Από την παρουσίαση του βιβλίου στο οπισθόφυλλο:
«Με αφορμή αληθινές διηγήσεις
αναψηλάφησα βιώματα ανθρώπων, που άγγιξαν την ψυχή μου και χάραξαν την
προσωπική μου ζωή. Στάθηκα με σεβασμό απέναντι σε τραύματα του παρελθόντος, που
πλήγωσαν και δίχασαν τον λαό μας.
Με ενέπνευσε ο τρόπος ζωής καθημερινών
ανθρώπων, που έζησαν κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου και της προσφυγιάς, της
Κατοχής και του Εμφυλίου στην αφάνεια, αθόρυβα, με πνεύμα θυσίας και άθελά τους
βρέθηκαν να τους παρασύρει η δίνη της Ιστορίας.
Σ’ ένα άγραφο χαρτί ακούμπησα τις
σκέψεις μου με την ελπίδα να δώσω φωνή στην αντινομία της ιστορίας μας, που
κρύβει τόσο την αθωότητα όσο και την πονηριά. Το δίκαιο, που οραματίζεται ο
καθένας μας, μα και την αδικία, που κυριαρχεί γύρω μας. Τη μάχη για ελευθερία,
ιδίως σε εποχές που απειλείται από την τραγικότητα του πολέμου, και την πίστη
στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο».
Ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος:
Η Μαρία ακούμπησε τα ρούχα της πάνω
στα σκίνα κι έμεινε με τη μακριά, άσπρη πουκαμίσα της. Ξυπόλητη, με τα μαλλιά
λυτά να φτάνουν μέχρι τη μέση, πάει στ’ ακροθαλάσσι. Γυροφέρνει τη ματιά της να
δει μήπως κάποιος τη βλέπει. Η σκέψη ότι όλοι οι χωριανοί αυτές τις μέρες
ξημεροβραδιάζονται στ’ αλώνια, την καθησυχάζει. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται
είναι ο βόμβος των τζιτζικιών, όλη τη μέρα να την έχουν ξεκουφάνει. Δροσίζει τα
πόδια της στο νερό. Η θάλασσα αστραφτοκοπά και την προκαλεί για μια βουτιά. Τη
στιγμή, που ετοιμάστηκε να πέσει στα καταγάλανα νερά της, ένα σμάρι φωνακλάδες
γλάροι άρχισαν να γυροβολούν πάνω από το κεφάλι της. Κατεβαίνουν χαμηλά, σχεδόν
την αγγίζουν με τις φτερούγες της κι αυτή προσπαθεί να τους πιάσει. Χαρούμενη
γελάει και παίζει μαζί τους. Θυμάται πως δίπλα στα ρούχα της άφησε τη μεσάλα με
το ψωμί. Πάει να φέρει λίγο να τους ταΐσει.
Δεν πρόλαβε. Μέσα από τ’ αρμυρίκια πετάχτηκε
μια Γεωργία κατακόκκινη. Αρπάζει με βιάση τα ρούχα της και προσπαθεί να την
ντύσει.
– Τι έπαθες πάλι; Σε χτύπησε η ζέστη
και παραφρόνησες; την αποπαίρνει.
Εκείνη δεν μπορεί να ηρεμήσει την
αναπνοή της για να δώσει εξηγήσεις. Την πιέζει ο χρόνος.
– Κατεβαίνουν… Γερμανοί…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΙΓΓΟΠΟΥΛΟΥ
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα σε έναν
προσφυγικό συνοικισμό στη Νέα Κρήνη, δίπλα στη θάλασσα. Αυτή ήταν η πρώτη μου
φίλη. Μαζί της έπαιξα τα καλύτερα παιχνίδια. Τα καλοκαίρια τα περνούσα στην
Κασσάνδρα, από όπου κατάγεται η μητέρα μου. Ίσως γι’ αυτό το καλύτερό μου άρωμα
είναι η μυρωδιά της ελιάς και του πεύκου. Κάτω από τον ίσκιο τους περνούσα τις
ώρες μου διαβάζοντας, καθώς κάποιοι αγαπημένοι δάσκαλοι μου εμφύσησαν την αγάπη
για το βιβλίο και το γράψιμο.
Εδώ
και πολλά χρόνια ζούμε στην εξοχή, κοντά στο μοναστήρι, όπου εκοιμήθη ο άγιος
Παΐσιος ο Αγιορείτης. Όταν απέκτησα εγγόνια, θέλοντας από μικρά να τους χαρίσω
τη σοφία του αγίου, άρχισα να πλάθω ιστορίες με τα λόγια και τις συμβουλές του.
Έτσι προέκυψε και το πρώτο μου βιβλίο, Από την Εγώπολη στην Εσύπολη. Από τότε
το ένα βιβλίο έφερνε το άλλο. Μέσα στο πέρασμα του χρόνου πορευτήκαμε όλοι μαζί
ανταλλάσσοντας στιγμές μοναδικές και ιστορίες.
Τώρα, με αυτό το μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από
αληθινά γεγονότα, τολμώ μια ακόμη λογοτεχνική συνάντηση με όσους αγκάλιασαν με
αγάπη τα βιβλία
Για περισσότερες
πληροφορίες επικοινωνήστε με το τμήμα πωλήσεων των εκδόσεων Σταμούλη, 210- 52
38 305, sales@stamoulis.gr, www.stamoulis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου