Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

ΗΜΟΥΝΑ ΠΑΡΕΑ... ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
Θα 'έρθει καιρός, πού θα δεις τα σκυλιά δεμένα με τα λουκάνικα. Ηθική δε θα υπάρχει! Αγάπη δε θα υπάρχει! Εμπιστοσύνη πουθενά δε θα υπάρχει! Ό κόσμος θα πέσει σε μεγάλη ανηθικότητα, χωρίς όρια, ούτε συγγενικά.
-Και ποιος θα κρατάει Ορθοδοξία μπάρμπα-Χαραλάμπη;
-Βλέπεις αυτό το βουνό και δίπλα το άλλο; Θα μείνει μια γιδούλα στο ένα και μια στο άλλο και θα χτυπάει το κουδουνάκι της τσίν, τσίν, τσίν. Τόσοι θα μείνουτε, πολύ λίγοι...
Θαυμαστά γεγονότα διηγείται ή Ουρανία Κωνσταντοπούλου, 70 ετών, από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας, κάτοικος Καλαμάτας:
Το Χαραλάμπη τον θυμάμαι από τότε πού ήμουν κορι­τσάκι του Δημοτικού σχολείου. Ερχόταν στο χωριό μου και άναβε όλα τα καντήλια των εκκλησιών. Είχε ξανθά, μακριά μαλλιά, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο με γιλέκο.
Δίδασκε τους συγχωριανούς μου και θυμάμαι, πού τους έλεγε:
-Γυρίστε με το Παλαιό, το Παλαιό είναι το Ορθόδοξο Εορτολόγιο.
Αργότερα παντρεύτηκα και έφυγα από το χωριό μου. Στην Καλαμάτα, στο σπίτι πού έμενα, ερχόταν πολύ συχνά και, επειδή είχα πολλά παιδιά και ήμουν πολύ φτώχεια, μου έφερνε χρήματα, τυριά, ψωμιά, λαχανικά, φρούτα και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε σε τρόφιμα.
Μια φορά ήρθε στο σπίτι μου, έφερε δύο φανάρια, καντηλήθρες και λάδι, τα έδωσε στον άντρα μου και του είπε:
-Αντώνη, όταν πάς στο χωριό σου, στο Σελά, να πάς στο μοναστήρι του Άγιου Μηνά και να ανάψεις αυτά τα δύο φανάρια.
Κάποιες φορές, μαζί με τον άντρα μου, έπαιρναν το γαϊ­δούρι, πήγαιναν στα περιβόλια, το φόρτωναν πορτοκάλια, λεμόνια, λαχανικά και τα πήγαιναν στον Προφή­τη Ηλία στους φυματικούς. Ένα μεσημέρι ήλθε στο σπίτι και μου είπε: -Ό άντρας σου που είναι; Μαγειρέψατε; -Μπάρμπα-Χαραλάμπη, δεν έχουμε τι να μαγειρέ­ψουμε και ο άντρας μου λείπει. -Έχεις κατσαρόλα και κρεμμύδι; Φερτά εδώ. Του έδωσα την κατσαρόλα, έκοψε το κρεμμύδι, έριξε λάδι, καθάρισε ένα πολύ μικρό κουνουπιδάκι, έριξε αλάτι, ένα κατσαρολάκι νερό, το έβαλε στη φωτιά και μου είπε:
-Ας' το να βράσει.
Έβρασε το κουνουπίδι, γέμισε ή κατσαρόλα, φάγαμε τα έξη παιδιά μου, ο Χαραλάμπης, εγώ, και έμεινε και για τον άντρα μου. Θυμάμαι καλά αυτό το περιστατικό, γιατί μου είχε κάνει από τότε μεγάλη εντύπωση. Και αναρωτιό­μουνα το πώς μ' αυτό το μικρό κουνουπιδάκι γέμισε ή κατσαρόλα και φάγαμε τόσα άτομα. Ή δε νοστιμιά του ήταν απερίγραπτη.
Είχα έξη κορίτσια, ήθελα αγόρι, στεναχωριόμουνα και έκανα προσευχή στην Παναγία να μου δώσει αγόρι. Έ­μεινα έγκυος και την προηγούμενη μέρα από τη γέννα πέρασε ο Χαραλάμπης από το σπίτι μου, αλλά, επειδή εγώ είχα πάει να φέρω νερό, δεν με βρήκε. Είδε τις μικρές κόρες μου και τους είπε:
-Πείτε στη μάννα σας ότι, αυτό πού ζήτησε, θα της το δώσει ο Θεός σε λίγες ώρες.
Πράγματι, την άλλη μέρα γέννησα το γιο μου τον Ευ­στάθιο. Μετά αναρωτιόμαστε με τον άντρα μου πώς ο Χαραλάμπης ήξερε την ήμερα πού θα γένναγα και ότι το παιδί θα ήταν αγόρι!
Κάποια φορά κάναμε αγρυπνία στο μοναστήρι Κοιμή­σεως της Θεοτόκου. Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε. Ό Χαραλάμπης κάποια στιγμή έφυγε από την αγρυπνία και βγήκε έξω. Όταν τελείωσε ή αγρυπνία και βγήκαμε από την εκκλησία, τον είδαμε ξαπλωμένο κατά γης· κοιμόταν πολύ βαθιά και επάνω του ήταν ένα παχύ στρώμα από χιόνι. Όλοι οι Χριστιανοί τον λυπηθήκαμε και τον ξυπνή­σαμε- αυτός, θυμάμαι, μας είπε το έξης θαυμαστό:
-Αχ... τι μου κάνατε... Ήμουνα παρέα με τους αγ­γέλους!
Πήγαν κάποιοι στην ηγουμένη Καλλίνικη και της είπαν ότι ο Χαραλάμπης δεν είναι καλός άνθρωπος, γιατί δέ­χεται και του ρίχνουν νερό τα κορίτσια και λούζεται και γιατί χορεύει στα πανηγύρια. Όταν πήγε ο Χαραλάμπης στο μοναστήρι, ή ηγουμένη τον μάλωσε και του είπε να μην ξαναπατήσει στο μοναστήρι. Ό Χαραλάμπης, αφού την άκουσε με προσοχή, μετά από λίγο της είπε:
-Κάνω τον Ανδρέα το σάλο. Μου χρειάζεται ταπεί­νωση, γι' αυτό κάθομαι να με χλευάζουν. τι θέλεις; Να φορέσω κουστούμι και γραβάτα και να κάνω τον κύριο;
Ή ηγουμένη Καλλίνικη, όταν άκουσε αυτά, του ζήτησε συγχώρεση και του έβαλε μετάνοια. Στην κορυφή του Ταΰγετου είναι ένα εκκλησάκι Προφή­της Ηλίας· θυμάμαι κάποτε μου είχε πει:
-Με πήρε σύννεφο, με πήγε στο εκκλησάκι και άνα­ψα τα καντήλια, ούτε κατάλαβα πώς πήγα... Την εποχή της κατοχής πήγαινε προς τον Αλμυρό και στο χέρι του κρατούσε το φαναράκι του. Οι Γερμανοί, όταν τον είδαν του φώναξαν «"Αλτ... "Αλτ... "Αλτ...», αλλά αυτός συνέχιζε το βάδισμα· του έριξαν πολλές σφαίρες και θυμάμαι μου είπε:
-Γέμισε το σακάκι μου, αλλά δεν με πήρε καμία... Οι Γερμανοί τον πλησίασαν, τον σταμάτησαν και τον κοίταξαν, ο Χαραλάμπης τους είπε:
-Να πιστεύοντε στο Χριστό. Ιδού γαρ και λέγομεν και λέγομεν, γαρ... γαρ... γαρ.
Και συνέχισε το δρόμο του. Οι Γερμανοί έμειναν ακίνητοι και τον κοίταζαν με απορία και θαυμασμό. Κάποια φορά, πού ήταν άρρωστος, τον φιλοξενούσα στο σπίτι μου. Έτρωγε πολύ λίγο, νήστευε πολύ, ακόμη και το νερό. Δε δεχόταν να κοιμηθεί σε κρεβάτι, διπλωνό­ταν με ένα σακί, έβγαινε έξω από το σπίτι και κοιμόταν στην αυλή. Κάποιες φορές με κοίταζε και μου έλεγε: -
Ήμουν στη Μακεδονία και δεν ξέρω με ποιο τρό­πο, ούτε με λεωφορείο, ούτε με ζώο, ούτε με τα πό­δια, βρέθηκα στην Ομόνοια στην Αθήνα.
Όλοι οι θεοφοβούμενοι άνθρωποι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν λίγοι ασεβείς τον κορόιδευαν και τον έλε­γαν Ζουρλοχαραλάμπη, κολλητσιδιάρη. Ό Χαραλάμπης
Απ` οπού και αν περνούσε κήρυττε την Ορθοδοξία και
έλεγε δυνατά:
-Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή με το Παλαιό, μετανοείτε, γυρίστε στην Ορθοδοξία. Κάποια εποχή είχα πάει με την οικογένεια μου στην Αθή­να και εκεί δούλευα. Όταν ήρθα για κάποιο λόγο στην Καλαμάτα, έμαθα ότι ο Χαραλάμπης είναι πολύ άρρω­στος στο σπίτι του Ηλιόπουλου. Ξεκίνησα και πήγα να τον δω. Μόλις με είδε χάρηκε και μου είπε:
-Σήμερα σε περίμενα, ήξερα ότι θα έρθεις. Για μένα ο Χαραλάμπης ήταν ο σωτήρας μου, αυτός μου ανάστησε τα παιδιά μου με τα τρόφιμα πού μου έφερνε. Ήταν άγιος άνθρωπος, κήρυκας της Ορθοδοξίας και πολύ ελεήμων, αιωνία του ή μνήμη!

ΠΟΙΟΙ ΚΟΛΑΖΟΝΤΑΙ ;
Πληθωρική ή διήγηση του Ιωάννη Ανδριόπουλου, γεμάτη θαυμαστά και παράδοξα:
Κατάγομαι από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας και κατοικώ στο Ασπρόχωμα Καλαμάτας.
Το Χαραλάμπη τον θυμάμαι από παιδάκι, γιατί ερχόταν στο χωριό μου και άναβε τα καντήλια στα εξωκλήσια. Στα χωριά πού περνούσε, σε γνωστούς και σε αγνώστους έλεγε:
-Γυρίστε με το Παλαιό. Σήμερα είναι αυτή ή γιορτή με το Παλαιό. Το Παλαιό Εορτολόγιο είναι το σω­στό και αυτό να ακολουθήσετε.
Εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μόνο στο μοναστήρι του Παναγουλάκη και στον Άγιο Ισίδωρο. Θυμάμαι κάποια φορά, πού ήμουν στο καφενείο του Ανδρόνικου Καραμπάγια, ήρθε εκεί και ο Χαραλάμπης. Τον φώναξα στο τραπέζι μου, τον κέρασα και του είπα: -Παπουλάκη, λέω να πάω αύριο στον Άγιο Γεώργιο στους Χρόνους.
-Να πάς, αλλά να μην αφήσεις φράγκο στην εκ­κλησία, γιατί τα παίρνει αυτός ο μπεκρής και μας ξεφτιλίζει.
-Παπουλάκη, δεν μπορώ να πάω και να μην αφήσω κάτι στην εκκλησία.
-Εκείνο πού σου λέω εγώ να κάνεις, γιατί θα δια­τάξω και θα σε κόψει το τραίνο, αλλά δεν θέλω να σε κόψει, να σε σούρει όμως να γελάσει ο κόσμος. Έφυγα από το καφενείο, πήγα σε μια εξαδέλφη μου στο Νέο Κόσμο και μετά πήγα στη στάση, για να πάρω το τραίνο να πάω στο σπίτι μου. Εκεί πού περίμενα, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα κοντά στις ράγες. Πέρασε το τραίνο με έσουρε, μου έσκισε το παντελόνι και, όπως είπε ο Χαραλάμπης, γέλασε ο κόσμος! Πριν πάει στο σπίτι του Ηλιόπουλου, έμενε στην καλύβα των Καραχαλαίων στο Ασπρόχωμα. Τα βράδια πήγαινα συχνά, άναβα τη φωτιά και του έκανα παρέα. Κάποια ήμερα πήγα γύρω στα μεσάνυχτα, τον είδα να κοιτάζει προς τα επάνω, δεν ανέπνεε όμως καθόλου, ήταν σαν νεκρός. Επειδή πίστευα και πιστεύω ότι ο Χαραλάμπης δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά ένας μεγάλος ασκητής της εποχής μας, κάθισα και περίμενα να δω το απο­τέλεσμα. Μετά από αρκετή ώρα άκουσα ένα «χράκ» από το στόμα του και αμέσως μου λέει: -τι υπέροχα ήταν εκεί! -τι είδες παπουλάκη; του είπα. -Είδα χιλιάδες Αγγέλους, Αγίους, Αγίες και την Παναγία μας να υμνούν το Χριστό. Ό Χριστός δεν βλέπεται, γιατί λάμπει· και ή Παναγία μας λάμπει, αλλά βλέπεται.
Έλεγε και άλλα σε μια ξένη γλώσσα, πού εγώ δεν κατα­λάβαινα· τον ρώτησα τι σημαίνουν αυτά και μου είπε: -Είναι οι επτά λέξεις πού μου έδωσε ο Χριστός! Είπε τις λέξεις, αλλά ήταν ξενικές και δεν τις συγκρά­τησα.
Ένα βράδυ του άναψα τη φωτιά και κάθισα να του κάνω παρέα. Αποκοιμήθηκε όμως ο Χαραλάμπης, και μετά από λίγο τον άκουσα πού έλεγε:
-Χρήν χρέν μη χρέν ναί χρέν.
-Τις ει;
-Αρχιστράτηγος!
-τι ζητάς;
-Να ανοίξει ή κόλαση!
-Δεν ανοίγει.
-Ποιοι είναι αυτοί πού κολάζονται;
-Μάγοι, μάγισσες και αυτοί πού δεν ελεούν.
-Ποιόν να ελεήσουν;
~Το ζητιάνο.
-Ποιος είναι ο ζητιάνος; Πετάγομαι εγώ και του λέω:
-Παπουλάκη, είναι ο Χριστός! Αμέσως ξύπνησε και μου λέει:
-Λύθηκε το πρόβλημα.
Αυτή ή συζήτηση πού είχε ο Χαραλάμπης στον ύπνο του και, κατ' οικονομία Θεού, πήρα μέρος κι' εγώ, πού ήμουν ξύπνιος, με συγκλόνισε και αναλύθηκα σε πολλά δάκρυα. Ένα άλλο βράδυ κοιμόμουν στο σπίτι μου. Γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησα και είχα μεγάλη ανησυχία. Ό λογισμός μου μου έλεγε να πάω γρήγορα στο Χαραλάμπη. Σηκώνομαι και πηγαίνω στην καλύβα του, τον βρίσκω πεσμένο από το κρεβάτι και ταλαιπωρημένο. Προσπα­θούσε πολλή ώρα ν' ανέβει στο κρεβάτι και δεν μπο­ρούσε· τον σήκωσα, τον έβαλα να ξαπλώσει και θυμάμαι
μου είπε:
-Η Παναγία σε έφερε!
Κάποια μέρα μου είπε:
-Στείλε μου το παιδί σου τον Αντώνη, να του δώσω να διαβάσει μια παράκληση για τον παππού του το Σωτήρη, πού είναι άρρωστος στο νοσοκομείο. Έστειλα τον Αντώνη, το γιο μου, στο Χαραλάμπη, του έδωσε την παράκληση και του είπε να πάει στον Άγιο Μόδεστο να τη διαβάσει. Εγώ πήγα στο σπίτι και, όταν επέστρεψα, ο Χαραλάμπης μου είπε:
-Την ώρα πού διάβαζε το παιδί την παράκληση, έ­λαβα μήνυμα από τα Ουράνια ότι ο πάππους του θα γίνει καλά.
Όπως το είπε, έτσι και έγινε. Ό παππούς βγήκε πολύ σύντομα από το νοσοκομείο και γιατρεύτηκε από την αρρώστια πού τον ταλαιπωρούσε. Πολλές φορές του έλεγα να μ' αφήσει να του πλύνω τα πόδια, αρνιόταν όμως επίμονα και μου έλεγε:
-Άλλη φορά.
Ένα βράδυ, πού του ξαναζήτησα να μ' αφήσει να του πλύνω τα πόδια, αφού αρνήθηκε πρώτα, μου είπε:
-Θα 'έρθει άλλος από την Αθήνα και θα μου τα πλύνει.
Άλλη μέρα πού πήγα στην καλύβα του Χαραλάμπη, ήρ­θε ένας κύριος, του έκοψε τα νύχια και του έπλυνε τα πόδια. Όταν τελείωσε, ζήτησε να κρατήσει τα νύχια του για ευλογία. Ό Χαραλάμπης γύρισε προς εμένα και με ρώτησε:
-τι λες, να του τα δώσουμε;
-Παπουλάκη, του λέω, αφού σου έπλυνε τα πόδια, να τον τα δώσεις.
Μετά έμαθα ότι αυτός ο κύριος ήταν καθηγητής από την Αθήνα, είχε μεγάλη αγάπη στο Χαραλάμπη και πίστευε ότι ο παπουλάκης ήταν άγιος άνθρωπος. Κάποια ήμερα με ρώτησε:
-Αχ, θα γίνω άραγε καλά;
Είχε φοβερούς πόνους στα πόδια του και το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε από τις πολλές μετάνοιες και οδοιπορίες πού έκανε.
-Παπουλάκη, του λέω, την Κυριακή θα φάμε στο σπίτι μου και μετά, ότι πει ο Θεός ας γίνει. Την Κυριακή τον πήγα κρατώντας τον στο σπίτι μου και, αφού φάγαμε, τον άφησα κάτω από μια συκιά, για να πάω σε κάποια δουλίτσα μου. Όταν γύρισα μου φωνάζει:
-Έλα εδώ, έλα εδώ γρήγορα. Πήγα αμέσως, για να δω τι με θέλει.
-Κάθισε να σου πω· αυτή τη στιγμή μόλις έφυγε ή Παναγία· μου είπε να μην ξαναπάω στην καλύβα πού μένω, γιατί θα με σκοτώσουν με το τσεκούρι και θα ενοχοποιήσουν εσένα, πού μ' ανάβεις τη φωτιά. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Ηλιόπουλο να με πάρει στο σπίτι του.
Εγώ, για να μην πάθω ότι έπαθα με το τραίνο, πήγα τρέχοντας, ειδοποίησα τον Ηλιόπουλο και τον πήρε στο σπίτι του. Στο σπίτι του Ηλιόπουλου, πού έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, πήγαινα συχνά και τον έβλεπα. Κάποια μέρα είχαν πάει πολλές γυναίκες να τον δουν, ο παπουλάκης όμως δεν μιλούσε μαζί τους και αυτές, όταν με είδαν, μου παραπονέθηκαν. Ρώτησα τον παπουλάκη γιατί δεν μιλάει στις γυναίκες, πού ήλθαν να τον δουν και μιλάει μόνο σε μένα. Με κοίταξε και μου είπε:
-Εσύ έρχεσαι μαζί με την Παναγία. Άλλη φορά, πού είχα πάει να τον δω, μου είπε:
-Ήρθε άγγελος και μου είπε: Έκανες μεγάλο αγώνα και σε ένα μήνα θα αναπαυθείς.
Ό πεθερός μου Αθανάσιος Δημητρακόπουλος, κάποιο βράδυ φιλοξένησε τον παπουλάκη στο σπίτι του. Ό Χαραλάμπης του είχε πει να τον ξυπνήσει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ό πεθερός μου έβαλε και το ρολόι, για να μην αποκοιμηθεί. Μόλις χτύπησε το ρολόι, σηκώθηκε για να πάει να ξυπνήσει το Χαραλάμπη. Τον είδε όμως να φεύγει περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος. Αυτό τον συγκλόνισε και το έλεγε παντού. Στην κηδεία του Χαραλάμπη ο πεθερός μου φώναζε:
-Είναι Άγιος, Άγιος! Τον είδα να περπατάει πάνω από το έδαφος!
Θυμάμαι μια βραδιά, είχε έρθει ο Χαραλάμπης στο πεθερού μου το σπίτι, για να πυρωθεί. Ό κουνιάδος μου ο Γιάννης έριχνε στη φωτιά μπαρούτι με τις χούφτες. Οι φλόγες της φωτιάς ήταν πολύ ισχυρές, ο Χαραλάμπης καθόταν πολύ κοντά, ο κουνιάδος μου συνέχιζε να ρίχνει μπαρούτι, για να γελάει με το Χαραλάμπη. Εγώ τον μάλωνα να σταματήσει, για να μην καούμε. Ό Χαρα­λάμπης γυρίζει και μου λέει:
-Άφησε τους, να καούνε μια ώρα αρχύτερα. Άκουσα από άλλους ότι πέρασε από μια στάνη και δυο τσοπαναρέον του έδωσαν σε πιάτο μυτζήθρα να φάει. Ό Χαραλάμπης, αφού έφαγε, ευλόγησε τα πρόβατα και οι δυο τσοπαναραίοι είδαν ότι από τότε τα πρόβατα είχαν πολύ γάλα. Είπαν στο Χαραλάμπη να περνάει τακτικά, για να του δίνουν γάλα, τυρί, μυτζήθρα και ότι άλλο ήθελε.
Κάποια μέρα τον είδαν να περνάει έξω από τη στάνη περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος. Οι τσοπαναραίοι τον θαύμασαν και του φώναζαν να τους πλη­σιάσει, αλλά ο Χαραλάμπης εξακολουθούσε να φεύγει χωρίς να πατάει στο έδαφος.
Την εποχή της κατοχής οι Γερμανοί είχαν πολλούς κρα­τουμένους στο παλαιό Σύνταγμα και υπήρχε φήμη ότι πολύ σύντομα θα τους εκτελέσουν. Μια γυναίκα έκλαιγε για τον άντρα της, πού τον είχαν κρατούμενο οι Γερμανοί. Πέρασε ο Χαραλάμπης από τη γειτονιά της και την είδε πού έκλαιγε, τη ρώτησε το λόγο και εκείνη του είπε για τον άντρα της.
-Μην κλαις, θα πάω να σου τον φέρω εγώ τον άντρα σου, της είπε. Πήγε στο Σύνταγμα, πέρασε τους Γερμανούς σκοπούς χωρίς να τους φοβηθεί και χωρίς εκείνοι να τον εμπο­δίσουν. Βρήκε τους κρατουμένους, πήρε αυτόν πού ήθελε και τον πήγε στο σπίτι του.
Κάποια φορά είχα πάει στο πανηγύρι στο χωριό Χαραυγή. Στο σπίτι πού πήγα, ήρθε και ο Χαραλάμπης. Σε κάποια στιγμή μπήκε στο χορό και χόρευε με τις κοπέλες. Τον πλησίασα και του είπα:
-Παπουλάκη, γιατί χορεύεις με τα κορίτσια; Λένε είναι σωστό αυτό πού κάνεις.
-Κάνω τον Ανδρέα το σάλο, μου είπε και συνέχισε το χορό.
Ένας οδηγός, πού είχε φορτηγό, μου είχε κει ότι πη­γαίνοντας κάποτε με το αυτοκίνητο στην Καλαμάτα, συνάντησε στο δρόμο το Χαραλάμπη, στο χωριό Αρφαρά. Όταν έφτασε όμως στην Καλαμάτα, βρήκε το Χαραλάμπη πάνω στη γέφυρα του παλαιού ΚΤΕΛ. Ό οδηγός αναρωτιόταν πώς ο Χαραλάμπης περπατώντας και χωρίς ν' ανέβει σε αυτοκίνητο ή μηχανάκι έφτασε στην Καλαμάτα γρηγορότερα από αυτόν. Του οδηγού του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό και το συζητούσε στο καφενείο του Ασπροχώματος.
Άκουσα την εποχή της κατοχής, ότι ο Χαραλάμπης πήγαινε με το φαναράκι του ν' ανάψει τον Άγιο Ιωάννη στον Άντικάλαμο. Οι Γερμανοί είδαν το φως και άρχι­σαν να τον πυροβολούν με τα πολυβόλα τους από τη Σπερχογεία. Καμιά όμως σφαίρα δεν τον πήρε. Βλέ­ποντας οι Γερμανοί ότι το φως δεν σβήνει, έτρεξαν να τον φτάσουν. Μόλις τον έφτασαν, άρχισε ο αξιωματικός τους να του δίνει κλωτσιές. Όταν σταμάτησε, ο Χαραλάμπης του είπε:
-Δεν θα γυρίσει κανένας από σας στο σπίτι τον στην Γερμανία!
Ό ίδιος μου είπε ότι κάποια φορά είχε πάει σ' ένα μονα­στήρι στη Μάνη. Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί στην αυλή του μοναστηρίου. Όλη τη νύχτα οι δαίμονες δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι, τον χτυπούσαν και τον έπιαναν από το λαιμό να τον πνίξουν. Μου είπε ακόμη:
-Ή λέξη τέρας δεν ταιριάζει ποτέ σε άνθρωπο· ούτε σε ζώο· ταιριάζει στο διάβολο, γιατί αυτός είναι τέρας.
Ο Χαραλάμπης κοιμήθηκε τον Οκτώβριο του 1974. Ή κηδεία του έγινε στο μοναστήρι του Παναγουλάκη, και θυμάμαι είχε πάρα πολύ κόσμο.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την ασκητική μορφή και την αγιότητα αυτού του ανθρώπου. Παπουλάκη, αιωνία σου ή μνήμη!
ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑΣ
Πηνελόπη Λάσκαρη, από το Φλομοχώριο Λακωνίας, κάτοικος Καλαμάτας, αναφέρει χαρακτη­ριστικά:
Το Χαραλάμπη τον θυμάμαι από το 1936, ήταν νέος τότε και πολύ ωραιότατος. Πάντοτε ξυπόλητος και αχτένιστος, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο, αλλά στη μέση ήταν ζωσμένος ένα σακί. Στο λαιμό του είχε ξύλινο Σταυρό και στο ένα του χέρι κρατούσε άλλο Σταυρό, με τον οποίο σταύρωνε τον κόσμο. Εγώ από τότε πίστευα ότι αγιόφερνε, ενώ άλλοι τον έλεγαν τρελό, συγκεκρι­μένα τον έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη. Τον θυμάμαι στην Καλαμάτα, στο δρόμο πού ήταν το μεταξουργείο του Χριστόπουλου, έβαζε κήρυγμα και είχε μαζευτεί κόσμος. Παντού και πάντοτε έλεγε λόγια χριστιανικά και προφητικά, ακολουθούσε το Παλαιό Εορτολόγιο, εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μόνο στο Παναγουλάκη το μοναστήρι. Όταν πήγαινα για μπάνιο, τον έβλεπα να κηρύττει στους λουόμενους και μερικούς να τους ελέγχει. Γύριζε όλα τα εξωκλήσια και άναβε τα καντήλια.
Μια φορά, πού είχα στο σπίτι μου τα μικρά παιδιά της αδελφής μου, πέρασε ο Χαραλάμπης και μου άφησε κάτι ρεταλάκια.
-Πάρτα αυτά. Και έφυγε σαν σίφουνας. Εγώ τα φύλαξα μέσα στο μπα­ούλο μου. Μετά από δύο χρόνια ήλθε ο Χαραλάμπης και μου είπε:
-Δώσ' μου εκείνα τα ρεταλάκια, θέλω να τα πάω
κάπου. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στο κουμπάρου μου του Ηλιόπουλου. Σχεδόν κάθε μεσημέρι του πήγαινα φρέσκο φαγητό και θυμάμαι μου έλεγε:
-Οι αμαρτίες των ανθρώπων έχουν φτάσει μέχρι το λαιμό και μια μέρα Θα τους κουκουλώσουν και θα
καταστραφούνε. Μια μέρα πήγα πολύ στεναχωρημένη και του είπα:
-Πατερούλη είμαι πολύ στεναχωρημένη, γιατί δεν έχω καμιά είδηση για το παιδί της κουμπάρας μου, πού υπηρετεί στο Πεζικό. Λέω στους γονείς του, πού με παίρνουν τηλέφωνο από το εξωτερικό, ότι είναι καλά. Τι θα γίνει πατερούλη, λέω πολλά ψέματα και αυτό δεν μου αρέσει.
-Μη στεναχωριέσαι, σήμερα θα λάβεις γράμμα του. Πήγα μετά στο σπίτι μου και βρήκα γράμμα από το στρατιώτη. Πατερούλη, είπα μέσα μου, πώς το ήξερες ότι θα λάβω γράμμα;
Επειδή δεν μπορούσα να πηγαίνω συνέχεια να τον κα­θαρίζω, συνεννοηθήκαμε μαζί με άλλες κυρίες και δίναμε κάποιο χρηματικό ποσό σε μια κυρία Σταθούλα και τον περιποιόταν. Με έλεγε «μανούλα μου» και τον ρώτησα, -Γιατί με λες «μανούλα μου»; -Γιατί ή μάννα μου με εγκατέλειψε μικρό και το 'χω παράπονο- δεν έπρεπε να με εγκαταλείψει ή μανούλα μου. Εσείς οι Μανιάτες κάποτε είσαστε οι καλύτεροι άνθρωποι, τώρα χαλάσατε, γίνατε οι χειρότεροι.
Πολλά μου έλεγε, πού δεν τα θυμάμαι. Κάποια φορά, πού είμαστε πολλές γυναίκες στο δωμάτιο του Χαραλάμπη, είπε στην κουμπάρα μου:
-Πήγαινε ν` ανάψεις το καντήλι, γιατί έσβησε. Πήγε και το βρήκε σβηστό, ενώ ή ίδια προ ολίγου το είχε ανάψει. Όλες οι κυρίες αναρωτιόμαστε πώς το είδε ο Χαραλάμπης ότι έσβησε.
Μια μέρα κάποια κυρία προθυμοποιήθηκε να τον λούσει. Όταν όμως τον έλουζε του έκοψε λίγα μαλλιά και γένια. Το μεσημέρι πού πήγα, άρχισε να μου λέει:
-Έλα μανούλα να σου πω τι έπαθα, με έλουσε και
μου έκοψε τα μαλλιά και τα γένια, στεναχωρήθηκα
πολύ και την καταράστηκα.
Έμαθα αργότερα ότι ή κυρία αυτή, πριν πεθάνει υπέφερε από την κατάρα του.
Δύο μέρες, επειδή είχα κάποιες δουλειές, δεν πήγα να τον ιδώ. Κάποια στιγμή μια γειτόνισσα μου φώναξε:
-Πηνελόπη, ήρθε ο Χαραλάμπης.
βγαίνω στο μπαλκόνι και τον βλέπω να στέκει στον τοίχο.
-Είσαι καλά; με ρώτησε. Δεν ήρθες και ανησύχησα. Θα έκανε ώρα να φτάσει στο σπίτι μου. Περπατούσε σαν το μικρό παιδάκι, βήμα-βήμα, ακουμπώντας τα χέρια του στους τοίχους, για να μην πέσει... Όταν τον παραστέκαμε να πεθάνει, ερχόντουσαν από διαφόρους τόπους γυναίκες και έλεγαν κλαίγοντας:
-Χαραλάμπη, εσύ μας έθρεψες, εσύ μας έντυσες...
εσύ μεγάλωσες τα παιδιά μας... Κάποια άλλη φορά μου είπε:
-Θα γίνει πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, θα
νικήσει ή Αμερική, αλλά δε θα βρεθούν χέρια να τη
χειροκροτήσουν.
Όταν πέθανε, τον στόλισαν σαν γαμπρό, τον κηδέψαμε στο μοναστήρι του Παναγουλάκη και θυμάμαι ήταν λαο­θάλασσα ο κόσμος στην κηδεία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: