Ἀλλὰ ἂς μεταφερθοῦμε τώρα σὲ ἕνα εὐωδιάζον ἄνθος τοῦ Θεοῦ, ποὺ σκόρπισε χάρη καὶ εὐοσμία σὲ ὅσους τὸν συναναστράφηκαν. Ἂν καὶ περιφρονεμένος ἀπὸ τοὺς πολλους ὡς ἀγράμματος καὶ ἀπαίδευτος στὴν κατὰ κόσμον μόρφωση, μὰ πεπαιδευμένος ὡς ἀθῶο παιδὶ στὴν Ἀνωτέρα
Παιδαγωγικὴ Ἀκαδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στόλισε τὴν χορεία τῶν ἁγίων μας ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς. Μάλιστα, κάποτε τὸν κάλεσε νὰ τελέσει Ἁγιασμὸ στὰ ἀνάκτορα ἡ Βασίλισσα, ἀκούγοντας γιὰ τὴν ἀνόθευτη ἁγιότητά του.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἱερέας τῶν Ἀθηνῶν, ὁ παππα-Νικόλας Πλανᾶς (+1932), βαθὺς ἐμπειρικὸς γνώστης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔδωσε κάποτε τὴν ἀκόλουθη θεραπευτικὴἀ γωγὴ σὲ μιὰ πνευματική του θυγατέρα, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει νὰ καταλάβει πῶς πρέπει νὰ συγχωροῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀδικοῦν. Μᾶς ἐξομολογεῖται, λοιπόν, ἡ ἴδια τὴν ἐμπειρία της αὐτή:
«Κάποτε εἶχα συκοφαντηθεῖ ἀπὸ κάποιους συγγενεῖς μου. Δὲν ἀνταλλάξαμε, ὅμως, κουβέντες οὔτε ὕβρεις. Ὅταν ἐγκατασταθήκαμε καὶ οἱ δυὸ οἰκογένειες στὴν Ἀθήνα, εἴχαμε ἁπλῶς ἕνα “γειά”.
Ὅταν ἐξομολογήθηκα στὸν παπποῦ τὴν ὑπόθεση, τοῦ εἶπα ὅτι δὲν θέλω ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων. “Καλὰ εἶναι”, τοῦ λέω, “ἀφοῦ χαιρετιόμαστε.” Ἐξάλλου, ἐκείνη ἦταν κοσμική, ἐνῶ ἐγὼ κοντὰ στὸν παπποῦ, ἄλλη ζωή. Ετσι ἔλεγα. Καὶ τὸ πίστευα ὅτι δὲν ἔχω τίποτα μαζί της.
Τότε, ὅμως, τὸν ἀκούω ξαφνικὰ νὰ μοῦ λέει: “Όχι,
παιδί μου. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Δὲν τὸ καταλαβαίνεις
διὰ τὸ πάθος μέσα σου ἀκόμη ζεῖ; Γι' αὐτό, εἶναι ἀνάγκη
μὰ πᾶς στὸ σπίτι της, νὰ φᾶς στὸ τραπέζι της καὶ νὰ κοιμηθεῖς μιὰ μέρα στὸ σπίτι της.
Μοῦ ἦρθε κεραυνός! Πιὸ εὔκολα θὰ ἔπινα τὸ πιὸ πικρὸ φάρμακο, παρὰ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπε! Τότε, μὲ δέος
κατάλαβα πόσο πάθος φώλιαζε μέσα μου! Ἔλα, ὅμως,
ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω ὑπακοή!
Μὲ γόνατα ποὺ ἔτρεμαν πῆγα στὸ σπίτι της. Εὐτυχῶς,
ἡ εὐχὴ τοῦ παπποῦ τοὺς φώτισε καὶ μὲ ὑποδέχτηκαν
καλά, τόσο αὐτὴ ὅσο καὶ ὁ σύζυγος καὶ ἡ μητέρα της.
Στὸ τραπέζι, τὸ μεσημέρι, ἔλεγα μέσα μου, “διαβολικὴ τριάδα”, ἐννοῶντας φυσικὰ τὸ ἀνδρόγυνο καὶ τὴ μητέρα.
Δὲν περιγράφεται ὁ ψυχικὸς ἀγώνας ἐκείνης τῆς ἡμέρας!
Τὸ μεσημέρι ξαπλώσαμε στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ τὴν συγγενῆ
μου. Μὰ μόλις κοιμήθηκα, εἶδα τὸν σατανᾶ δίπλα μου μὲ τὴν οὐρά, τὰ κέρατά του, μ᾿ ὅλα τὰ σύνεργά του καὶ νὰ βρομεῖ σὰν τὰ κακὰ τοῦ σκύλου. Στάθηκε σὰν τὴν ἀκρίδα μπροστά μου, ἕτοιμος νὰ μοῦ χυμήξει, καὶ μοῦ λέει: “Ἐδῶ ἦρθες, μωρή, νὰ κοιμηθεῖς; Φτοὺ νὰ χαθεῖς!” Ξύπνησα συντετριμμένη καὶ λέω στὴν συγγενῆ μου: “Εἶδα ἕνα κακὸ ὄνειρο.” Μοῦ λέει κι αὐτή: “Κι ἐγὼ εἶδα ἕνα πολὺ κακὸ ὄνειρο.” Οὔτε τῆς εἶπα τί εἶδα οὔτε τὴν ρώτησα τί εἶδε αὐτή. Ἔλειπε ἀκόμα ἡ οἰκειότητα.
Ἀπὸ τότε, ὅμως, ἐπανήλθαμε στὴν προηγούμενη σειρὰ τῆς ἀδελφοσύνης καὶ ξαναγίναμε -σὺν Θεῷ- πολὺ ἀγαπημένες!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου