Ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος του Αθανάσιου Γιέβτιτς,
Επισκόπου πρώην Ζαζουμίου, Ερζεγοβίνης και Παραθαλασίου.
Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, υπήρξε ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας και πνευματικός πατέρας της Εκκλησίας της Σερβίας και της Ορθοδοξίας. Όλη η βιωτή και το έργο του υπήρξε βίωση του Ευαγγελίου στην πράξη και μαρτυρία του ονόματος του Χριστού, συνεχής επιβεβαίωση ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας βρίσκεται στο Ευαγγέλίο, που είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Ο πατήρ Ιουστίνος γεννήθηκε το 1894 την ημέρα του Ευαγγελισμού, στην πόλη Βράνιε στην Νότια Σερβία. Ο πατέρας του λεγόταν Σπυρίδων, η μητέρα του Αναστασία και προερχόταν από οικογένεια κληρικών αριθμούσα επτά διαδοχικές γενεές ιερέων. Έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Ευάγγελος, ο αγγελιοφόρος της καλής και χαρμόσυνης αγγελίας (του Ευαγγελίου), λόγω της ημέρας της γεννήσεως του. Όντως, όλη η επίγεια ζωή του υπήρξε ένα Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του καλού και χαρμόσυνου μηνύματος του Ευαγγελίου. Παντού στα λόγια του και πάντα στη ζωή του ο πατήρ Ιουστίνος το έλεγε και το ομολογούσε: κάθε ανθρώπινο ον, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, όπως και κάθε πλάσμα του Θεού, είναι ένα ακατάπαυστο Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του Ευαγγελίου. «Και μόνο με το ότι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, κάθε άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος του Χριστού, είναι ένα ζωντανό Ευαγγέλιο του Θεού», έλεγε ο αββάς Ιουστίνος. Κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει το Ευαγγέλιο του Χριστού και γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα, εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. 21, 25). Δηλαδή ο Χριστός σε κάθε άνθρωπο συνεχίζει να γράφει το Ευαγγέλιο Του . Αφού τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το ιερατικό σεμινάριο στο Βελιγράδι (1905-1914), ο νεαρός Μπλάγκογιε προσελήφθη ως βοηθός νοσηλευτής στο Σερβικό στρατό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από φοβερές μάχες το 1914-1915 και την ήττα του σέρβικου στρατού από τις δυνάμεις της συμμαχίας Αυστροουγγαρίας, Γερμανίας και Βουλγαρίας, διασχίζει με τον συντετριμμένο εναπομείναντα σερβικό στρατό τα απόκρημνα βουνά μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας, και φθάνει στο Σκουτάρι, όπου λαμβάνει τη μοναχική κουρά, την ημέρα της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου (1η Ιανουαρίου 1916), με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Δημητρίου της Σερβίας, ο οποίος είχε επίσης υποχωρήσει μαζί με τον βασιλέα Πέτρο Α’ Καραγεώργεβιτς και την κυβέρνηση. Λαμβάνει το όνομα του αγίου Ιουστίνου, μάρτυρος και φιλοσόφου, δείχνοντας με αυτό τη δίψα του για φιλοσοφία και μαρτύριο. Από το νησί της Κέρκυρας, όπου φιλοξενήθηκαν όλοι οι πρόσφυγες Σέρβοι, αποστέλλεται με μια ομάδα νέων Σέρβων φοιτητών, στην Ευρώπη και τη Ρωσία για συνέχιση των σπουδών του. Αφού πέρασε έξι μήνες στην Πετρούπολη, εν συνεχεία μεταβαίνει στην Οξφόρδη, όπου παραμένει μέχρι το τέλος του 1919 και τελειώνει σπουδές θεολογίας. Μετά τη λήξη του πολέμου περατώνει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου λαμβάνει τον τίτλο του Διδάκτορος της Πατρολογίας υποστηρίζοντας τη Διδακτορική του διατριβή «Το πρόβλημα της προσωπικότητας και της γνώσεως κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». (Επανεκδόθηκε πρόσφατα σε απλούστερη γλώσσα μαζί με δύο άλλα παρόμοια κείμενα του με τον κοινό τίτλο «Οδός Θεογνωσίας» εκδ. Γρηγόρη). Κατά την ίδια περίοδο, εκδίδει επίσης το έργο του για τον Ντοστογιέφσκυ: «Η Φιλοσοφία και η Θρησκεία του Ντοστογιέφσκυ» (Βελιγράδι, 1923).
Μετά το πέρας των σπουδών του, ο πατήρ Ιουστίνος διδάσκει Καινή Διαθήκη (Εισαγωγή και Ερμηνευτική), Πατρολογία και Δογματική στο Ιερατικό σεμινάριο του ,αγίου Σάββα στο Σρέμσκι, Κάρλοβιτς, Πριζρένη και Μοναστήρι μέχρι το 1934. Κατά τα έτη 1931-1932, εργάζεται ως ιεραπόστολος στη Σλοβακία για την επιστροφή στην Ορθοδοξία των Σλοβάκων, που τους είχε πριν επιβληθεί η Ουνία. Το 1932 δημοσιεύει στην σερβική τον πρώτο τόμο της Δογματικής του. Το 1935 εκδίδεται ο δεύτερος τόμος της Δογματικής του και εκλέγεται καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, όπου και παραμένει μέχρι τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή το 1941.
Οι διώξεις του από το κομμουνιστικό καθεστώς
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συμμετέχει στο μαρτύριο του Σερβικού λαού και της Εκκλησίας του. Προς το τέλος του πολέμου διώκεται από τους κομμουνιστές, και καταφεύγει σε πτωχά, απόμακρα μοναστήρια, όπου καταφέρνει να συνεχίσει την αρξαμένη ήδη μετάφραση πατερικών και αγιολογικών κειμένων (Μέγα Συναξαριστή) και να συντάξει τα σχόλια του στα Ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου, τα όποια συνεχώς συμπλήρωνε και μετά τον πόλεμο και τα όποια εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1970-1978, σε πολλούς τόμους. Τελικά, με την επικράτηση στην εξουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Γιουγκοσλαβία το 1945, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, και παρ’ ολίγο να τουφεκισθεί ως «εχθρός του λαού» από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Ιωσήφ Μπρόζ Τίτο και της απάνθρωπης ιδεολογίας του άθεου μαρξισμού, που κατέρρευσε τόσο τραγικά, βυθίζοντας εκ νέου το σερβικό λαό και τη ζωντανή Εκκλησία του σε μία άβυσσο δοκιμασιών. Στερημένος όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικών και θρησκευτικών, ο πατήρ Ιουστίνος ζούσε υπό επιτήρηση σ’ ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι, στο Τσέλιε, κοντά στην πόλη Βάλιεβο της Σερβίας, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του, το 1979. Κάθε μέρα τελούσε την Θεία Λειτουργία, και υπήρξε ο πνευματικός πατέρας των μοναζουσών, των ευλαβών πιστών και πολλών νέων φοιτητών, παραμένοντας ταυτόχρονα η «κεκρυμμένη συνείδησης της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδοξίας εν γένει», όπως ελέχθη σχετικά από τον καθηγητή Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκό της Ακαδημίας Αθηνών, Ιωάννη Καρμίρη.
στο μοναστήρι Τσέλιε, ο πατήρ Ιουστίνος συνέχισε εκ νέου το δημιουργικό του έργο σ’ όλους τους τομείς της Θεολογίας : Ερμηνευτική, Πατρολογία, Λειτουργική, Ασκητική και Δογματική. Συνένωσε στον ίδιο του τον εαυτό, σ’ ένα βαθμό ο όποιος είναι σπάνιος στην εποχή μας, την καθολικότητα του ασκητικού βίου, της λειτουργικής ζωής και πράξεως και την ανανέωση της πατερικής παραδόσεως και θεολογίας. Λόγω των πνευματικών και θεολογικών διαστάσεων των έργων του, θεωρήθηκε ομόφωνα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της επί γης ζωής του, ως ο νέος πατήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Παράλληλα κήρυξε άφοβα στο λαό το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου Χριστού, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου. Έβγαινε, όταν μπορούσε, από τα τείχη του μοναστηρίου για να πάει στις ενορίες και στις επισκοπές της Σερβίας, αλλά υπέστη για το λόγο αυτό πολλές δοκιμασίες, διωγμούς, συλλήψεις, ανακρίσεις από την κομμουνιστική ηγεσία. Ο κλήρος και ο λαός τον αγαπούσε, τον σεβόταν και τον άκουγε με μεγάλη προθυμία.
Εννοείται ότι δεν του δόθηκε εκ νέου η δυνατότητα να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, αλλά εδέχετο κρυφά πολλούς καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου, και όχι μόνο θεολόγους, οι όποιοι ζητούσαν συνομιλίες και συμβουλές. Πολλοί από τους νέους απευθύνονταν σ’ αυτόν, γιατί ενδιαφερόταν για τα προσωπικά τους θέματα και για τα ζωτικά προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Για το λόγο αυτό είχε πολλούς μαθητές. Ο αββάς Ιουστίνος είχε επίσης πολλούς φίλους στην Ευρώπη και την Αμερική, οι οποίοι του προμήθευαν μυστικά πολλές πρόσφατες και σημαντικές εκδόσεις θεολογικών και φιλοσοφικών έργων. Δεν παρέμεινε αδιάφορος στα προβλήματα του σύγχρονου οικουμενισμού, και το ενδιαφέρον του αυτό αποδεικνύεται με το έργο του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός (στα σερβικά, ρωσικά και ελληνικά. Θεσσαλονίκη 1974). Βεβαίως με πολλή προσοχή παρακολουθούσε τη ζωή και συνεργασία των Ορθοδόξων εκκλησιών. Είναι γνωστό ότι έγραψε κριτικές παρατηρήσεις του στο θέμα και την θεματολογία της προετοιμαζόμενης αγίας και μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας.
Προ της τελευτής του, ολοκλήρωσε τον τρίτο τόμο της Δογματικής (εξεδόθη στα σερβικά στο Βελιγράδι το 1978), και συμπλήρωσε την Ερμηνεία του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Το έργο του αββά Ιουστίνου περιλαμβάνει στο σύνολο του περίπου 40 τόμους, εκ των οποίων οι 30 έχουν ήδη εκδοθεί μέχρι σήμερα στα σερβικά. (Μεταξύ αυτών, τρεις έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, δύο στα γαλλικά και ένας στα αγγλικά). Σε χειρόγραφο και σε μαγνητοσκοπημένες ταινίες, παραμένουν ακόμη περίπου δέκα τόμοι, εκ των οποίων τρεις τόμοι με τις ομιλίες του έχουν εκδοθεί στα σερβικά. Πρόκειται για μια σειρά ομιλιών στα Ευαγγέλια, στις Κυριακές του έτους, στη Μ. Τεσσαρακοστή, τη Μ. Εβδομάδα, το Πάσχα, την Πεντηκοστή και τις κινητές εορτές.
Ο πατήρ Ιουστίνος κοιμήθηκε εν ειρήνη ακριβώς την ήμερα των γενεθλίων του στα 85 του χρόνια, ημέρα του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα που ήλθε σ’ αυτό τον κόσμο, γράφοντας έτσι και με τη γέννηση και με τον θάνατό του το Ευαγγέλιο, το καλό και χαρμόσυνο μήνυμα της ζωής και σωτηρίας. Κηδεύτηκε από ένα σημαντικό αριθμό επισκόπων και κληρικών και πλήθος ορθοδόξου λαού, ανθρώπους που προσήλθαν απ’ όλα τα έθνη. Σέρβους, Έλληνες, Ρώσους και Γάλλους, γιατί πολλοί μεταξύ αυτών, και ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους, τον θεωρούσαν άγιο. Μέχρι σήμερα έχουν ήδη ζωγραφιστεί αρκετές εικόνες του που υπάρχουν στη Σερβία, την Ελλάδα, την Αμερική και τη Γαλλία, και μοναχοί του Αγίου Όρους έχουν συγγράψει τροπάρια και κοντάκια της Ακολουθίας του. Ο τάφος του, στο μοναστήρι Τσέλιε, έγινε τόπος προσκυνήματος για πολλούς ευλαβείς Ορθοδόξους, οι οποίοι έρχονται απ’ όλες τις Βαλκανικές χώρες και την Ευρώπη. Ήδη έχουν συμβεί αρκετά θαύματα και θεραπείες με τις προσευχές του. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα ενταχθεί στο Συναξαριστή των άγιων της Ορθόδοξου Εκκλησίας της Σερβίας.
Το συγγραφικό έργο του π. Ιουστίνου
Εκτός των δογματικών και ερμηνευτικών έργων του, πολλά θεολογικά έργα του πατρός Ιουστίνου εκτείνονται στους τομείς της Πατρολογίας, της ασκητικής και της Λειτουργικής καθώς επίσης και προσφέρουν απάντηση στις ερωτήσεις, οι όποιες έχουν τεθεί από τη χριστιανική φιλοσοφία, και ιδιαίτερα την Ορθόδοξη ανθρωπολογία. Η δεύτερη μελέτη του στον Ντοστογιέφσκυ αφιερώνεται ακριβώς σ’ αυτή την ερώτηση περί του άνθρωπου, διότι ο πατήρ Ιουστίνος αφιέρωσε πολύ μόχθο στο έργο του Ντοστογιέφσκυ, τον οποίο θεωρούσε, σε σχέση με τη Βίβλο, τον «Ιώβ του σύγχρονου κόσμου». Αυτή η προβληματολογία του άνθρωπου σύμφωνα με τον Ιώβ και τον Ντοστογιέφσκυ ήταν θέμα πύριας σημασίας στην καρδιά του πατρός Ιουστίνου, ο όποιος έβρισκε στον Θεάνθρωπο Χριστό την μοναδική λύση στο αβυσσαλέο πρόβλημα του ανθρώπου. Το υποστήριξε ανέκαθεν και το επιβεβαίωσε: «Είμαστε για τον Θεάνθρωπο, γιατί είμαστε για τον άνθρωπο»! «Χωρίς τον Θεάνθρωπο Χριστό, δεν υπάρχει άνθρωπος, άλλά μόνο ένας κατώτερος άνθρωπος, ένα ανθρωπάριο (υπ-άνθρωπος), μια τραγική ύπαρξη στερημένη της λογιότητός του και του αιωνίου περιεχομένου της», δηλαδή της αιωνίου ζωής και θεώσεως.
Αυτή η επιμονή στο θέμα του ανθρώπου, σ’ όλες τις φιλοσοφικές και θεολογικές διαστάσεις, παρέμεινε χαρακτηριστικό των λοιπών έργων του πατρός Ιουστίνου, και ειδικότερα της Δογματικής του. Αλλά θα πρέπει επίσης ν’ αναφέρουμε τη συλλογή των φιλοσοφο-θεολογικών πραγματειών, προ και μεταπολεμικών, η οποία εξεδόθη στο Μόναχο το 1957 με τον τίτλο «Φιλοσοφικοί Γκρεμοί». Χαρακτηριστικοί είναι ορισμένοι από τους τίτλους που συνθέτουν αυτή τη συλλογή και υπογραμμίζουν όλη την πολυπλοκότητα αυτής της ανοιχτής ανθρωπολογίας, της χριστιανικής ορθοδόξου, η οποία αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη: «Ο παράδεισος μου και η κόλαση μου», «Καταδικασμένοι στην αθανασία», «Πένθος για τον Χριστό», «Ντοστογιέφσκυ και Μωρίς Μέτερλινκ», «Αγιότης ως φωτισμός» κ.λπ. Επισημαίνουμε επίσης την πολύ γνωστή στην Ελλάδα συλλογή των άρθρων του πατρός Ιουστίνου, «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος» (πού μεταφράστηκε και στα γαλλικά), τίτλος ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το σύνολο της φιλοσοφίας του, καθώς σ’ αυτό το σημείο, το ενιαίο και ταυτόχρονα διπλό, αναφέρεται όλη του η θεολογική σκέψη και η ζώσα φιλοσοφία του. Συνίσταται στη μαρτυρία του Σταυρού και της Αναστάσεως στον Θεό και τον άνθρωπο, στη συνάντησή τους και ένωση τους άνευ συγχύσεως, άνευ ελαττώσεως, και άνευ απώλειας μέσα στον Θεάνθρωπο Χριστό, τον Υιό-Λόγο και αιώνιο Δημιουργό, αλλά επίσης και Σωτήρα, ο οποίος σώζει και θεοποιεί τον άνθρωπο προσδίδοντας του το αιώνιο νόημα και θεανθρώπινο περιεχόμενο.
Επ’ αυτού ο πατήρ Ιουστίνος τόνιζε ως εδάφιο-κλειδί το προς Εφεσίους (στ. 12-13): «Μέχρι καταντήσωμεν εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», με το οποίο εκφράζεται η ουσία όλων των προσπαθειών του ανθρώπου, τόσο των προσωπικών όσο και των κοινών, των θρησκευτικών και των φιλοσοφικών, των ανθρωπίνων και των ανθρωπιστικών. Ο πατήρ Ιουστίνος έκανε μία βαθιά κριτική επί του ρηχού και επιπόλαιου Ευρωπαϊκού Ουμανισμού, ανίκανου να βγάλει την ανθρώπινη ύπαρξη από τα αδιέξοδα της σφαίρας του θανάτου και της φθοράς, για να προτείνει στην θέση του έναν άλλο χριστιανικό, βιβλικό-πατερικό Ουμανισμό, πιο πλήρη και πιο ανθρώπινο, ο οποίος συνενώνει την θεολογία και την ορθόδοξη ανθρωπολογία σ’ ένα ενιαίο Θεανθρωπισμό.
Θα είχαμε κάθε λόγο να ισχυρισθούμε ότι ο πατήρ Ιουστίνος παρέμενε παραδόξως ένας θεολόγος «ανθρωπολόγος» (με άλλα λόγια σωτηριολόγος, άρα ευαγγελικός θεολόγος, επειδή στήριξε την ανθρωπολογία του στον Χριστό). Δεν ήταν ως εκ τούτου μόνο «θεοκεντρικός», ήταν ένας θεολόγος πρώτα απ’ όλα χριστολογικός και χριστοκεντρικός, καθώς θεωρούσε και βίωνε όλη τη σχέση και την επίλυση του ζητήματος του Θεού και του ανθρώπου μόνο μέσα από τον Θεάνθρωπο Χριστό, εκείνον που είναι «ο κατ’ εξοχήν καινός και ο κατ’ εξοχήν εις και μοναδικά καινός υπό τον ήλιον» σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (Migne ΡG 94, 984) και επίσης σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: « ο Χριστός είναι το μέτρον των πάντων και τα πάντα εν πάσι», και δεν θα πρέπει ούτε να μετρούμε ούτε να εξηγούμε τον Χριστό με οτιδήποτε ούτε με οποιονδήποτε, γιατί «ο Χριστός είναι το μέτρον και η εξήγηση των πάντων» (Προς Εφεσίους και Κολοσσαείς και αγίου Μαξίμου προς Θαλάσσιον 60 και 65).
Ο πατήρ Ιουστίνος κατέστη συνεχιστής, πιστός και ταυτόχρονα δημιουργικός, του κηρύγματος, του αποστολικού μηνύματος και της ζωντανής Παραδόσεως των αγίων Πατέρων, τα οποία μεταδίδει, βιώνει και μελετά μέσα από μια προσωπική προβληματική, συνοδικό-εκκλησιαστική και σύγχρονη, συνεχώς επίκαιρη για τον Ευαγγελικό άνθρωπο, τον δημιουργημένο κατ’ εικόνα του Θεού, έκπτωτο αλλά πραγματικά σεσωσμένο εν Χριστώ και δοξασμένο εντός της Εκκλησίας ως θεανθρωπίνης ενώσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπου εν Χριστώ, με τη χάρη και τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος, του Παρηγορητικού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αββάς Ιουστίνος υπήρξε μαθητής και αυθεντικός διάδοχος του μεγάλου αποστόλου Παύλου και των πιο μεγάλων Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής, αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, των Καππαδοκών, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Άλλωστε, ο απόστολος Παύλος υπήρξε ανέκαθεν γι’ αυτόν ένας οδηγός, ένα μοντέλο ζωής, ένα παράδειγμα και ένας εμπνευστής για τη διάδοση του θείου κηρύγματος και για τη βίωση του Ευαγγελίου του Χριστού.
Γι’ αυτό, άλλωστε, ο τίτλος τον όποιο διάλεξε για τα σχόλια του στις επιστολές του μακαρίου αποστόλου Παύλου, είναι «Συμπόρευση μαζί με τον απόστολο Παύλο» και εννοεί τόσο την επίγεια όσο και την αιώνια ζωή.
(Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ, τ. 15), Αύγουστος-Νοέμβριος 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου