Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009
Περιγραφή των θαυμάτων του χωρίου Παναγιάς από τον Αρχιμ. Μελέτιον Κοζάκον, πού ήτο τότε στον έξαφορεσμόν Β
Το καταχωρηθέν τότε, εις το υπό ημερομηνία 9 Οκτωβρίου του έτους 1936 φύλλον της εφημερίδος «Το βήμα του Λονδίνου» Χανίων, δημοσίευμα μου, το παρουσιάζω σήμερον κάπως επηυξημένον, τονίζων περισσότερον ωρισμένα γεγονότα, τα όποια τότε λόγω βιασύνης, δια να προλάβωμεν το πιεστήριον της εφημερίδος, δεν κατέγραψα εν εκτάσει.
Ιδού λοιπόν πώς έχουν τα γεγονότα επί τη βάσει του τότε δημοσιεύματος. Το απόγευμα της Παρασκευής 2 Οκτωβρίου επτά (7) τον αριθμόν ταπεινοί λειτουργοί του Υψίστου ανήκοντες εις την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Ακρωτηρίου, προηγουμένου του θεοφιλέστατου επισκόπου Χανίων κ.κ. Άγαθαγγέλου Ξηρουχάκη, έφθασαν εις το χωρίον Παναγιά με την ακράδαντο πίστιν εις την ψυχή και την ακλόνητο ελπίδα ζωγραφισμένη ότι ο Ύψιστος εν τη ευσπλαχνία Του ήθελε εισακούσει την εκ βάθους καρδίας από ημερών αναπεμπομένην προς Αυτόν ενδόμυχο δέησίν των και θα θεράπευε, κατά τάς επερχομένας ώρας, δια της ομαδικής προσευχής κλήρου και λαού, την πληγή την οποίαν προ 197 ετών ήνοιξαν δια του αφορισμού των οι προκάτοχοι αυτών, οι τότε πατέρες της μονής, επτά (7) και αυτοί τον αριθμόν, τον όποιον αφορισμό είχαν αναγνώσει έξωθεν του ναού, εις υπαίθριο προαύλιο αυτού, διότι ο τότε ιερεύς του χωρίου, δεν τους επέτρεψε την είσοδον εν αυτώ.
Ή άφιξης και είσοδος εις το χωρίον.
Ή είσοδος όμως των εξορκιστών διαδόχων των αφοριστών εκείνων, οι όποιοι ήρχοντο πλέον τώρα, ως ελευθερωταί των δέσμιων, των αλυσσοδεμένων με τα βαρεία και αδιάσπαστα δεσμά του Σατανά, ως θεραπευταί ιατροί να θεραπεύσουν τους ψυχικώς ασθενείς και ως φυγαδευταί των πονηρών πνευμάτων με την ακατάβλητον δύναμιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, εις το χωρίον Παναγιά των Κεραμειών, ή είσοδος λέγω, υπήρξε θριαμβευτική και ή υποδοχή εγκάρδιος και ευλαβής εκ μέρους του ιερέως του χωρίου Νικολάου Τσαμπακάκη και πιστών και ευσεβών ενοριτών του. Την αλησμόνητο εκείνη ώρα επραγματοποιείτο, επαλήθευεν οφθαλμοφανώς πλέον ή υπόσχεσις του Μεγάλου Θεού πού χιλιάδες χρόνια μας διαβεβαιεί και μας δίδει θάρρος εις την ζωήν και δύναμιν εις τον αγώνα κατά του κάκου: «Ου μη σε άνω ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω». Ή παρουσία του θεοφιλέστατου επισκόπου και των συνοδών αυτού ευλαβέστατων ιερομόναχων ανεπτέρωσεν τάς πεσούσας ελπίδας των, λόγω της μακροχρονίου αναβολής της επισκέψεως των απαραιτήτων εις αριθμόν 7 ιερομόναχων της κλαπείσης Ι. Μονής και απέκτησαν αυτομάτως την βεβαιότητα πάντες οι κάτοικοι της Παναγιάς, των πέριξ χωρίων και οι παρεπιδημούντες προσκυνηταί εκ της πόλεως των Χανίων, ότι εντός ολίγου το από ετών αναμενόμενο θαύμα ήλθε ή ώρα του να πραγματοποιηθή, να γίνει ιστορικόν γεγονός, μη επιδεχόμενον αμφιβολίας ή πολύ περισσότερο ολοκληρωτικής απιστίας.
Ή ιερά συνοδεία αναγκάσθη να παραμείνη έπ' ολίγον έξωθεν του ναού λόγω της μεγάλης κοσμοπλημμύρας και μέχρις ότου φέρουν τους ασθενείς από τάς οικίας των. Οι ασθενείς βασταζόμενοι υπό των συγγενών και φίλων των εισήλθαν μετά βίας εις τον μικρόν ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρας, υβρίζοντες τα πάντα, θεία και ανθρώπινα, ιερά και ανόσια. Μόνη δε ή πλέον βαρεία ασθενής και από δεκαοκταετίας πάσχουσα Όλγα Κανδηλιεράκη, αφού ξέφυγε από τα χέρια των κρατούντων αυτήν συγγενών και περιήλθε εις τον ναό του Σωτήρας Χριστού, πετούσα ως μαυροπτέρυξ δαίμων εις ύψος 3-4 μέτρων, από βράχο εις βράχο, πηδούσα και από πέτρα εις πέτρα πατούσα του περιβόλου της εκκλησίας, με το πέρας του τρίτου κύκλου εισήλθε τέλος ανάσκελα με το κεφάλι, την πλάτη και τα πόδια έρπουσα επί του εδάφους, ως όφις, εις τον κυρίως ναό και κατέλαβε θέσιν κεντρώα μεταξύ των προ αυτής εισελθόντων και τακτοποιηθέντων εις σειράς, λόγω της στενότητος του χώρου, επί του δαπέδου του ναού, το όποιον είχε καλυφθεί προηγουμένως δια φθαρμένων κουβερτών και παλαιών χαλιών.
Ή κατάστασης των ήτο οικτρά και αθλία. Βρωμεροί και απαίσιοι εις την όψιν, αφόρητος κακοσμία ανέδυε από τα σώματα των και τα ρακώδη ενδύματα των με τον λασπώδη ρίπων των ιδικών των ακαθαρσιών προκαλούσαν εις τους βλέποντας αυτούς την βδελυγμία και αποστροφή. Ναι, πονούσε καθενός ή ψυχή να βλέπει ανθρωπίνας υπάρξεις να βασανίζωνται κατ' αυτόν τον ανατριχιαστικό, απαίσιο και βάρβαρο τρόπο. Ή θλιβερά αυτή είκών, γέννησε αυθορμήτως στην ψυχή μας τον ιερόν πόθο, να έπικαλεσθώμεν αμέσως άνευ χρονοτριβής, με πόνο και κλάματα, με στεναγμούς και κραυγαλέας φωνάς ως ο Δαυίδ, το έλεος και την ευσπλαχνία του Μεγάλου Θεού.
Ό εσπερινός.
Αμέσως λοιπόν, ήτο έκτη (6) περίπου απογευματινή, εισήλθαμε άνευ φόβου και ταραχής εις τον ναό, οι ιερείς, ο επίσκοπος και ο διάκονος και ελάβομεν έκαστος την αρμόζουσαν εις αυτόν θέσιν. Εψάλει το σύνηθες κατά την είσοδον Αρχιερέως εις ναό ψαλλόμενων «εις πολλά έτη Δέσποτα» και μετά την δια του σταυρού ευλογία κλήρου και λαού υπό του χοροστατούντος επισκόπου και την άνοδο αυτού εις τον απέριττο και πτωχό εις καλλιτεχνικός γραμμάς θρόνο της εκκλησίας του ορεινού χωρίου της Παναγιάς, ήρχισεν ή ακολουθία του εσπερινού.
Ενώ άπαν το ιερατείο και ο ευσεβής λαός, ο εντός και εκτός του ναού ευρισκόμενος, παρακολουθούσαν με αδιάπτωτων και συνεχή κατάνυξιν τα γενόμενα εν αυτώ και ήκουον μετά πάσης προσοχής και ευλάβειας τα αναγινωσκόμενα ή ψαλλόμενα θεια λόγια, ενώ οι πλείστοι των προσκυνητών εδέοντο ενδομύχως προς τον Παντοκράτορα Θεόν να απαλλάξη συντόμως τους μαστιζομένους αδελφούς χριστιανούς από την φοβερά μάστιγα των εχθρών του ανθρωπίνου γένους, και ενώ ακόμη και άλλοι πολλοί δια συνεχών ψελλισμών και ψιθύρων μόλις ακουσμένων, εξωτερίκευαν την ολόψυχο παράκλησίν των προς τον Μέγα Ιατρό ψυχών και σωμάτων να εξαποστείλει την χείρα Του την κραταιάν την πλήρη ιάσεως και θεραπείας, ίνα θεραπεύση τους πάσχοντας ,δεινώς από τα πονηρά πνεύματα πάσης ψυχικής αρρώστιας, απεναντίας οι δαίμονες δια του στόματος των δαιμονιζομένων, πού εκείντο επί του δαπέδου του ιερού ναού, ούρλιαζον, βογγούσαν, έτριζον απειλητικά τους οδόντας των, χειρονομούσαν με πάσαν χυδαιότητα και αναισχυντία και εβλασφήμουν και υβρίζων θεία και ανθρώπους.
Όταν εστρέφωντο προς τους κάτω εν τη γη εισέτι ευρισκομένους ελάμβαναν τους ιδικούς των χαρακτηρισμούς και τους απέδιδον εις τους λειτουργούς του Υψίστου, τον επίσκοπον άπεκάλουν ο μεγάλος τράγος, τους ιερείς οι τράγοι και εμέ τον νεαρόν διάκονον το τραγάκι. Δεν δύναμαι να περιγράψω τάς εικόνας πού επαρουσίαζον εις βάρος μας και να αναφέρω το λεξιλόγιο πού χρησιμοποιούσαν και τάς φράσεις πού συνέθεταν δια των λέξεων αυτών.
Μετά τον εσπερινό εψάλλησαν αί παρακλήσεις προς την Ύπεραγίαν Θεοτόκον και τον Τίμιον Σταυρόν του Σωτήρας Χριστού. Έπηκολούθησαν το απόδειπνο και οι χαιρετισμοί της Θεοτόκου και τέλος ανεγνώσθησαν οι εξορκισμοί του Μεγάλου Βασιλείου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ή πλέον συνταρακτική και ανατριχιαστική στιγμή ήτο εκείνη κατά την οποίαν έκλιναν πάντες τα γόνατα και ο επίσκοπος ήρχισεν την ανάγνωσιν της πρώτης ευχής των εξορκισμών. Το τι έγινε, είναι αδύνατο να λεχθή, καθ' ότι τυγχάνει ανώτερον πάσης περιγραφής. Από τους πλήρεις απελπισίας και απογνώσεως λόγους και θρηνώδεις κραυγάς και υστερικούς κλαυθμούς των δαιμόνων, έγεννήθη εις τάς ψυχάς όλων μας, όχι πλέον ή έλπίς, αλλά ή πεποίθησης ότι είναι ζήτημα ωρών ή φυγή των δεσμοφυλάκων, διότι έληξε ή προθεσμία της εξουσίας και καταδυναστεύσεώς των, επί των αθώων θυμάτων του φοβερού πάθους της κλοπής και ιεροσυλίας τόπων αφιερωμένων εις τον Θεόν, της γενομένης υπό των πρόγονων των, των βοσκών της ιεράς μονής της Αγίας Τριάδος Ακρωτηρίου Χανίων.
Με την πεποίθησιν εκδηλον εις τους λόγους του και την εμφανή πλέον λάμψιν του προσώπου του, εδείκνυεν την εσωτάτην πίστιν του ο επίσκοπος, ότι την πρωία θα επραγματοποιήτο το αναμενόμενον θαύμα. και ούτω λόγω της παρελθούσης ώρας παρακληθείς παρά των ιερέων και των επιτρόπων του ναού απεσύρθη εις κατάλληλο οίκημα δια να αναπαυθή ολίγον, ώστε την πρωία να είναι εις θέσιν να λειτουργήση με διαύγεια πνεύματος και να προσευχηθή μετά της δεούσης προσοχής, άνευ περισπασμών και υπνηλίας, δια την εξ ύψους θαυματουργήν κατάβασιν της Θείας Χάριτος και της θαυματοποιού επεμβάσεως της ακατάλυτου δυνάμεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Σωτήρας Χριστού, εις του οποίου την αγάπη, προς τους πάσχοντας εκ της καταδυναστείας του διαβόλου, είχε όλας του τάς ελπίδας στηρίξει. και πίστευεν εις τούτο ακραδάντως, διότι υπήρχε δι' αυτόν οικογενειακό προηγούμενον, το όποιον του χορηγούσεν άφθονο την δύναμιν της πίστεως.
Μετά την απομάκρυνσιν του επισκόπου, δεν έπαυσεν, ούτε έχαλαρώθη ο ρυθμός της προσευχής, μάλλον δύναμαι να ειπώ, ότι όχι μόνον παρέμεινε ο ίδιος, αλλά εις ωρισμένας στιγμάς ετρανώθη έτι περισσότερον. Ή άνάγνωσις περικοπών εκ του Ψαλτηρίου, του Αποστόλου και του Ευαγγελίου συνέχισαν καθ' όλη την διάρκεια της νυκτός υπό των ιερέων εκ περιτροπής. Το σπουδαιότερο δε πού μου έκαμε τεραστία εντύπωσιν ήτο ή στάσις την οποία τήρησε ο αείμνηστος διδάσκαλος του χωρίου Παναγία Χρήστος Τζομπανάκης ο όποιος δια να ικανοποίηση τάς θρησκευτικός ανάγκες του πλήθους του έξω του ναού ευρισκομένου και να διατήρηση αμείωτων και άπτωτων το ενδιαφέρον των προσκυνητών εις την μεγάλη αυτήν τελεσιουργίαν και ούτω επιτύχωμεν ως έλεγε κατόπιν, την προσοχή του Θεού Πατρός και αποσπάσωμεν το πλούσιον και μέγα Αυτού έλεος και προσφέρει τούτο εις τους έχοντας ανάγκην πάσχοντας αδελφούς, εστέφθη και πραγματοποίησε παράχρήμα, τη βοήθεια των μεγάλων μαθητών του, την μεταφορά της διδακτικής έδρας του σχολείου εις τον προ του ναού χώρον, οπού ύστατο ο περισσότερος κόσμος και αναβάς έπ' αυτής, έχων επί τετραπόδου αναλογίου, άνοικτόν το Ωρολογίων βιβλίο της εκκλησίας, ανεγίνωσκεν συνεχώς και αδιακρίτως εύχάς, ψαλμούς, τροπάρια και τούτο, όπως ειπωμεν, δια να ακούσουν οι έξωθεν του ναού, εφόσον δεν υπήρχαν μεγάφωνα, τον ιερόν σκοπό να μη κοιμηθούν, δια να γίνουν και αυτοί μέτοχοι της προκαθορισθείσης αγρυπνίας.
Μετά το μεσονύκτιον.
Την πρώτη ώραν μετά το μεσονύκτιον, εκεί πού οι ιερείς ανεγίγκωσκον περικοπάς εκ του ιερού Ευαγγελίου και οι δαίμονες έκλαιγον τους εαυτούς των, ότι ήσαν πλέον καταδικασμένοι υπό του Θεού να εξέλθουν των σωμάτων των υπ' αυτών βιαίως καταληφθέντων και να μεταβούν εις τον βυθόν της Μαύρης Θαλάσσης, ως οι ίδιοι έλεγον, αίφνης, ήκούσαμεν όλοι οι παρευρισκόμενοι από τα στόματα των δαιμονιζομένων, οι όποιοι εν τω μεταξύ ως από μηχανής όλοι ομού ταυτοχρόνως είχον ανακαθίσει, τα εξής συνταρακτικά λόγια:
«Άθεοι, άπιστοι, πέστε προσκυνήστε τον Κερατά πού πιστεύετε (και έδειχναν την εικόνα του Χριστού). Δεν βλέπετε το φωτεινό περιστέρι, το Αγιον Πνεύμα να σας εύλογη από πάνω; (Πράγματι φάνηκε μία φωτεινή λάμψις να διατρέχει με μεγάλη ταχύτητα τα τέσσερα σημεία του εσωτερικού του ναού). Δεν αισθάνεστε την οσμή ουρανίου θυμιάματος, πού μ' αυτό θυμιάζουν την αφιξίν Του, Την παντοδύναμο και θαυματουργική παρουσία Του, οι δούλοι Του; Αυτοί Τον θυμιάζουν πάντοτε, ενώ σεις, τράγοι, ψεύτικοι υπηρέται Του, έχετε να βάλλετε θυμίαμα τόσες ώρες, αχαΐρευτοι. Λεν ακούτε τις ψαλμωδίες της Λειτουργίας πού γίνεται στους ουρανούς από Αγγέλους και Αγίους της ράτσας σας παλιόσκυλα προς χάριν σας, πού είσθε χειρότεροι από μας προδόται, φονιάδες, κλέφτες, πόρνοι και μοιχοί. Γίνεται ή λειτουργία του γιου της Μαρίας πού μας κατέστρεψε, με τον ερχομό Του στη γη, το βασίλειο μας, πού με τα κλάματα της προσπαθεί να συγκίνηση την πέτρινη καρδιά Του. Για σας προσεύχεται νύκτα και ήμερα, γιατί βέβαια είναι από τη σκυλογενιά σας. Για μας τους άμοιρους δεν λέει μια καλή κουβέντα, παρά μόνο ξέρει με το Σταυρό Του στο χέρι να μας κυνηγάει πάντοτε. Λεν μας αφήνει να σταθούμε πουθενά. Να, και τώρα μας πιέζει στο στήθος μ' αυτό το παλιόξυλο και μας βιάζει να σας τα πούμε για να πιστεύεστε, άπιστοι».
Τάς στιγμάς εκείνος κρύος ιδρώς περιέλουσεν τα σώματα όλων μας και ασυναίσθητα γονατίσαμε. Δοξολογούντες μυστικώς τον Πλάστη και Δημιουργό μας και κλαίοντες δια τάς πολλάς και μεγάλας αμαρτίας μας. Ήσθάνθημεν πράγματι το ουράνιο θυμίαμα κατερχόμενο από άνωθεν και του οποίου ή οσμή ήτο όλως διαφορετική του δικού μας. Ομοίαζε μάλλον με την του 'Ρόδου. Ήκουσαν, άλλ' ολίγοι, μεταξύ των όποιων και ο υποφαινόμενος, πού είχα γονατίσει προ της Αγίας Τραπέζης και έπ' αυτής είχα στηρίξει σταυροειδώς τάς χείρας μου και έπ' αυτών την κεφαλήν μου, θείας ψαλμωδίας με τάς οποίας οι Άγγελοι και οι Άγιοι δοξολογούν τον εν Τριόδι Θεόν, τον Κύριο του παντός, δια του Τρισάγιου Ύμνου. Αι χορωδιακαί φωναί των Αγγελικών Δυνάμεων έφθαναν μέχρι των ώτων μου. Δι' εμέ εκείνην την στιγμήν είχε ενωθεί ο ουρανός με την γη. Τω όντι είχε συντελεστεί θαύμα.
Μείναμε έτσι γονυκλινείς και σιωπηλοί, άνθρωποι και δαίμονες, επί μίαν ώρα. Μετά την παρέλευσιν της οποίας, επανήρχισαν τα ουρλιάσματα των δαιμόνων και αί ψαλμωδίαι των ανθρώπων ιερέων.
Οι κλαυθμοί και αί γεμάται απελπισία κραυγαί και τα τραγουδιστά μοιρολόγια των δαιμόνων ήσαν συγκινητικοί και προκαλούσαν την συμπάθειαν των ακροατών προς στιγμήν. Αυτοεμοιρολογούντο οι δύστηχοι και ανεγίνωσκεν ο εις τον άλλον το επιδοθέν εις αυτούς παρά εντεταλμένου φωτεινού Αγγέλου, το υπογραφέν παρά του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού κατά την ώρα της Αγγελικής Λειτουργίας ατομικό εξιτήριο έγγραφο, στο όποιον ανεγράφετο και ή ακριβής ώρα της εξόδου του κατά την μέλλουσα να ανατείλη γήινων ημέρα. Ενθυμούμαι καλώς την ώρα της εξόδου, την οποίαν ανακοίνωσε ο αρχηγός της σπείρας Άβέρης (έχουν βλέπετε και ονόματα και τα οποία αλληλοπροσφωνούνται) ο εξουσιαστής της Όλγας Κανδηλιεράκη, και κατά την οποίαν έπρεπε να έξέλθη. Ήτο ή ώρα 10 και 10 'τής επομένης πρωίας, αμέσως δηλαδή μετά την Θεία Λειτουργία και μετά την ανάγνωσιν της πρώτης ευχής των εξορκισμών, την οποίαν ευχή έπρεπε οπωσδήποτε να ανάγνωση ο Επίσκοπος, έξωθεν του ναού εις το προαύλιο και εις το σημείων ακριβώς, οπού ο τότε ηγούμενος διάβασε την πρώτη καταδικαστική ευχή του αφορισμού. Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν κατά την διάρκεια της νυκτός.
Πάντως ένα πράγμα μου έκανε μεγάλη εντύπωσιν, ότι γνώριζαν πολλά από το παρελθόν πολλών εξ ημών, κληρικών και λαϊκών, πού κατά τάς ώρας εκείνας ευρισκόμεθα εντός ή εκτός του ναού, αλλά και δια τους μακράν ευρισκομένους ή και δια μεταστάντας ακόμη εις την έξω της γήινου σφαίρας ζωήν. Από την διαλογική συζήτησιν πού είχα με μίαν δαιμονιζομένη, πού κατά τύχη εκείτο ακριβώς κάτω από το πλατύσκαλο της Ωραίας Πύλης, άκουσα πολλά πράγματα, μυστικά ανθρώπων, πού δεν ήσαν γνωστά εις ευρύ κύκλο, αλλά εις πολύ περιορισμένον, πράγμα πού μου ενεποίησε μεγάλη εντύπωσιν και διερωτώμην: πώς μία κοπέλα των 19 ετών από το μικρό χωριό της Παναγιάς, ζώσα καθ' όλα τα έτη της νεανικής της ζωής μακράν της κοινωνίας των πόλεων, άνευ ουδεμιάς πληροφορήσεως των κοινωνικών νέων και πολύ περισσότερο των ατομικών πράξεων των εν κρυφώ και παραβύστω γενομένων αγνώστων εις αυτήν προσώπων, γνώριζε αύτάς καλώς, με όλας τάς λεπτομέρειας, περισσότερον και από τους έξομολόγους των!
Ή άπάντησις εις το πλήρες απορίας ερώτημα, είναι μία και μόνη. Έκείνην την όποια δίδει ή μόνη γνωρίζουσα τα πάντα ή χριστιανική αλήθεια. Όλαι αί άλλαι απαντήσεις είναι καταδικαστέοι και απορρίπτονται ως αναληθείς, επινοήματα φαντασιοπλήκτων, αποφάνσεις σοφιστών διδασκάλων, εχόντων πλήρη άγνοιαν της αληθείας,
Ή αφελής και αγνή χωριατοπούλα των 19 ετών ήτο αδύνατον και αφύσικον να γνώριζε τοιαύτα ηθικού περιεχομένου ατομικά περιστατικά ανθρώπων αγνώστων εις αυτήν. Μόνον ο δαίμων πού κυριαρχούσε εντός της τάς στιγμάς έκείνας και συνδιελέγετο μαζί μου, απαντών δια του στόματος του θύματος του, μόνον αυτός, ως πνεύμα ελεύθερον και ελευθέρως κινούμενο εν τη επικράτεια του, ήδύνατο να γνωρίζει πάντα τα συμβεβηκότα ταύτα.
Αυτός μόνον γνωρίζει και όχι οι άνθρωποι, κεκαλυμμένοι υπό του καλύμματος της σαρκός, οι περιορισμένοι εντός των δερματίνων χιτώνων και μη δυναμένων ούτω να αντιληφθούν τι γίνεται εις τον έξω της παχυλής ύλης κόσμο και πολύ περισσότερο εις τον καθαρώς πνευματικόν τοιούτον.
και γνωρίζει πολύ καλά τα πράγματα, διότι αυτός είναι ο εξουσιαστής των εξόριστων εν τη γη παρηκόων του Ουρανίου Παραδείσου. Αυτός είναι ο ηθικός αυτουργός όλων των ανηθικοτήτων, εμπνευστής και παρακινιστής όλων των κακουργημάτων, πού διαδραματίζονται επί της γήινου σφαίρας, με εκτελεστός τα πειθήνια όργανα του, τους άφρονες ανθρώπους.
Εφ' όσον λοιπόν εχομεν τοιούτους εμπνευστάς και παρακινητάς προς την ανηθικότητα και το έγκλημα, ασφαλώς αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από ημάς, τους εργάτας της ανομίας, τάς πονηράς μας πράξεις, με όλας τάς λεπτομέρειας του σχεδίου των, επί τη βάσει του οποίου ημείς ήργάσθημεν.
Είναι λοιπόν δυνατόν από τοιούτους γνώστας των αμαρτιών μας και από κακοήθεις εμπνευστάς, μεταβαλλόμενους αμέσως μετά την διάπραξιν της αμαρτίας εις φοβερούς κατηγόρους, είναι δυνατόν λέγω, να αποφύγωμεν τον έλεγχο του κριτηρίου των, μετά την αναχώρησίν μας εκ της κοιλάδος αυτής του κλαύθμωνος;
Ασφαλώς, όχι. Μόνον εάν δια της ειλικρινούς μετανοίας και εξομολογήσεως επιτύχωμεν την απάλειψιν εκ του βιβλίου της ζωής μας των πράξεων ενοχής, θα δυνηθώμεν αβρόχοις ποσί να διέλθωμεν τα τελωνεία! Και δια να ομιλήσω με την εμπορική γλώσσα, μόνον εάν δεν φερώμεθα χρεώσται εις τα λογιστικά των βιβλία και από τα χρεωστικά γραμμάτια έχουν αφαιρεθεί δια των δακρύων της ειλικρινούς εξομολογήσεως, ως δια λύτρων, τα ποσά αμαρτιών και υπό των εγγυητών Άγιων Αγγέλων έχουν διαγραφεί και κρατηθεί αί υπογραφαί μας, τάς οποίας εν τη βλακεία μας θέσαμε εις το κάτωθι μέρος του καταστρεπτικού δι' ημάς γραμματίου.
Εάν δεν υπάρχουν ύπογραφαί, τότε τα γραμμάτια θεωρούνται άκυρα και οι απαίσιοι διεκδικηταί αδυνατούν να διεκδικήσουν την από ημάς κυριότητα των.
Αυτά διδάσκει ή ορθόδοξος χριστιανική θεολογία μας. Δαίμονες υπάρχουν και διεκδικούν τάς ψυχάς μας. Δι' αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή εις κάθε βήμα της επιγείου ζωής μας, δια να δυνηθώμεν να αποφύγωμεν τάς πανταχού έστημένας ποικίλων ειδών παγίδας όπως μας λέγει ο Μ. Αντώνιος, ο όποιος ως γνωστόν εδέχθη τους μεγαλύτερους και περισσότερους πειρασμούς άπ' όλους τους ανθρώπους εις την ζωήν.
Άλλα καιρός είναι πλέον να επανέλθωμεν εις τον ναόν των Κεραμειών. Ή νύκτα παρήλθεν. Ή ήμερα της 3ης Οκτωβρίου του 1936 ανέτειλε και το φως του φυσικού ηλίου διέλυσε το απαίσιο σκότος της νυκτός. Το αυτό δυνάμεθα να είπωμεν ότι συνέβη και υπό του υπερφυσικού φωτός του νοητού Ήλιου της Δικαιοσύνης. ανέτειλε το αληθινό φως και με την θαυματοποιό και παντοδύναμο παρουσία του, διέλυσε και διασκόρπισε το σκότος της απιστίας από τάς ψυχάς χιλιάδων ψυχών.
Την πρωίαν, αμέσως μετά την προσέλευσιν του θεοφιλέστατου επισκόπου, ήρχισεν ή ακολουθία του όρθρου, κατά την διάρκεια του οποίου ηύξανεν συνεχώς εις όγκον ή προσέλευσις νέων προσκυνητών εκ της υπαίθρου χώρας και της πόλεως των Χανίων. Ό αριθμός των προσελθόντων πιστών κατά τους υπολογισμούς ειδικών ανεβιβάσθη εις επτά (7) χιλιάδας. Καθ' ην ώραν τελείτο ή Θεία Λειτουργία ή βροχή έξωθεν του ναού έπιπτε ραγδαιοτάτη, εν τούτοις όμως ουδείς εκ των κυκλούντων τον ιερόν ναόν χιλιάδων προσκυνητών έκινήθη από την θέσιν του και αυτό είναι κατά την γνώμη μου στοιχείο αξιοθαύμαστο και γεγονός αξιοσημείωτο της μεγάλης πίστεως του ορθόδοξου ελληνικού λάου προς την ύπαρξιν και την αγάπην του αληθινού Θεού, την οποίαν Αυτός τρέφει εις την καρδίαν Του δια το γένος μας. Αν και αμαρτάνωμεν συνεχώς και πικραίνωμεν Αυτόν, εν τούτοις δεν απομάκρυνα μεθά απ’ Αυτόν και πιστεύοντες εις την αγαθότητα Του επιστρέφομε εις Αυτόν και πάλιν και ζητώμεν το μέγα και πλούσιον έλεος Του, βέβαιοι ότι θα τύχωμεν αυτού.
Ή πίστης αύτη ήτο εκείνη πού καθήλωσε τους πάντας εις τάς θέσεις των.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ετελέσθη αγιασμός κατά τον όποιον χρησιμοποιήθη υπό του Επισκόπου ο έχων Τίμιον Ξύλον Σταυρός της κ. Κατίνας Βασιλάκη εκ 'Ρεθύμνου, αείμνηστος σήμερον, και δι' αυτού ηγιάσθημεν πάντες οι εν τω ναω ευρισκόμενοι υγιείς και ασθενείς. Ό Επίσκοπος λίαν συγκεκινημένος περιήρχετο τους ασθενείς δαιμονιζομένους και με την αγιαστούρα ράντιζε αυτούς και με τον Τίμιον Σταυρόν σταύρωνε τα ακίνητα επί του δαπέδου ευρισκόμενα σώματα των, επιτάσσων τα ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα να εξέλθουν των δυστήχων τέκνων του Θεού και δεινοπαθούντων αναξίως αδελφών ημών.
Αμέσως μετά τον ραντισμό, κατόπιν εντολής του Θεοφιλέστατου, όλοι οι συλλειτουργοί κληρικοί σχηματίσαμε ένα ημικύκλιο πέριξ των ασθενών έχοντες εις το μέσον τον Επίσκοπο με μέτωπο στραμμένο προς ανατολάς και γονυπετήσαντες άπαντες, κλήρος και λαός, ήρχισεν ο Δεσπότης την ανάγνωσιν της πρώτης ευχής των εξορκισμών. Όταν πλησίαζε προς το τέλος της ευχής, ενεθυμήθην τους λόγους του αρχηγού των δαιμόνων Λιμπίρη: ότι έξω του ναού εγένετο ο αφορισμός τότε, και ότι και ο εξορκισμός εις το αυτό σημείων πρέπει να απαγγελθεί και διακόπτων παραχρήμα τον Επίσκοπο του ανέφερα την πρόρρησιν αυτήν. Πράγματι ο θεοφιλέστατος χωρίς να δυσανασχετίση εναντίον μου δια την διακοπήν, ηγέρθη αμέσως και διέταξε τους συγγενείς της Όλγας Κανδηλιεράκη να εγείρουν αυτήν από του δαπέδου και να την φέρουν έξω του ναού εις το προαύλιο, δια να επαναλάβει τον εξορκισμό. Παρά την πίπτουσα ραγδαιοτάτη βροχή, ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια, εξήλθομεν του ιερού ναού μετά της ασθενούς Όλγας και εις το σημείων εκείνο του αίθριου, όρθιοι πλέον, εγένετο υπό του Επισκόπου ή ανάγνωσης της πρώτης ευχής και με την εκφώνησιν της καθιερωμένης δοξολογίας του Τριαδικού Θεού, εγένετο το πρώτο θαύμα τελείας θεραπείας επί της από 18 ετών πασχούσης Όλγας Κανδηλιεράκη. και ιδού πώς:
Ή Όλγα αν και εκρατείτο γερά από τρεις χειροδύναμους άνδρας, εν τούτοις σπάραζε κυριολεκτικά εις τα χέρια των έτοιμη να διαφυγή από τα κραταιά δεσμά των και ωρύετο ως λέων πειναλέος με την πρόθεσιν να κατασπάραξη τους πάντας. Αί ανατριχιαστικέ όμως αύταί εκδηλώσεις, πού προκαλούσαν τον φόβο και τον τρόμο και εις τους πλέον θαρραλέους, ήσαν αι τελευταίοι αναλαμπαί της κυριαρχούσης έπ' αυτής σατανικής δυνάμεως, διότι με το τελευταίο σταύρωμα του Τιμίου Σταυρού και ενώ εκ των χειλέων του Επισκόπου εξήρχετο ή δοξολογία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την ιδίαν ακριβώς στιγμήν, ο δαίμων μη δυνάμενος να παραμείνη άλλο, δια μιας τελευταίας αγρίας κραυγής παρατεταμένης, εξήλθε και αυτός από του σώματος και της ψυχής του μέχρι της στιγμής εκείνης ανυπεράσπιστου θύματος του και αφήκε αυτήν εις τα χέρια των κρατούντων αυτήν συγγενών της ένα ράκος, ένα κουρέλι, Ή χείρα του Επισκόπου, αντιπροσωπεύουσα την ωραν έκείνην την πανσθενή και θαυματουργική χείρα του Παντοδυνάμου Θεού, την πλήρη ιάσεως και θεραπείας, την επανέφερε εις την ζωήν και της χάρισε την υγεία και την χαρά, πού επί τόσα έτη είχε χάσει και είχε ξεχάσει την ύπαρξιν των.
Ή Όλγα μετά την πρώτη έκστασιν, ελθούσα εις τον εαυτόν της, ησθάνθη πάραυτα το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τους θεράποντος της κληρικούς και αφού πρώτον ησπάσθη μετ' ευλάβειας τον Τίμιον Σταυρόν και την σεβάσμια χείρα του Ίεράρχου, ήρχισεν να ασπάζεται τα χέρια των ιερέων, των συγγενών και φίλων ευχαριστούσα απαντάς δια την εκδηλωθείσαν συμπαράστασίν των εις το μεγάλο αυτής δράμα, διότι γνώριζε ότι ή θεραπεία της και ή απελευθερώσεις της από τα δεσμά του σατανά, ωφείλετο κατά ένα μεγάλο ποσοστό εις την πίστιν και την αδιάλειπτο προσευχή πάντων, κληρικών και λαϊκών.
Κατά τάς δραματικός αύτάς στιγμάς, ο νους του ανθρώπου ιλιγγιά και ή σκέψις σταματά. Το λογικό παύει να λειτουργεί, διότι εκείνα τα όποια ο οφθαλμός παρατηρεί, ή διάνοια αδυνατεί να κρίνει, διότι τα γενόμενα υπερβαίνουν της κριτικής δυνάμεως ως ανήκοντα εις άλλη σφαίραν ανεξάρτητον.
Πάντως ένα πράγμα δυνάμεθα να είπωμεν, ότι το πρώτο αυτό θαύμα της ιάσεως της Όλγας, μας εντυπωσίασε όλους και κάμαμε πλέον κτήμα μας την βεβαιότητα ότι έχομε την μόνη αληθινή πίστιν. Ό θρίαμβος και ή νίκη της πίστεως μας κατά του άνθρωποκτόνου εχθρού, είχε αρχίσει με ακατάσχετο ορμή. Είμεθα πλέον υπερβέβαιοι, ότι ουδεμία δύναμης ήτο ικανή να σταματήσει την φοράν της θαμαυτουργικής θεϊκής επεμβάσεως και επί των άλλων ασθενών και ούτω προοδευτικώς να φθάσωμεν εις το αίσιον πέρας της όλης αγωνιστικής προσπάθειας μας.
Ή πρώην έλπις την οποίαν στηρίζαμε εις την παντοδυναμία του Τιμίου Σταυρού και το αμέτρητο έλεος του εν Τριάδι Θεού ήτο πλέον βεβαιότης αμετακίνητος και σταθερά. Δεν υπήρχαν πλέον εις τάς καρδίας μας ενδοιασμοί και αμφιβολίαι περί της θεραπείας και των άλλων ασθενών. Όντως εις δόξα της Αγίας και Όμοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου Τριάδος, μετά την είσοδο εις τον ναό και την συνεχή εκ περιτροπής υπό των ιερέων άνάγνωσιν των ευχών των εξορκισμών του Μεγάλου Βασιλείου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, οι δαίμονες υπακούοντες εις τάς θείας προσταγάς τάς εκφωνούμενες δια του στόματος των μόνων αρμοδίων και εντεταλμένων υπό του Θεανθρώπου Ιησού, του μόνου αληθινού Θεού και καθιερωμένων υπό του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, ως διαδόχων των ιερών Αποστόλων, εξήρχοντο ο ένας κατόπιν του άλλου, κατά χρονικά διαστήματα, συμφώνως προς τάς προκαθωρισθείσας ώρας δι` έκαστον εξ αυτών. Εξήρχοντο δε μετά πάταγου πολλού, φωνών σπαρακτικών και θορύβου μεγάλου και ούτω, εις διάστημα 2 ωρών, άπαντες οι ταλαιπωρηθέντες ύπ' αυτών ανεύθυνοι και αθώοι απόγονοι των ενόχων της φοβέρας και επαίσχυντου ιεροσυλίας, επανεύρον τους εαυτούς των, απέκτησαν την σωματική των υγεία, την προσωπική των αυτοκυριαρχία, την ψυχική των γαλήνη, την διαύγεια του πνεύματος των, την λογική της σκέψεως και την ελευθερία της βουλήσεως των.
Κατάπληξης μας κατέλαβε με την συναδελφική στάσιν πού τήρησε ή πρώτη ιαθείσα Όλγα Κανδηλιεράκη.
Μετά την θεραπεία οι συγγενείς και οι φίλοι την οδήγησαν εις το πατρικό της σπίτι. Εκεί ως ήτο επόμενο, απέβαλλε τα μαύρα και ακάθαρτα ενδύματα της και αφού καθαρίσθηκε φόρεσε καθαρά γυναικεία φορέματα και αντί να παραμείνη εις την οικία της, να συνεορτάσει μετά των συγγενών της το χαρμόσυνο γεγονός, έτρεξε να επανέλθει εις τον ναό του Θεού, δια να ευχαρίστηση Αυτόν, να προσευχηθεί και να συμπαρασταθεί εις την αγωνιά και την κατάθλιψιν των ομοιοπαθών της, των όποιων ή ώρα της θεραπείας και απαλλαγής εκ των δεσμών του σατανά δεν είχε έλθει ακόμη. Γονυπετής και με υψωμένας τάς χείρας προ της Ωραίας Πύλης προσηύχετο μεγαλοφώνως στρέφουσα την κεφαλήν πότε προς τον Σωτήρα Χριστόν και Βασιλέα της Δόξης και πότε προς την Παναγία Μητέρα την Βασίλισσαν των Ουρανών και Μητέρα πάντων των χριστιανών και παρεκάλει αυτούς λέγουσα:
Όπως κάματε εμένα καλά και με απαλλάξατε από τα φοβερά δεσμά τον σατανά, έτσι ελευθερώσατε και τους αδελφούς μου από τα βάσανα τους.
Τώρα πού απέκτησα, με την βοήθεια σας, την καθαρότητα τον νου μου και το φως των τυφλών ματιών της ψυχής μου, βλέπω την πραγματικότητα της αληθινής ζωής και πονεί ή καρδιά μου δια την άδικο συμφορά πού μας είχε βρή. Συγχώρησε Χριστέ μου τους πάντας και κείνους πού φταίνε και εκείνους πού χωρίς να το θέλουν έγιναν συνένοχοι των πρώτων. Χάρισε μας την υγεία, την χαρά και την αγάπη, και μεις, σου το υπόσχομαι, θα Σ' ευχαριστούμε και θα Σε δοξάζουμε σ' όλη μας τη ζωή. Λυπήσου τα άμοιρα παιδιά σου και δώσε τους την υγειά τους.
Εις τάς 12 και 30 περίπου, αφού κοινώνησα και τον τελευταίον πρώην δαιμονιζόμενο, κατέλυσα τα άγια και εξήλθον και εγώ τελευταίος του μεγάλου αυτού εις θεραπευτικός δωρεάς ναού του Σωτήρος Χριστού και μετέβην εις την διατεθείσα οικία εις την οποίαν παρετέθη το γεύμα προς τιμήν των επισήμων φιλοξενουμένων του χωρίου Παναγιάς.
Ολόκληρος ή κοινωνία των χωρίων του Δήμου Κεραμειών και μαζί μ' αυτήν ολόκληρος ή μεγαλόνησος Κρήτη χαίρει και δοξάζει και προσκυνεί την Άγίαν Τριάδα, πού με την δύναμιν του Τιμίου Σταυρού ήλευθέρωσε από την φοβερά μάστιγα των πονηρών πνευμάτων τα δυστυχισμένα 18 πλάσματα, νέους ανθρώπους, οι όποιοι εδεσμεύθησαν υπό του σατανά προτού προλάβουν να χρησιμοποιήσουν το μέγα χάρισμα της ελευθερίας, πού χορηγείται υπό του Δημιουργού εις όλα τα δημιουργήματα Του.
Το θαύμα της απελευθερώσεως, της ομαδικής αυτής θαυματουργίας και επεμβάσεως της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, επειδή ακριβώς δεν έχει κατά την γνώμη μου άλλο ισάριθμων ή ανώτερο αυτού προηγούμενο, πρέπει να γραφή με ανεξίτηλα γράμματα εις τα ιστορικά χρονικά της ανθρωπότητας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου