Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

«Γνώσις και βιώμα της Ορθοδόξου Πίστεως»


 

π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου

 

 

 

Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Ήταν Μάιος του 1909. Στο χωριό Χάβαρι Αμαλιάδος του νομού Ηλείας, εφημέριος και παπαδάσκαλος ήταν ο παπά-Τιμολέων. Έγγαμος ιερεύς με τρεις κόρες, την δε πρεσβυτέρα του την έλεγαν Πατρούλα.

Ένα Σάββατο βράδυ, καθώς έπεσε ή παπαδιά να κοιμηθεί μετά την προσευχή της, βλέπει να τρίζει το κανδηλάκι της στο εικονοστάσι και να σβήνει. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται μια ωραιότατη, ολόλαμπρη και ολοφώτεινη γυναίκα στην άκρη του κρεββατιού της. Ό παπάς της είχε πάει προ πολλού για ύπνο ατό διπλανό δωμάτιο. Αυθόρμητα ή πρεσβυτέρα λέγει προς την ουράνια εκείνη εμφάνιση: "Μην κάθεσαι εκεί". Νόμισε ότι θα καθίσει στην άκρη του κρεββατιού.' Η Βασίλισσα όμως των Ουρανών της απαντάει αυστηρά μεν, αλλά με φωνή γλυκύτατη:

-«Δεν είμαι αυτή πού νομίζεις! Να πεις στον παπά σου να πει στο εκκλησίασμα και σ' όλο το χωριό πώς όλοι τους πρέπει να μετα­νοήσουν, γιατί θα πάθουν μεγάλο κακό». και λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε.

Ή πρεσβυτέρα τρομαγμένη διηγήθηκε αμέσως το παράδοξο αυτό γεγονός στον παπα της και ο παπα Τιμολέων την πίστεψε. Έτσι για τρεις Κυριακές καλούσε όλους τους χριστιανούς σε μετάνοια λέγοντας ότι αυτή είναι ή εντολή της Παναγίας, διαφορετικά θα τους εύρισκε μεγάλο κακό. Δυστυχώς, όμως, οι χωρικοί δεν τον πίστεψαν, αλλά ούτε και το άμεσο συγγενικό του περιβάλλον.

Και σε τρεις μήνες, στις 2 Ιουλίου του 1909, προς τα χαράματα, ενώ όλοι σχεδόν ήσαν βυθισμένοι στον ύπνο, γίνεται ένας φοβερός σεισμός, πού άνοιξε το χωριό στα δύο από την μια άκρη έως την άλλη. Τα περισσότερα σπίτια γύρισαν ανάποδα, εκατοντάδες ήταν και οι νεκροί, τους οποίους ομαδικά στοίβαζαν πάνω στα κάρα. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν.

Όμως το σπίτι και ή οικογένεια του ευλαβούς αυτού ιερέως παρέμειναν άθικτα και ακέραια, χωρίς την παραμικρή ρωγμή.

 

Ο ΠΑΠΑ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΔΩΡΟΙ

Προ του 1940 ένας ξενιτεμένος για χρόνια, επέστρεφε στο χωριό του, στην Άνω Βρόντου. Χαρές, γέλια, καλωσορίσματα, κεράσματα, για την επιστροφή του νοικοκύρη.

Ένα από τα πρώτα πράγματα πού ρώτησε, ήταν:

-Τι κάνει ο παπα-Γιώργης;

-Α, του είπαν, στην Εκκλησία θα είναι, στους Αγίους Θεοδώρους.

-Ε, πάω να πάρω την ευχή του και ξαναγυρίζω.

Πηγαίνει στην Εκκλησία, ο δρόμος τον οδήγησε από το πίσω μέρος. Τα παράθυρα ήσαν ανοιχτά. Άκουε τις ζωηρές ομιλίες. Σκύβει λοιπόν από ένα παράθυρο λόγω περιέργειας και βλέπει μέσα στον Ναό. Ό παπα-Γιώργης συζητούσε ζωηρά μ' έναν ωραιότατο νέο, υψηλό, παράξενα ντυμένο, και του έλεγε:

-Α, όλα κι όλα! Θα μου κάνης αυτό πού σου ζητώ! Δεν ξέρω τι λογαριασμό έχεις εκεί πέρα, αλλά εμένα θα μου κάνης αυτό πού σου ζήτω!

 

Άφησε το παράθυρο γεμάτος απορία και πάει από μπροστά, αλλά βρίσκει την πόρτα κλειστή. Χτυπά δυνατά...Τίποτα. Ξαναχτυπά και λέγει:  Παπα-Γιώργη, ξέρω ότι είσαι μέσα. Άνοιξε μου!

Ησυχία...Ξαναχτυπάει πάλι και του λέει:

-Την ευχή σου θέλω μόνο παπα-Γιώργη, είμαι ο Σιδερης. Μόλις τώρα, ήρθα από το ταξίδι. Τίποτα. Τελεία ησυχία... Σπρώχνει την πόρτα, ξανασπρώχνει... δεν άνοιγε. Απογοητευμένος κίνησε να φυγή. Ανεβαίνοντας το ανηφοράκι βλέπει να κατεβαίνη με την μαγγούρα του ο παπα-Γιώργης!

-Βρε, βρε, καλώς τον!!! λέει ο παπα-Γιώργης

Άφωνος ο Σιδέρης.

 

-Ε, Σιδερή, του λέει. Μη δίνης σημασία σ' αυτά πού είδες στους Αγίους Θεοδώρους. Δεν πειράζει, παιδάκι μου, φαντασίες σου είναι, φαντασίες σου. Καλώς ώρισες!!!

 

Αυτά τα διηγούντο στη Δράμα.

 

Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Γνώρισα έναν υπέργηρο ιερέα με 70 χρόνια στην ιερωσύνη. Χήρεψε από πολύ νωρίς, υστέρα από 12 χρόνια γάμου. Από την έγγαμη του ζωή απέκτησε 7 παιδιά, τα οποία μεγάλωσε με πολύ μεγάλο κόπο, χωρίς να βάλη άνθρωπο στο σπίτι του ούτε συγγενή για να βοηθήσει στη μαρτυρική ανατροφή τους. Ταυτόχρονα έπρεπε να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα πού έχει μια ενορία με την πληθώρα των λειτουργικών και ποιμαντικών καθηκόντων. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίζει με ηθική αξιοπρέπεια και το οξύ πρόβλημα της προσωπικής του χηρείας, διότι ήταν νέος στην ηλικία άνθρωπος. Έτσι είχε βαθύτατο πόνο στην καρδιά, πού τον έβγαζε πολλές φορές όταν λειτουργούσε. Τα χρόνια κυλούσαν... κάποια όμως Κυριακή μηνός Ιουλίου, καθ' όν χρόνον λειτουργούσε και είχε φθάσει στον Χερουβικό ύμνο, τη στιγμή πού έκλινε το κεφαλάκι του και άρχισε να διαβάζει την ευχή, πού ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον λειτουργό ιερέα: «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς...» εντελώς απροσδόκητα άστραψε ο τόπος σαν να έγινε ένας δυνατός σεισμός, του οποίου ή φωτοπλημμύρα εξαφάνισε τα πάντα γύρω του: την κόγχη, τους τοίχους του αγίου Βήματος και όλον τον Ναό.

Κατακλύσθηκε από τόσο υπερκόσμιο φως, πού δεν μπορούσε πλέον να το δη και έκλεισε τα μάτια του, πέφτοντας συγχρόνως στα γόνατα μπροστά στην αγία Τράπεζα. Δεν μιλούσε. Βουβάθηκε και δεν μπορούσε να άνοιξη πλέον τα μάτια του από την εκτυφλωτική λαμπρότητα αυτού του φωτός των χιλίων ήλιων...

Ψυχοσωματικά όμως μου δώρισε τόση γαλήνη, τόση ειρήνη και τόση θεία ευφροσύνη, πού την απολάμβανε κάθε κύτταρο της υπάρξεως μου...Πολλά συναισθήματα ουράνια και πέρα από κάθε λογική πλημμύρισαν την ψυχή μου, την καρδιά μου, το είναι μου, όλες μου τις αισθήσεις, όλους τους πόρους του σώματος μου, μέχρι και στα κόκκαλα μου εισήλθε ή υπέρλογη αυτή ειρήνη και μακαριότητα, πού δεν ήθελα άλλο να ζήσω, αλλά να πεθάνω μέσα σε αυτή την ακατάληπτη ευτυχία πού ζούσα.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε...και να πού όλα πέρασαν, έφυγαν κι εγώ ήμουν ακόμη γονατιστός μπροστά στην αγία Τράπεζα, εκστατικός και τρισευτυχισμένος! Σαν αστραπή πέρασε ένας λογισμός και μου είπε: «Ένα λεπτό ακόμη και θα πέθαινες.. Η θεία μακαριότητα της Τριαδικής Βασιλείας του Θεού δεν βαστάζεται από το ανθρώπινο σαρκίον». και τότε σηκώθηκα κατασυγκινημένος. Άλλωστε έξω ο ιερο­ψάλτης είχε τελειώσει το Χερουβικό. Τελείωσα την ευχή, θυμιάτισα και με φόβο, συντριβή και συγκίνηση πολλή έκανα την Μεγάλη Είσοδο. Τα βήματα μου όχι σταθερά, αλλά και ή εκφώνησης «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός...» ήταν σαν την κραυγή του ληστού πάνω στο σταυρό ».

Τόσο δυνατή, συντετριμμένη και ικετευτική ήταν ή κραυγή του λειτουργού αυτού ιερέως, αλλά και τόση συγχρόνως ή έκφρασης της μεγάλης του ευγνωμοσύνης. Από τότε δόξαζε τον Θεό: και για τη χηρεία του και για τα ορφανά παιδιά του και για την ανθρώπινη μοναξιά και για τις αρρώστιες και για τα βάσανα και για τις ιερατικές του ταλαιπωρίες και για κάθε θλίψη της ζωής του.

 

 

 

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Μία πνευματική του κατάσταση, μου περιέγραψε κάποιος ιερεύς, πού το συνέβη όλως απρόοπτος στη Λειτουργία της 7 Ιανουαρίου κάποιας χρονιάς. Με πήρε κρυφά σε μια γωνιά του αγίου Βήματος και μου είπε πώς του άνοιξε τα μάτια της ψυχής του το βιβλίο "Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία" και έτσι κατάλαβε ότι, όσα έζησε, ήταν αλήθεια πέρα για πέρα και ότι ήταν του Θεού.

Και για να μην πέσω στην πλάνη θέλω να σας τα περιγράψω, πάτερ μου, μου είπε.

«Την ώρα του Καθαγιασμού των τιμίων Δώρων, πριν σηκωθώ για να πω «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον..., το δε εν τω ποτηρίω τούτω...» ένοιωσα την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος μέσα μου, γι' αυτό μου ήλθαν στα χείλη οι φράσεις «και το Πνεύμα σου το Αγιον μη αντανέλης απ’ εμού». Μην μου Το παίρνεις! Άφησε Το να ζήση για πάντα μέσα μου, όπως αύτη τη στιγμή Το νοιώθω!

(Παρακαλούμε εκείνη την ώρα εμείς οι ιερείς, ανάξιοι όντες, βρωμεροί και τρισάθλιοι, ων πρώτος ειμί εγώ, να έλθει το Πνεύμα το Αγιον και να σκεπάσει πρώτα εμάς τους ιερείς και υστέρα όλο τον λαό και στη συνέχεια να ποίηση «τον μεν άρτον τούτον...» και «το...εν τω ποτηρίω...».' Εκείνη την ώρα κατεβαίνει το Αγιον Πνεύμα και δεν σκεπάζει μόνο την αγία Τράπεζα και τον ιερέα ή τους συλλειτουργούντας ιερείς αλλά και ολόκληρο τον Ναό και τους εκκλησιαζόμενους πιστούς, εσάς, πού είσθε μέσα στον Ναό και βρίσκεσθε στην Θεία Λειτουργία. Να ξέρετε ότι το Άγιον Πνεύμα είναι παρόν! Είναι σαν Περιστέρι: είναι σαν φλόγες πυρός; είναι σαν φως; σαν άκτιστον φως; Σαν Τι είναι δεν ξέρω!)

Και προσπαθώντας να σηκωθώ όρθιος μπροστά στην αγία Τράπεζα, συνέχισε ο ιερεύς, για τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, απέναντι μου είδα τον Εσταυρωμένο (πού βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα) και ένοιωσα να ανοίγει την αγκαλιά Του και να μπαίνω μέσα σ' αυτήν την αγκαλιά!... πριν προλάβω να πω τίποτα! Κι εκείνη ή αγκαλιά υστέρα ένοιωσα ότι δεν ήταν μόνο ή αγκαλιά του Χριστού αλλά ότι ήταν και ή αγκαλιά του Θεού και Πατρός. Εβίωσα στον Καθαγιασμό των τιμίων Δώρων το Μυστήριον της Άγιας Τριάδος! δια Πνεύματος Αγίου!

Όταν δε τελείωσαν οι ιεροψάλτες το εορτάσιμο Θεοτόκιο των Θεοφανείων "Μεγάλυνον, ψυχή μου..Ω των υπέρ νουν...", εντελώς αυθόρμητα και με συντετριμμένη τη φωνή άρχισα να ψάλλω το Κοντάκιο της Πεντηκοστής: «Ότε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα».

Αυτά τα έκτακτα γεγονότα, όπως αυτό πού σας περιέγραψα, α­ναγκάζουν την ψυχή του ανθρώπου να φωνάξει «αββά ο πατήρ», «είσαι ο Πατέρας μου, ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ»!...«Είσαι ο αποκλειστικός δικός μου Πατέρας, είσαι ο Δημιουργός μου, είσαι ο Θεός μου, είσαι ο Πλάστης μου, είσαι ο Λυτρωτής μου». Αυτά όμως δεν γίνονται κάθε μέρα.

 

 

ΈΝΑΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΦΙΛΟΤΙΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Στα χρόνια της κατοχής 1941-42, πέρασαν τρεις-τέσσερεις πει­νασμένοι συνάνθρωποι μας, σχεδόν γυμνοί, από την γειτονιά μας, ζητώντας βοήθεια. Οι περισσότεροι εκείνη την εποχή δεν είχαν ούτε το ψωμί της ημέρας και έτσι οι άνθρωποι πέθαιναν της πείνας, ακόμα και στους δρόμους. Μικροί μεγάλοι, όταν πεινούσαν, ανακάτευαν τα σκουπίδια και ό,τι έβρισκαν, το έτρωγαν.

Ένας γείτονας φιλότιμος και ελεήμων, όταν τους είδε σ' αυτήν την κατάσταση, τους λυπήθηκε και πήρε ό,τι είχε μέσα το κρεμαστό "φανάρι" με τη σίτα και τους τα έδωσε.

 

Άκουσε όμως από τη γυναίκα του γκρίνιες, φωνές,...μάλλον δικαιολογημένες.

-Και Τι θα φάμε εμείς; Το βράδυ τα παιδιά θα μείνουν νηστικά, το άδειασες όλο...

-Γυναίκα, λέει, εμείς δεν έχουμε, αλλά έχει ο Θεός.

-Ό Θεός έχει, αλλά εμείς δεν έχουμε, απάντησε εκείνη.

Οι πεινασμένοι έφυγαν ευχαριστημένοι, και το ανδρόγυνο κάθισε μαζί με τους γείτονες και κουβεντιάζανε αν πρέπει να δίνουνε σ' αυτή τη δύσκολη εποχή ελεημοσύνη ή όχι. Αφού κουβέντιασαν αρκετά με τους γείτονες νύχτωσε και μπήκαν μέσα στα σπίτια τους, γιατί απαγορευόταν ή κυκλοφορία από τους Βουλγάρους.

-Και τώρα Τι θα φάμε εμείς; Τι θα φάνε τα πέντε παιδιά μας;

Ε, κάτι θα έχει βάλει ο Θεός στο "φανάρι," είπε ο σύζυγος.

Ανάψανε την λαμπίτσα και μόλις έφεξε λίγο, είδαν το "φανάρι" γεμάτο τρόφιμα! και απ' αυτά πού δεν υπήρχαν, όπως τυρί! Αυτό συνέβη στον πολύ ελεήμονα γείτονα μας.

 

Καλημέρα Παναγία μου

Κάποιος κύριος, πνευματικοπαίδι μου, μεγάλος κάπως στην ηλικία, οδηγούσε ένα πρωινό το αυτοκίνητο του και σε κάποιο σημείο του δρόμου είδε ένα προσκυνητάρι.

Επειδή λόγω της ηλικίας του οδηγούσε σχετικά αργά, πρόλαβε να δει μέσα στο προσκυνητάρι την εικόνα της Παναγίας. Τότε σκύβοντας ελαφρώς και απευθυνόμενος προς την εικόνα της Παναγίας είπε:- Καλημέρα, Παναγία μου!

Και αμέσως ή Παναγία βρέθηκε μπροστά του, ολόσωμη, ολοζώντανη, ολόλαμπρη και του απάντησε με γλυκύτητα:

- Καλημέρα, παιδί μου!

Όταν συνήλθε, βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητο του, στη μέση του δρόμου, γονατιστός και γεμάτος δάκρυα.

Από τότε κάθε φορά πού βλέπει εικόνα της Παναγίας κατανύσσεται και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα.

 

Πηγή: Από το βιβλίο «Γνώσις και βιώμα της Ορθοδόξου Πίστεως»

π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: