Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025
Η πρωινή παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου δεν είναι αφήγηση ενός αρχαίου κόσμου.
Η πρωινή παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου δεν είναι αφήγηση ενός αρχαίου κόσμου.
Είναι καθρέφτης μιας πόλης που ζει ανάμεσα στη λάμψη και τη σήψη, ανάμεσα στην επάρκεια και στην αφωνία.
Αν ο Χριστός μιλούσε σήμερα, ίσως να έλεγε: «ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο brands καὶ νεοφιλελεύθερη αυτάρκεια, εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν ἐν τοῖς δικτύοις».
Ο πλούσιος κατοικεί πια σε μια μητρόπολη, φωτισμένη αλλά εσωτερικά άδεια, όπου ο άνθρωπος μετριέται από τη ροή της προβολής του και η ευτυχία είναι η επιμελώς καλλιεργημένη απουσία του άλλου. Ο Λάζαρος βρίσκεται πάλι στην πύλη — μόνο που τώρα η πύλη είναι μια οθόνη, ένας δρόμος γεμάτος διαφημίσεις, ένα πεζοδρόμιο όπου κοιμάται το πρόσωπο που κανείς δεν θέλει να δει. Ο πλούσιος δεν τον μισεί. Απλώς δεν τον προσέχει. Κι έτσι, η αμαρτία του δεν είναι η βία, αλλά η απάθεια. Δεν πρόκειται για την κακία των ισχυρών, αλλά για τη βουβή αυτιστική αυτάρκεια του κόσμου που πιστεύει ότι είναι αυτάρκης. Ο άνθρωπος αυτός, που φορά την πολυτελή σιωπή του, είναι ο καθρέφτης της εποχής που αντάλλαξε τη θεία συνάντηση με την εικόνα της ισχύος της.
Η παραβολή του Λουκά, μεταφερμένη στον καιρό μας, αποκτά το σκληρό πρόσωπο της πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Ο πλούσιος δεν κατοικεί πια σε σπίτι, αλλά σε ιδεολογία. Δεν μετρά τα χρήματα, αλλά την ασφάλειά του, τη θέση του μέσα στην αγορά, την επιρροή του στην κοινή γνώμη. Ο Λάζαρος είναι το υπόλειμμα αυτής της ίδιας δομής — ο πρόσφυγας, ο ψυχικά διαλυμένος, ο κοινωνικά αόρατος, εκείνος που φέρει στο σώμα του την υπενθύμιση ότι η ανθρωπότητα πονά.
Στην πόλη του 21ου αιώνα, το χάσμα μέγα έχει μετατραπεί από εσχατολογικό σε πολιτικό: είναι το χάσμα ανάμεσα στην εικόνα και στην εμπειρία, ανάμεσα στο δημόσιο λόγο και στη σιωπή των σωμάτων. Ο πλούσιος είναι εκείνος που έχει την πολυτέλεια να μην βλέπει και η πόλη τον προστατεύει, προσφέροντάς του αισθητική και ρητορική δικαίωση.
Ο Λάζαρος, πάλι, κατοικεί στα σύνορα αυτής της πόλης — στα υπόγεια των νοσοκομείων, στα σκαλοπάτια των ναών, στις αθέατες γωνιές όπου ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος επειδή δεν έχει πια τίποτα να χάσει.
Το «χάσμα μέγα» δεν χωρίζει πια σώματα αλλά νοήματα. Είναι το αόρατο τείχος που ορθώνει η αστική αυτάρκεια απέναντι στην έλλειψη. Είναι το χάσμα που χαράσσεται κάθε φορά που ο πολιτισμός επιλέγει την αποτελεσματικότητα αντί της συμπάθειας, την τεχνική αντί της ταπεινότητας. Ο Άδης του σύγχρονου κόσμου είναι φωτεινός, καθαρός, σχεδιασμένος· είναι ο τόπος όπου δεν υπάρχει πλέον ανάγκη για προσευχή.
Ο Άγιος Χρυσόστομος θα έλεγε ότι «ο πλούσιος τυφλός ἐστίν ἐν πλήρει φωτίᾳ», και ο Μάξιμος θα πρόσθετε ότι η απώλεια της αγάπης είναι η αρχή του θανάτου. Η «κόλαση της διαφάνειας» είναι ένας κόσμος χωρίς σκιές, όπου η απουσία εξοβελίζεται και η εσωτερικότητα διαλύεται.
Εκεί ακριβώς αρχίζει το χάσμα μέγα: όχι όταν ο Θεός απουσιάζει, αλλά όταν δεν Του επιτρέπουμε να είναι Άλλος, να είναι αθέατος, να είναι πρόσωπο. Η εποχή μας πάσχει από μια νέα μορφή πλούτου — όχι υλικού, αλλά γνωστικού. Γνωρίζει τα πάντα και δεν αναγνωρίζει τίποτα. Έχει πρόσβαση στα πάντα και δεν προσέρχεται πουθενά. Το χάσμα μέγα είναι η ρωγμή ανάμεσα στην πρόσβαση και στην πρόσκληση.
Η θεία δικαιοσύνη μέσα σε αυτήν την πόλη δεν επιβάλλεται με νόμους, αλλά με αποκάλυψη.
Ο Θεός αποσύρεται διακριτικά, για να αφήσει τον άνθρωπο να δει την απουσία Του. Η απουσία αυτή δεν είναι εκδίκηση, αλλά έλεος — γιατί μόνο όταν λείπει ο Θεός, ο άνθρωπος αρχίζει να Τον αναζητεί. Και τότε, μέσα στις αρτηρίες της πόλης, μέσα στα φώτα, στους δρόμους, στα παράθυρα, στα τηλέφωνα, στους τοίχους, συμβαίνει το ίδιο θαύμα που περιέγραψε ο Λουκάς:
ο φτωχός, ο περιφρονημένος, ο αόρατος, γίνεται ο τόπος της παρουσίας.
Ο Λάζαρος στέκει ακόμη στην πύλη — όχι πια για να ζητήσει, αλλά για να θυμίσει. Ο Θεός στέκεται μαζί του.
Ο Χριστός διασχίζει ξανά το χάσμα, όχι με φλόγες, αλλά με βλέμμα.
Και ίσως, αν κάποια μέρα ένας πλούσιος, μέσα στο λαμπρό του σπίτι, δει πραγματικά εκείνον που κείτεται έξω, να έχει ήδη αρχίσει να σώζεται. Γιατί τότε, για μια στιγμή, το χάσμα μέγα παύει να υπάρχει. Γιατί εκείνη η στιγμή είναι ο ίδιος ο Θεός που επιστρέφει στην πόλη Του.
Κι ίσως, στο τέλος, η πόλη αυτή να μην είναι πια ούτε Γαδαρά ούτε Ιερουσαλήμ, αλλά η ίδια η καρδιά του ανθρώπου, η οποία φιλοξενεί ταυτόχρονα τον πλούσιο και τον Λάζαρο.
Ο Θεός δεν διχάζει τους ανθρώπους. Αποκαλύπτει μέσα μας το πεδίο του χάσματος.
Εκεί κατοικούν οι επιθυμίες μας, οι βεβαιότητες και οι φόβοι, οι πληγές που δεν θεραπεύτηκαν, οι προσευχές που ξεχάστηκαν. Η θεία δικαιοσύνη δεν είναι κρίση έξωθεν, αλλά φως που φανερώνει ποιον αγαπήσαμε και ποιον λησμονήσαμε. Η φτώχεια και ο πλούτος είναι δύο ρυθμοί του ίδιου όντος: ο ένας διαστέλλεται, ο άλλος συστέλλεται και ο ένας κλείνει, ο άλλος ανοίγεται. Το χάσμα δεν μετριέται με χρόνο ούτε με τόπο, αλλά με το βάθος της επιθυμίας για κοινωνία.
Ο Άδης είναι το πεδίο όπου η αγάπη έπαψε να αναπνέει και ο Παράδεισος είναι η ίδια η στιγμή που κάποιος αναπνέει για τον άλλον.
Έτσι, κάθε δρόμος, κάθε πλατεία, κάθε παράθυρο της σύγχρονης πόλης γίνεται πλέον ένας μικρός εσχατολογικός τόπος.
Όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει τον άλλον και βλέπει όχι το περίβλημα αλλά τη σιωπή που κρύβει, τότε η Βασιλεία έχει ήδη αρχίσει.
Ο Λάζαρος δεν ζητά πια ψίχουλα. Ζητά βλέμμα βρε.
Και ο πλούσιος, όσο κι αν μένει στα ανάκτορα της αυτάρκειας, ακούει μέσα του μια φωνή που δεν είναι ενοχή αλλά κάλεσμα. Η θεία δικαιοσύνη δεν καταδικάζει, περιμένει. Στέκει έξω από τα σπίτια μας, έξω από τις κυβερνήσεις και τις οθόνες, έξω από τα κλειστά μάτια των ισχυρών, όχι ως τιμωρία αλλά ως υπόσχεση ότι τίποτα δεν τελείωσε.
Ο Θεός δεν έχει αποσυρθεί. Απλώς μας περιμένει εκεί όπου δεν Τον αναγνωρίζουμε. Και κάποια νύχτα, στην άκρη αυτής της πόλης που νομίζαμε πως ελέγχουμε, ένα φως θα φανεί χωρίς προέλευση. Θα είναι το φως της ανάμνησης — όχι του θαύματος, αλλά της συγχώρησης. Θα είναι ο Χριστός που θα βαδίζει σιωπηλά ανάμεσα στα φώτα των δρόμων, θα ακουμπά τις σκιές των ανθρώπων, θα ψιθυρίζει «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» σε κάθε ψυχή που νόμισε ότι δεν έχει πια καρδιά να αγαπήσει.
Και τότε, το χάσμα μέγα θα πάψει να είναι άβυσσος· θα γίνει δρόμος, θα γίνει γέφυρα, θα γίνει προσευχή.
Γιατί εκεί όπου ο άνθρωπος θυμάται τον άνθρωπο, εκεί ο Θεός επιστρέφει.
Και η πόλη, που μέχρι χθες έμοιαζε καταδικασμένη στην αυτάρκεια της, θα γίνει πάλι Ναΐν — πόλη της ανάστασης, της σπλαχνίας και της θείας παρουσίας που περνά αθόρυβα, μα αφήνει πίσω της ζωή.
Το χάσμα δεν είναι ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, αλλά ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μνήμη του.
Όπου ο άνθρωπος θυμάται τον άλλον, εκεί ο Θεός έχει ήδη περάσει.
Μάνος Λαμπράκης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου