Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Το σημείωμα!!!

 



Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε από μέσα ένα παλιό σιδερένιο κλειδί με ολοφάνερα πάνω του τα σημάδια της πατίνας του χρόνου. Με αργές κινήσεις το έβαλε στην κλειδαριά και έπιασε να το στρίβει. Σιγά και προσεκτικά, από φόβο μήπως ζορίζοντάς το τού μείνει στα χέρια το μισό. Η ξύλινη πόρτα αντέδρασε μ’ έναν οξύ αναστεναγμό. Έβαλε ακόμα λίγη δύναμη. Η κλειδαριά τού παραδόθηκε ανήμπορη ν’ αντισταθεί. Γύρισε το χερούλι κι η πόρτα υποχώρησε μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.

«Κοίτα μη σε πλακώσει!» φώναξε ο πατέρας, που όλη τούτη την ώρα κοιτούσε ένα μάτσο χαρτιά που μόλις είχαν παραλάβει από τη συμβολαιογράφο. «Καλορίζικο» του είχε πει ξεψυχισμένα ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Ανταπέδωσε την ευχή με ένα τυπικό «ευχαριστώ, ό,τι επιθυμείτε!» χωρίς να πει τίποτα άλλο. Η συμβολαιογράφος τον είχε κατατοπίσει μέρες από πριν: «Εκεί μέσα ξεψύχησε η γυναίκα του. Από τότε έχει να πατήσει στο κτήμα. Τώρα βρέθηκε σε δυσκολία, γιατί κάτι βρήκαν οι γιατροί στα πνευμόνια του και το δίνει όσο-όσο. Έχει δεκατρία χρόνια να πατήσει στο χωριό. Από τότε που έγινε το κακό».

Δεν πολυκατάλαβε ο νέος ιδιοκτήτης τι ακριβώς πέρασε τούτος ο άνθρωπος με τα ροζιασμένα χέρια και το αυλακωμένο απ’ τις ρυτίδες πρόσωπο. Ούτε και τον ενδιέφερε εξάλλου. Εκείνος ήθελε μόνο να επενδύσει το ποσό που πήρε από το εφάπαξ πριν το ροκανίσουν σιγά – σιγά οι ανάγκες που ξεφυτρώνουν από μόνες τους μόλις πεις πως βάλεις κάτι στην άκρη.

Ο γιος πλησίασε τώρα στο εσωτερικό της χαμοκέλας[1]. Ο ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες του μοναδικού παραθύρου και φώτιζε τόσο, που εύκολα να μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει τι υπήρχε μέσα. Στο πάτωμα βρίσκονταν ένα ραβδιστικό για ελιές και ένας ψεκαστήρας. Στον απέναντι τοίχο κρέμονταν τριχιές και απομεινάρια από πλεξούδες σκόρδα.  Σήκωσε το κεφάλι. Από το πατερό[2] της στέγης κρέμονταν ένα σκοινί κομμένο στην άκρη με κάτι αιχμηρό, έναν σουγιά ή ένα κοπίδι ίσως. Κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε λοξά πίσω από την πόρτα. Από το μοναδικό καρφί του τοίχου κρέμονταν μια μπλε ρόμπα γυναικεία με μικρά ανθάκια. 

Κείνη την ώρα μπήκε ο πατέρας του. «Εδώ λοιπόν, πέθανε η μακαρίτισσα; Ποιος ξέρει από τι! Τη δάγκασε καμιά οχιά; Την τσίμπησε κανένας σκούρκος και δεν την πρόλαβαν; Ή μήπως καμιά σφήκα κι έπαθε δηλητηρίαση;» «Αλλεργικό σοκ» είπε ο γιος και βιάστηκε να δικαιολογηθεί ο πατέρας: «Ναι, μωρέ, από δαύτο. Εσείς οι γιατροί τα ξέρετε καλύτερα». «Γιατρός θα είμαι πατέρα όταν με το καλό τελειώσω». «Ε, γιατρός παρά τρία μαθήματα, τότε» είπε ο πατέρας, δίχως να κάνει προσπάθεια να κρύψει το καμάρι, που ο μεγάλος του γιος πέρασε με την πρώτη πριν από έξι χρόνια στην Ιατρική.

Ο πατέρας μπήκε αργά στο εσωτερικό της χαμοκέλας. Κοίταξε δεξιά και αριστερά δίχως να μιλήσει. Ύστερα στάθηκε το βλέμμα του στο καρφί πίσω απ’ την πόρτα. Εκεί που ήταν κρεμασμένη η μπλε γυναικεία ρόμπα. Πλησίασε ερευνητικά και το μάτι του έπεσε στην δεξιά ξεχειλωμένη τσέπη που ακουμπούσε στον τοίχο, θαρρείς σαν να γύρευε κουράγιο να μην καταρρεύσει απ’ την εξάντληση. Ένα διπλωμένο χαρτί που ξεχείλιζε από το εσωτερικό της τον έκανε να πλησιάσει περισσότερο και να το αγγίξει με δισταγμό.

***

«Πατέρα, η μάνα δεν έχει γυρίσει ακόμα απ’ το κτήμα. Έχει φύγει απ’ το πρωί …» είπε το νέο κορίτσι στον πατέρα της που μόλις είχε κατέβει από το αγροτικό αυτοκίνητο κι έμπαινε στην αυλόπορτα. «Κάτσε ντε, κάτσε να μπω και μου τα λες μετά» την αποπήρε ο πατέρας εκνευρισμένος. «Αφού την ξέρεις τη μάνα σου» συμπλήρωσε ανεβαίνοντας τις σκάλες της κουζίνας. «Εξαφανίζεται για ώρες και εμφανίζεται ξαφνικά, σαν να μην τρέχει τίποτα. Κι ύστερα, τι σ’ έπιασε ο πόνος εσένα; Αφού δε μιλιέστε!»

Η κοπέλα δεν είπε κουβέντα. Όχι πως δεν ήταν αλήθεια όσα είπε ο πατέρας πάνω στον εκνευρισμό του, αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Με τη μάνα της είχαν να μιλήσουν πάνω από τρεις μήνες. Μα και τότε που μιλούσαν μόνο με φωνές και καυγάδες γινόταν η επικοινωνία.

Η αιτία είχε όνομα. Όνομα παλικαριού που θέλησε να μοιραστεί τη ζωή του μαζί με τη μονάκριβη θυγατέρα της. Η μάνα συννέφιασε από το πρώτο κι όλας βράδυ, τότε που η Αρετή, η κόρη της τούς μίλησε για τον Κωνσταντή. Ήταν ένα κρύο βράδυ του Φλεβάρη κι όπως καθόντουσαν όλοι δίπλα στο τζάκι, κάτι έφερε την κουβέντα και στις παντριές. Λόγο στο λόγο, ήρθε η κουβέντα και στη δική της την παντριά. Και τότε η Αρετή άρπαξε την ευκαιρία να τους πει για τον Κωνσταντή, το γιο του παπα Νικόλα. Η μάνα τινάχτηκε ολόρθη έτσι, που παραλίγο να τη βρει η άκρη ενός φλεγόμενου κούτσουρου. «Όχι αυτόν!»

Η Αρετή δεν την είχε ξαναδεί έτσι, αγριεμένη. «Μα γιατί;» ψέλλισε. «Γιατί έτσι!» είπε η μάνα ακόμα πιο άγρια. Μάταια όλες τις επόμενες μέρες προσπαθούσαν άντρας και κόρη να της βγάλουν μια κουβέντα απ’ τα χείλια της. Εκείνη ήταν αμίλητη.

Μόνο σαν πέρασαν κάμποσες μέρες είπε του αντρός της ένα βράδυ, εκεί που κάθονταν. «Δεν είναι καλή οικογένεια, δεν θέλω να κακοτυχίσει η κόρη μας». Προσπάθησε εκείνος να την μεταπείσει, αλλά δίχως αποτέλεσμα.

Η αλήθεια είναι πως όλο το χωριό ήξερε πως η παπαδιά ήταν πολύ κουτσομπόλα κι ο παπα Νικόλας ήταν κομματάκι οξύθυμος. Και πως δεν είχε σε τίποτα στη μέση του κηρύγματος -κάτι ανάμεσα σε ανασκόπηση των γεγονότων της εβδομάδας και μια αυτοσχέδια σύνδεσή τους με το Ευαγγέλιο της Κυριακής- να θυμηθεί πως είναι μικρό το εκκλησίασμα και να τα βάλει όχι με εκείνους που κείνη τη στιγμή ροχάλιζαν ή στην καλύτερη περίπτωση έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο, μα μ’  εκείνους που είχαν έλθει και τον άκουγαν να τους τα ψέλνει για λογαριασμό των πρώτων!

Όμως -η αλήθεια να λέγεται!- αγαπούσε πολύ τους συγχωριανούς του. Η έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό του όταν ψέλλιζε προς το τέλος της Λειτουργίας μπροστά στην εικόνα του Χριστού «μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ Σέ» ήταν κάτι που δύσκολα την περιέγραφε κάποιος.

Η Αντιγόνη, η μάνα της Αρετής σπάνια πήγαινε στην εκκλησία και σχεδόν ποτέ δεν κοινωνούσε. Μονάχα άμα της έλεγε μεγαλοβδομαδιάτικα ο Φώντας ο άντρας της «μα καλά, τι έχεις κάνει και δεν κοινωνάς τέτοιες μέρες;» τον κοιτούσε αγριεμένη σαν να έλεγε «τώρα θα δεις» και τη Μεγάλη Πέμπτη χωνόταν ανάμεσα στο πλήθος που περίμεναν ανυπόμονα να κοινωνήσουν με σπρωξίματα, ανυπομονησία κι εκνευρισμό, κοινωνούσε βιαστικά κι ύστερα εξαφανιζόταν στο κτήμα.

Οι μέρες κι οι βδομάδες περνούσαν και κάποιο βράδυ η Αρετή τούς ανακοίνωσε πως πριν του Αη Λιος θα περάσουν στεφάνι με τον Κωνσταντή κι αν ήθελαν να παραβρίσκονται, ευπρόσδεκτοι θα ήταν. Τότε ήταν που η Αντιγόνη αφήνιασε. Είπε, είπε και τι δεν είπε για την μονάκριβη θυγατέρα της!

Από κείνο το βράδυ και για τους επόμενους τρεις μήνες η Αρετή ετοιμαζόταν για το γάμο κι η Αντιγόνη τα έβλεπε και πείσμωνε πιο πολύ. Οι επισκέψεις της στο κτήμα γίνονταν όλο και πιο συχνές και όλο και πιο μεγάλες σε διάρκεια. Έφευγε το πρωί και γυρνούσε αργά το απόγευμα. Οι δικοί της κατάλαβαν πως ήθελε να σκορπίζει το μυαλό της, να ξεχνιέται με τις κοτούλες, τα κουνελάκια, το Μήτσο το γουρουνάκι και την Κανέλλα τη γίδα.

Σήμερα όμως, η επίσκεψη στο κτήμα γίνηκε αρμένικη. Ο ήλιος κόντευε να βουτήξει στα πορφυρά νερά του πελάγους κι η Αντιγόνη δεν είχε φανεί. Ο Φώντας πλύθηκε, έβαλε να φάει κι ύστερα είπε στην κόρη του «Θα πεταχτώ ως το χτήμα».

Σαν έφτασε, η περιέργεια γίνηκε αγωνία με το που είδε την πόρτα μισάνοιχτη. Μπήκε γρήγορα μέσα, ύστερα ακούστηκε μια φωνή που ’βγαινε από μέσα, τα σωθικά του και σωριάστηκε. Όταν συνήλθε ήταν ξαπλωμένος στο χορτάρι έξω από τη χαμοκέλα, από πάνω του ήταν ο αδελφός της Αντιγόνης, η Αρετή με ορθάνοιχτα μάτια κι ένας αστυνομικός.

Δε χρειάστηκε πολύ να μείνει στο Κέντρο Υγείας που διακομίστηκε και αμέσως μετά τον πήραν στο τμήμα για κατάθεση. Μα ούτε κι εκεί έμεινε για πολύ. Στις μικρές κοινωνίες ο κάθε αξιωματικός υπηρεσίας κι ο κάθε διοικητής τμήματος ένα θέλει μονάχα: να μην μπλέκει με τους από πάνω. Γι’ αυτό σαν τυχαίνει καμιά μικροκλοπή, δεν μπαίνουν στον κόπο ούτε να τη δηλώσουν στα συμβάντα, με την ελπίδα να δώσουν στους ανωτέρους τους την εικόνα του ήσυχου χωριού. Τώρα που τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά, βιάστηκαν να κλείσουν την υπόθεση, αφού το σημείωμα που είχε αφήσει η αυτόχειρας ήταν ξεκάθαρο. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα όταν τρεις δημοσιογράφοι του τοπικού τύπου έκαναν την εμφάνισή τους. Το σημείωμα που είχε αφήσει η Αντιγόνη είχε γίνει πλέον τροφή για τους κοφτερούς κυνόδοντες της «αμερόληπτης δημοσιογραφίας».

Τα πρωτοσέλιδα της άλλης μέρας έγραφαν: «Είστε αδέλφια με τον αρραβωνιαστικό σου» Κι από κάτω με μικρότερου μεγέθους -αλλά bold- γράμματα, συμπληρωνόταν το παζλ των γεγονότων: «Η αποκάλυψη που έκανε η μάνα πριν κρεμαστεί». Κάτω από τον υπότιτλο υπήρχαν φωτογραφίες της -σφραγισμένης πλέον- χαμοκέλας και στις εσωτερικές σελίδες ρεπορτάζ από  γειτόνισσες και το μπακάλη του χωριού με γαργαλιστικές λεπτομέρειες από υποθέσεις κι αυθαίρετα συμπεράσματα. Όλα φτιαγμένα με το τίποτα που είδαν, το λίγο που άκουσαν και το πολύ που συμπλήρωσε το φτωχό μυαλό τους. Κανείς δεν τόλμησε να γράψει το όνομα του υποτιθέμενου βιολογικού πατέρα τού αρραβωνιαστικού, αλλά στον τοπικό τύπο λίγα γράφουν και τα υπόλοιπα τα συμπληρώνουν οι ερασιτέχνες ρεπόρτερς στα καφενεία. Ήταν ζήτημα ημερών να μαθευτεί σε όλα τα χωριά του κάμπου το γεγονός και -κυρίως- τα παραλειπόμενα.

Η κηδεία έγινε σε πολύ στενό κύκλο, η Αρετή σχεδόν αμέσως έφυγε σε μια θεία της στην Αθήνα κι ο δόλιος ο Φώντας πήρε των ομματιών του και εγκαταστάθηκε στην αδελφή του που ήταν μόνη και χήρα στην απέναντι στεριά.

Η υπόθεση ξεχάστηκε σύντομα γιατί κάποιο άλλο σκάνδαλο -πραγματικό ή όχι, μικρή σημασία έχει- γέμισε ξανά τα πρωτοσέλιδα και έκανε τους ανθρώπους να ψιθυρίζουν συνωμοτικά στα καφενεία…

Ο παπα Νικόλας εξακολουθούσε να λειτουργεί κανονικά, η παπαδιά έκανε κάμποσο καιρό να ξαναβγεί στις γειτονιές κι ο έρμος ο Κωνσταντής παντρεύτηκε και πήγε σώγαμπρος[3] στο χωριό της καινούριας νύφης, κάπου μακριά.

Μόνο κάποιοι πιο γραμματιζούμενοι, που ξέραν από κανόνες της Εκκλησίας, όταν η κουβέντα το έφερνε, ρωτούσαν απέξω - απέξω, πώς και ο αυστηρός δεσπότης τους δεν είχε εφαρμόσει όσα έπρεπε στον παραβάτη κληρικό του.

***

«Ραβασάκι θα ’ναι!» είπε αστειευόμενος ο πατέρας σαν άνοιξε το διπλωμένο χαρτί που ’ταν χωμένο στην τσέπη της μπλε γυναικείας ρόμπας με τα μικρά ανθάκια. Το χαρτί, ως φαίνεται, είχε νοτίσει από την υγρασία του κάμπου κι είχε στεγνώσει κάμποσες φορές. Μόνο οι δυο τυπωμένες τρεις αράδες στην αρχή ήταν ευδιάκριτες. «Εμμανουήλ Π..., ψυχίατρος μετεκπαιδευθείς στ …. Οδός, … Τηλ. … Δέχεται με ραντεβού 9-1 και 5-8». Το υπόλοιπο χειρόγραφο κείμενο, με δυσκολία κατάφερε να το συλλαβίσει: «Ψυ … χω … σι … κό … ι… δε… ο.. λη… πτι… κό… σύν … δρο … μο …. R: … 1Χ2 … 21 Ιουνίου 20…»

Ο νέος ιδιοκτήτης του κτήματος ελάχιστα, αν όχι τίποτα, κατάλαβε από όλα όσα διάβασε. Δίπλωσε το χαρτάκι ξανά και το έβαλε στην δεξιά τσέπη της μπλε ρόμπας με τα μικρά ανθάκια. Εκεί που ένα γυναικείο χέρι το είχε αφήσει.

Ακριβώς δεκατρία χρόνια πριν …

Υπ.

ΥΓ1. Η ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

ΥΓ2. Πρόταση για ταινία: The Hunt, του Τόμας Βίντερμπεργκ.

Ο σκηνοθέτης θέλει να μιλήσει για ένα ψέμα που σκοτώνει πρώτα από όλα «τα αντισώματα της κοινής λογικής». Κάνει σαφές πως «η ιστορία δεν έχει κακούς: οι γονείς οι γείτονες οι δάσκαλοι, κάνουν το σωστό, ή αυτό που νομίζουν ότι είναι σωστό. Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που το να κάνεις το “σωστό” καταστρέφει τη ζωή ενός ανθρώπου ή την υφή της ίδιας της ανθρωπιάς μας...» (Γιώργος Κρασσακόπουλος, κριτικός κινηματογράφου)

__________

[1] χαμοκέλα: η καλύβα, συνήθως φτωχική

[2] πατερό: το μεγάλο δοκάρι της στέγης

[3] σώγαμπρος: ο παντρεμένος άντρας ο οποίος μένει με τα πεθερικά του στο σπίτι τους και ευρύτερα, ο άντρας που μετά το γάμο εγκαθίσταται στο χωριό της νύφης.


Δεν υπάρχουν σχόλια: