Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Τον ίδιο μήνα, στις έντεκα, τιμάται η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά του εν Κοτυαείω.





Τον ίδιο μήνα, στις έντεκα,  τιμάται η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά του εν Κοτυαείω.

Αυτός έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, το έτος 296 μ.Χ., υπηρετώντας στο βασιλικό στράτευμα που βρισκόταν στα λεγόμενα Ρουταλικά Νούμερα, υπό την εξουσία του διοικητή Αργυρίσκου, στην πόλη Κοτυαείον της Φρυγίας Σαλουταρίας — πόλη που σήμερα ονομάζεται στα τουρκικά Κιουτάχεια.

Ο Άγιος αυτός, επειδή ήταν πολύ ευσεβής, δεν άντεχε να βλέπει τη λατρεία των ειδώλων να εξαπλώνεται φανερά στον κόσμο. Έτσι, ανέβηκε στο βουνό για να καθαρίσει τον εαυτό του με νηστείες και προσευχές. Όταν ενίσχυσε την καρδιά του με τον θείο ζήλο του Χριστού και άναψε η ψυχή του από τη θεία αγάπη, τότε κατέβηκε από το βουνό. Και αφού στάθηκε ανάμεσα στους ειδωλολάτρες, κήρυξε με θάρρος ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός.

Γι’ αυτόν τον λόγο, τον έδειραν και με τρίχινα πανιά έσχισαν τις σάρκες του. Έπειτα τον έκαψαν με φωτιά και τον έσυραν πάνω σε αιχμηρά σίδερα (τρίβολους), χωρίς έλεος, έτσι ώστε το σώμα του διαλύθηκε εντελώς. Τελικά, του έκοψαν με το σπαθί την αγία του κεφαλή, και έτσι ο ένδοξος αυτός Μάρτυρας έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ο Άγιος Μηνάς έλαβε από τον Κύριο τη χάρη να κάνει θαυμαστά έργα και να βοηθά όσους βρίσκονται σε ανάγκη. Από τα πολλά θαύματά του, αναφέρονται τα παρακάτω.

Μια φορά, καθώς ένας χριστιανός ταξίδευε για να προσευχηθεί στον ναό του Αγίου Μηνά, σταμάτησε να διανυκτερεύσει σε ένα πανδοχείο. Ο πανδοχέας, καταλαβαίνοντας ότι ο φιλοξενούμενος είχε χρήματα επάνω του, σηκώθηκε τα μεσάνυχτα και τον δολοφόνησε. Ύστερα, τεμάχισε το σώμα του και το έβαλε μέσα σε ένα καλάθι, το οποίο κρέμασε, περιμένοντας να ξημερώσει για να το κρύψει.

Την ώρα που σκεφτόταν ανήσυχα πώς, πού και πότε να κρύψει το σώμα του θύματος για να μην τον ανακαλύψει κανείς, εμφανίστηκε μπροστά του καβαλάρης με στρατιωτική στολή — ο ίδιος ο Άγιος Μηνάς. Τον ρώτησε τι απέγινε ο ξένος που είχε φιλοξενηθεί εκεί κοντά. Ο φονιάς αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν ήξερε τίποτα. Τότε ο Άγιος κατέβηκε από το άλογό του, μπήκε στο πιο απομονωμένο δωμάτιο, βρήκε το καλάθι, το κατέβασε και κοίταξε τον φονιά με φοβερό βλέμμα.

«Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε. Ο δολοφόνος, παγωμένος από τον φόβο και σαν να είχε χάσει τη φωνή του, έπεσε καταγής μπροστά στα πόδια του Αγίου. Ο Άγιος τότε ένωσε τα κομμάτια του διαμελισμένου σώματος, προσευχήθηκε και ανέστησε τον νεκρό. «Δόξασε τον Θεό», του είπε. Ο αναστημένος, μόλις κατάλαβε τι του είχε συμβεί και πώς είχε ξαναζωντανέψει, δόξασε τον Θεό και ευχαρίστησε τον στρατιώτη που τον είχε αναστήσει.

Έπειτα ο Άγιος πήρε τα χρήματα από τον φονιά και τα έδωσε πίσω στον αναστημένο λέγοντας: «Πήγαινε, αδελφέ, στον δρόμο σου». Ύστερα γύρισε προς τον φονιά, τον έδειρε όπως του άξιζε, αλλά μετά τον συμβούλεψε, του συγχώρησε το σφάλμα και προσευχήθηκε για αυτόν. Τέλος, ανέβηκε στο άλογό του και έγινε άφαντος.

Άλλο θαύμα του Αγίου Μηνά, που έγινε παλιότερα:
Δύο φίλοι ταξίδευαν μαζί και, καθώς βράδιασε, σταμάτησαν σ’ ένα πανδοχείο να ξεκουραστούν. Ένας από τους δύο είχε ένα ωραίο δαχτυλίδι, και ο άλλος —ο οποίος ήταν άπληστος— το επιθύμησε. Καθώς λοιπόν ο σύντροφός του κοιμόταν βαθιά, σηκώθηκε τη νύχτα, του έκοψε το χέρι και πήρε το δαχτυλίδι. Ύστερα, κρύβοντας το χέρι μέσα σε ένα σακί, έφυγε κρυφά.

Όταν ξημέρωσε, ο φονιάς έφτασε στην πόλη και μπήκε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά για να προσευχηθεί. Την ώρα εκείνη, όπως στεκόταν και σήκωσε τα χέρια του προς τα επάνω, έπεσε το χέρι εκείνου που είχε κόψει, μπροστά του, στα πόδια του Αγίου. Τρομαγμένος, προσπάθησε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί· τα πόδια του είχαν κολλήσει στη γη. Ο κόσμος μαζεύτηκε και είδε το θαύμα, και όλοι δόξασαν τον Θεό και τον Άγιο Μηνά.

Ο άπληστος εκείνος ομολόγησε τότε την αμαρτία του και ζήτησε συγχώρηση. Έπειτα ήρθε και ο αδερφός του που είχε χάσει το χέρι του, και ο Άγιος τού το επανακόλλησε θαυματουργικά, ώστε έγινε όπως πριν. Έτσι, και ο φονιάς σώθηκε με τη μετάνοιά του, και ο αδικημένος θεραπεύτηκε.

***

Την ίδια ημέρα τιμάται και η μνήμη του Αγίου Μάρτυρα Βίκτορος.

Αυτός ήταν αξιωματούχος του στρατού, καταγόμενος από τη Ρώμη. Όταν μαθεύτηκε ότι ήταν χριστιανός, τον συνέλαβαν και τον έφεραν στον άρχοντα Σεβαστιανό. Εκείνος προσπάθησε να τον πείσει με γλυκά λόγια να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος όμως απάντησε:

«Μη νομίζεις ότι μπορείς να με πείσεις με τα λόγια σου να αρνηθώ τον αληθινό Θεό, γιατί εγώ πιστεύω στον Χριστό, τον Υιό του Θεού, και δεν θα προσκυνήσω ποτέ τα ανόητα είδωλά σας».

Τότε ο άρχοντας διέταξε να τον βασανίσουν. Τον έδειραν σκληρά, του έβαλαν τα πόδια στη μέγγενη και του τα πίεσαν, και ύστερα τον άφησαν κρεμασμένο, γδαρμένο και καταματωμένο. Ο Άγιος όμως, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε ατρόμητος και ευχαριστούσε τον Κύριο που τον αξίωσε να πάθει γι’ Αυτόν.

Όταν είδαν οι δήμιοι ότι δεν λυγίζει, τον έριξαν σε ένα καζάνι με βραστό πίσσα. Μόλις όμως μπήκε μέσα, η φωτιά έσβησε και η πίσσα έγινε δροσερό νερό. Τότε πολλοί από τους παρευρισκόμενους πίστεψαν στον Χριστό.

Ο άρχοντας, εξοργισμένος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, και έτσι ο Άγιος Βίκτωρ παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, λαμβάνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου.

***

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου του Διακόνου.

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Βικέντιος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και του ηγεμόνα Δατιανού, γύρω στο έτος 211. Ήταν διάκονος στην Αυγουστόπολη της Ισπανίας και δίδασκε μαζί με τον Επίσκοπό του, τον Ουαλλέριο, τον λαό του Θεού.

Κάποια στιγμή συνελήφθησαν και οι δύο και οδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα Δατιανό. Εκείνος, μόλις τους είδε, τους έδεσε με σιδερένιες αλυσίδες και τους έστειλε έτσι δεμένους στην πόλη Βαλεντία. Εκεί διέταξε να τους ρίξουν σε μια φυλακή σκοτεινή και πολύ βρώμικη.

Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Δατιανός έβγαλε από τη φυλακή τον Βικέντιο και διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά, σκίζοντας τις σάρκες του. Έπειτα τον κάρφωσαν πάνω σε έναν σταυρό και μαστίγωσαν όλα τα μέλη του σώματός του.

Αργότερα τον ξεκάρφωσαν από τον σταυρό και του στραβογύρισαν τα μέλη. Ξανά τον χτύπησαν και του έκαψαν τα πλευρά με φωτιά. Αφού του είχαν διαλύσει όλες τις αρθρώσεις και τις ενώσεις του σώματός του, έβαλαν πάνω στο στήθος του πυρωμένες σιδερένιες ράβδους και τον τρυπούσαν με καυτές σούβλες.

Επειδή όμως ο Άγιος έμεινε ανέπαφος και δεν έπαθε τίποτα, τον έριξαν ξανά στη φυλακή. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι και τα δεσμά, αξιώθηκε να λάβει θεία βοήθεια και επίσκεψη από τον Θεό. Αφού προσευχήθηκε, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Το άγιο λείψανό του θάφτηκε εκεί από ευσεβείς και πιστούς Χριστιανούς.

***

Την ίδια ημέρα επίσης τιμάται η μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Στεφανίδας.

Αυτή ήταν σύζυγος ενός στρατιώτη ειδωλολάτρη. Όταν έμαθε ότι ο Άγιος Βίκτωρ μαρτύρησε για τον Χριστό, πλησίασε και, μπροστά σε όλους, ομολόγησε με θάρρος την πίστη της στον Χριστό. Τότε οι στρατιώτες την έπιασαν, την έδειραν άγρια και την έριξαν στη φωτιά. Όμως η φωτιά δεν την έκαψε· αντίθετα, έβλαψε εκείνους που την είχαν ρίξει μέσα.

Τελικά, αφού είδαν ότι δεν καταστρέφεται με κανέναν τρόπο, την διαμελισαν  δενοντας την σε δύο δέντρα και έτσι έλαβε κι εκείνη τον στέφανο του μαρτυρίου.

***

Την ίδια ημέρα, 11 Νοεμβρίου, τιμάται και η μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου, του Ηγουμένου της Μονής των Στουδιτών.

Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από ευσεβείς και πλούσιους γονείς, τον Φώτιο και τη Θεοκτίστη. Από μικρός ανατράφηκε με παιδεία και φόβο Θεού. Όταν μεγάλωσε, πήγε με τον θείο του Πλάτωνα στη Μονή του Σακκουδίωνος, όπου έγινε μοναχός. Εκεί ασκήθηκε με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές και υπακοή.

Μετά από λίγο καιρό, λόγω της εικονομαχίας που ξέσπασε τότε, ο Όσιος, μαζί με τον θείο του και άλλους μοναχούς, εξορίστηκαν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Ε΄, γιατί ομολόγησαν την προσκύνηση των αγίων εικόνων.

Όταν επανήλθε η ειρήνη στην Εκκλησία, ο Θεόδωρος έγινε ηγούμενος της Μονής του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ανακαίνισε τη Μονή, την οργάνωσε με αυστηρό μοναχικό κανόνα και έγινε λαμπρό παράδειγμα αρετής για όλους.

Αργότερα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Ε΄ του Αρμενίου, άρχισε και πάλι ο διωγμός των εικόνων. Ο Θεόδωρος στάθηκε γενναίος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και για αυτό φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές, μα δεν λύγισε ποτέ.

Έζησε θεάρεστα μέχρι τα βαθιά του γεράματα και, αφού προείδε την ώρα του θανάτου του, εκοιμήθη ειρηνικά, παραδίδοντας την ψυχή του στον Κύριο, τον οποίο αγάπησε από τη νεότητά του.

Το άγιο λείψανό του έκανε πλήθος θαυμάτων, και η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 11 Νοεμβρίου.

Απόδοση στα νέα ελληνικά και συντόμευση από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: