Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΓΕΡΩΝ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ
Ό Γέρων ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, κατά κόσμον ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, γεννήθηκε το έτος 1883 εις το Μικρασιατικό Χωρίον «ΓΚΕΛΒΕΡΗ» της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ΑΝΕΣΤΗΣ και ΕΛΙΣΑΒΕΤ, απέκτησαν 6 (εξ) τέκνα, μεταξύ των οποίων και τον εκ κοιλίας μητρός κεκλημένον ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ τον μετέπειτα γνωστόν μας Πατέρα-Γέροντα ΙΕΡΩΝΥΜΟ.
Μεγάλωσε και άνετράφη σε περιβάλλον προσευχής, ασκήσεως και αγιότητας. Τα προσευχητικά δάκρυα της μητέρας του, ήσαν τα πρώτα πού επέδρασαν στην ευαί­σθητη ψυχή του Βασιλείου. Επίσης και τα άγια παραδείγματα των Ασκητών-Τρωγλοδυτών Αγίων της περιοχής του, οι οποίοι εκρύπτοντο και ζούσαν εν αφάνεια στα διάσπαρτα αυτά «κέντρα» προσευχής των βράχων της Καππαδοκίας.
Εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Μητροπολίτου Σωφρονίου εις την Αμισόν. Επισκεφθείς τους Αγίους Τό­πους, ως Διάκονος, παρέμεινε επί εννέα μήνας εις την Ί. Μονήν του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη ποταμό.
Επιστρέφων, διωρίσθη Διάκονος εις τον Ί. Ναόν Αγίου Γεωργίου εις Κωνσταντινούπολη, οπού και αφήκε την «σφραγίδα» του, διότι εθαυμάζετο δια τάς αρετάς και την αγιότητα του, τον ζήλο και την καλλικέλαδο φωνή του.
Ή Μικρασιατική καταστροφή, έφερε εις την Ελλάδα το «πτηνόν της ερήμου», τον « Ερωδιόν», Ασκητή Διάκονο Βασίλειον.
Ή Νήσος ΑΙΓΙΝΑ, αμέσως μετά την στέρησιν του Αγίου της, Αγίου Νεκταρίου, το έτος 1922, υπεδέχθη τον Διάκονο Βασίλειον, πού ήλθε «από την μεγάλη στεριά, όπως θα έλεγε ό Κόντογλου, από τα Αγια χώματα της Ανατολής: από την Καππαδοκία, πού την τίμησαν και την δόξασαν τόσοι Μάρτυρες και Όσιοι της Ορθοδόξου Εκ­κλησίας» (Π. Πάσχος).
Την εποχή εκείνη Ιεροκήρυξ εις την Αίγινα, ήτο ό μετέπειτα Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων, ό όποιος ξετίμησε και ήγάπησε τον Καππαδόκη Διάκονο Βασίλειον. Οτε δε έγινε Μητροπολίτης Καρυστίας, εις μίαν επίσκεψίν του εις την Αίγινα, μετά πολλάς πιέσεις προς τον Βασίλειον, τον έπεισε και τον χειροτόνησε εις Ιερέα, δί­δων εις αυτόν και το Οφίκιων του Άρχιμανδρίτου. Μετά εν έτος έλαβε και το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα από τον Αγιον Γέροντα ΙΕΡΩΝΥΜΟ Σιμωνοπετρίτη, λαβών το όνομα ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ.
Στην αρχή της Ιερατεία του, κάποια, μέρα, την ώρα πού έκαμε προσκομιδή είδε ένα φοβερό δράμα (τον Κύριόν μας ως βρέφος επάνω στην Αγία Τράπεζα) το όποιον τόσο πολύ τον συνεκλόνισε ώστε έγινε ή αφορμή, να παύση να ιερουργεί, διότι ήτο τόσο το δέος του, πού θεωρούσε ανήμπο­ρα τα χέρια του να λογχίζουν το Σώμα του Κυρίου μας.
Κατόπιν και μέχρι της κοιμήσεως του, απεσύρθη εις ιδιόκτητο Ησυχαστήριον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ». Εις το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητι­κούς αλλά και Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), πού ενθύμιζε τους λαξευτούς διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος του, άλλοτε εγίνετο «ή κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος επισκε­πτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση. Οι συμβουλές του και ή προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές. Και μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το είναι του, ή Χάρις και ή Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέρο­ντος, της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!».
Ειχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο, ώστε ό επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!
Έκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθε­νείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.
Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ να μας σκέπουν, προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας, διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και πού συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη καί πόνο καί τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί καί εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής καί παρρησίας.
Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις καί πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη καί στοργή του Γέροντος.
Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ώρισμένα εκ των πολλών θαυμάτων καί θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς καί δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται. ·
«…….'Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, οτε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ό διάβολος, τέλη του Έτους 1922. Με έφεραν στην την Αίγινα καί με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά.
Τούτο, όταν το επληροφορήθη ό Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβολή το δαιμόνιον, το όποιον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και νά προσεύχομαι περισσότεροι. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ό Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία.
Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασης αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσαρα ήσαν πολύ μαρτυρικά, Ιδίως δια τον Γέροντα. Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος πού ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι αλλά και ό ίδιος ό Γέροντας μου είπαν αργότερα. Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ήμέραν το εσπέρας ό Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα.
Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ό Θεός και ό Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε, με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα.
Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή:
«Φεύγοντας (ό Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριο μου, σε εξοχικό Προάστιο.) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως:
-Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά.....
Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν.Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά. Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει....
«Μία ημέρα, εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και άρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι 6 περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: »όχι αυτό, ούτε κι' αυτό». Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του. Μετά από δυο - τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών, αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος καί συντριβή καί δεν τον ρώτησα καθόλου....
Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα, δια την Αθήνα, νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί. Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του. Όταν το τράβηξε για να πέση, είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι, νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του. Το χέρι του, τόσο λευκό ήτο, πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα. Έτρεμα, κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ καί ενώ είχε κλειστά τα μάτια:
-Δεν είναι τίποτα, καλογραία, δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις.... Υπάρχουν ανώτερα».
Σοφία Ιωάννου Αιγάλεω
Στις δύο (2) Απριλίου 1990 επισκέφθηκα την Αίγινα με την αδελφή μου Αικατερίνη και με δύο οικογενειακές μας γνωστές, την κ. Καλλιόπη Γ. Κομνηνού καί την κ. Φάνη εκ της Ρόδου.
Επισκεφθήκαμε τον Ιερό Τάφο και τον Ναό του Αγίου Νεκταρίου. Στο δρόμο πού πηγαίναμε προς Αγιον Νεκτάριο, ή κ. Καλλιόπη Κομνηνού, ρώτησε τον οδηγό του «ταξί»: Σάς παρακαλώ, εδώ στην Αίγινα υπάρχει και ένα Ιερό Ησυχαστήριο ενός Αγίου Γέροντα του π. Ιερωνύμου. Τον βλέπω επί δέκα (10) χρόνια στον ύπνο μου και συζητούμε για την ασθένεια μου και έχω το βιβλίο πού γράφει για κείνων, «ό Γέρων
Ιερώνυμος της Αιγίνης». Είναι σαν να τον έχω γνωρίσει από χρόνια και
ζήσει μαζί του. Και βέβαια, μου απαντά ό οδηγός, είναι πολύ εύκολο, θα σας πάω μετά τον Άγιο. Πράγματι, κατόπιν, κατευθυνθήκαμε και πήγαμε στο Ησυχαστήριο του π. Ιερωνύμου.
Κτυπήσαμε την πόρτα και φάνηκε ή μοναχή Εύπραξία.
Αφού μας πέρασε μέσα, μας οδήγησε και γνωρίσαμε την Γερόντισσα πού είχε υπηρετήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο, υπέργηρον ηλικίας 100 ετών.
Επήραμε την ευχή της. Κατόπιν μας οδήγησε ή Μοναχή στο Εκκλησάκι της Ευαγγελιστρίας και προσκυνήσαμε και τα Αγια Λείψανα του π. Ιερωνύμου, επίσης τον Τάφο του, τον χώρο πού απεσύρετο και προσευχόταν και ό όποιος ήτο ίσα όσο χωρούσε γονατιστό ένα άνθρωπο και τέλος και το κελλάκι του πού αναπαυότανε και εδέχετο τον κόσμον.
Ήταν μεσημέρι. Ή Μοναχή Εύπραξία, ή υποτακτική της Γερόντισ­σας Ευπραξία, μας έκανε το τραπέζι. Αυτές τις στιγμές, όλες οί φίλες αισθανόμασταν ένα δέος. Ή αίσθησης της ζωντανής παρουσίας και στοργής του π. Ιερωνύμου ήτο πολύ αισθητή, τόσο ώστε προσωπικά ή κάθε μια μας, είχαμε την αίσθηση πώς είχαμε δίπλα μας τον Άγιο Γέροντα, πράγμα πού είναι «σημείο» των Αγίων μας κεκοιμημένων και εν γένει όλων των Αγίων μας.
Αφού ήλθε ή ώρα να χαιρετήσουμε το Ησυχαστήριο, βάλαμε μετάνοια στην Οσία Γερόντισσα και στη Μοναχή Εύπραξία, επήραμε ευχή και πήραμε το καράβι και γυρίσαμε στα σπίτια μας στο Αιγάλεω.
Την επομένη ημέρα ή κ. Καλλιόπη Κομνηνού μου προμήθευσε το βιβλίο πού είχε, δηλ. «Ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης, Βίος, πνευματικά υποθήκες και παραινέσεις αυτού» υπό Σωτ. Νούση.
Άρχισα να το διαβάζω σιγά-σιγά από την αρχή το βιβλίο, κάθε μέρα και μερικές σελίδες, μέχρι πού έφθασα στο σημείο στη σελίδα 222 (έκδοση Γ') οπού λέει την προσευχή σε κάποιους πού έφευγαν: «Πάτερ Άγιε Ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων ημών, ό πέμψας τον Μονογενή Σου Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάσαν νόσον ίώμενος και εκ θανάτου λυτρούμενον, ίασαι τον δούλον Σου (δείνα) εκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής τε και ψυχικής ασθενείας. Σον γαρ εστί το ελεεί και σώζει ημάς, Χριστέ ό Θεός ημών και Σοί την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω Ανάρχω Σου Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Την ένοιωσα πολύ αυτήν την προσευχή και έκανα τον Σταυρό μου και προσευχήθηκα και εγώ με αυτά τα λόγια και προχώρησα την ανάγνωση. Καθώς διάβαζα, με κατέλαβε ένας γλυκός ανάλαφρος ύπνος και εκεί στον ύπνο μου, αισθάνθηκα έναν βήχα, τρεις φορές έβηξα και βλέπω να φτύνω ένα κρυσταλλόμενο κατακόκκινο σα ζελέ πτύελο, και με το βήχα ξύπνησα. Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονες μου, οπού είχα Επί πολλά έτη βροχικά.
Όταν επισκέφθηκα τον θεράποντα ιατρό μου με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν ούτε Ίχνος ακροαστικά. Τώρα, με την ευλογία του Αγίου Ιερωνύμου και την Ιαματική του αγία δύναμη, δεν ξανά αρρώστησα. Είναι σαν να μη είχα ποτέ βρογχικά και τα φάρμακα τα πέταξα.
Ή θεραπευθείσα και πάντοτε ευγνώμων Δοξάζω τον Κύριο και τον πρέσβυ Του "Άγιο Ιερώνυμο
Με άπειρη ευλάβεια ή ιαθείσα προσκυνήτρια, Σοφία Παύλου Ιωάννου


Όταν για πρώτη φορά θα κυκλοφορούσε το βιβλίο «Ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης», από τον Εκδοτικό Οίκο «Επτάλοφος», είχαν αποσταλεί διαφημιστικά - ενημερωτικά δελτάρια σε πολλούς ανθρώπους των Γραμμάτων, οί όποιοι εν συνεχεία ταχυδρομούσαν την επιταγή με το αντίτιμο του βιβλίου και το όποιο ελάμβαναν κατόπιν ταχυδρομικώς.
Μετά λίγο χρονικό διάστημα, τηλεφωνεί ένας Ιατρός από τον Πειραιά, ό όποιος έκπληκτος ρωτούσε τους εκπροσώπους του Εκδοτικού οίκου, πώς και για ποιόν λόγο του απέστειλαν το βιβλίο του Γέροντος. Βιαστική ή υπάλληλος - αρμοδία, του απήντησε, ότι «για να σας το στείλουμε σημαίνει ότι λάβαμε την επιταγήν σας με την διεύθυνση σας κ.λπ.» και ετοιμάσθηκε να κλείσει το τηλέφωνο. Εκείνος μετ' επιμονής, τους λέγει: «Παρακαλώ, επιμένω να βρείτε το απόκομμα της επιταγής μου, για να βεβαιωθείτε ότι δεν σας ζήτησα εγώ αυτό το βιβλίο, υπάρχει λόγος πού επιμένω».
Στην επιμονή του ανέσυραν το απόκομμα της επιταγής, και οποία ή έκπληξης, όταν βλέπουν ότι ό ιατρός είχε ζητήσει τον « Ιατρικό Τύπο» και όχι το βιβλίο περί του Γέροντος. Ζητώντας του συγγνώμη, τον παρεκάλεσαν να ταχυδρόμηση το βιβλίο του Γέροντος και να του αποστείλουν εν συνεχεία τον « Ιατρικό Τύπο». και εκείνος τους άπαντα:
«Μα τι είναι αυτά πού μου λέτε; Αν γνωρίζατε σε τι κρίσιμες στιγμές μου ήλθε ό «Γέροντας» (το βιβλίο του) και πόσο με βοήθησε, δεν θα το λέγατε αυτό. Το κρατώ και θα σας στείλω άλλα χρήματα για τον Ιατρικό Τύπο. Απλώς ήθελα να γνωρίζω πώς έγινε και τώρα, με συγκινεί ιδιαιτέρως πού διαπίστωσα ότι ό π. Ιερώνυμος ήλθε μόνος του και με βρήκε».
Σε μία κυρία από το Τορόντο, ή οποία είχε πάει για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και ευρέθη για λίγο στην Ελλάδα, της εδωρήθη ένα βιβλίο της β' εκδόσεως του βιβλίου του π. Ιερωνύμου, χρώματος βυσσινί (εκείνη ή έκδοσης είχε κυκλοφορήσει τα βιβλία του Γέροντος, σε διαφορετικά χρώματα: βυσσινί, μπλε, πράσινο και καφέ).
Ή κυρία από το Τορόντο, μετά ένα μήνα έστειλε στην δωρήτρια του βιβλίου μία επιστολή στην οποία έλεγε εν ολίγοις, ότι μόλις μπήκε στο αεροπλάνο, από την Αθήνα για το Τορόντο, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει σε μία εξαδέλφη της, το βιβλίο του Γέροντος καί όπως έγραφε, από την λύπη της, δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες ταξιδεύοντας.
Μόλις έφθασε στο σπίτι της και πήγε στο προσωπικό της δωμάτιο για να βγάλει τα ρούχα του ταξιδιού και να φορέση κάτι «πρόχειρο», οποία ή έκπληξης της, όταν πάνω στο κομοδίνο της, βλέπει ένα βιβλίο του π. Ιερωνύμου, ολόιδιο (στο χρώμα) σαν αυτό πού είχε λησμονήσει στην Ελλάδα. Φωνάζει κατασυγκλονισμένη τον άνδρα της: Ηλία, σε παρα­καλώ πώς βρέθηκε το βιβλίο αυτό του Γέροντος εδώ;
Εκείνος ενοχλημένος, της λέγει: Τόσους μήνες έλειπες, δεν ήσουν εδώ και δεν με ρωτάς τι κάνω κ.λ.π. αλλά τόσο πολύ ενδιαφέρθηκες για το βιβλίο; Του άπαντα εκείνη:
Αυτό έχει μεγάλη σημασία, για μένα. Πώς βρέθηκε το βιβλίο εδώ;
Και εκείνος της απήντησε: «Χθες εκκλησιάσθηκα στην Εκκλησία μας και στην «βιτρίνα» μεταξύ και άλλων βιβλίων προς πώλησιν, είδα και το βιβλίο του Γέροντος Ιερωνύμου, σκέφθηκα να το πάρω για να σε βληθήση με το καλό να έλθεις και να σε υποδεχθεί με το γλυκό του χαμόγελο!
Παρόμοια χαριτωμένα καί συγκινητικά «φερσίματα» έχει κάμει πάμπολλα ό π. Ιερώνυμος, άπ' ότι έχουν διηγηθεί κατά καιρούς διάφοροι αδελφοί μας. Ό Γέροντας, γλυκύτατος και χαρούμενος υπήρχε ζών ανάμεσα μας, το ίδιο και από την άλλη ζωή μας περιβάλλει όλους με στοργή άμετρο (πάντα πόθον νικώσαν) καί προθυμία να βληθήση.
Είθε αί πρεσβείαι και αί Ευχαί του να μας συνοδεύουν πάντοτε, τον καθένα προσωπικά, την Εκκλησία μας και την Πατρίδα μας.
ΕΜΦΑΝΙΖΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
« Τα πρώτα χρόνια, μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος γύρω από το Ησυχαστήριο του, πήγαινα, οσάκις μπορούσα, στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν καί έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου και σιγουριά καί την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως ΖΩΗ με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται καί παρακολουθεί
Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα, Αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο τον Άγιο Νεκτάριο, πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.
Ή υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση, προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις (3) περίπου ώρες. Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος, έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα, παρεκάλεσα, έκλαψα, θυμιάτισα τον Τάφο, τον όλο χώρο, την Εκκλησία και Αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος, ετοιμάσθηκα να φύγω. Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά - ολοζώντανα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα Αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι. Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα άλλου τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά καί να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή Μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα άλλου, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκεία ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα.
Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, Ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασης, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα. μάτια μου, μου φαινόταν πώς έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα. "Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Λεύτερες μετά το κάθε Πάσχα, άλλα ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά πού είχα, άλλα ή απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον ότι ήτο δευτέρα ήμερα του Πάσχα, Αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνη. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω:
«Ήλθε χθες εδώ ένας, πού κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς άσβεστη. Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος.
Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει καί ό Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί καί μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οί δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά - καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του, τότε του είπαν: « Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Έκοιμήθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: