Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 5. ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΗΣΥΧΙΟ





ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΗΣΥΧΙΟ


Όταν τά άκουσαν αυτά οι συνοδοιπόροι μου εκείνοι μοναχοί, φοβήθηκαν να συνεχίσουν τον δρόμο. Εγκαταλείποντας την απόφαση τους να πάνε στη Μολδαβία, κατέβηκαν παρακάτω, στα ορθόδοξα μοναστήρια πού βρίσκονται κοντά στον Δνείπερο, από τά όποια δύο είναι υπό τη δικαιοδοσία τού ιερότατου μητροπολίτη Κίεβου και δύο τού ιερότατου μητροπολίτη Περεγιασλάβ. Πήγα και εγώ μαζί τους λυπούμενος διότι, για τούς λόγους πού είπα, δεν μπόρεσα να πάω στη Μολδαβία. Όταν πλησιάσαμε στα βουνά Μσένσκι, στα όποια βρίσκεται και ένα από τά προαναφερθέντα μοναστήρια , εκεί σ’ ένα χωριό κοντά στα βουνά εκείνα, συνάντησα έναν ιερομόναχο με τον όποιο και παρέμεινα, ενώ οι σύντροφοί μου συνέχισαν τον δρόμο τους. Αφού ξεκουράστηκα σ’ εκείνο το χωριό μερικές ήμερες, αυτός ό ιερομόναχος άρχισε να μου μιλάει για κάποιον ενάρετο ερημίτη πού λεγόταν Ησύχιος, ό όποιος, κατοικώντας σ’ ένα νησάκι πού υπήρχε στο ποτάμι πού έτρεχε από τά βουνά, ασκείτο για τη σωτηρία της ψυχής του. Μόλις το άκουσα αυτό, μου γεννήθηκε ή ολόψυχη επιθυμία όχι μόνο να τον δώ αλλά, αν ήταν δυνατό, και να ζήσω μαζί του. ’Άρχισα λοιπόν επίμονα να τον παρακαλώ να με οδηγήσει σ’ αυτόν. 


Πραγματικά ανταποκρίθηκε στην παράκλησή μου και πήγαμε μαζί στον ερημίτη εκείνον, ό όποιος μάς δέχθηκε με πολλή αγάπη και, αφού μάς έβαλε να αναπαυτούμε από τον δρόμο, ό ιερομόναχος με άφησε εκεί και ό ’ίδιος έφυγε.


Παρέμεινα εκεί μερικές ημέρες και ωφελήθηκε πολύ ή ψυχή μου, διότι ό αληθινός αυτός δούλος τού Θεού και ένθερμος εργάτης τών εντολών Του είχε μια ανείπωτη αγάπη και ζήλο για τον λόγο τού Θεού και τις διδαχές τών θεοφόρων πατέρων μας, επιδιδόταν μάλιστα και στην επιμελή αντιγραφή πατερικών βιβλίων, για την ωφέλεια της ψυχής του. Το είδος του ζήλου πού είχε γι’ αυτά τά βιβλία μπορεί να φανεί από το εξής: Κάποτε άκουσε για κάποιο δυσεύρετο ψυχωφελέστατα πατερικό βιβλίο, ότι υπήρχε σέ ένα μοναστήρι της επαρχίας τού Τσερνίγοβ, το όποιο βρισκόταν μακριά από αυτή την πόλη, επάνω στο βουνό.


 Πήγε λοιπόν εκεί με σπουδή, και με πολλές και επίμονες παρακλήσεις ζήτησε από τον ηγούμενο και τη σύναξη της μονής να τού δώσουν το βιβλίο εκείνο για να το αντιγράψει, το όποιο χάριν της σφοδρής του επιθυμίας και με τη συνέργεια τού Θεού τού δόθηκε. Το πήρε λοιπόν και το έφερε στο κελί του και, αφού το αντέγραψε με όλη του την προσοχή, το επέστρεψε στο μοναστήρι, και ευχαρίστησε τον ηγούμενο και τη σύναξη της ιερής εκείνης μονής για αυτή την ευεργεσία πού τού έκαναν. Ύστερα επέστρεψε στο κελί του, χαίροντας και ευχαριστώντας τον Θεό, διότι τον αξίωσε να αποκτήσει τέτοιον ψυχωφελή θησαυρό. Δεν υπολόγιζε καθόλου τον μακρύ δρόμο πού έκανε για να πάρει και να επιστρέψει το βιβλίο, ό όποιος συνολικά ήταν γύρω στις δύο χιλιάδες βέρστια. Τόσος ήταν ό ζήλος του για τον λόγο τού Θεού! 


Ή βλάβη όμως στην όρασή του από την αντιγραφή τών πατερικών βιβλίων ήταν τόση, πού ακόμη και τά μεγάλα γράμματα με δυσκολία τά έβλεπε για να τά αντιγράψει.
Βλέποντας λοιπόν ότι έχει τέτοιο ζήλο για τον λόγο τού Θεού και για τη διδασκαλία τών θεοφόρων πατέρων μας, έκρινα ότι, αν παρέδιδα τον εαυτό μου σέ παρόμοιο δούλο τού Θεού, με αληθινή πνευματική και σωματική υπακοή, θα μπορούσε, εφόσον φωτιζόμουν από τη θεία χάρη, να με οδηγήσει στον αληθινό δρόμο της σωτηρίας. Άρχισα λοιπόν να τον παρακαλώ επίμονα να με δεχτεί στην ιερή υπακοή, υποσχόμενος να τον υπακούω στα πάντα αυτός όμως με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να με δεχθεί, και άρχισε να μού λέει: «Εγώ, τέκνο μου, είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, εμπαθής και ανάξιος. Αν τη δική μου ελεεινή ψυχή δεν μπορώ να οδηγήσω στον δρόμο τού Θεού, πώς θα τολμήσω να δεχθώ εσένα; Το έργο αυτό δεν είναι στα δικά μου μέτρα, γι’ αυτό, σέ παρακαλώ, μην με πιέζεις». Εγώ ό δύστυχος, σκεπτόμενος ότι λόγω ταπεινώσεως δεν θέλει να με δεχθεί στην υπακοή του, ακόμη πιο επίμονα τον παρακαλούσα, πέφτοντας στα ιερά του πόδια με δάκρυα πολλά, ώστε να με δεχθεί, άλλ’ αυτός δεν ήθελε να το κάνει. 


Τότε, βλέποντας αυτό, και μη θέλοντας να τον πιέσω υπέρ το δέον, πήγα στο χωριό από όπου είχα έρθει και, μή βρίσκοντας εκείνον τον ιερομόναχο, διανυχτέρευσα στο σπίτι κάποιου χριστοφιλούς, ό όποιος με πολλή χαρά με δέχτηκε. Ύστερα από μερικές ημέρες πήγα και πάλι στον άγιο εκείνο γέροντα, ό όποιος με δεχόταν με αγάπη ώς φιλοξενούμενο να μείνω κοντά του για λίγες μόνο ημέρες. Όταν έβρισκα κατάλληλη τη στιγμή, με μεγάλη και πάλι συστολή, μή τολμώντας ακόμη και στο πρόσωπο να τον κοιτάξω, πέφτοντας στα πόδια του και φιλώντας τά ιερά αυτά πόδια, με πολλά δάκρυα τον παρακαλούσα να με δεχθεί, λέγοντάς του: «Πάτερ άγιε, δέ- ξου με χάρη τού Κυρίου και θα σέ υπακούω σέ όλα, όπως τον ίδιο τον Κύριο. Αν πάλι δεν σέ υπακούω σέ όλα, τότε απόπεμψε με όπως ένα βρωμόσκυλο». 


Όταν έβλεπα ότι με κανέναν τρόπο δεν θέλει να με δεχθεί, έβγαινα για λίγο από το κελί του, και τόσο πολύ έκλαιγα και θρηνούσα, γιατί εξαιτίας της αναξιότητας μου δεν έγινε δεκτό το αίτημά μου, ώστε από το πολύ κλάμα και τά δάκρυα πρηζόταν το πρόσωπό μου και, όταν γυρνούσα σ’ αυτόν, καταλάβαινε ότι το πρόσωπό μου πρήστηκε από τά δάκρυα και, συμπάσχοντας στην ψυχή του για μένα, μού έλεγε: «Σέ παρακαλώ, χάριν τού Κυρίου, αδελφέ μου, μην λυπάσαι πού δεν σέ δέχομαι, διότι δεν το κάνω περιφρονώντας τη σωτηρία σου — αυτό το γνωρίζει ό καρδιογνώστης Κύριος — αλλά εξαιτίας της αδυναμίας της ψυχής μου δεν σέ δέχομαι. Απόθεσε λοιπόν κάθε ελπίδα σου στην παντοδύναμη πρόνοια τού Θεού, διότι αν ζητάς με όλη σου την ψυχή τη σωτηρία, δεν θα σέ αφήσει, αλλά επιβλέποντας με τη χάρη Του στα δάκρυά σου, θα σέ οδηγήσει στον δρόμο του».


Λέγοντάς μου τέτοια και άλλα παρόμοια λόγια και παρηγορώντας την ψυχή μου, με απόλυσε εν ειρήνη. Εγώ έφυγα από κοντά του κλαίοντας και θρηνώντας, και ήρθα στο σπίτι εκείνου τού χριστοφιλούς ανθρώπου, όπου έμεινα, μή γνωρίζοντας πια τί να κάνω. 


Για εκείνον τον ιερομόναχο δεν ήξερα πού πήγε, εγώ δέ, όντας από τη φύση μου δειλός, δεν τολμούσα μόνος μου να πάω πουθενά, κυρίως από τον φόβο τών εχθρών της αγίας πίστης, διότι ή χώρα εκείνη κυβερνάτο από αυτούς. Σκέφτηκα για μια στιγμή να πάω και πάλι σ’ εκείνον τον άγιο γέροντα. 

Βέβαια δεν τολμούσα πια να τον πιέσω περισσότερο με την παράκλησή μου να με δεχθεί, αλλά μόνο να αξιωθώ να πάρω οδηγίες για το πού και πώς να πάω. Το τι είδους ήταν ό δρόμος πού οδηγούσε στον άγιο εκείνο γέροντα φοβάμαι ακόμα και να το σκέπτομαι. Έπρεπε να περάσει κάνεις από πολλά μέρη με νερά, πάνω από τά όποια είχαν τοποθετηθεί πολύ στενές σανίδες. Με μεγάλο λοιπόν φόβο και τρόμο, στηριζόμενος σέ ένα μακρύ ραβδί, περνούσα μέσα από αυτά τά νερά, βλέποντας έτοιμο τον θάνατο μπροστά στα μάτια μου.


Όταν πήγα για τελευταία φορά στον άγιο εκείνο γέροντα, περνώντας όλα εκείνα τά νερά, άρχισα να περνάω το τελευταίο επάνω στη σανίδα, ήταν δέ αυτό το ρυάκι φαρδύτερο και βαθύτερο. Δεν είχα φθάσει ακόμη στα μισά, και γλίστρησαν τά πόδια μου στη σανίδα, ή οποία ήταν πολύ γλιστερή, και έπεσαν στο νερό, το ένα από τη μια πλευρά της σανίδας και το άλλο από την άλλη. 

Και κάθισα επάνω στη σανίδα με μεγάλο φόβο και τρόμο, πιστεύοντας ότι αμέσως θα πέσω στο νερό και θα πνιγώ. Αλλά, ώ της άφάτου για έμενα πρόνοιας τού Θεού, πού δεν επέτρεψε να πεθάνω από αδόκητο θάνατο, παρά οικονόμησε να μην γλιστρήσω και με τά δύο πόδια από τη μια πλευρά γιατί αν γλιστρούσα από τη μία πλευρά, θα πνιγόμουν σ’ εκείνο το ρυάκι. Κατά θεία όμως οικονομία και το ραβδί έμεινε στα χέρια μου και δεν έπεσε στο νερό, διότι, αν μού είχε ξεφύγει, νομίζω ότι και έτσι θα μπορούσα να πνιγώ, αφού καθισμένος στη σανίδα δεν θα είχα πού να στηριχτώ. Επίσης χωρίς αυτό δεν θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου ούτε επάνω στη σανίδα. Δόξα λοιπόν τώ Θεώ πού τά οικονόμησε έτσι, ώστε ενισχυμένος με τη χάρη Του, έστω και με μεγάλο φόβο, στηριγμένος στο ραβδί, με βία κατόρθωσα να σταθώ στα πόδια μου επάνω σέ εκείνη τη σανίδα και να περάσω ασφαλώς στην αντίπερα όχθη.

Έφτασα στον γέροντα και με δάκρυα τον παρακάλεσα να μού δώσει ευλογία να μείνω μερικές ημέρες μαζί του, ώσπου ό Κύριος να με οικονομήσει κατά το θέλημά Του. Μού έδωσε την ευλογία του και έμεινα μαζί του, μή τολμώντας να τον πιέσω να με δεχτεί ώς υποτακτικό του, αφού ήταν πράγμα αδύνατο, αλλά με συστολή στεκόμουν μπροστά του, προσευχόμενος στον Κύριο να μου δείξει τις οδούς Του. Κάθε φορά πού ερχόμουν κοντά του για λίγες ήμερες, έκανα κατά δύναμη υπακοή σ’ αυτόν.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: