«Στὶς ἐφηβικές μου ἀναμνήσεις συνυπάρχουν τὰ πάρτι, ἡ ρὸκ
μουσικὴ καὶ ἡ γιαγιά μου. Γιὰ ἐκείνην, ἡ ρὸκ μουσικὴ δὲν ἦταν παρὰ ἕνας
κακότεχνος θόρυβος. Πάντως σεβόταν περισσότερο τὴν νεανική μας σύγχυση, ἀπὸ ὅσο
ἐμεῖς τὴν νηφάλια σοφία της. Ἤξερε ποὺ πηγαίναμε, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔμπαινε στὸν
πειρασμὸ νὰ ἀντιπαρατεθεῖ πρὸς ὅ,τι θεωροῦσε φυσικὸ γιὰ τὴν ἡλικία μας.
Σηκωνόταν, μᾶς φιλοῦσε, εὐχόταν νὰ περάσουμε καλά, κι ὕστερα προσέθετε νὰ ἔχουμε
τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά μας ἐκεῖ ποὺ θὰ εἴμαστε, καὶ ἂς κάνουμε ὅ,τι θέλουμε.
Μετὰ μᾶς σταύρωνε, εὐχόταν νὰ εἶναι ἡ Παναγιὰ μαζί μας, καὶ συμπλήρωνε
διστακτικά, σὰν νὰ μὴν ἦταν σίγουρη ἂν ἔπρεπε ἡ ὄχι νὰ τὸ ξεστομίσει, νὰ μὴν ἀργήσουμε,
γιατί θὰ προσευχόταν γιὰ μᾶς ὅσο λείπαμε καὶ δὲν ἄντεχε νὰ ξενυχτάει…
Τελειόφοιτός της Ἰατρικῆς, ἀφελῶς πεπεισμένος γιὰ τὴν
παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης, βρέθηκα στὴν Μονὴ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ. Ἔμεινα
μόνο λίγες μέρες στὸ μοναστήρι ἀλλὰ ἡ ἀνακάλυψη ὑπῆρξε συγκλονιστική. Οἱ μοναχοὶ
ζοῦσαν μὲ τὸν τρόπο τῆς γιαγιᾶς μου. Ἀναγνωριστικὰ σημάδια: τὸ κομποσχοίνι, τὸ ἀνεπιτήδευτο
χαμόγελο καὶ ἡ ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἑλλάδα πῆγα νὰ δῶ τὴ γιαγιά.
Μισοαστεία-μισοσοβαρὰ τῆς εἶπα κάποια στιγμή: «Τόσα κομποσχοίνια ἔχεις, δὲν θὰ
μοῦ δώσεις κι ἐμένα ἕνα;» Σοβάρεψε ἀπότομα. Σχεδὸν βούρκωσε. Πῆγε καὶ μοῦ ἔφερε
ἕνα κομποσχοίνι μεταξωτὸ καὶ εἶπε: «Πάρτο. Εἶναι τὸ δικό σου. Στὸ φυλάω τρία
χρόνια καὶ περίμενα πότε θὰ μοῦ τὸ ζητήσεις». Ἡ γιαγιά μου περίμενε νὰ γυρίσω ἀπὸ
τὰ πάρτι, ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, ἀπὸ.... τὸν λανθασμένο δρόμο. Ἐγώ, καὶ ὅσοι ἄλλοι
συμπεριλαμβάνονταν στὴν προσευχή της…
Λίγους μῆνες, πρὶν τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ ἐπίγεια, μὲ εἶχε
πάρει ἰδιαιτέρως καὶ μὲ αἰφνιδίασε πάλι. Σὲ ἕνα χαρτοκιβώτιο εἶχε μαζέψει μία
σειρὰ μὲ ὅλα τὰ λειτουργικὰ βιβλία. Μὲ τὴν ἴδια ἁπλότητα, πού μου ἔδωσε τὸ
«δικό μου» κομποσχοίνι, μοῦ ἄφησε ρητὴ ἐντολή: «Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς γίνει ἱερέας,
θὰ τὰ κρατήσει αὐτός. Ἂν ὄχι, θὰ βρεῖς κάποιο φτωχὸ ναὸ καὶ θὰ τὰ δώσεις ἐκεῖ»…
Στὴν κηδεία της πολλοὶ ἄγνωστοι ἐμφανίστηκαν καὶ μιλοῦσαν
γι’ αὐτὴν μὲ εὐγνωμοσύνη. Ὅπως ἐκείνη ἡ ἡλικιωμένη κυρία, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ γιαγιὰ
συνέχισε νὰ τὴν δέχεται στὸ σπίτι της, ὅταν ὅλοι τὴν ἀπέφευγαν. Καὶ αὐτό, γιατί
ἀπόκτησε ἕνα ἐξώγαμο παιδὶ λίγο μετὰ τὸν πόλεμο καὶ τὴν θεωροῦσαν πόρνη.
Διηγιόταν, ἀνάμεσα στὰ κλάματα, πὼς τῆς ἔχωνε τσάντες μὲ τρόφιμα κάτω ἀπὸ τὸ
παλτό, παρακαλώντας τὴν νὰ μὴν τὸ μάθει κανείς…».
Ἡ γιαγιά μου καὶ πολλοὶ ἄλλοι εὐλογημένοι παπποῦδες καὶ
γιαγιάδες ἀναπαύονται πιὰ ἐν εἰρήνη. Ἡ εὐθύνη γιὰ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο ἔχει
περάσει στὰ χέρια μας. Καλούμαστε νὰ καθρεφτίσουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν
παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἄφησαν καὶ νὰ προβληματιστοῦμε σοβαρὰ γιὰ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ
διαχειριστοῦμε τὴν πνευματική μας κληρονομιά.
Πρώτ. Ἀδαμάντιου Αὐγουστίδη, Ἀναπλ. Καθηγητὴ Θεολογικῆς
Σχολῆς Πᾶν/μίου Ἀθηνῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου