Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τρίτη 12 Αυγούστου 2025
Σήμερα μιλούσα με έναν αδελφό μοναχό απ’ το Άγιον Όρος.
Σήμερα μιλούσα με έναν αδελφό μοναχό απ’ το Άγιον Όρος.
Μια συνομιλία τηλεφωνική, μέσα στην ταπεινή καθημερινότητα της ώρας, κι όμως τόσο οριακή, που ένιωσα πως όλος ο κόσμος βρισκόταν για λίγο σε αναστολή, όπως συμβαίνει όταν δυο ψυχές συναντώνται ενώπιον μιας Αλήθειας που δεν ανήκει σε καμιά απ’ τις δύο.
Δεν ήταν εξομολόγηση, δεν ήταν διδασκαλία, ήταν εκείνο το ανείπωτο που στέκεται σαν πένθος επάνω στο πρόσωπο του κόσμου, μια αγωνία που δεν είναι πια ατομική, αλλά συλλογική, ενωμένη με τον ρυθμό της Γης και την ανάσα του Χρόνου.
Μου μίλησε χωρίς στόμφο, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς φόβο.
Κι όμως, μιλούσαμε για το πιο τρομακτικό: το βάθος μιας μεταβολής που έχει αρχίσει αθόρυβα να διαλύει τη δομή της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όχι ενός πολέμου. Όχι μιας καταστροφής φυσικής. Αλλά κάτι πιο λεπτό, πιο ανεπαίσθητο, πιο απόλυτο: μιας ακύρωσης.
Η ανθρωπότητα δεν απειλείται πια τόσο από πράξεις, όσο από λήθη, από την άρνηση να θυμηθεί ποια είναι, από το ότι έπαψε να είναι σε αναφορά.
«Δεν υπάρχει πια αποδέκτης», μου είπε.
«Όλοι μιλούν, αλλά δεν απευθύνονται. Όλοι ζητούν, αλλά όχι από κάποιον. Το Πρόσωπο έγινε Εικόνα, η Εικόνα έγινε δεδομένο, και το δεδομένο πλέον δεν σημαίνει τίποτα.»
Ένιωσα σαν να μιλούσε με τη φωνή όλων των Πατέρων, όλων των ποιητών, όλων των Αγίων που σιωπούν σε μια εποχή όπου το ουρλιαχτό της αυτολατρείας έχει καταπιεί το μυστήριο.
Του ανέφερα – διστακτικά – πως νιώθω πως κάτι τεράστιο πλησιάζει. Όχι ως γεγονός, αλλά ως ρήγμα. Ως κοσμολογική καμπή.
Μου απάντησε ήσυχα:
«Δεν θα έρθει με κραυγή ούτε μὲ προειδοποίηση. Θα ’ρθει ως συσκότιση. Ως ανικανότητα αναφοράς. Ως κατάργηση της προσδοκίας. Ο Κύριος έρχεται, αλλά δεν Τον περιμένουμε πια.»
Ο κόσμος γίνεται όλο και πιο φωτεινός, κι όμως αυτή η λάμψη δεν είναι θεϊκή. Είναι διαφάνεια χωρίς βάθος.
Η εποχή μας δεν έχει πλέον σκιά – γιατί τίποτα δεν είναι αρκετά αληθινό για να έχει σκιά.
Τα πάντα είναι ορατά, εκτεθειμένα, αναγώγιμα. Αλλά τίποτα δεν σώζει. Η κοινωνία της διαφάνειας είναι η κοινωνία της κόλασης, η ειλικρίνεια μετατρέπεται σε ανατομία του κενού.
Κι ο μοναχός το είπε με λόγια λιτά, φτιαγμένα από πείρα και μετάνοια:
«Η διαφάνεια είναι η πλάνη του σκότους. Δεν αφήνει τίποτα νὰ είναι πρόσωπο. Μόνο υπόλειμμα, λειτουργία, εικόνα.»
Σκέφτηκα τον Άγιο Μάξιμο:
«Ὁ μὴ ἔχων πόθον ἀληθείας, οὐκ ἔγνω Θεόν.»
Κι εμείς; Ποιον πόθο έχουμε πια;
Η επιθυμία έχει καταρρεύσει, όχι από στέρηση, αλλά από υπερκορεσμό.
Όπως λέει ο Lacan, όταν η επιθυμία ταυτιστεί με την κατανάλωση, παύει να είναι δημιουργική και γίνεται επαναληπτική.
Και τότε έρχεται η Μεγάλη Παραίτηση. Η αποστροφή προς το πρόσωπο. Η αντικατάστασή του από την οθόνη.
Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ το είδε νωρίς:
«Έρχεται εποχή όπου ο άνθρωπος δεν θα ξέρει γιατί να ζει, ούτε γιατί να πεθάνει. Και τότε, δεν θα είναι πια άνθρωπος.»
Και σήμερα αυτό αρχίζει να συμβαίνει. Όχι με πάταγο. Αλλά με σιωπή.
Η ζωή συνεχίζεται. Οι ναοί λειτουργούν. Τα ράφια γεμίζουν. Οι εικόνες κυλούν.
Κι όμως, κάτω απ’ αυτή την αέναη κίνηση, υπάρχει μια παγκόσμια ερημία.
Ο μοναχός δεν χρησιμοποίησε ούτε μία φορά τη λέξη «καταστροφή».
Μου είπε μόνο:
«Η δημιουργία αναστενάζει, όταν δεν βλέπει το πρόσωπο του ανθρώπου. Και ὁ Θεός ζητεί εκείνον που θα Τον αντικρύσει. Όχι εκείνον που θα Τον περιγράψει.»
Κατάλαβα πως το τέλος της Ιστορίας δεν θα έρθει με μια σύγκρουση, αλλά με μια αόρατη παραίτηση. Όταν πάψουμε να περιμένουμε. Όταν πάψουμε να ζητάμε. Όταν πάψουμε να προσευχόμαστε. Όχι από άρνηση, αλλά από απώλεια νοήματος.
Όπως λέει ο Άγιος Ζαχαρίας του Έσσεξ:
«Ὁ Θεὸς ἀπαντᾷ μόνο στὸν ὑπάρχοντα διάλογο.»
Κι εμείς πλέον δεν διαλέγουμε, μόνο ενημερώνουμε.
Δεν μ’ άφησε με φόβο. Μ’ άφησε με κάτι άλλο, πολύ πιο ακριβό. Μ’ ένα βλέμμα στο άγνωστο, γεμάτο πόθο.
Μου είπε:
«Αν ο Χριστὸς γυρίσει τώρα στη Γη, άραγε θα βρεθεί μια ψυχὴ που να χαρεί;»
Κι ύστερα σιωπή.
Αλλά αυτή τη φορά, όχι πένθιμη. Σιωπή ὡς ἔδαφος τοῦ θαύματος. Σιωπή πού γεννά.
Γιατί όσο κι αν βυθιζόμαστε στο κενό, όσο κι αν η εποχή φθείρει το πρόσωπο και εξορίζει τον Θεό από τον δημόσιο χώρο, πάντα θα υπάρχει ένας τόπος που θα σώζει:
το βλέμμα του ανθρώπου που επιστρέφει.
Όχι με θριαμβολογίες.
Όχι με θεωρίες.
Αλλά με ένα “Κύριε ἐλέησον” ψιθυρισμένο μέσα στο χάος.
Ένα δάκρυ, αόρατο στη διαφάνεια.
Ένα πρόσωπο που στρέφεται στο Φως.
Ένας παλμός, που επιμένει να περιμένει.
Κι εκεί, όλα ξαναρχίζουν.
Με τη σιγή.
Με το ψίθυρο.
Με την χάρη.
Με την υπόμνηση πως το μόνο που ζητά ο Θεός είναι ένα πρόσωπο να Τον αντικρίσει.
Κι αυτό αρκεί για να σωθεί ο κόσμος.
Καλό ξημέρωμα!
Μάνος Λαμπράκης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου