Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Οι μάρτυρες του Αρχαγγέλου


Το αγγλικό περιοδικό «Χριστιανική Ανατολή» δη­μοσίευσε, το 1934, περιγραφή των μαρτυρίων των ρώ­σων χριστιανών της περιοχής του Αρχαγγέλου (πόλη της Βόρειας Ρωσίας). Τις πληροφορίες (κατά πάντα αυθεντικές) έδωσε στο περιοδικό μια ρωσίδα, καταγό­μενη από την περιοχή του Αρχαγγέλου, ή όποια έζη­σε τους διωγμούς κατά των χριστιανών, αφού και ή ί­δια είχε συλληφθεί και βασανίσθηκε σκληρά. Όταν αργότερα, κάτω από άγνωστες συνθήκες, κατόρθωσε να καταφυγή στη Δύση, διηγήθηκε με κάθε λεπτομέ­ρεια όλα τα τραγικά γεγονότα πού είδε και έζησε.
Στη συνέχεια παραθέτουμε εκτενείς επιλογές από τη μακρά διήγηση της:
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
«Ό χειμώνας του 1930 ήταν υπερβολικά ψυχρός. Έξω από τις πύλες της εκκλησίας του Αρχαγγέλου στέκονταν παγωμένοι από το ψύχος πλήθη ιερέων. Είχαν έλθει από διάφορα μέρη της Ρωσίας εκατοντάδες ιερείς, μοναχοί, ακόμα και επίσκοποι. Είχαν εξοριστεί στη Βόρεια Ρωσία, γιατί ομολόγησαν τη θρησκευτική τους πίστη. Όταν έφθασαν εκεί, τους επέτρεπαν να πηγαίνουν οπού ήθελαν. Άλλα που μπορούσαν να πά­νε; Δεν γνώριζαν κανένα στην ξένη αυτή πόλη, γι' αυ­τό περιεπλανώντο στους δρόμους. Μερικοί έβρισκαν καταφύγιο στα άδεια βαρέλια, πού ήταν στην παραλία, λίγοι δε προσελήφθησαν από εύσπλαχνους χριστια­νούς, οι όποιοι συχνά για το λόγο αυτό φυλακίζονταν.
Στη Σοβιετική Ρωσία μόνο όσοι εργάζονται λαμ­βάνουν μια μερίδα ψωμιού μαύρου, κάθε μέρα. Οι εξό­ριστοι όμως αυτοί ιερείς δεν είχαν το δικαίωμα να εργάζονται και γι' αυτό δεν είχαν το μέσο να επιτύχουν τροφή. Αφήνονταν απλώς να πεθάνουν... Κάθε βράδυ του Σαββάτου και το πρωί της Κυριακής στεκόταν έξω από τις πόρτες της εκκλησίας και ζητούσαν ελεημο­σύνη. Ποτέ δεν άκουσα κανένα παράπονο από αυτούς, μολονότι, ο Θεός γνωρίζει, είχαν εύλογη αίτια για αυτό. Άλλα στεκόταν εκεί μισοπαγωμένοι και μισοπεθα­μένοι από την πείνα. Πολλοί από τους κατοίκους, πού έρχονταν στην εκκλησία, έφεραν μαζί τους τροφές και μάλλινα ρούχα, τα όποια μοίραζαν στους δυστυχισμέ­νους αυτούς «ζητιάνους», αλλά κρυφά, από φόβο μή­πως καταγγελθούν.
Ό καιρός περνούσε. Ήταν Φεβρουάριος και ακό­μα το ψύχος ήταν δριμύ, αλλά πλησίαζε ή άνοιξη. Εν τω μεταξύ, μερικοί από τους ιερείς είχαν βρει καταλύ­ματα, ως επί το πολύ έξω από την πόλη, άλλοι δε είχαν γράψει στους συγγενείς τους στις πατρίδες τους και είχαν λάβει δέματα και τρόφιμα. Ό ντόπιος πληθυ­σμός βοηθούσε όπου μπορούσε. Ή Γκεπεού (μυστική αστυνομία) όμως ανησύχησε γι' αυτό. Είχαν μαζευθή πολλοί ιερείς στην πόλη, πλησίαζε δε ο καιρός πού θα άνοιγε το λιμάνι για την αναχώρηση και την άφιξη των πλοίων, οπότε θα ερχόταν Οι ξένοι και θα έκαναν ερωτήσεις πού δεν συνέφεραν στις Αρχές. Έκτος τούτου αναμένονταν αλλά πλήθη φυλακισμένων, και για αυτό ή Γκεπεού αποφάσισε να απομακρύνει τους ιερείς. Την τελευταία φορά, πού παρουσιάστηκαν στην αστυνομία οι εξόριστοι, για να δώσουν αναφορά, δια­τάχθηκαν να είναι έτοιμοι, επειδή θα εστέλλοντο μα­κρύτερα, στην Πετσχώρα, μια εκτεταμένη περιοχή πού απείχε 800 μίλια από τον Αρχάγγελο. Επί αιώνες το μέρος αυτού εχρησιμοποιείτο ως τόπος εξορίας... Ή 15η Φεβρουαρίου βρήκε τους εξόριστους ιερείς όρθιους να περιμένουν με υπομονή έξω από την Γκε­πεού. Ήταν 200, Οι όποιοι είχαν δεμένες τις αποσκευές τους σε ένα δέμα πάνω στους ώμους τους. Κατά τον φο­βερό εκείνο παγετό, κατά τον όποιο τα πουλιά έπεφταν νεκρά και το θερμόμετρο πάγωνε, μόνο λίγοι είχαν πανωφόρια· Οι περισσότεροι, ιδίως όσοι ήταν από θερ­μά μέρη, είχαν μόνο το λεπτό τους ράσο. Ήταν Κυρια­κή. Ό λαός πού πήγαινε στην εκκλησία σταματούσε άθελα μπροστά στο θέαμα των υπομονητικών αυτών μαρτύρων. Μερικοί έβγαζαν τη ζώνη τους και τα γάν­τια τους για να τα δώσουν στους ιερείς. Μια γριά έδω­σε την πλεκτή ζακέτα της σ' ένα γέροντα χωρικό ιε­ρέα, διότι φαινόταν τόσο συμπαθής, ώστε δεν μπορού­σε κανείς να κρατηθεί και να μη φωνάξει από λύπη. στις 8 το βράδυ τους απομάκρυναν κάτω από ισχυρή στρατιωτική συνοδεία. Άλλα πολλοί από τους στρα­τιώτες επέστρεψαν το άλλο πρωί. Δεν υπήρχε ανάγκη τόσο μεγάλης συνοδείας. Οι εξόριστοι αυτοί δεν θα δραπέτευαν. Βάδιζαν με κόπο, αλλά και υπομονή. Πολ­λοί από αυτούς ήταν γέροντες, όλοι δε ήταν αδύνατοι και εξαντλημένοι από την πείνα. Οι αποστάσεις από το ένα χωριό στο άλλο είναι πολύ μεγάλες στο Βορρά. Πολλοί έπεφταν κάτω στο δρόμο, αλλά δεν επιτρεπό­ταν σε κανένα να σταματήσει για να βοηθήσει. Τους ά­φηναν εκεί να πεθάνουν. Μου έλεγαν αργότερα Οι χωρικοί, ότι συχνά έβρισκαν μισοπαγωμένους ιερείς στο δρόμο. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόσοι πέθαναν στα δάση και στα έλη. Τι απογίνονταν αυτοί; Τους κατέτρωγαν πιθανώς Οι λύκοι. Είναι γνωστό ότι από τους 200 ιε­ρείς, πού ξεκίνησαν από τον Αρχάγγελο, μόλις Οι μι­σοί έφθασαν στον τόπο του προορισμού τους...
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΞΟΡΙΑ
Κατά τα δύο τελευταία χρόνια Οι φυλακισμένοι εστέλλοντο στη Βόρεια Ρωσία. Το καλοκαίρι, το ταξίδι είναι υποφερτό. Μπορούν να περάσουν τη νύχτα σε καμιά καλύβα και να βρουν εργασία ευκολότερα.
Θυμάμαι μια μοναχή, πού την έλεγαν Αικατερίνη και καταγόταν από τον Αρχάγγελο. Κάθε μέρα έβρισκε καταφύγιο για τους αστέγους και τροφή και ρούχα για τους εξόριστους ιερείς. Ήταν πράγματι αξιοθαύμα­στη. Αλλά γρήγορα την συνέλαβαν και την φυλάκι­σαν τη Μεγάλη Παρασκευή. "Όταν πήγα να παρηγορήσω την αδελφή της, με κοίταξε με έκπληξη και μου είπε: «Γιατί να είμαι λυπημένη; Ή αδελφή μου είχε την τιμή να υποφέρει την ίδια ήμερα, πού υπέφερε και ο Σωτήρας μας». Ή Αικατερίνη πέθανε από τυφοειδή πυρετό, λίγο μετά τη φυλάκιση της. Επί τέλους ήρθε και ή δική μου σειρά. Όλοι όσοι βοηθούσαν τους εξόριστους ιερείς ήταν υπό επιτήρη­ση. Μια νύχτα του Ιανουαρίου 1931 φυλακίστηκα και εγώ. Την ίδια νύχτα, ο αρχιεπίσκοπος του τόπου, τρεις άλλοι εξόριστοι επίσκοποι και Οι περισσότεροι από τους κληρικούς της περιοχής του Αρχαγγέλου είχαν την ίδια μεταχείριση με μένα. Στη φυλακή μας πήραν τους σταυρούς του βαπτίσματος. Ακούσαμε από την πόρτα ότι ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να αφαίρεση τον επισκοπικό του σταυρό: «Ως δούλος του Χριστού, δεν τολμώ να βγάλω το σταυρό αυτό» είπε.
«Εάν δεν τολμάς εσύ, τολμούμε εμείς» ήταν ή α­πάντηση.
Οι ανακρίσεις διαρκούν επί πολλές ώρες. Οι ανα­κριτικοί υπάλληλοι αλλάζουν, άλλ' ο ανακρινόμενος φυλακισμένος συνεχίζει. Εγώ δεν ανακρίθηκε περισ­σότερο από πέντε έως έξι ώρες, αλλά και αυτές ήταν παραπάνω από αρκετές. Όταν μια χωρική αρνήθηκε να απάντηση σε μια ερώτηση και ο μανιασμένος αξιω­ματικός συνέθλιψε το χέρι της στην πόρτα, είδα το χέ­ρι της, όταν γύρισε στο θάλαμο, κατακόκκινο και πρησμένο.
Ό ίδιος αξιωματικός, για να εμπαίξει μια γυναίκα, έβαλε στο κεφάλι της μια επισκοπική μίτρα, έβαλε ένα εσταυρωμένο στα χέρια της και της ζητούσε επίμονα να φιλήσει τον Εσταυρωμένο.
Έμαθα ότι πιστεύεις στον Εσταυρωμένο, της είπε. Εάν τον πιστεύεις, φίλησε τον.
Άλλ' αυτή απάντησε:
- Δεν φιλούμε το Σταυρό, όταν τον κρατάει ένας αντίχριστος!
Ποτέ δεν θα λησμονήσω μια εξαιρετική νύχτα. Ή­ταν περίπου 10 το βράδυ και όλοι εκοιμώμεθα. Ξαφνι­κά ξυπνήσαμε από κάποιον πού φώναζε: «Σε παρακα­λώ, σε παρακαλώ, μη με κτυπάς άλλο»!
Ό δικός μας θάλαμος ήταν ο μοναδικός για γυναί­κες. Καμία ανδρική φωνή δεν διαμαρτυρήθηκε, και αυτός εξακολουθούσε να φωνάζει θλιβερά. Ήταν τρο­μερό πράγμα να τον ακούει κανείς. Δεν μπορούσαμε να υποφέρουμε πια. Δυο από μας σηκωθήκαμε και αρχί­σαμε να χτυπάμε την πόρτα, φωνάζοντας με όλες μας τις δυνάμεις. Οι φύλακες εξεμάνησαν εναντίον μας και ρώτησαν, γιατί γίνεται ο θόρυβος αυτός. Τους εξηγή­σαμε ότι αν δεν παύσουν αμέσως να χτυπούν τον άνθρωπο αυτό, θα κάνουμε παράπονα στον αρχηγό. Ή απειλή δεν ήταν πολύ σοβαρή, αλλά συγχρόνως έπαυ­σε το κτύπημα...
Δυο χρόνια προηγουμένως είχα φυλακιστεί στη Μόσχα και μαζί μου ήταν και μια νεαρή κόρη. Ήταν ή νύχτα του Πάσχα. Οδηγηθήκαμε στο πλυντήριο, δια μέσου μακρού διαδρόμου, όπου δεξιά και αριστερά ήταν κελιά. Μας είχαν αυστηρώς απαγορεύσει όχι μόνο να μιλάμε, αλλά και να βήχουμε, όταν περνούσα­με στον διάδρομο, και τόσο πολύ ήμασταν τρομαγμέ­νες, ώστε δεν τολμούσαμε να παρακούσουμε. Ή κοπέλα αυτή σκεπτόταν όλη την ήμερα την Ανάσταση, και ενώ βάδιζε στο διάδρομο, της φάνηκε σαν να εκινείτο ανάμεσα σε τάφους, όπου πολλοί είχαν ταφή ζωντανοί! Αργότερα δεν μπορούσε να εξήγηση πώς τόλμησε να κάνη εκείνο πού έκανε τη στιγμή αύτή' να φωνάξει ξαφνικά τον πασχαλιά μας χαιρετισμό: «Χρι­στός Ανέστη»! Τότε από όλες τις κλειστές πόρτες α­κούστηκε ή απάντηση: «Αληθώς Ανέστη»!
Αλλά το κορίτσι αυτό δεν επέστρεψε στο κελί της την νύχτα αύτη. Τιμωρήθηκε και απομονώθηκε σε ένα ψυχρό θάλαμο πλακοστρωμένο... Άλλα πρέπει να επανέλθω στη διήγηση της φυλα­κίσεως μου κατά το 1931. Το κελί μας ήταν υγρό, πο­λύ σκοτεινό και υπερπλήρες. Χειρότερα από την πείνα και τη δίψα ήταν τα ζωύφια, πού περπατούσαν στους τοίχους, κολλούσαν στο δέρμα μας και μας ενοχλούσαν κατά τον ύπνο. Επί δύο μήνες μείναμε κλεισμένοι στο κελί αυτό της φυλακής και ακόμα δεν είχε γίνει Καμία μεταβολή. Μόνο αδυνατίσαμε περισσότερο από την πείνα και την έλλειψη καθαρού αέρα.
ΣΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ
Μετά από καιρό μας έστειλαν στη Σιβηρία για κα­ταναγκαστικά έργα. Το συνεργείο ξυλείας, για το όποίο προοριζόμασταν βρισκόταν περίπου 300 μίλια μακριά από τη Βιάτκα. Μας μετέφεραν σιδηροδρομι­κώς, με βαγόνια προορισμένα για κτήνη, χωρίς αερι­σμό, μέσα σε τέλειο σκοτάδι, με μια οπή μόνο στο πά­τωμα, ή οποία χρησίμευε για όλους τους σκοπούς... Τέλος πάντων, έπειτα από έξι μακρές και ατέλειωτες ήμερες, το ταξίδι αυτό τελείωσε. Μας ξεφόρτωσαν, αλλά μόλις μπορούσαμε να κινηθούμε· τόσο πολύ εί­χαν μουδιάσει τα μέλη μας από το κάθισμα μας, επί τόσες ήμερες, στο πάτωμα και στις σανίδες. Αφού αναπαυθήκαμε τη νύχτα, την επομένη αναχωρήσαμε από εκεί και κάναμε πεζοπορία 50-60 μίλια... Τα δάση από τα όποια περνούσαμε, ήταν τελείως άγρια, χωριά και χωρικοί δεν υπήρχαν καθόλου στα μέρη αυτά, γι' αυτό και ή συνοδεία μας, επειδή ήξερε ότι δεν είχαμε που να δραπετεύσουμε, έγινε περισσότερο φιλική, μας επέτρεψε να μιλάμε, ακόμα και να ξεκουραζόμαστε για λίγο μετά από κάθε έξι μίλια. Έτσι, βαδίζαμε τρεις ημέρες. Την νύχτα σταθμεύα­με στα συνεργεία ξυλείας. Επί τέλους είδαμε λίγες πα­ράγκες, πού βρισκόταν σ' ένα καθαρό χώρο μέσα σε σκοτεινά έλατα, αυτές δε θα ήταν ή νέα μας κατοικία. Ήταν όμως λίγες και έπρεπε να ζήσουμε σ' ένα μικρό τετραγωνικό δωμάτιο με πολύ υψηλή οροφή... Από τις 75 γυναίκες, πού μέναμε σε 15 τ.μ. Οι 65 ήταν απλές χωρικές από τη μεσημβρινή Ρωσία, πού εκδιώχθηκαν από εκεί ως αντικομουνιστικά στοιχεία! Το μόνο έγ­κλημα τους ήταν ότι δεν προσχώρησαν στην κολεκτίβα και γι' αυτό ολόκληρα χωριά εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Οι γυναίκες αυτές έχασαν τα πάντα - κατοι­κία, περιουσία, οικογένεια — γιατί πολύ συχνά Οι γυ­ναίκες εστέλλοντο σ' άλλο μέρος και Οι άνδρες τους σ' άλλο. Άλλα καμία από μας δεν παρεπονείτο. Τι θα κερδίζαμε άλλωστε με τα παράπονα; Ή θέση μας δεν θα καλυτέρευε. Κάναμε, λοιπόν, υπομονή...
Ήταν Φεβρουάριος προς τον Μάρτιο. Ό ήλιος άρχισε να λάμπει και το χιόνι να λιώνει. Εργαζόμαστε από τις 6 το πρωί. Μια ομάδα γυναικών πού εργαζόταν κοντά μας είχε ένα ατύχημα. Ένα δένδρο έπεσε και έ­σπασε το κεφάλι μιας γυναίκας. Της απέμεινε όμως αρ­κετή δύναμη, ώστε να μπόρεση να περπατήσει ως την νοσοκομειακή παράγκα. Ό γιατρός της υπηρεσίας της έδεσε το κεφάλι και της επέτρεψε να μείνει δυο μέρες στην παράγκα, «αλλά, πρόσεξε, της είπε, την τρίτη ημέρα πρέπει να επιστρέψεις στο δάσος». Όλες εμείς ζηλεύαμε την «τυχερή» αυτή γυναίκα, διότι είχε δυο ημέρες ανάπαυση!
Ένας φυματικός ιερεύς ήταν στο ίδιο συνεργείο. Μια μέρα τον είδα να πηγαίνει να πάρει φάρμακο. Άλλ' ο βήχας του ήταν τόσο άσχημος, ώστε μόλις μπορούσε να περπατάει. Ζήτησε ολίγων ήμερων ανά­παυση, άλλ' ή μόνη απάντηση πού έλαβε ήταν: «Τι την θέλεις την ανάπαυση, παλιάνθρωπε, τεμπέλη; θα εργασθείς- κι αν πεθάνεις, θα μας λείψει ένας παπάς ακό­μα». Πράγματι, μετά μία εβδομάδα ο γέροντας ιερεύς πέθανε... Άλλα μερικές φορές είχαμε και παραλλαγές στη ζωή μας. Δεν κόβαμε πάντοτε δένδρα. Κάπου-κάπου μας διέταζαν να τεμαχίζουμε τους σωρούς των πάγων πού ήταν στο ποτάμι ή να σκάβουμε στο δρόμο... Τα πόδια μου και τα χέρια μου είχαν γεμίσει από μαύρο-κόκκινα στίγματα, με πονούσαν πολύ, αλλά δεν μπο­ρούσα να κάνω τίποτα... Στο τέλος της καθημερινής εργασίας εκινούμην με δυσκολία και συχνά έπεφτα κάτω. Όταν φθάναμε στον καταυλισμό, ήμασταν πολύ εξαντλημένες και δεν αισθανόμασταν την πείνα. Μας περίμενε εκεί το δείπνο, το όποιο απετελείτο από ένα πιάτο σούπα με λίγα χόρτα, κάποτε με ψαροκόκκαλα(τα ψάρια τα έτρωγαν πιθανώς Οι μάγειροι) και το ψωμί μας ήταν πολύ λίγο. Ή επόμενη ήμερα ήταν ακριβώς ή ίδια με την προηγούμενη.
Είχα μόνο ένα φόρεμα, επειδή φυλακίστηκα χωρίς να το περιμένω, και με απομάκρυναν χωρίς να πάρω τίποτε μαζί μου. Άλλ' όταν γύριζα από το δάσος, το φόρεμα μου ήταν συνήθως βρεγμένο, επειδή όλη την ημέρα ήμασταν βουτηγμένες στα χιόνια. Στο θάλαμο μας υπήρχε μια μικρή σιδερένια σόμπα, οπού συνηθί­ζαμε να κρεμάμε, για στέγνωμα, όλα τα βρεγμένα ρούχα μας. Άλλ' κάναμε αυτό περισσότερες από 60 γυ­ναίκες, και ή σόμπα ήταν πάρα πολύ μικρή, γι' αυτό έ­πρεπε να φοράμε το πρωί τελείως βρεγμένα ρούχα...Ή ζωή στην Ευρώπη περνά με ματς φούτ-μπώλ, συζητήσεις στις Βουλές, με λόγους, με χορούς, με τα­ξίδια σε τραίνα πολυτελείας ή σε θαλαμηγούς. Στη Ρω­σία όμως ή ζωή περνά με διωγμούς, με φυλακίσεις, με έρευνες στα σπίτια, με ανακρίσεις, καθώς επίσης με λόγους, με ταξίδια με τραίνα, αλλά σε βαγόνια κτηνών, στα συνεργεία ξυλείας, με θανατικές εκτελέσεις... Στην είσοδο του καταυλισμού μας ήταν στημένοι λίγοι πάσσαλοι (αντί σταυρών) επάνω στους τάφους των φυλακισμένων πού πέθαναν εκεί. Φυσικά δεν υ­πήρχε εκεί φέρετρο, διότι ποιος ενδιαφέρετο για τέ­τοιο πράγμα; Το σώμα του νεκρού ήταν γυμνό, διότι Οι ζωντανοί είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τα ενδύματα παρά Οι νεκροί! Κάθε μέρα πού πηγαίναμε να κόψουμε δένδρα και όταν γυρίζαμε από αυτά, τελείως ασυναί­σθητα στρέφαμε εκεί το βλέμμα μας και σε όλες μας ερ­χόταν ή σκέψη: «Αυτό θα είναι και το δικό μας τέ­λος;». (Περιοδικό «Ζωή» 1934 σ. 308 κ. εξ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια: