Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

«Ή είσπραξη των φόρων γράφει δεν πρέπει να εναποτίθεται σε άκαρδους ανθρώπους . . .


Ο Αθανάσιος Α΄ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1289-1293 και 1304-1310.

Όπως συνέβαινε και σε προηγούμενους αιώνες, έτσι και τώρα αρκετοί πατριάρχες όπως ό Ιωσήφ Α.' (1268-75, 1282-- 83), ό Γρηγόριος ΒΓ της Κύπρου (1283-89), ό Ιωάννης ΙΒ.' Κοσμάς (1294-1303) και ό Αθανάσιος (1289-93, 1303-09) καθώς και άλλοι, όχι μόνο συμμετείχαν ενεργά σε κοινωνικά θέματα αλλά και υποστήριζαν την κοινωνική δικαιοσύνη με κηρύγματα κατά των διεφθαρμένων πολιτικών αξιωματούχων, καταδίκαζαν τούς μαυραγορίτες, μεσολαβούσαν στους κανονισμούς του εμπορίου κι έκαναν ότι ήταν δυνατό για να ανακουφίσουν την κατάσταση των λαϊκών τάξεων. Αν το πνεύμα και ή ζωντάνια ενός οργανισμού αντικατοπτρίζεται στο έργο των ηγετών του, τότε άνετα μπορούμε να πούμε ότι ή όψιμη βυζαντινή Εκκλησία επέδειξε πνευματική και κοινωνική δραστηριότητα αλλά και «στείρο συντηρητισμό.»

Ό πατριάρχης Αθανάσιος, για τον όποιο σώζονται πολλές πληροφορίες, ό Θεόληπτος, μητροπολίτης φιλαδελφείας, ό Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ό Μάρκος ό Ευγενικός, μητροπολίτης Εφέσου και ό Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξαν αξιόλογες μορφές στον καιρό τους και αντιπροσώπευαν το εκλεκτότερο πνεύμα τού βυζαντινού χριστιανισμού μεταξύ τού δεκάτου τρίτου και δεκάτου πέμπτου αιώνος. Ό Αθανάσιος επί παραδείγματι είχε ως καθημερινή του ενασχόληση και φροντίδα την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την προστασία των φτωχών από τούς δυνατούς πλούσιους, την μέριμνα για τις χήρες και τα ορφανά, την απελευθέρωση κρατουμένων και την βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.

Εθεωρείτο υπόδειγμα ηθικής και κριτής των κακώς κειμένων στην Εκκλησία και Πολιτεία. Συμβούλευε τον αυτοκράτορα να ελέγχει τούς φοροεισπράκτορες, πού εκείνη την εποχή ήταν τόσο αδίστακτοι ώστε πολλοί χωρικοί προτιμούσαν να υποταχτούν στον εισβολέα εχθρό παρά σ' αυτούς τούς αιμοδιψείς λύκους.»

«Ή είσπραξη των φόρων γράφει δεν πρέπει να εναποτίθεται σε άκαρδους ανθρώπους . . . πού δεν διαφέρουν από τις ακρίδες και πού οι πράξεις τους . . . έχουν επιφέρει αβάσταχτη δυστυχία στον λαό.»

Σύμφωνα με τον Αθανάσιο, ή Εκκλησία και ή Πολιτεία ήταν δύο όψεις του ιδίου σώματος. Ό αυτοκράτορας εθεωρείτο ως αντιπρόσωπος του Θεού στη γη, όχι για προσωπικά ώφέλη, αλλά για το καλό του λαού του Θεού. Έτσι, έπρεπε να είναι υπόδειγμα δικαιοσύνης και τιμωρός αδικίας και των κοινωνικών κακών. Ή Εκκλησία και ή Πολιτεία πρέπει να συνεργάζονται για τον αγιασμό των ανθρώπων. Ακόμη και ή ηθική ζωή των στρατιωτών αποτελούσε αντικείμενο φροντίδας του Αθανασίου. Σε μία επιστολή του προς τον αυτοκράτορα, τον πιέζει να μεριμνά για την πνευματική και σωματική ρώμη του στρατού. Για την αναχαίτιση της παρακμής του κράτους, ό αυτοκράτορας χρειάζεται δυνατούς, υγιείς και θαρραλέους στρατιώτες. Ή πολιτεία πρέπει να τους αποζημιώνει ικανοποιητικά ώστε να προλαμβάνονται οι ανταρσίες και ό αυτοκράτορας πρέπει να προτρέπει να απέχουν από τις λεηλασίες και την ανήθικη ζωή και να σέβονται τούς πολίτες.

Ό Αθανάσιος πού ήταν ασκητικός και ευθύς στους τρόπους κι έδειχνε υπευθυνότητα στο έργο του, δεν χαριζόταν σε κανέναν, είτε αυτοί ήσαν ευγενείς, είτε επίσκοποι είτε αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής αυλής.

Έγραψε αρκετές επιστολές στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β.' για μία ποικιλία θεμάτων σε μερικά από αυτά επανέρχεται επανειλημμένα, όπως π.χ. για την κοινωνική ισότητα, την δικαιοσύνη, και την υποστήριξη των φτωχών. Γράφει στον αυτοκράτορα:

Ας λάμψη ή δικαιοσύνη διαρκούσης της βασιλείας σου ας καθιερωθεί ή δίκαιη κρίσι, ας γίνει ή μετριοπάθεια ό κανόνας, ας ξεχυθεί το έλεος και ή αλήθεια ώστε κανένα από τα χαρακτηριστικά πού κάνουν μία πόλη δυστυχισμένη, όπως είναι ή δολιότητα, ή τοκογλυφία και ή ανομία να μην βρίσκονται στην πόλη σου. Πρώτα από' όλα δίδαξε στην οικογένεια σου και στα παιδιά πού ό Θεός σου χάρισε, να υπερηφανεύονται για την αρετή και την δικαιοσύνη κι όχι για την βασιλική τους δόξα ... Δίδαξε τούς αξιωματούχους σου να μην είναι «σύντροφοι των ληστών» ούτε να υποκύπτουν στη δωροδοκία.

Μετά από έναν καταστροφικό σεισμό, πού ή πείνα χτύπησε την πρωτεύουσα το 1305 μ.Χ. και υπήρχε μεγάλος αριθμός άστεγων, ό Αθανάσιος περιγράφει την κατάσταση στον αυτοκράτορα ως έξης:

Πριν, όταν περπατούσα στους δρόμους, ένας φτωχός μού ζητούσε ένα πράγμα και άλλος κάτι άλλο, ενώ τώρα όλοι μαζί με μία φωνή παραπονιούνται για την έλλειψη τροφίμων. ... Κι εγώ ό ίδιος μοιράζομαι την θλίψι και τα βάσανά τους, έχω πεισθή για την δυστυχία τους και είμαι σε θέση να υπολογίσω το κακό πού θα βρει τούς αδελφούς μου φτωχούς εξ αιτίας της ελλείψεως τροφίμων.»

Και αλλού γράφει:

«Καθώς βρίσκομαι εδώ περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος δυστυχισμένων ανθρώπων πού φιλονικούν μεταξύ τους, βλέπω κάποιον να κλαίει, άλλον να είναι χτυπημένος, άλλος να θρηνεί τα ματωμένα ρούχα του κι άλλος την απώλεια της περιουσίας του κι ακόμη άλλος να υποφέρει από την καταπίεση ιδιαίτερα αυτών πού εισπράττουν τούς φόρους — παρ' όλο πού είναι υποχρεωμένοι να συμπεριφέρονται δίκαια στους αναξιοπαθούντες — κι ας μην αναφερθώ σ' εκείνους πού δραπετεύουν ημιθανείς από τούς Ισμαηλίτες [Τούρκους] και τούς Ιταλούς και μετά απογυμνώνονται από τούς ιδίους τούς συμπατριώτες τους .... Δώσε πολλή προσοχή στα θέματα αυτά, άγιε αυτοκράτορα, και μην παραθεωρήσης για πολύ καιρό τις φοβερές δυστυχίες πού μας έχουν βρει.»

ΒΙΒΛ. ΠΕΝΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: