Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025
Άναψα ένα κερί, δίπλα στα παγωμένα κρίνα... Ανάμεσα στους Σταυρούς της Μητέρας, στους Σταυρούς του Πατέρα, στους Σταυρούς των Αδελφών.
Χτύπησα την πόρτα χθες το βράδυ, αλλά... κανείς δεν άνοιξε,
Κοίταξα προς την καμινάδα του σπιτιού για να δω καπνό, αλλά η φωτιά είχε σβήσει.
Δεν έχει φως ούτε στο παράθυρο, το παράθυρο..., είναι άσκαπτο
Και ο φράχτης φαίνεται μικρός.. σαν να μην είναι όπως πριν...
Ο παλιός φράχτης που έφτιαξε ο πατέρας γέρνει βαριά στη μηλιά,
Στο πηγάδι στην πλευρά της κοιλάδας, φαίνεται, δεν υπάρχουν πια μονοπάτια.
Δεν βλέπω καν την κουρτίνα της μητέρας μου στο παράθυρο,
Η φωλιά του κούκου έχει θέα στην κορυφή του σπιτιού...
Πήγα πιο πάνω στο λόφο για να δώσω σε κάποιον μια χάρη
Έφτασα στο Πεδίο των Σταυρών, κι εγώ πιασμένος στα γηρατειά.
Το δάσος..,τι συνορεύει με κοίταξε και αναστέναξε..
Και μετά κατάλαβα, πού μετακόμισε το χωριό...
Κόλλησα σε μια παλιά καρυδιά και έκλαψα έναν βαρύ λυγμό,
Ένοχος.., που ήμουν πολύ μακριά από αυτούς που απομακρύνθηκαν που δεν έρχονται πια...
Παρασύρθηκα από τον ορμητικό κόσμο, πιστεύοντας ότι η ζωή είναι αιώνια,
Και τώρα ήρθα να δω... ότι αυτό που ήταν δεν θα είναι πια...
Άναψα ένα κερί, δίπλα στα παγωμένα κρίνα...
Ανάμεσα στους Σταυρούς της Μητέρας, στους Σταυρούς του Πατέρα, στους Σταυρούς των Αδελφών.
Τους ένιωθα να με κοιτούν, από έναν πολύ πιο δίκαιο κόσμο,
Αφήνοντας το δάκρυ της συγχώρεσης.., στο μάγουλό μου.., να πέσει........
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου