντά στό πρόσωπό του, μόλις πού
τόν ἄκουγε. Αὐθόρμητα τόν κοίταζε μέσα στά μάτια. Κάπου-κάπου ὁ ψίθυρος
σταματοῦσε καί ἀκουγόταν ἕνας βαθύς ρόγχος ἀπό τό στῆθος του. Τότε ὁ Μιχαήλ
ἄνοιγε τό στόμα του καί ἅρπαζε λαίμαργα ἀέρα. Ἄλλοτε πάλι σιώπαινε ἐντελῶς καί
φαινόταν σάν νεκρός. Τά μάτια του ὅμως συνέχιζαν νά ἔχουν ζωή. Μέσα σ’ ἐκεῖνα
τά ἐκφραστικά μάτια ἀποτυπώνονταν ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος ἤθελε νά ἐκφράσει.
Πολλούς εἶχε
ἐξομολογήσει ὁ π. Ἀρσένιος λίγο πρίν πεθάνουν, καί τέτοιες ἐξομολογήσεις εἶχαν
πάντα κάτι τό συγκλονιστικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τήν ἐξομολόγηση τοῦ Μιχαήλ,
διαπίστωνε ὁλοκάθαρα πώς εἶχε μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο ξεχωριστό, πού εἶχε
φτάσει σέ μεγάλα ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως. Πέθαινε ἕνας δίκαιος, πού εἶχε
ἀφιερώσει τή ζωή του στό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Πέθαινε ἕνας δίκαιος, καί ὁ π.
Ἀρσένιος ἄρχισε νά συνειδητοποιεῖ πώς ὁ ἴδιος, μολονότι ἱερέας, ἦταν μπροστά
του τόσο μικρός, τόσο ἀσήμαντος. Ἦταν ἀνάξιος ἀκόμα καί νά φιλήσει τήν ἄκρη τῶν
ἐνδυμάτων τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ.
Ὁ ψίθυρός
του σταματοῦσε ὅλο καί πιό συχνά, ἀλλά τά μάτια του ἔλαμπαν πάντα,
συμπληρώνοντας εὔγλωττα τά κενά τῶν λόγων του.
Στήν
ἐξομολόγηση του ὁ Μιχαήλ δίκαζε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του καί τόν δίκαζε αὐστηρά,
ἀνελέητα. Μερικές φορές ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι ἔβλεπε κάποιον ἄλλον νά
πεθαίνει, καί αὐτόν ἀκριβῶς δίκαζε.
Ὁ π.
Ἀρσένιος, ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἔβλεπε τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Μιχαήλ σάν ἕνα καράβι
βαρυφορτωμένο μέ ταλαιπωρίες καί θλίψεις, παλιές καί πρόσφατες, ἕνα καράβι πού
ἔφευγε πιά γιά τή μακρινή χώρα τῆς λησμοσύνης.
Τώρα δέν τοῦ
ἔμενε παρά νά πετάξει ἔξω ὅλα τ’ ἄχρηστα, ἤ μᾶλλον νά τ’ ἀποθέσει στά χέρια τοῦ
ἱερέα, πού, μέ τή θεόσδοτη ἐξουσία του, θά τοῦ πρόσφερε τήν ἄφεση.
Στίς λίγες στιγμές
ζωῆς πού τοῦ ἀπόμεναν, ὁ μοναχός Μιχαήλ ἔπρεπε νά τά παραδώσει ὅλα στόν π.
Ἀρσένιο, νά ὁμολογήσει τά σφάλματά του ἐνώπιον τού Θεοῦ, νά ἀναγνωρίσει τίς
ἁμαρτίες του, κι ἔτσι, μέ καθαρή τή συνείδηση, νά σταθεῖ μπροστά στό κριτήριο
τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἀκόμα
κρατούμενος πέθαινε στά χέρια τοῦ π. Ἀρσένιου, ὅπως καί τόσοι ἄλλοι στό
παρελθόν. Αὐτός ὁ θάνατος ὅμως τόν συγκλόνισε ὅσο κανένας ἄλλος. Μέ δέος
συνειδητοποίησε, ὅτι τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόν ἀξίωσε νά ἐξομολογήσει ἕναν
ἅγιο. Ὁ Κύριος του ἀποκάλυπτε ἕναν ἀνεκτίμητο θυσαυρό Του, ἕναν θησαυρό πού γιά
πολύ καιρό καί μέ πολλή ἀγάπη καλλιεργοῦσε μυστικά, δείχνοντας σέ ποιές κορυφές
πνευματικῆς τελειότητας μπορεῖ νά φτάσει ὅποιος Τόν ἀγαπάει ἀπεριόριστα, ὅποιος
σηκώνει τό ζυγό καί τό φορτίο τοῦ Χριστοῦ, βαστάζοντάς τά ὡς τό τέλος.
Ὄλ’
αὐτά ὁ π. Ἀρσένιος τά ἔβλεπε καί τά καταλάβαινε. Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἑτοιμοθάνατου
μοναχοῦ τοῦ ἔδειχνε, πώς ἕνας ἄνθρωπος μέ βαθειά πίστη μπορεῖ νά μείνει κοντά
στό Θεό ἀκόμα καί κάτω ἀπό τίς πιό ἀντίξοες περιστάσεις, ἀκόμα καί σέ καιρούς
τόσο χαλεπούς ὅσο καί οἱ δικοί τους, μέ τούς ἐπαναστατικούς ἀναβρασμούς, τή
σταλινική προσωπολατρία, τίς προβληματικές ἀνθρώπινες σχέσεις, τήν ἐπίσημη
κρατική ἀθεία, τό γενικό ποδοπάτημα τῆς πίστεως, τήν ἠθική κατάπτωση, τή διαρκῆ
ἀστυνόμευση καί τίς καταδόσεις, τήν ἔλλειψη πνευματικῶν ὀδηγών.
Μήτε
σέ σκήτη μήτε σέ μοναστήρι μακρινό συνάντησε ὁ Μιχαήλ τόν Θεό, ἄλλα μέσε στήν
τύρβη τῆς ζωῆς, στή λάσπη τοῦ κόσμου, στή σκληρή πάλη μέ τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ.
Συστηματική πνευματική καθοδήγηση δέν εἶχε δεχτεῖ.
Συμπτωματικά
μόνο εἶχε συναντήσει τρεῖς-τέσσερις ἱερεῖς καί εἶχε μιλήσει μαζί τους γιά
πνευματικά θέματα. Γιά ἕνα χρόνο ἐπίσης εἶχε στενή καί εὐφρόσυνη ἐπικοινωνία μέ
τόν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, πού τόν ἔκειρε μοναχό.
Ἀκολούθησαν
δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ καλοῦ ἐκείνου ἐπισκόπου. Κι ὕστερα δέν ἀπόμεινε
στό Μιχαήλ παρά μόνο ὁ φλογερός, ὁ ἀπερίγραπτος πόθος του νά πλησιάζει ὅλο καί
πιό κοντά στόν Κύριο.
-
Ἀκολούθησα
ἄραγε τό δρόμο τῆς πίστεως; Πορευόμουνα σωστά πρός τόν Θεό; Ἤ μήπως
λοξοδρόμησα; Δέν ξέρω…, ἀναρωτήθηκε μέ ἀγωνία.
Ὁ
π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε, πώς ὄχι μόνο δέν εἶχε ξεφύγει ἀπό τό δρόμο πού τοῦ εἶχε
δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλ’ ἀπεναντίας εἶχε προχωρήσει πολύ σ’ αὐτόν τό
δρόμο, ξεπερνώντας καί τούς ὁδηγούς του.
Ἡ
ζωή τοῦ Μιχαήλ ἐμοίαζε μέ πόλεμο, πόλεμο πολύχρονο γιά πνευματική καί ἠθική
τελείωση μέσα στή μεγάλη θλίψη τοῦ κόσμου τούτου. Καί ὁ π. Ἀρσένιος διαισθανόταν,
ὅτι ὁ ἀγωνιστής μοναχός εἶχε νικήσει σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, πού ἔκανε μόνος ἐνάντια
στό πολύμορφο κακό.
Ζώντας
ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἀφοσιώθηκε στήν ἐπιτέλεση καλῶν ἔργων στό ὄνομα τοῦ
Κυρίου. Εἶχε κλείσει μέσα στήν καρδιά του σάν ἀναμμένη λαμπάδα τά ἀποστολικά
λόγια: «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε, καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ
π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε ὅλο τό πνευματικό μεγαλεῖο του Μιχαήλ καί συνάμα
συναισθανόταν τήν δική του ἀναξιότητα. Μέ θέρμη ζητοῦσε ἀπό τό Θεό ἐνίσχυση, γιά
ν’ ἀνακουφίσει τό μοναχό στίς τελευταῖες του στιγμές.
Ὅταν
πιά ὁ Μιχαήλ εἶχε παραδώσει στόν π. Ἀρσένιο, καί μέσω ἐκείνου στό Θεό, ὅλα ὅσα
τόν βάραιναν, κοίταξε ἐρωτηματικά τόν ἱερέα, πού πῆρε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν
του.
Κι
ἐκεῖνος, τρέμοντας, ψέλλισε τή συγχωρητική εὐχή. Μόλις τελείωσε, μή μπορώντας
νά συγκρατηθεῖ ἄλλο, ξέσπασε σέ λυγμούς.
-
Σᾶς
εὐχαριστῶ, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ἠρεμῆστε… Ἦρθε ἡ ὥρα πού θέλησε ὁ Θεός… Νά
προσεύχεσθε γιά μένα, ὅσο θά ζεῖτε σ’ αὐτή τή γῆ. Ἔχετε ἀκόμα πολύ δρόμο
μπροστά σας… Σᾶς παρακαλῶ, πάρτε τό κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα, κάτω ἀπ’ τόν ἀριθμό,
ὑπάρχει ἕνα σημείωμα γιά δύο ἀνθρώπους μέ μεγάλη ψυχή καί πίστη. Εἶναι
γραμμένες καί οἱ διευθύνσεις τους. Ὅταν βρεῖτε τήν ἐλευθερία σας, νά τούς τό
πάτε. Σᾶς χρειάζονται καί τούς χρειάζεστε… Ράψτε πάλι τόν ἀριθμό στό κασκέτο.
Καί παρακαλέστε τόν Κύριο γιά τήν ψυχή τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ…
Σ’
ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, λές καί ἦταν μόνοι. Σάν νά εἶχαν γίνει πολύ
μακρινά ὅλα- ὁ θάλαμος, οἱ κρατούμενοι, οἱ συνθῆκες καί ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ
στρατοπέδου. Ἦταν καί οἱ δύο βυθισμένοι στήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ,
στήν καρδιακή προσευχή καί στήν ἡσυχία τῆς ἐσωτερικῆς μονώσεως, πού τούς ἔφερνε
νοερά ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Ὅ,τι
τούς βασάνιζε, ὅ,τι τούς ἀνησυχοῦσε, ὅ,τι τούς κρατοῦσε δεμένους στή γῆ, εἶχε χαθεῖ.
Ὑπῆρχε μόνον ὁ Θεός. Καί τώρα ὁ ἕνας πήγαινε νά Τόν συναντήσει, ἐνῶ ὁ ἄλλος
γινόταν μάρτυρας τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ θανάτου.
Ὁ
Μιχαήλ κρατώντας σφιχτά τό χέρι τοῦ π. Ἀρσένιου, προσευχόταν. Καί προσευχόταν
μέ τόση αὐτοσυγκέντρωση, ὥστε εἶχε ἀποξενωθεῖ ἐντελῶς ἀπό τό περιβάλλον. Ὁ π. Ἀρσένιος
πάλι, ἀποδιώχνοντας κάθε ἄλλο λογισμό, τόν ἀκολουθοῦσε μέ ὑπομονή καί εὐλάβεια
στήν προσευχή του.
Καί
νά! Ἦρθε ἡ στιγμή τῆς «ἐξόδου». Τά μάτια τοῦ ἐτοιμαθάνατου φωτίστηκαν ἀπό μία ἤρεμη
ἔκσταση. Μέ φωνή πού μόλις ἀκούγονταν, ψιθύρισε:
-
«Μή
ἀπορρίψης μέ Κύριε»…
Ἀνασηκώθηκε
στό κρεβάτι, ἅπλωσε μπροστά τά χέρια καί εἶπε δυνατά:
-
Κύριε!
Κύριε!
Ἔκανε
νά ἀνασηκωθεῖ περισσότερο, ἀλλ’ ἀμέσως ἔπεσε ἀνάσκελα κι ἔμεινε ἀκίνητος. Στήν ὄψη
του ζωγραφίστηκε μία εἰρηνική ἔκφραση, ἐνῶ τά μάτια του, λαμπερά κι ἐκστατικά ἀκόμα,
κοίταζαν ψηλά. Ἡ ψυχή του εἶχε ἐγκαταλείψει τό σῶμα.
Συγκλονισμένος
ὁ π. Ἀρσένιος, ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται, νά προσεύχεται ὄχι ἱκετευτικά,
γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ, ἀλλά δοξολογικά καί εὐχαριστιακά,
γιά τό μεγάλο δῶρο πού τοῦ ἔκανε τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ: Νά παραβρεθεῖ στό
πιό φοβερό καί πιό ἀκατάληπτο μυστήριο- τό θάνατο ἑνός δικαίου!
Σηκώθηκε
κι ἔσκυψε πάνω ἀπό τόν νεκρό. Εἶδε τό φῶς τῶν ἀνοιχτῶν ματιῶν του νά σβήνει σιγά-σιγά
καί νά δίνει τήν θέση του σέ μία ἀμυδρή καταχνιά. Τά βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά. Τό
πρόσωπο καλύφθηκε ἀπό μία σκιά, πού τό ἔκανε ἐπιβλητικό, ἱλαρό καί γαλήνιο.
Σκυμμένος
πάνω ἀπό τό λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσεύχονταν. Μολονότι εἶχε γίνει μάρτυρας τοῦ
θανάτου αὐτοῦ του μοναχοῦ, δέν ἐνιωθε λύπη. Ἀπεναντίας, τόν πλημμύριζαν ἡ εἰρήνη
καί ἡ χαρά. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο. Εἶχε γνωρίσει τό ἔλεος καί τή δόξα τοῦ
Θεοῦ.
Προσεκτικά
τακτοποίησε τά ροῦχα τοῦ νεκροῦ κι ἔβαλε μετάνοια μπροστά του. Τότε μόλις
συνειδητοποίησε ὅτι βρισκόταν σέ ἕναν θάλαμο Στρατοπέδου Εἰδικοῦ Καθεστῶτος.
Σάν ἀστραπή πέρασε ἀπό τό μυαλό του ἡ σκέψη: Αὐτό τό στρατόπεδο εἶχε δεχθεῖ μία
θεία ἐπίσκεψη, τόν ἴδιο τόν Κύριο, πού παρέλαβε τήν ψυχή τοῦ Μιχαήλ.
Λίγη
ὥρα ἔμενε ὡς τό ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τό κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, ξήλωσε τόν
ἀριθμό καί πῆρε τό κρυμμένο σημείωμα. Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία θά τό ἕραβε μέσα
στό δικό του κασκέτο.
Πῆγε
στόν ὑπεύθυνο τοῦ θαλάμου καί τόν ἐνημέρωσε γιά τό θάνατο. Ἐκεῖνος, ἀπό τούς
βετεράνους ἐγκληματίες, ρώτησε τόν ἀριθμό τοῦ νεκροῦ καί ἔδειξε κάποια
συμπάθεια.
Ὁ
θάλαμος ξεκλειδώθηκε. Οἱ κρατούμενοι βγῆκαν τρέχοντας καί μπῆκαν στήν γραμμή
γιά τήν ἐπιθεώρηση. Ὁ ὑπεύθυνoς του θαλάμου
πλησίασε τούς ἐπόπτες καί ἀνέφερε:
-
Ἔχουμε
κάποιον νεκρό, τόν Β-382.
Ἕνας
ἐπόπτης μπῆκε στό θάλαμο, κοίταξε τόν νεκρό, τόν σκούντησε μέ τήν μύτη τῆς
μπότας του καί βγῆκε.
Δύο
ὧρες ἀργότερα ἔφτασε ἕνα ἕλκηθρο ἀπό τόν ὑγειονομικό σταθμό. Κατέβηκε ὁ
γιατρός. Μπῆκε μέσα, ἔριξε μία ἀδιάφορη ματιά στό πτῶμα, σήκωσε τό ἕνα βλέφαρο
μέ τό γαντοφορεμένο χέρι του καί κάνοντας ἕναν μορφασμό ἀπέχθειας, εἶπε στόν
κρατούμενο ὑπηρεσίας:
-
Γρήγορα
πάρτε τoν!
Στό
ἕλκηθρο βρίσκονταν ἤδη μερικά πτώματα κοκαλωμένα ἀπό τό κρύο. Τό σῶμα τοῦ
Μιχαήλ μεταφέρθηκε ἔξω καί τοποθετήθηκε πάνω στά ἄλλα. Ὁ ὁδηγός, πατώντας σέ αὐτά
ἀνέβηκε στή θέση του.
Παγωνιά
καί ἡσυχία παντοῦ… Τό ψιλό χιόνι, καθώς ἔπεφτε στά πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλιωνε ἀργά-θαρροῦσες
πώς ἔκλαιγαν.
Κοντά
στήν παράγκα οἱ ἐπόπτες συζητοῦσαν μέ τό γιατρό καί τόν κρατούμενο ὑπηρεσίας.
Λίγο πιό πέρα ὁ π. Ἀρσένιος, μέ τά χέρια κολλημένα στό στῆθος, προσευχόταν
σιωπηλά.
Τό
ἕλκηθρο ξεκίνησε. Ὁ μπάτουσκα ἔβαλε βαθειά μετάνοια, σταύρωσε τούς νεκρούς καί
μπῆκε στό θάλαμο.
Ὁ
ὁδηγός τίναξε μέ βρισιές τά γκέμια κι ἔκανε τά ἄλογα νά προχωρήσουν. Τό ἕλκηθρο,
γλιστρώντας ἀργά, χάθηκε σύντομα πίσω ἀπό τήν παράγκα.
13.
«Μέ
ποιούς είσαι παπά?»
Ήταν
βράδυ. Η παράγκα είχε κλειδωθεί. Έξω ο άνεμος φύσαγε άγριος και το χιόνι είχε
καλύψει τα παράθυρα. Μέσα η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και αποπνικτική, ωστόσο ζεστή.
Τα χαμηλωμένα φώτα δημιουργούσαν ένα μελαγχολικό μισοσκόταδο, πού έκανε πιο
βαρύ το αίσθημα της μοναξιάς, πιο καταθλιπτικό το σκοτάδι της ψυχής.
Κάποιες
μικροπαρέες συζητούσαν χαμηλόφωνα. Μερικοί παίζανε στο ντόμινο ή στα χαρτιά το
αυριανό τους συσσίτιο. Και οι περισσότεροι προσπαθούσαν ν’ αποκοιμηθούν, μάταια
όμως, αφού δεν τους άφηναν μήτε των άλλων οι φωνές, μήτε οι δικοί τους
λογισμοί.
Λίγο
πιο πέρα απ’ το κρεβάτι του π. Αρσενίου, γύρω από έναν ξαπλωμένο κρατούμενο,
μαζεύτηκαν πέντ’ - έξι άτομα. Και σε λίγα λεπτά φούντωσε η λογομαχία. Το θέμα,
βλέπετε, ήταν καυτό: οι κρατούμενοι και η κρατική εξουσία.
Μέσα
σ’ ένα τέταρτο της ώρας είχαν συγκεντρωθεί είκοσι άνθρωποι, ανάμεσά τους παλαιά
στελέχη του Κόμματος, διανοούμενοι, επαγγελματίες, οπαδοί του Βλάσσωφ. Τα
αίματα άναψαν. Ο στρατηγός Βλάσσωφ, ο «Κουΐσλινγκ της Ρωσίας», συνεργάστηκε στη
διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με τους Γερμανούς, επικαλούμενος «τα δεινά
του κομμουνισμού» και ιδιαίτερα τις τρομοκρατικές μεθόδους του Στάλιν.
-
Γιατί μας φυλάκισαν; Χωρίς λόγο! Που είναι η δικαιοσύνη; Όλοι τους πρέπει να τουφεκιστούν!
Τα
πρόσωπα ήταν εξαγριωμένα, τα νεύρα τεντωμένα, τα λόγια ανεξέλεγκτα. Μόνο τρεις
- τέσσερεις πρώην κομματικοί, αδιόρθωτα ρομαντικοί ιδεολόγοι - προσπαθούσαν ν’
αποδείξουν στους άλλους, ότι τα συνταρακτικά γεγονότα που ζούσαν, οφείλονταν σε
ένα τραγικό λάθος· ότι αργά ή γρήγορα όλα θα τακτοποιούνταν ότι οι συλλήψεις
και οι εκκαθαρίσεις οφείλονταν σε πλεκτάνες παρασιτικών στοιχείων, ότι ο Στάλιν
δεν ήταν υπεύθυνος για όλ’ αυτά, αλλά είχε εξαπατηθεί.
-
Εξαπατηθεί; Μα έχουν φυλακίσει τη μισή Ρωσία! Εδώ έχουμε οργανωμένο σχέδιο εξαφανίσεως
των ηγετικών στελεχών, διαμαρτυρήθηκε κάποιος.
- Ο
Στάλιν τα ξέρει όλα! Με δικές του εντολές γίνονται! πρόσθεσε ένας άλλος.
Πιο
οργισμένος απ’ όλους ήταν ένας κρατούμενος που είχε καταδικαστεί για αντισοβιετική
προπαγάνδα και απόπειρα δολοφονίας του Στάλιν. Το πρόσωπο του είχε παραμορφωθεί,
η φωνή του έτρεμε, τα μάτια του γυάλιζαν. Οι οπαδοί του Βλάσσωφ, πάλι, έβριζαν
και απειλούσαν και βρυχιόντουσαν σαν τα θηρία στο κλουβί.
- Να
τα ξεκάνουμε, να τα κρεμάσουμε, να τ’ αφανίσουμε τα καθάρματα του Κόμματος! ,..
Ένας
απ’ αυτούς πιάστηκε στα χέρια με τον πρώην γραμματέα μιας κομματικής επιτροπής
του Λένινγκραντ, μαχητικό μπολσεβίκο από την επανάσταση του 1917, που είχε
πέσει σε δυσμένεια και είχε καταλήξει στο Ειδικό.
-
Προδότη! φώναζε ο μπολσεβίκος στο δοσίλογο. Έπρεπε να σε είχαν τουφεκίσει για
τη συνεργασία σου με τους Γερμαναράδες, κι εσύ ακόμα ζεις!
- Τι
να σου κάνω, δεν έπεσες στα χέρια μου! απαντούσε ο άλλος. Θα σε κρέμαγα! Θα σ'
έλιωνα! Δεκάδες σαν κι εσένα ξεπάστρεψα, γι’ αυτό μ’ έστειλαν εδώ. Να όμως που
κι εσύ, ενώ τόσα χρόνια τους έγλειφες, ψοφάς εδώ μαζί μου σαν προδότης!
-Εγώ
προδότης; Εγώ ρε; Εγώ που στήριξα τη Σοβιετική εξουσία;..
-Τι
"εγώ" κι "εγώ" μου κοπανάς; Είσαι ή δεν είσαι φυλακισμένος
σαν προδότης; Αυτό έχει σημασία. Να τη χαίρεσαι, λοιπόν, την εξουσία σου!
Μερικοί
γελούσαν, μα ή ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.
-
Γκρεμίσατε τις εκκλησιές! Ποδοπατήσατε την πίστη! πέταξε κάποιος στον
μπολσεβίκο.
Τότε
ένας άλλος από τους συγκεντρωμένους, βλέποντας τον π. Αρσένιο να κάθεται στο κρεβάτι
του, φώναξε;
- Ε,
Πέτρε Αντρέγιεβιτς! Πες μας τη γνώμη σου για τη σχέση εξουσίας και Εκκλησίας.
Ο π.
Αρσένιος δεν αποκρίθηκε. Πετάχτηκαν όμως δύο παλληκαράδες από την παρέα και τον
έφεραν σχεδόν σηκωτό ανάμεσα στους άλλους.
Ο
μπολσεβίκος αμέσως σώπασε. Είχε φιλικές σχέσεις με τον π. Αρσένιο και ήξερε τι είχε
τραβήξει στις φυλακές και τα στρατόπεδα. Όλοι περίμεναν πως ο παππούλης θα ήταν
καταπέλτης για τη σοβιετική εξουσία· όλοι, και πρώτος ο Ζιτλόφσκυ. Ο Αρκάδιος Συμεώνοβιτς
Ζιτλόφσκυ στο παρελθόν ήταν δημοσιογράφος, στη συνέχεια ανέλαβε τη διοίκηση
μονάδας του Κόκκινου στρατού, και τέλος αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος του
στρατού των δοσιλόγων. Άνθρωπος σκληρός αλλά και ικανός, ασκούσε μεγάλη επιρροή
σ’ όλους τους κρατουμένους οπαδούς του Βλάσσωφ. Αυτοί αποτελούσαν ξεχωριστή
ομάδα μέσα στο στρατόπεδο, που δεν είχε σχέσεις με καμιάν άλλη. Τίποτα και
κανένα δεν φοβόντουσαν. Το τέλος τους το γνώριζαν. Φανατικοί αντικομμουνιστές,
είχαν αποφασίσει να πεθάνουν για την ιδεολογία τους.
-
Έλα, παππούλη, βγάλ’ τα όλα στη φόρα!
Μετά
από μικρή σιωπή, ο π. Αρσένιος είπε ήρεμα:
-
Πολύ έντονη αντίθεση έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σας. Έντονη και
μισάδελφη. Είναι
δύσκολη,
βαριά, αφόρητη η ζωή μέσα στο στρατόπεδο. Γνωρίζουμε που θα καταλήξουμε. Γι’
αυτό έχουμε γίνει τόσο σκληροί. Όλα μπορούμε, αν θέλουμε, να τα εξηγήσουμε και
να τα δικαιολογήσουμε. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε το δικαίωμα να κακοποιούμε
και να σφάζουμε.
Σάς
άκουσα να κατηγορείτε την εξουσία, το σύστημα, τους ανθρώπους. Κι εμένα με κουβαλήσατε
εδώ μόνο και μόνο για να βρείτε ένα σύμμαχο, πού θα σας βοηθήσει να ενοχοποιήσετε
την άλλη πλευρά. Λέτε, λοιπόν, πως ο κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε
πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία. Ναι, έτσι είναι. Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα
συνολικότερα και βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα προηγήθηκαν. Πολύ
πρωτύτερα ο λαός μας είχε χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την
παράδοσή του, είχε λησμονήσει την ιστορία του, είχε αρνηθεί τα ιερά και
τα όσιά του. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Η τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε! Και τώρα
θερίζουμε ό,τι σπείραμε... Ας θυμηθούμε, τι παράδειγμα έδιναν στο λαό οι
διανοούμενοι, οι ευγενείς, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, και προπαντός, τι
παράδειγμα δίναμε εμείς, οι κληρικοί.
Ήμασταν
οι χειρότεροι απ’ όλους! Γι' αυτό και των παπάδων τα παιδιά,
βλέποντας μέσα στις οικογένειές τους την ανηθικότητα και τη φιλοχρηματία,
γίνονταν οι πιο φανατικοί άθεοι, οι πιο μαχητικοί επαναστάτες. Πολύ πριν από
την επανάσταση του 1917 ο κλήρος είχε χάσει κάθε δυνατότητα καθοδηγήσεως
του λαού. Είχε γίνει - αλλοίμονο! - μια κάστα επαγγελματιών, οπού βασίλευαν
η απιστία και η διαφθορά. Από το πλήθος των μοναστηριών της πατρίδας μας, μόνο
πέντ’ έξι ήταν φωτεινοί φάροι του Χριστιανισμού και του πνεύματος: το Βάλαμο, η
Όπτινα με τους μεγάλους στάρτσι, το Ντιβέγιεβο, το Σάρωφ και ίσως ένα - δύο
ακόμα. Στα υπόλοιπα όχι μόνο την πίστη και την αρετή δεν συναντούσε κανείς,
αλλά και σκανδαλιζόταν από το κοσμικό φρόνημα και την ανόητη επιδεικτικότητα.
Τι
μπορούσε να πάρει ο λαός από τέτοιους ρασοφόρους, από τέτοιους δήθεν εκπροσώπους
του Θεού; Εμείς τον σπρώξαμε στην επανάσταση, γιατί δεν του δώσαμε το καλό
παράδειγμα. Δεν του εμπνεύσαμε την πίστη, την αγάπη, την υπομονή, την
ταπείνωση.
Μην
τα ξεχνάτε όλ’ αυτά, μην τα ξεχνάτε! Γι' αυτό μας εγκατέλειψε τόσο εύκολα ο
λαός. Γι’ αυτό αρνήθηκε μαζί μ’ εμάς και το Θεό. Γι’ αυτό γκρέμισε τις
εκκλησιές.
Δεν
μπορώ, λοιπόν, να κατηγορήσω την εξουσία, το σημερινό καθεστώς. Γιατί οι σπόροι
της αθεΐας έπεσαν τότε στο έδαφος πού εμείς οι ίδιοι είχαμε προετοιμάσει με τα
λάθη μας και τον ξεπεσμό μας. Αυτή ήταν η αιτία και η αρχή του κακού. Όλα όσα
ακολούθησαν, ακόμα και τούτο το στρατόπεδο και το μαρτύριό μας και οι άσκοπες
θυσίες τόσων αθώων ανθρώπων, δεν είναι παρά οι αναπόφευκτες συνέπειες. Φοβερά,
βέβαια, όσα συμβαίνουν, αλλά, σαν πατριώτης και ιερέας, πρέπει να πω και σ'
εσάς ό,τι έλεγα πάντα στα πνευματικά μου παιδιά: Την πατρίδα μας, σ’ όποια
κατάσταση κι αν βρίσκεται, πρέπει να την αγαπάμε, να την υποστηρίζουμε, να την
υπερασπιζόμαστε. Τα σημερινά δεινά θα περάσουν. Όλα κάποτε θα διορθωθούν...
-
Χαριτωμένος είσαι, παππούλη, σφύριξε με σφιγμένα δόντια ο
Ζιτλόφσκυ. Λυντσάρισμα σου χρειάζεται γι’ αυτό το σιχαμερό κήρυγμα! Μας κάνεις τον
άγιο, μα τώρα έδειξες πώς είσαι ένας άθλιος προπαγανδιστής. Για το Ειδικό
δουλεύεις!
Δυο
χεροδύναμοι άρπαξαν αμέσως τον π. Αρσένιο και τον απομάκρυναν βίαια από την ομήγυρη.
Ο καβγάς κράτησε λίγο ακόμα, σιγά - σιγά όμως η παρέα άρχισε να διαλύεται. Η ώρα
ήταν περασμένη κι έπρεπε όλοι να ξεκουραστούν.
Από
την άλλη μέρα κιόλας μερικοί σκληροπυρηνικοί της ομάδας του Ζιτλόφσκυ άρχισαν
να παρακολουθούν και να ταλαιπωρούν τον π. Αρσένιο. Δυο φορές τον ξεμονάχιασαν
και τον ξυλοκόπησαν. Μια νύχτα έχυσαν ούρα πάνω στο κρεβάτι του. Πολλές φορές
του άρπαξαν το φαγητό και τον άφησαν νηστικό.
Μετά
απ' αυτά τα περιστατικά οι φίλοι του αποφάσισαν να τον προστατέψουν. Πώς όμως;...
Κάποιο βράδυ ένας άνθρωπος του Ζιτλόφσκυ, ο Ζόρα Γρηγορένκο από το Κίεβο,
πλησίασε τον π. Αρσένιο.
-
Έλα, παπά! Σε θέλει ό αρχηγός.
Ο
παππούλης τον ακολούθησε χωρίς αντίρρηση.
Ο
Ζιτλόφσκυ ήταν ξαπλωμένος νωχελικά στο κρεβάτι του και μιλούσε στους συντρόφους
του, που τον περιτριγύριζαν.
- Με ποιους είσαι, παπά; ρώτησε τον π.
Αρσένιο. Μ' εμάς ή με τους μπολσεβίκους είσαι, ψυχή πουλημένη; Δουλεύεις για το
Ειδικό Τμήμα, ε; Εξομολογείς τ' αδέρφια μας και μετά τα καρφώνεις σ' αυτούς
τους... Θα σε περιποιηθούμε! Θα σε ξεκάνουμε, για να παραδειγματιστούν οι
όμοιοί σου. Έλα, Ζόρα! Ανάλαβε τον! Πρώτα, όμως, άφησέ τον ν’ απολογηθεί.
Ο
Ζόρα Γρηγορένκο ήταν αντιπαθητικός σε όλους. Γεροδεμένος, πλατύσωμος, κοντόλαιμος,
με το πρόσωπο παραμορφωμένο από κάποιο παλαιό τραύμα, προξενούσε ένα αίσθημα
αποστροφής. Σύμφωνα με κάποιες φήμες, οι Γερμανοί τον χρησιμοποιούσαν σαν
εκτελεστή των πατριωτών που καταδίκαζαν σε θάνατο.
Ο π.
Αρσένιος κοίταξε ατάραχα τον Ζιτλόφσκυ.
- Η
ζωή των ανθρώπων δεν είναι στα χέρια σας, είπε με σταθερή φωνή, αλλά στα χέρια
του Θεού. Μ’ εσάς, πάντως, δεν συμμαχώ!
Κάθησε
σ’ ένα κρεβάτι απέναντι από τον Ζιτλόφσκυ.
-
Μη με απειλείτε, συνέχισε. Δεν φοβάμαι! Δεν περνάνε σ’ εμένα μήτε
οι απειλές μήτε οι αγριάδες μήτε οι ξυλοδαρμοί. Ο Κύριος έχει καθορίσει με
ακρίβεια τόσο το μήκος του επίγειου δρόμου όσο και το μέτρο των βασάνων κάθε
ανθρώπου. Αν λοιπόν ο δικός μου δρόμος διακοπεί εδώ και τώρα, αυτό θα είναι το
θέλημα του Θεού. Και το θέλημα του Θεού δεν μπορεί κανένας να το αλλάξει, ούτ’
εσείς ούτ’ εγώ. Εκείνο όμως που έχει σημασία, εκείνο πού πρέπει να μας φοβίζει
όλους, είναι ότι θα σταθούμε μπροστά στο κριτήριό Του και θα λάβουμε την
ανταπόδοση των πράξεών μας... Εγώ πιστεύω στο Θεό και ύστερα στον άνθρωπο.
Πιστεύω και θα πιστεύω ως την τελευταία μου πνοή. Εσείς σε τι πιστεύετε; Που
είναι ό Θεός σας; Λέτε ότι θέλετε να προστατέψετε τους αδικημένους και τους
καταπιεσμένους. Ωστόσο δεν κάνατε παρά αρπαγές, λεηλασίες, σφαγές, φόνους.
Ρίξτε μια ματιά στα χέρια σας. Είναι αιματοβαμμένα!...
Ο
Ζιτλόφσκυ σήκωσε αμήχανα τα χέρια του και τα κοίταξε με μάτια γουρλωμένα.
Ύστερα
κάρφωσε το αγριεμένο βλέμμα του στον π. Αρσένιο.
-
Πολλά λες! ούρλιαξε, καθώς τα χέρια του έπεφταν βαριά πάνω στα γόνατα.
-
Αρκάδιε Συμεώνοβιτς! ακούστηκε από τα πάνω κρεβάτια η φωνή του Γρηγορένκο. Ο παπαδάκος
πήρε φόρα. Έχει έμπνευση. Λες να μας κάνει καμιά διάλεξη;
-
Σκάσε, Γρηγορένκο! τον έκοψε ο Ζιτλόφσκυ. Άσ’ τον να τα πει προτού ψοφήσει.
Οι
παπάδες είναι σαν τους σοβιετικούς συνδικαλιστές, μια ζωή γλωσσοκοπάνε!
Ο π.
Αρσένιος συνέχισε, αγνοώντας τα ειρωνικά σχόλια.
-
Λέτε ότι πιστεύετε, αλλά σε τι; Βασανίσατε και σκοτώσατε τόσους ανθρώπους.
Ποιος σας έδωσε αυτό το δικαίωμα; Αναγνωρίζετε τον Ντοστογιέφσκυ σαν μεγάλο
συγγραφέα, παραδέχεστε ότι εκφράζει την ψυχή του ρωσικού λαού. Για θυμηθείτε,
λοιπόν, τι περίπου λέει ο Ντοστογιέφσκυ με το στόμα του ετοιμοθάνατου στάρετς
Ζωσιμά, στους «Αδελφούς Καραμάζωφ»: «Να
μη μισείτε τους άθεους, τους κήρυκες του κακού, τους υλιστές, γιατί ανάμεσά
τους υπάρχουν και πολλοί καλοί, προπαντός στην εποχή μας. Ν’ αγαπάτε το λαό του
Θεού... Να πιστεύετε και να κρατάτε ψηλά τη σημαία». Η δική σας ζωή, όμως,
είναι γεμάτη από πράξεις μίσους και κακίας. Έχετε ακόμα χρόνο να σκεφθείτε, να
προβληματισθείτε και να διορθωθείτε.
Ο π.
Αρσένιος σηκώθηκε και έκανε να φύγει για το κρεβάτι του, μα την ίδια στιγμή ο Γρηγορένκο,
μ’ ένα σάλτο, έπεσε πάνω του και τον έπιασε από το λαιμό. Θα τον έπνιγε, ναι!
Τότε,
μέσα στο μισοσκόταδο, εμφανίστηκε η θεόρατη και ρωμαλέα σιλουέτα του Ναύτη. Τον
έλεγαν έτσι, γιατί ήταν πράγματι ναύτης από την Οδησσό, που είχε καταδικαστεί
σε δεκαπενταετή κάθειρξη για πολιτικούς λόγους. Πάντα ξέγνοιαστος, πρόσχαρος
και καλοσυνάτος, είχε αποκτήσει τη συμπάθεια όλων. Στο στρατόπεδο, παρά τις
άθλιες συνθήκες διαβιώσεως, είχε παράδοξα διατηρήσει την υγεία και τη δύναμή
του. Με μερικές δυνατές σπρωξιές ο Ναύτης πέρασε μέσ' από τους συγκεντρωμένους οπαδούς
του Ζιτλόφσκυ, άρπαξε τον Γρηγορένκο, τον σήκωσε ψηλά σαν σακί και τον πέταξε
πάνω στους συντρόφους του.
-
Ξέχασες, μικρέ, ότι εδώ είναι Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος και όχι αστυνομικό
τμήμα των Γερμανών, του είπε με τη χαρακτηριστική προφορά της Οδησσού.
Ύστερα
στράφηκε στον Ζιτλόφσκυ.
-
Φρόντισε να περιμαζέψεις τους γερμανόδουλους φίλους σου, αλλιώς θα
σας σφάξουμε όλους. Ακούς; Όλους!..
Ο
Ζιτλόφσκυ και οι σύντροφοί του τα χρειάστηκαν, γιατί στο μεταξύ είχαν πλησιάσει
και άλλοι κρατούμενοι με άγριες διαθέσεις.
-
Όσο για σένα, Γρηγορένκο, μην ξαναπλώσεις χέρι στον Πέτρο Αντρέγιεβιτς, γιατί
χάθηκες! θα σε τσακίσω! Θα σε κάνω κεφτέ!... Πάμε να φύγουμε Πέτρε
Αντρέγιεβιτς, γιατί τους δίνουμε στα νεύρα. Σας εκφράζω την εκτίμηση μου, και
εύχομαι να ξανασυναντηθούμε κάτω από καλύτερες συνθήκες.
Σε
τρεις εβδομάδες ο Ζόρα Γρηγορένκο μεταφέρθηκε σε άλλη παράγκα. Ο Ζιτλόφσκυ
ησύχασε και μαλάκωσε, οι αψιμαχίες όμως ποτέ δεν σταμάτησαν μέσα στο θάλαμο…
14.
Ο
Σαζίκωφ
Καταγόταν
από αρχοντική οικογένεια
τού Ροστώφ. Στό βάπτισμα είχε ονομασθεί Σεραφείμ, πρός τιμήν
τού Οσίου Σεραφείμ
τού Σάρωφ. Πολύ νωρίς
ο πατέρας του
εγκατέλειψε τήν οικογένεια. Μά η
μητέρα του, πού ήταν
πολύ πιστή καί
ευσεβής, ανέθρεψε τόν μικρό Σεραφείμ
μέ φόβο Θεού, μέ
συμβουλές καί νουθεσίες
πνευματικές. Ως τά δεκατέσσερα
χρόνια του τόν
έπαιρνε μαζί της
στήν εκκλησία. Πέθανε όμως
όταν ο μοναχογιός
της ήταν εικοσιδύο
χρονών, διπλωματούχος
μηχανολόγος ήδη τού
Τεχνολογικού Ινστιτούτου τού
Ροστώφ.
Ο
Σεραφείμε έμεινε μόνος. Καί
δέν άργησε νά
μπλέξει μέ μιά
‘’παλιοπαρέα’’. Οι ‘’φίλοι’’ τόν
τύλιξαν καί τόν παρέσυραν επιτήδεια στόν
κατήφορο. Άρχισαν τή δράση
τους μέ μικροδουλειές, γιά νά
καταλήξουν στά μεγάλα
κόλπα καί εγκλήματα – απάτες, ληστείες, καταχρήσεις,
φόνους.
Γιά δώδεκα περίπου
χρόνια ακολούθησε ο
Σαζίκωφ αυτόν τόν δρόμο, δρόμο πού
διασταυρώθηκε κάμποσες φορές μέ
τόν όμοιο
τού Σέριϊ. Συνεργάστηκαν σέ
μερικές δουλειές, όχι όμως
συστηματικά. Ο Σαζίκωφ προτιμούσε
τίς τολμηρές καί
‘’επιστημονικές’’ κομπίνες,
πού θά
τού εξασφάλιζαν πολλά
λεφτά χωρίς πολλά
αίματα. Επιδίωκε λοιπόν, νά πιάνει
δουλειά σέ μεγάλα
ιδρύματα ή επιχειρήσεις. Κι αυτό
τό κατόρθωνε χωρίς
πολλή δυσκολία μέ
τά αναμφισβήτητα προσόντα
του, τήν ανώτερη μόρφωση, τήν
ευφυία, τήν ευφράδεια καί
τόν αέρα τής
αριστοκρατικής του καταγωγής. Δείχνοντας ζήλο
στή δουλειά καί
άριστη διαγωγή, κέρδιζε σύντομα
τήν εκτίμηση καί
τήν εμπιστοσύνη τών
προϊσταμένων του. Έτσι μάθαινε
όλα τά μυστικά
τών επιχειρήσεων, προπαντός όσα
σχετίζονταν μέ οικονομικά
καί ταμιακά ζητήματα. Καθοριστική, μέ τόν
ένα ή τόν
άλλο τρόπο, ήταν πάντοτε
και η συμβολή
τών γυναικών, πού γίνονταν
ακούσια όργανα ή
καί θύματά του. Πώς
ν’ αντισταθούν τ’ ανόητα θηλυκά
σ’ αυτόν τόν ψηλό
καί κομψό ομορφάντρα, μέ τούς
ιπποτικούς τρόπους καί
τό συνταρακτικό βλέμμα?
Αφού
λοιπόν μάθαινε ό,τι
τού χρειαζόταν, κατέστρωνε μέ τούς
συνεργάτες του ένα
άρτιο καί ολοκληρωμένο
σχέδιο δράσης, πού πάντα τού
εξασφάλιζε τεράστια ποσά. Καί
μετά... εξαφανιζόταν. έφευγε γι’
άλλη πόλη, γι’ άλλες δουλειές.
Τό
παράξενο ήταν, ότι τόν
έπιασαν κάποτε μαζί
μέ μερικούς συντρόφους
του γιά μιά
μικροαπάτη, γιά ψιλοπράματα.
Στήν ανάκριση κάποιος
έσπασε καί μίλησε. Τά
είπε όλα. Έτσι, από τά μικρά
η αστυνομία έφτασε
στά μεγάλα. Τόν δίκασαν καί
τόν καταδίκασαν σέ
θάνατο, αλλά τελικά τόν
έστειλαν ν’ αργοπεθαίνει στό
Ειδικό.
-
Όταν σάς γνώρισα, π. Αρσένιε, έμεινα κατάπληκτος, βλέποντας πώς
θυσιάζεστε γιά τούς
άλλους. Όλη σας η
ζωή είναι αφιερωμένη
στό συνάνθρωπο. Τίποτα δέν
κρατάτε γιά τόν
εαυτό σας. Στήν αρχή
σκέφτηκα ότι κάπου
αποβλέπετε, κάποιο σχέδιο έχετε. Όσο
περνούσε όμως ο
καιρός, όσο βεβαιωνόμουνα γιά
τήν ανιδιοτέλειά σας, θυμόμουνα τή
μάνα μου. Πόσο αγαθή, πόσο
φιλάνθρωπη ήταν κι εκείνη! Πολλά
μέ συμβούλευε η
μακαρίτισσα στά παιδικά
μου χρόνια. Όλες οι
νουθεσίες της ήρθαν
πάλι στό νού
μου...
‘’τά έχασα
όταν μέ αποκαλέσατε
Σεραφείμ. Πώς ξέρατε τό
πραγματικό, τό βαφτιστικό μου
όνομα? Νόμιζα πώς τό
είπατε τυχαία – τί άλλο
μπορούσα τότε νά υποθέσω? Αργότερα όμως
είδα νά κάνετε
τό ίδιο καί
μέ άλλους κρατουμένους. Συγκλονίστηκα! Άρχισα νά
παρακολουθώ τίς κινήσεις σας
καί τή ζωή
σας. Σάς είδα λοιπόν
νά ζείτε γιά
νά κάνετε τό καλό
στό όνομα τού
Θεού. Αναλογίστηκα τήν δική μου ζωή. Ήταν
διαμετρικά αντίθετη. Ζούσα γιά νά κάνω
τό κακό στό
όνομα τού συμφέροντος, τής κραιπάλης, τών απολαύσεων.
‘’τώρα σκέφτομαι: γιατί ζούσα
έτσι? Καί τί κέρδισα? Φίλους δέν
έχω, μόνο συντρόφους στήν
παρανομία. Κανένας δέν μέ
χρειάζεται. Κι άν κάνουν
κάτι γιά μένα, τό
κάνουν μόνο από
φόβο. Τό παράδειγμά σας
ξύπνησε τήν κοιμισμένη
κου συνείδηση, συντάραξε τήν
πωρωμένη μου καρδιά. Αποφάσισα νά
δώσω οριστικό τέλος
στό παρελθόν. Μά είναι
δύσκολο. Θά σέ ξεκάνουν
οι ίδιοι οι
‘’φίλοι’’ σου όταν
μυριστούν ότι τούς
κάνεις νερά. Οι εγκληματίες
δέν έχουν ούτε
ιερό ούτε όσιο, δέν
φοβούνται τίποτα, δέν υπολογίζουν
μήτε τόν θάνατο, γιατί
τόν έχουν συνεχώς
στήν τσέπη. Εγώ κι
ο Σέριϊ βάλαμε
κάποια τάξη στούς
θαλάμους μας, ασκούμε κάποιον
έλεγχο, αλλά, όπως καί νά
τό κάνεις, αυτοί οι
άνθρωποι δύσκολα μαζεύονται... τό ξέρω
πώς η ζωή
μου θά τερματιστεί
εδώ μέσα, ωστόσο... θέλω ν’ ακολουθήσω
τό δρόμο σας... θέλω
νά πιστέψω!
15.
Η
εξομολόγηση
Αργά μια νύχτα ο Σαζίκωφ πήγε να βρει τον π. Αρσένιο.
Ήταν φανερά ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλούσε μια για το
ένα και μια για το άλλο θέμα.
- Πάτερ Αρσένιε, είπε μετά από ώρα. Θέλω να εξομολογηθώ!
Δεν θ' αργήσει να έρθει το τέλος, και με βαραίνουν αμαρτίες πολλές, πάρα
πολλές...
Απέμεναν δυο ώρες ως το εγερτήριο. Αποσύρθηκαν σε μια
γωνιά. Ο Σεραφείμ γονάτισε. Ο π. Αρσένιος έβαλε το χέρι στο κεφάλι του και
βυθίστηκε στην προσευχή.
Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Σεραφείμ ήταν λουσμένος στον
ίδρωτα. Αγωνιούσε, ζαλιζόταν, χανόταν... Μιλούσε κοφτά, μπερδεμένα, με μεγάλη
δυσκολία.
Ο π. Αρσένιος σώπαινε. Δεν τον ρωτούσε, δεν τον
βοηθούσε, δεν τον παρηγορούσε. Μόνο άκουγε και προσευχόταν.
Μέσα στο στρατόπεδο είχε εξομολογήσει αρκετούς, πολύ
σπάνια όμως γερασμένους βετεράνους εγκληματίες. Αυτοί είχαν χάσει όλα τους τα
αισθήματα. Η συνείδηση, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η πίστη, η ανθρωπιά είχαν
νεκρωθεί· είχαν πνιγεί μέσα στο αίμα, τη σκληρότητα, τη διαφθορά. Το παρελθόν,
τους τρόμαζε το παρόν, τους απέλπιζε και μέλλον δεν υπήρχε. [...]
Ο Σεραφείμ βασανιζόταν από τις τύψεις. Ήθελε να βάλει
ένα τέρμα σ' αυτόν τον τρόπο ζωής. Μα δεν μπορούσε να βρει διέξοδο από τον
υπόκοσμο προς τον κόσμο, δεν μπορούσε να ξεγλιστρήσει από το σιδερένιο δίχτυ
των συντρόφων και συνενόχων, πού ήταν πάντα έτοιμοι να τιμωρήσουν σκληρά κάθε
«δειλό», κάθε «προδότη». Και ο καιρός περνούσε...
Η ίδια πάντα ιστορία, ιστορία πού γνώριζε καλά ο π.
Αρσένιος, η ιστορία των εγκληματιών πού γερνούσαν μέσα στην παρανομία - και τι
να έκαναν;
Ο Σαζίκωφ έλεγε, έλεγε πολλά, μα δεν έκανε
εξομολόγηση. Είχε προετοιμαστεί καλά. Έστυψε το μυαλό του· θυμήθηκε ακόμα και
τα πιο μακρινά, και τα πιο ασήμαντα περιστατικά της ζωής του· κατέστρωσε ένα
σχέδιο. Και τώρα, πού ήρθε η ώρα να εξομολογηθεί, τα έχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε.
Μιλούσε, αλλά τα λόγια του ήταν ανακατωμένα, ο νους του θολωμένος και, πάνω
άπ' όλα, η ψυχή του κρύα. Ακόμα κι όταν κατόρθωσε με πολύ κόπο να βρει την
αυτοκυριαρχία του και να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του, δεν έκανε παρά
μια ξερή αφήγηση γεγονότων χωρίς μεταμέλεια, χωρίς συντριβή, χωρίς καμιά
ψυχική συμμετοχή.
Ο π. Αρσένιος το έβλεπε και το κατανοούσε. Το παρελθόν
του Σαζίκωφ πάλευε με το παρόν του. Και από την πάλη αυτή θ' άνοιγε ο δρόμος
για το μέλλον του.
Έγινε μια μικρή παύση. Ο Σεραφείμ έκλαιγε. Μα η ψυχή
του ήταν πάντα το ίδιο παγερή. Ο π. Αρσένιος κατάλαβε ότι χρειαζόταν βοήθεια.
Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επέμβει.
- Για θυμήσου, του είπε, πόσο σε παρακαλούσε μέσα στο
δάσος εκείνη η γυναίκα, πόσο ικέτευε να τη λυπηθείς... Μα εσύ δεν τη λυπήθηκες!
Και αργότερα ένοιωθες ντροπή και αηδία για τον εαυτό σου...
Ο Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σε μια στιγμή κατάλαβε:
Ο π. Αρσένιος τα ξέρει όλα! Ο π. Αρσένιος τα βλέπει όλα! Δεν υπήρχε λοιπόν
λόγος να ψάχνει για λέξεις. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ή να ντρέπεται. Θ'
άνοιγε απλά την ψυχή του, πού ήταν κιόλας φλογισμένη. Και θ' άφηνε τα πάντα
στα χέρια του εξομολόγου και του Θεού. Η εξομολόγηση είχε τελειώσει. Ο
Σεραφείμ ήταν ακόμα γονατιστός, με το πρόσωπο λουσμένο στα δάκρυα. Τα είχε πει
όλα. Είχε μετανοήσει για όλα. Και τώρα περίμενε. Περίμενε την άφεση ή την
καταδίκη.
Ο π. Αρσένιος έσκυψε χαμηλά. Στο νου του είχε μόνο λόγια
προσευχής. Λόγια για τον Σεραφείμ δεν έβρισκε. Μπροστά του ήταν ένας άνθρωπος
πού εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, με επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, με ψυχική
οδύνη· μα ήταν συνάμα κι ένας άνθρωπος πού είχε διαπράξει ανατριχιαστικά
κακουργήματα, πού είχε σκορπίσει το θάνατο, τον πόνο, τη συμφορά.
Ο ιερέας Αρσένιος, πού συγχωρεί και λύνει τα αμαρτήματα
των ανθρώπων στο όνομα του Κυρίου, παλεύει τώρα με τον άνθρωπο Αρσένιο, πού δεν
μπορεί να παραβλέψει και να συγχωρήσει μέσα σε μια στιγμή τόσα φρικτά
εγκλήματα.
«Κύριε και Θεέ μου, δώσε μου φωτισμό για να κατανοήσω
και δύναμη για να εκτελέσω το θέλημα Σου! Να δείξω στον Σεραφείμ το δρόμο Σου!
Να τον βοηθήσω να συνέλθει, ν' αναγεννηθεί! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε μας και
τους δύο, ελέησε μας τους αμαρτωλούς!»
Μια μυστική φωνή μίλησε μέσα του, μια φωνή πού τον
πληροφόρησε ότι δεν χρειαζόταν να πει τίποτα, δεν χρειαζόταν καν να βάλει στη
ζυγαριά της στενόκαρδης ανθρώπινης δικαιοσύνης τις αμαρτίες ενός βαθιά
μετανοημένου ανθρώπου, πού είχε βρει τον Κύριο.
Σηκώθηκε, έσφιξε στο στήθος του το κεφάλι του Σεραφείμ
και είπε:
- Με τη δύναμη και
εξουσία πού μου δόθηκε από το Θεό, εγώ, ο ανάξιος ιερεύς Αρσένιος, συγχωρώ και
λύνω τα αμαρτήματα σου. Από δω και εμπρός να κάνεις το καλό στους ανθρώπους,
και ο Κύριος θα σε ελεήσει. Πήγαινε και ζήσε πια ειρηνικά. Ο Θεός θα σου
δείξει το δρόμο. Όσο για μένα, θα είμαι παντοτινά κοντά σου, Σεραφείμ!
16.
«Θά σάς βοηθήσω»
Ένα βράδυ, καθώς
ο Σαζίκωφ συζητούσε
μέ τόν π. Αρσένιο, τού είπε:
-
Βλέπω, μπάτουσκα, ότι
λέτε απ’έξω τίς
προσευχές σας. Εκκλησιαστικά βιβλία
δέν έχετε. Άν θέλετε, κάτι
μπορούμε νά βρούμε. Ο
Σέριϊ συζήτησε τό
θέμα μέ τά
παιδιά, καί είπαν ότι
υπάρχουν τέτοια βιβλία.
-
Γιά τό Θεό! Μήν
τ’ αρπάξετε, σάς παρακαλώ,
από άλλον. Μή μού
φορτώσετε τέτοιο κρίμα!
-
Μά τί λέτε
π. Αρσένιε! Από κανέναν δέν θ’
αρπάξουμε. Ξέρετε τήν αποθήκη, όπου
συγκεντρώνουν τά προσωπικά
αντικείμενα τών κρατουμένων, ιδιαίτερα εκείνων
πού έρχονται από
τούς Σταθμούς Προσωρινής
Κρατήσεως. Εκεί λοιπόν υπάρχουν
καί βιβλία, όπως μάθαμε
από έμπιστους ανθρώπους. Τά
παιδιά αποφάσισαν νά βάλουν χέρι
στά πράγματα τής
αποθήκης. Βρήκαν έναν ασφαλή καί
σίγουρο τρόπο – εύκολη δουλειά! Εγώ
τούς είπα νά
πάρουν καί καναδυό
εκκλησιαστικά βιβλία.
Ανησύχησε ο π.
Αρσένιος. Όλη νύχτα προσευχόταν. Λίγο πρίν τά
χαράματα τόν πήρε
γιά λίγο ο ύπνος. Καί
τότε βλέπει έναν
ηλικιωμένο μοναχό νά τόν ευλογεί
καί νά τού
λέει:’’μή φοβάσαι, Αρσένιε!
Νά πάρεις ό,τι
χρειάζεται καί νά
προσεύχεσαι στόν Άγιο
Αλέξιο, τόν ιεράρχη τής
Μόσχας. Ο Κύριος δέν
θά σέ αφήσει’’. Τόν
ευλόγησε γιά δεύτερη
φορά καί χάθηκε
έτσι ξαφνικά όπως
είχε παρουσιαστεί, γαλήνιος καί
μεγαλόπρεπος.
Μετά από
δυό μέρες έγινε
μεγάλη αναμπουμπούλα –
έρευνες στούς θαλάμους, φωνές, απειλές, κλήσεις στό
Ειδικό Τμήμα. Η ‘’δουλειά’’ είχε
γίνει...
Πέρασαν άλλες δέκα
μέρες.καί τότε μόνο
παρέδωσε ο Σαζίκωφ
στόν π. Αρσένιο δυό
μικρά βιβλία: τό Ευαγγέλιο
καί τό Ιερατικό.
Τά πήρε ο μπάτουσκα