Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 17 Αυγούστου 2025
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Ἁγιολαυριώτης, ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ, ὁ Θαυματουργός, ὁ Ἐλεήμων Γέροντας τῆς Νερατζιώτισσας †17-8-1967.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Ἁγιολαυριώτης, ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ, ὁ Θαυματουργός, ὁ Ἐλεήμων Γέροντας τῆς Νερατζιώτισσας †17-8-1967
Ἑορτάζει στὶς 17 Αὐγούστου καὶ στὶς 23 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε.
«Τῆς Λαύρας τό καύχημα Ἀμαρουσίου φρουρόν, ποιμένα κοσμήσαντα Φανερωμένης Μονήν, πιστοί, Ἀθανάσιον, δεῦτε ἐν εὐλαβείᾳ, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, ἴασιν νοσημάτων ἐξαιτούμενοι πίστει· οὖτος γάρ ἀνεδείχθη δοχεῖον τῆς χάριτος.»
Ὁ Πατέρας Ἀθανάσιος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Χαμακιώτης, γεννήθηκε τὸ 1891 σὲ ἕνα μικρὸ ὀρεινὸ χωριό των Καλαβρύτων, τὴν Τουρλάδα. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Κωνσταντίνα ἦταν ἄνθρωποι φτωχοί, ἁπλοῖ καὶ πολὺ εὐσεβεῖς. Ὁ Γεώργιος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ξεχώριζε γιὰ τὴ σύνεση, σεμνότητα, καλωσύνη του καὶ ἔδειχνε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν Ἱερωσύνη. Δεύτερο «Παπουλάκο» τὸν ὀνόμαζαν οἱ χωριανοί. Σὲ ἡλικία 15 χρόνων ἔγινε δόκιμος μοναχὸς στὴν Ἁγία Λαύρα, ὅπου μόναζε καὶ ὁ θεῖος του, Ἱερομόναχος Πατέρας Χαρίτων Ἀναγνωστόπουλος. Μετὰ ἀπὸ ἑπταετῆ δοκιμασία καὶ ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἱερατικὴ σχολὴ Ἄρτης, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1921 σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν πρεσβύτερος.
Τὸ 1931 ἦρθε στὴν Ἀθήνα γιὰ λόγους ὑγείας, ὅπου ὑπηρέτησε γιὰ λίγο στὴν Ἀνάληψη, τὴ Γλυφάδα, τὴ Μάνδρα καὶ τὸ 1936 διορίστηκε ἐφημέριος σὲ ἕνα πολὺ παλιὸ καὶ ὄμορφο ἐκκλησάκι, τὴν Παναγία τὴ Νερατζιώτισσα στὸ Μαρούσι. Ἐκεῖ ἔζησε μέχρι τὸ 1963. Τὰ τελευταῖα τέσσερα χρόνια τῆς ἁγίας του ζωῆς ἔζησε σὲ ἕνα μικρὸ μοναστηράκι, τὴν «Παναγία τὴ Φανερωμένη», ποὺ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος στὴ σημερινὴ Ροδόπολη (Μπάλα) Ἀττικῆς. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ τάφος του.
Ὁ Πατέρας Ἀθανάσιος, ὁ εὐλαβής, ὁ ἐλεήμων καὶ πολύπειρος πνευματικός, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17 Αὐγούστου 1967 πλήρης ἡμερῶν καὶ καλῶν ἔργων.
Ὑπῆρξε μία ὄντως ὁσιακὴ μορφή. Ἦταν ἄνθρωπος πολλῆς προσευχῆς. Ἡ ζωή του ἀναλώθηκε στὴ διακονία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ζοῦσε πραγματικὰ σ’ ἕνα παροξυσμὸ ἀγάπης καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του θὰ μποροῦσαν νὰ γράφουν τόμοι. Κυριολεκτικὰ ἔδινε τὰ πάντα.
Κοιμᾶμαι φτωχὸς καὶ ξυπνάω πλούσιος, ἔλεγε χαριτολογῶντας.
Λεφτὰ δὲν ἔχω καὶ χωρὶς λεφτὰ δὲν μένω.
Ἔλεγε γιὰ τὴν ἄξια τῆς ἐλεημοσύνης:
Παιδί, ξέρεις τί γίνεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη; Δίνει ὁ κόσμος κουρελόχαρτα καὶ ἀγοράζει παράδεισο!
Τὰ χρήματα δὲν ἤθελε οὔτε νὰ τὰ ἀγγίζει. «Αὐτὰ σταύρωσαν τὸν Χριστό», ἔλεγε συχνά. Δὲν εἶχε τίποτε ἐπάνω του. Μὲ τὸ ἕνα χέρι του τὰ δίνανε μὲ τὸ ἄλλο τὰ ἔδινε. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω περιστατικό.
Κάποια μέρα τον ἐπισκέφθηκε ἀπελπισμένη μιὰ χήρα γυναῖκα. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι θὰ τῆς ἔκαναν ἔξωση, ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ πληρώσει τὸ ἐνοίκιο. Ὁ Γέροντας τὴ συμπόνεσε, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχε καθόλου χρήματα.
Παιδί, τῆς εἶπε, δὲν ἔχω δραχμὴ στὴν τσέπη μου. Ὅμως μὴ φύγεις. Κάθησε ἔξω στοὺς πάγκους νὰ δῶ τί θὰ γίνει.
Ὁ εὐσπλαχνικὸς Γέροντας κατέφυγε μὲ πόνο στὴν προσευχή. Σὲ λίγο μιὰ εὐκατάστατη κυρία κατέφθασε καὶ τοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελο μὲ σεβαστὸ ποσό. Ὁ Γέροντας οὔτε ἄνοιξε τὸν φάκελο νὰ δεῖ πόσα χρήματα εἶναι. Φώναξε μὲ χαρὰ τὴ χήρα καὶ τῆς τὰ παρέδωσε. Ἡ γυναῖκα ἀνοίγοντας τὸν φάκελο ἔμεινε ἄφωνη. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ποσὸ ποὺ χρωστοῦσε στὸν ἰδιοκτήτη.
Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ π. Ἀθανασίου ἦταν τεράστιο. Γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τους πάσχοντας ἀδελφούς του, ἰδιαίτερα στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, συγκέντρωνε ροῦχα, τρόφιμα καὶ χρήματα. Ἕνας ἁπλὸς κουμπαρᾶς, τὸ «κιβώτιον τῶν πενήτων», ὅπως τὸ ὀνόμαζε, ἦταν τὸ φιλόπτωχο ταμεῖο του, ποὺ γέμιζε ἀπ’ τὶς προσφορές, κυρίως τὸ «δίλεπτο» τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Ὁ ἴδιος ἔτρεχε παντοῦ καὶ ἔκανε τὰ πάντα. Ὑπηρετοῦσε ἡλικιωμένους, παραλύτους. Ἦταν ὁ ἄγγελος παρηγοριᾶς τῶν ἐγκαταλελειμμένων φυματικῶν τῆς περιοχῆς. Τοὺς πήγαινε αὐγὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα καὶ ἔπαιρνε τὰ λερωμένα ροῦχα τους, τὰ ἔπλενε, τὰ σιδέρωνε καὶ τοὺς τὰ πήγαινε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Μαρούσι στὰ Μελίσσια. Καὶ ὅλα αὐτὰ «ἐν τῷ κρύπτω». Ὅσο ὅμως κι ἂν κρυβόταν, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε, πρὸς οἰκοδομῆ τῶν πιστῶν νὰ φανερώνονται οἱ πάμπολλες εὐεργεσίες του. Ἂν καὶ σίγουρα πολλὰ ἔμειναν κρυφά. Ὁ Γέροντας εἶχε στοργικὴ καρδιὰ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἔβλεπε ὡς ἀφορμὴ δοξολογίας. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴ φύση ἦταν ἔκδηλη.
Ἔλεγε στὰ πνευματικά του παιδιά:
Κοιτᾶξτε αὐτὸ τὸ λουλούδι! Τί καλλιτέχνημα! Μπορεῖ νὰ τὸ φτιάξει ἀνθρώπινο χέρι;
Γι’ αὐτὴ τὴ γεμάτη ἀγάπη καρδιὰ τῶν Ἁγίων, γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Καὶ τί ἐστὶ καρδία ἐλεήμων; Καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος».
Ἀκόμα καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του δὲν ξέχασε τὴν ἐλεημοσύνη. Ὅταν λίγες μέρες πρὶν τοῦ εἶπαν ὅτι ἦλθε ἡ σύνταξή του, ἀντέδρασε.
Γυμνὸς ἦρθα, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω. Δῶστε τὰ ὅλα.
Καὶ μερίμνησε νὰ δοθοῦν σὲ μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια στὴν Πεύκη.
Στὶς 16 Αὐγούστου, τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Γέροντας κάτι ψιθύριζε. Σὲ μιὰ στιγμὴ γύρισε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε:
Ἄ! ἔφυγε.
Ἡ μοναχὴ ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε τὸν ρώτησε ποιός τον ἐπισκέφτηκε, καὶ τῆς εἶπε:
Ἡ ἐλεημοσύνη, παιδί!
Καὶ τὶ τῆς εἴπατε;
Τῆς εἶπα: Ὅ,τι εἶχα τὸ ἔδωσα. Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο!
Ἡ ἐλεημοσύνη σίγουρα θὰ ἦταν ὁ καλύτερος πρεσβευτής του στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γράφει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος: «Μακάριος ὁ πολλοὺς εὖ ποιῶν πένητας• πολλοὺς γὰρ εὑρήσει συνηγόρους κρινόμενος». Δηλαδή, μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εὐεργετεῖ πολλοὺς φτωχούς, διότι ὅταν θὰ κρίνεται θὰ ἔχει πολλοὺς ὑπερασπιστές.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου