Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Ψαλμός 87.Ερμηνία!!



Ψαλμός 87.

 ᾿ῼδὴ ψαλμοῦ τοῖς υἱοῖς Κορέ· εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ μαελὲθ τοῦ ἀποκριθῆναι· συνέσεως Αἰμὰν τῷ ᾿Ισραηλίτῃ.

 2 ΚΥΡΙΕ  ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου· 3 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου. 4 ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε· 5 προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος, 6 ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν. 7 ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. 8 ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ. (διάψαλμα). 9 ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην. 10 οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου· 11 μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι; 12 μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ; 13 μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ; 14 κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε. 15 ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ; 16 πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην. 17 ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με, 18 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα. 19 ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας.






Πρόκειται γιὰ τὸν τέταρτο ψαλμὸ τοῦ Ἑξάψαλμου. Τὸ περιεχόμενοτου εἶναι θλιβερὸ καὶ μελαγχολικό, μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν πιὸ ἀπαισιόδοξο ἀπὸ ὅλους τοὺς ψαλμούς, ἂν καὶ ἡ ἀναφορὰ σὲ Θεὸ σωτηρίας 
(2ος στίχος) απαλύνει τὴ θλίψη καὶ ἀφήνει ἕνα παράθυρο ἐλπίδας.
· Ὠδὴ ψαλμοῦ τοῖς υἱοῖς Κορέ· εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ μαελὲθ τοῦ ἀποκριθῆναι· συνέσεως Αἰμὰν τῷ Ἰσραηλίτῃ.


Ἡ ἐπιγραφὴ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ψαλμὸς γράφτηκε ἀπὸ τοὺς ἀπόγονους τοῦ Κορέ, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦσαν ὡς ψάλτες στὸν τόπο τῆς λατρείας. Μαελὲθ σημαίνει πένθιμο τρόπο ὄρχησης. Ὁ Αἰμὰν μνημονεύεται ὡς ψάλτης τοῦ ναοῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβὶδ καὶ ἴσως εἶναι ὁ
ἐνορχηστρωτής.


2 Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ
ἐναντίον σου· 3 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ
οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου.
Ὡς ἐν προλόγῳ ὁ ποιητὴς καταθέτει τη σχέση του μὲ τὸν Θεό, ὥστε
νὰ ἀναπτύξει στὴ συνέχεια τὴν περιγραφὴ τῶν ἀνθρώπινων δεινῶν, νὰ
καταθέσει δηλαδὴ τὴν ἀγωνία του γιὰ ἔξοδο ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεινά.

Τὰ δεινὰ τοῦ ἀνθρώπου θεωροῦνται, στὴ βιβλικὴ προοπτική, ὅτι ἑδράζονται στὴν ἀπουσία σχέσης μὲ τὸν Θεό, κατάσταση ἡ ὁποία διαμορφώνεται α) ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, β) ἀπὸ μεσολάβηση δαιμονικῶν δυνάμεων ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου.

4 Ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε·


Ἡ ζωὴ τοῦ ποιητῆ βρίσκεται ἐγγὺς τοῦ θανάτου ἐξαιτίας τῶν δεινῶν
του. Νιώθει ὅτι πλησιάζει ἡ στιγμὴ νὰ βρεθεῖ στὸν τόπο τοῦ ἅδη, δηλαδὴ
στὴν κατάσταση τοῦ ἀφανισμοῦ.


Ὁ ἄδης εἶναι «οὐ τόπος», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὸν ἅδη δὲν ὑπάρχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Μὲ τὴ λέξη αὐτὴ οἱ Ο' μεταφράζουν τὴν ἑβραϊκὴ
λέξη Σεόλ (Fixy), ποὺ σημαίνει τὸν τόπο τῶν σκιῶν, τοῦ σκότους (βλ. στίχο 7). Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει τὸν δίκαιο ἀπὸ τὸν ἄδη (ἀπὸ
τὸν αἰώνιο θάνατο νὰ τὸν φέρει εἰς ζωὴν αἰώνιον – Δαν. 12,2).
προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην
ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος,


Οἱ καταβαίνοντες εἰς λάκκον εἶναι σχῆμα ἀντιμεταθέσεως, γιατὶ ἄλλοι κατεβάζουν στὸν τάφο τον νεκρό, καὶ αὐτὸ σημαίνει ἀπώλεια τῆς
βούλησης. Εἶναι τόσο ἀπελπισμένος ὁ ποιητής, ὥστε αἰσθάνεται ὅτι ἔχει
χάσει τὴ δυνατότητα νὰ προσδιορίζει τὴ ζωή του. 

Σὰν νὰ τὴν ἐλέγχουν ἄλλοι (οἱ ἐχθροί; οἱ συνθῆκες; οἱ δαίμονες;), εἶναι ἐντελῶς μόνος, ὅπως
ἐντελῶς μόνος εἶναι κάθε νεκρός.


Τὸ «ἐλεύθερος» συνδέεται μὲ τὸ «ἄνθρωπος». Ἂν καὶ εἶμαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος, κατάντησα νὰ μοιάζω μὲ νεκρὸ ποὺ ἔχει χάσει τὴν ἐλευθερία του.


6 ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καί αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν.
Συνεχίζει νὰ περιγράφει τὴ δεινή του κατάσταση μὲ ὅρους θανάτου.
Ὁ πεθαμένος καὶ εὑρισκόμενος στὸν τόπο τοῦ ἅδη εἶναι μιὰ σκιά, εἶναι
ἀνύπαρκτος, δὲν ἐπικοινωνεῖ μαζί του ὁ Θεός. Δὲν ἐπικοινωνεῖ μέχρι
τοὺς ἀνακαλέσει ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ νὰ τοὺς δώσει πάλι ὑπόσταση, συνθήκη
ποὺ παραπέμπει στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.



7 Εθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου,


Πρόκειται γιὰ περιγραφὴ τοῦ ἅδη, ὅπως τὸν ἀντιλαμβανόταν ἡ ἰουδδαϊκὴ παράδοση: τόπος σκότους καὶ σκιὲς θανάτου, ὅπως διαβάζουμε
στὸν Ἰώβ: ... πορευθῆναι με ὅθεν οὐκ ἀναστρέψω, εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφεράν, εἰς γῆν σκότους αἰωνίου, οὗ οὐκ ἔστι φέγγος, οὐδὲ ὁρᾶν ζωὴν
βροτῶν (Ἰὼβ 10,22). 


Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ φωτίσει αὐτὸ τὸ σκοτάδι,
ὅπως τελικὰ συνέβη μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη. Πρόκειται γιὰ
νέα δεδομένα στη δημιουργία. Ὁ ἅδης παύει νὰ εἶναι ὁ αἰώνιος τόπος τῶν
νεκρῶν, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναίρεσε τὸ σκοτάδι του εἰσάγοντας τὸ φῶς τοῦ
προσώπου του: καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν (Α
Πέτρ. 3,19). Αὐτὴ ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη ἀκολουθεῖται ἀπὸ
τὴν πλήρη δικαίωση ποὺ ἐμφαίνεται μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη, αὐτὸν τὸν θρίαμβο τῆς θείας δημιουργίας. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημέννων ἐγένετο (Α' Κορ. 15,20), καὶ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν (Κολ.
1,18), διατύπωση ποὺ θὰ ἐπαναλάβει ὁ ἀποκαλυπτὴς Ἰωάννης μιλώντας γιὰ πρωτότοκον τῶν νεκρῶν (Απ. 1,5).



8 Ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς
σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ. (διάψαλμα).


Ἐμμέσως ὁ ποιητὴς ἀναγνωρίζει δικά του λάθη ποὺ ἐπέφεραν αὐτὴ τὴ δεινὴ κατάσταση, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «θυμώνει» αναιτίως,
ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: Ἀποκαλύπτεται γὰρ
ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν
τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων (Ρωμ. 1,18). Καὶ γνωρίζει βέβαια
ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνει τὴν ἄφατη, ἕως τὰ ὅρια ἑνὸς
μανικοῦ ἔρωτα, ἀγάπη του γιὰ τὸ πλάσμα του, ποὺ ἐνῶ τὸ καλεῖ νὰ παραδοθεῖ στὴν ἀγκαλιά του, αὐτὸ ἀπομακρύνεται ὑποδουλωμένο στὰ πάθη του.


9 Ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυ
τοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην.

Γιὰ τὸν Ἰσραηλίτη (ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν χριστιανό) ή παρουσία τοῦ «ἄλλου», εἴτε ὡς λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἴτε ὡς κοινότητας μελῶν τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ὁρος θεμελιώδης σωτηρίας. Ἂν νομίζουμε ὅτι λανθάνει
στὴν Ἁγία Γραφὴ μία ἀντίληψη ατομικῆς σωτηρίας, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ' ὄψη ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἀτομικὴ σωτηρία ἀλλὰ γιὰ θετικὴ ἀνταπόκριση τῆς ἄσκησης ἑκάστου ατόμου, τὴν ὁποία ἐνεργεῖ ὥστε νὰ κατορθώσει νὰ βρεθεῖ στὸ «ἐμεῖς» ἑνὸς λαοῦ ἢ μιᾶς εὐχαριστιακῆς
κοινότητας. Γι' αὐτὸ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς «γνωστούς», ὅπως διατυπώνεται στον στίχο, θεωρεῖται πλῆγμα μέγα γιὰ κάθε πιστὸ ποὺ
οδεύει στὴν πραγματοποίηση τῆς τριαδικῆς σχέσης, κατὰ τὸ πρωτότυπο
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Χριστὸς τὸ ἔχει καταθέσει ὡς ὑπόσχεση: οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν
(Ματθ. 18,20).



10 Οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ,
Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου·


Οἱ πειρασμοί, τὰ δεινά, οἱ προσβολὲς δαιμονικῶν δυνάμεων, πλήττουν
τὸν πιστὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ βλέπει τὴν ὁδὸ Κυρίου,
ἐπιφέρουν δηλαδὴ σύγχυση. Περιγράφεται στὶς ἀρχαῖες γραφὲς τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σύγχυσης, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπώλεσαν τὸν πλοῦτο
ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεὸ καὶ βυθίστηκαν στὴν πτωχεία στερούμενοι τῆς θείας χάρης, σὲ σημεῖο νὰ φοβοῦνται τὴν παρουσία τῆς ἀγάπης: τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην (Γέν. 3,10). Περιγράφεται μάλιστα μία ἀντιστροφή,
γιὰ νὰ μὴν πῶ διαστροφή, ἀξιολόγησης τῶν προτεραιοτήτων ποὺ καθορίζουν τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν
δύο, ὄχι γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ βυθιστοῦν στὴ σύγχυση: καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν
φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα (ib. 7).
Ὁ Χριστὸς ἐπισημαίνει τὴν ἀνάγκη διάκρισης τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ
στὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, καλώντας τοὺς πιστοὺς
νὰ ἀποκτήσουν «φωτεινὸν ὀφθαλμό: Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. Ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, το σκότος -

Ὁ ποιητὴς ἀντιλαμβάνεται ὅτι γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν «ἀσθένεια»
(Ματθ. 6,22-23).
του πρὸς τῶν ὀφθαλμῶν του, θὰ πρέπει νὰ προσανατολίσει τὸν βίο του προς τόν 
Θεό, καὶ αὐτὸ νὰ γίνει τρόπος ζωῆς, γι' αὐτὸ ἀφιερώνει ὅλη τη ζωή 
σ' αὐτὴ τὴ διαρκὴ ἀναφορὰ πρὸς τὸν Θεό («ὅλην τὴν ἡμέραν» ἀντὶ τοῦ
«ὅλην τὴν ζωήν»).
11.μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι;
12  Μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου 
καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ, το Μὴ γνωσθήσεται ἐν τω ι τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένη
Σὲ τρεῖς στίχους καταθέτει ὁ ποιητὴς τὴν οὐσιώδη διάκριση ἀνάμεσα
στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο, ἀνάμεσα στοὺς ζωντανοὺς καὶ στοὺς πεθαμένους. Πρόκειται γιὰ πρωθύστερο ἀπόηχο τῆς συμπερασματικῆς διαπίστωσης τοῦ Χριστοῦ: οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων
(Ματθ. 22,32). Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἀνατρέπεται ὅταν ὁ Χριστὸς καταργεῖ τὸν ἄδη, αὐτὸν τὸν «οὐ τόπον», αὐτὴ τὴ χώρα τοῦ σκότους καὶ
τῶν σκιῶν, εἰσάγοντας τὸ φῶς τῆς νίκης του κατὰ τοῦ θανάτου καὶ
ἐγκαινιάζοντας μιὰ νέα πραγματικότητα ὡς πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν (Κολ. 1,18).


Πάντως, ἐπιλέγοντας ὁ ποιητὴς νὰ ἀναφερθεῖ στὴν ἀντίληψη τῆς
παράδοσής του γιὰ ἀνυπαρξία τοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου, ἐπιφέρει μία οἱονεὶ
ἔνσταση στὸν διάλογό του μὲ τὸν Θεό: τώρα βοήθησέ με, Κύριε, τώρα
ἄνοιξε τὰ μάτια μου, τώρα στείλε τὴ χάρη σου, γιατὶ ἂν βρεθῶ στὸν τόπο
τοῦ θανάτου θὰ χάσω τὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας μαζί σου, τὴ δυνατότητα νὰ σὲ δοξολογῶ καὶ νὰ ἀναγγέλλω τὸ θέλημά σου.

Ἡ διαφορὰ τῆς ἰουδαϊκῆς παράδοσης ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ εἶναι οὐσιώδης. Οἱ νεκροί, καὶ μάλιστα οἱ βαπτισμένοι νεκροί, δὲν βρίσκονται στὸν
χῶρο τῆς ἀνυπαρξίας, ἀλλὰ στὸν δρόμο πρὸς τὴν κοινὴ ἀνάσταση.
Ἄλλωστε, καθένας ποὺ βαπτίζεται στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, στὸ ὄνομα τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τελειώνει μὲ τὸν θάνατο, ἀνατρέπει τὴν προοπτική του. Ἐνῶ μὲ τὴ φυσική του γέννηση
ἐγκαινιάζεται συγχρόνως ἡ προοπτικὴ τοῦ θανάτου, μὲ τὴ νέα γέννηση ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς κολυμπήθρας ἐγκαινιάζεται ἡ προοπτικὴ τῆς νέας ζωής μέσα του.

14 Κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε


Άλλη δυνατότητα να ξεφύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἅδη,
τοῦ θανάτου, δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὸν Κύριο τῆς ζωῆς.
ἂν ἡ νύχτα καὶ ὁ ὕπνος ἀνακαλοῦν τὴν κυρίαρχη παρουσία τοῦ θανάτου,
τὸ αὐγινὸ φῶς τῆς ἡμέρας σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀθλήματος
νὰ ἐπικοινωνῶ μὲ τὸν Θεό.


15 Ινατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
Ἡ συνήθης ένσταση τοῦ πιστοῦ, σὲ σχέση μὲ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς, ποὺ
θαρρεῖ πὼς εἶναι ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν δὲν βλέπει γρήγορη
ἀνταπόκριση. Εἶναι ἡ ἔνσταση τῶν φίλων τοῦ Ἰὼβ ποὺ τὸν πειράζουν
ὑπογραμμίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε, γιὰ νὰ λάβουν, ὡς ἐν συμπεράσματι, τὴ μεγαλειώδη ἀπάντηση: «Κι ἂν ἔπαψε αὐτὸς νὰ μὲ ἀγαπάει, ἐγὼ θὰ τὸν ἀγαπάω».
Στὴν παράδοσή μας, ἤδη ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους, κυρίως ἀπὸ τὴν
ἐποχὴ τῶν Προφητῶν, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι κεκρυμμένο, καὶ πάντως κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀποβλέπει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ
ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν θὰ ἀντιληφθῶ τὴν παρουσία τῆς θείας χάρης ὅταν
εἶναι ἐμφανής, ἀλλὰ ἂν θὰ τὴν ἀντιλαμβάνομαι ὅταν φαίνεται ὅτι ἀπουσιάζει. Στὸ ἐπεισόδειο τῆς λεγόμενης πορείας πρὸς Ἐμμαούς, ποὺ πε-
ριγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (Λουκ. 24,13 κέ.), οἱ δύο μαθητὲς δὲν
ἀντιλαμβάνονται τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, μέχρι νὰ «διανοιχθοῦν» οἱ
ὀφθαλμοί τους καὶ νὰ τὸν «γνωρίσουν ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Μετὰ ἀπὸ
αὐτὴ τὴ θεοφάνεια ὁ Χριστὸς γίνεται μὲν ἄφαντος, ἀλλὰ πλέον ἐντελῶς
παρών. Κατὰ τὴν πορεία ἦταν παρὼν ἀλλὰ οἱ μαθητὲς δὲν τὸ γνώριζαν.
Ὅταν ἔφυγε, τότε ἔγινε παρὼν εἰς τὸ διηνεκές.


16 Πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην.
Στὸ Γεροντικό περιγράφεται ἡ ἱστορία ἑνὸς νεαροῦ μοναχοῦ ποὺ περιπίπτει σὲ ἁμάρτημα καὶ καλεῖται ἀπὸ τὸν γέροντά του νὰ μετανοήσει.

Ὅταν τὸ ἁμάρτημα ἐπαναλαμβάνεται καὶ ὁ γέροντας καλεῖ πάλι σε μετάνοια, ὁ νεαρὸς μοναχὸς θέτει τὸ ἐρώτημα: μέχρι πότε; Καὶ ὁ γέροντας ἀπαντάει: μέχρι νὰ βρεθεῖς ἐν τῇ πτώσει ἢ ἐν τῇ ἀναστάσει.
Οι κόποι στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται ὁ ποιητὴς εἶναι κόποι
· πνευματικοί, ποὺ πρὸς καιρὸν ἐγκαθιστοῦν αἴσθηση ἐπιτυχίας, καὶ πρὸς καιρόν
αἴσθηση ἀποτυχίας. Ὁ ἀγώνας εἶναι διαρκής, γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἐγρήγορση
ἀναγκαία.

17 Ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου 
· ἐξετάραξάν με,
18 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα,


Ἡ αἴσθηση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι ἀσφαλῶς ἀπατηλή, γιατὶ ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὸ θέλημά του. Ἔχουμε ἄπειρες διηγήσεις στὰ ἱερὰ κείμενα ποὺ δείχνουν ὅτι μιὰ φαινομενικὴ ἀπουσία του
Θεοῦ δρᾶ πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ «φοβερισμοί» ὑπονοοῦν ἀπειλὴ σὲ περίπτωση παραβάσεως τῶν
θείων ἐντολῶν, καὶ ἑδράζονται στὴν πνευματικὴ παιδαγωγία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὡς νήπιος ἔχει ἀνάγκη χειραγώγησης. Ὅλα τὰ «μὴ» τῶν
θείων ἐντολῶν ἔχουν προειδοποιητικό χαρακτήρα καὶ προστατεύουν ἀπὸ
τις συνέπειες μιᾶς σύγχυσης στη σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προσεγγίζει μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἀρχέγονο «μὴ» τοῦ
Δημιουργοῦ (οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ): Καὶ δίδωσι νόμον, ὕλην τῷ αὐτεξουσίῳ. Ὁ δὲ νόμος ἦν ἐντολή, ὧν τε μεταληπτέον αὐτῷ φυτῶν καὶ οὗ
μὴ προσαπτέον. Τὸ δὲ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθὲν ἀπ'
ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθονερῶς [...]. Ἀλλὰ καλὸν μὲν εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον.
19
Ἐμάκρυνας ἀπ' ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας.
Επανάληψη τοῦ περιεχομένου τοῦ 9ου στίχου. Δέος μπροστὰ στὴ μοναξιὰ τοῦ δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: