«Ὁ μεγάλος ρῶσος λογοτέχνης L. Tolstoy στό βιβλίο του
Παιδικά, Ἐφηβικά καί Νεανικά χρόνια περιγράφει μιά ἐμπειρία του ἀπό τά παιδικά
του χρόνια, πού ἔμεινε βαθειά χαραγμένη στήν ψυχή του.
Φιλοξενοῦσαν συχνά στό σπίτι τους ἕναν ἄνθρωπο πολύ
πονεμένο, πού ἐλάχιστες “ἄσπρες” μέρες εἶχε δεῖ στή ζωή του. Σέ μιά ἀπό αὐτές
τίς ἐπισκέψεις, ὁ Tolstoy μαζί μέ τά μικρά του ἀδέλφια, παρακολούθησαν κρυφά τό
γέροντα πού προσευχόταν στό δωμάτιο τό ὁποῖο τοῦ εἶχαν παραχωρήσει. Καί
περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ἀνεξίτηλη σφραγίδα τήν ὁποία ἄφησε πάνω του αὐτή ἡ ἐμπειρία:
“Σταυρώνοντας τά μεγάλα του χέρια στό στῆθος, ὁ Γκρίσα,
στεκόταν πρῶτα σιωπηλός μέ σκυμμένο τό κεφάλι μπροστά στίς εἰκόνες. Μετά ἔπεσε
στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Στήν ἀρχή ἀπάγγειλε σιγαλά γνωστές
προσευχές· μετά τίς ἐπανελάμβανε δυνατότερα. Μετά ἄρχισε νά προσεύχεται μέ δικά
του λόγια. Προσευχήθηκε γιά ὅλους τούς εὐεργέτες του (ἔτσι ἀποκαλοῦσε αὐτούς
πού τόν φιλοξενοῦσαν)· ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς καί γιά τήν μητέρα μας καί γιά μᾶς.
Προσευχήθηκε γιά τόν ἑαυτό του, ζητώντας ἀπό τό Θεό νά
συγχωρήση τίς προηγούμενες ἁμαρτίες του· καί μετά συνέχισε νά ἐπαναλαμβάνη: Θεέ
μου, συγχώρεσε τούς ἐχθρούς μου. Μετά συνέχισε νά ἐπαναλαμβάνη πολλές φορές:
Κύριε, ἐλέησέ με· ἀλλά κάθε φορά μέ ἀνανεωμένη δύναμι καί μέ θέρμη.
Μετά εἶπε: Συγχώρεσέ με, Κύριε, καί δίδαξέ με, πῶς νά ζῶ.
Καί τό εἶπε μέ τόση ἁπλότητα καί πίστι σάν νά περίμενε μιά ἄμεση ἀπάντησι στό αἴτημά
του. Καί ἔπειτα τό μόνο τό ὁποῖο μπορούσαμε νά ἀκούσουμε, ἦταν λυπητερά ἀναφυλλητά.
Σέ λίγο σηκώθηκε στά γόνατά του, σταύρωσε τά χέρια του στό στῆθος καί ἔμεινε
σιωπηλός...
Καί ξαφνικά ἀναφώνησε: Γενηθήτω Κύριε, τό θέλημά Σου! Καί
πέφτοντας μέ τό μέτωπο στό πάτωμα ἄρχισε πάλι νά κλαίη μέ λυγμούς σάν
παιδί...”.
Καί συνεχίζει ὁ Tolstoy:
“Πολλές ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος ἔχουν χάσει τή σημασία
τους γιά μένα· ἀκόμη καί ὁ Γκρίσα ὁ προσκυνητής ἔχει ἀπό καιρό τελειώσει τό
τελευταῖο του ταξίδι. Ἀλλά ἡ ἐντύπωσι, τήν ὁποία μοῦ ἔκανε ἐκείνη ἡ βραδυνή
προσευχή του, δέν θά ξεθωριάση ποτέ!
Ὠ ἀληθινέ Χριστιανέ Γκρίσα! Ἡ πίστι σου ἦταν τόσο δυνατή
πού ἔνοιωθες ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη σου γιά τό Θεό ἦταν τόσο
μεγάλη, πού οἱ λέξεις ξεχύνονταν ἀπό τά χείλη σου ἀπό μόνες τους, χωρίς νά τίς
μετρᾶς μέ τή λογική σου. Καί τί ὑπέροχη δοξολογία πρόσφερες, γιά νά δοξάσης τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅταν —μή βρίσκοντας λέξεις μέσα στόν πόνο σου— ἔπεσες
κλαίγοντας στό πάτωμα καί φώναξες: Γενηθήτω, Κύριε τό θέλημά σου!”.
Εἴμασθε εὐγνώμονες στό μεγάλο Tolstoy γιά τήν
“μαγνητοσκόπησι” αὐτῆς τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ ἁπλοϊκοῦ γέροντα προσκυνητῆ.
Καί εἶναι κρίμα, πού ὁ τραγικός συγγραφέας, φυλακισμένος στόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό
του, δέν φρόντισε ποτέ νά ἀξιοποιήση σωστά τό μάθημα τῆς προσευχῆς, τό ὁποῖο πῆρε
ἀπό τόν ἀγράμματο χωρικό.
Τουλάχιστον ἔκανε τήν πολύ σωστή διαπίστωση ὅτι οἱ λέξεις
“Γενηθήτω τό θέλημά Σου”, εἶναι ἡ πιό ὑπέροχη δοξολογία τοῦ Θεοῦ
Αρχιμ.Ιωάννου Κοστώφ«Η Προσευχή.Κομποσχοίνι ''πομπός
ασυρμάτου''Αθήνα 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου