Από τις ομιλίες του πατρός Ευσεβίου Βίττη (Α Θεσσαλονικείς)
Ό αείμνηστος π. Ευσέβιος κήρυττε τον λόγο του Θεού, το απόγευμα της Κυριακής στο Σιδηρόκαστρο και μετά στην κωμόπολη Ηράκλεια. Με τις ομιλίες του παιδαγωγούσε εις Χριστόν, παρηγορούσε, εμψύχωνε. Ό λόγος του είχε ζωντάνια, ήταν χαριτωμένος με διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής, κυριολεκτούσε, ήταν ακριβής ερμηνευτής των αγιογραφικών και αγιοπατερικών κειμένων.
Κάποτε ενώ ομιλούσε, διέκοπτε από συγκίνηση, τόσο ήταν ευαίσθητος, συνέπασχε με όλους. Βάση των ομιλιών του ήταν ή πίστη στην πανταχού παρουσία του Θεού. Γι' αυτό πολλές φορές ξεκινούσε το κήρυγμα ψάλλοντας το «που πορευθώ από του Πνεύματος Σου και από του Προσώπου Σου που φύγω;.... και γάρ ή ,χείρ σου καθοδηγήσει με.... Αλληλούια», και έψαλλε και (άλλους ύμνους με εκείνη την απαλή, κατανυκτική σαν μικρού παιδιού απλή φωνή του. Ό π. Ευσέβιος ήταν (Συνδυασμός ευαισθησίας και δυνάμεως, στοργικός και αποφασιστικός μα και διακριτικός και ευγενής τόσο στα (θεωρητικά ζητήματα όσο και στις εκδηλώσεις της πρακτικής ζωής, γιατί ήταν τέλειος τεχνίτης, ξυλουργός, Κατασκευαστής.
Ήταν ένας «αξέχαστος άνθρωπος» όπως έλεγαν οι κάτοικοι του χωριού Φαιά Πέτρα πού τον είχαν για 30χρόνια σχεδόν στην περιοχή τους, στην τοποθεσία Κρυονέρι όπου ήταν το ερμητικό κελί του. Από τις ομιλίες του πού έκανε αναλύοντας την Α 'προς (Θεσσαλονικείς παραθέτουμε εκείνη πού αναφέρεται στο ΚΕΦ β', στίχ. 20.
«Υμείς γάρ έστε ή δόξα ημών και ή χαρά»
Τί είναι οι χριστιανοί για τον Απόστολο Παύλο; Είναι ή δόξα και ή χαρά του. Γιατί υπάρχουμε οι χριστιανοί; Υπάρχουμε για το τέλος. Υπάρχει μία αρχή, αλλά υπάρχει και ένα τέλος. Για τούς μη πιστούς υπάρχει μία αρχή πού έχει ένα τέλος: το τέλος του παρόντος. Για τούς πιστούς υπάρχει μία αρχή, υπάρχει ένα τέλος, πού είναι όμως ή αρχή χωρίς τέλος.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο πού κάνει τον Απόστολο Παύλο να χαίρεται. Διότι θα γίνει κρίσις. Ό Απόστολος Παύλος βλέπει τα έσχατα δεν μένει στο παρόν πού είναι περαστικό, αλλά στο μέλλον: «ουκ έχουν ώδε μηνούσαν πάλιν, αλλά την μελλουσών επιζητούμε».
Πάσχουμε όλοι από ομαδική αμνησία αδελφοί μου. Ξεχνάμε ότι δεν έχουμε μόνιμη κατοικία. Ό κόσμος αυτός θα τελειώσει κάποτε. Πρέπει να προσβλέπουμε στο τέλος.
Ή παρούσα ζωή είναι γεμάτη πόνο και θλίψεις. «Εν τω κοσμώ θλίψιν ήξετε», είπε ό Κύριος, και πρώτος αυτός σήκωσε το Σταυρό του μαρτυρίου από τότε πού γεννήθηκε μέχρι το τέλος πού πέθανε πάνω στον Σταυρό. Αλλά δεν ήταν το τέλος. Αυτή είναι ή διαφορά ως προς άλλους ηγέτες πού ήρθαν και είπαν πάρα πολλά αλλά εγκόσμια, όχι όμως για το τέλος το χωρίς τέλος.
Θα 'ρθή, λοιπόν, ή ώρα του θανάτου, ή ώρα πού περίμενε ό Απόστολος Παύλος πού επιθυμούσε το τέλος: «επιθυμιών έχω εις το αναλύσει και συν Χριστώ είναι». Ό σκοπός της ζωής μας είναι ό Χριστός, ή εγκόλπωση του Χριστού μέσα μας, ή ένωση μαζί Του. «Εγώ εν αυτούς και σι εν ωμοί, ίνα ώση ...εν», είπε ό Κύριος... Να είμαστε ένα, μια ενότητα ακατάλυτη.
Τώρα είμαστε διηρημένοι σε άτομα.
Τότε θα είμαστε πρόσωπα. Πρόσωπο προς πρόσωπο προς τον Κύριο και ή προσωπικότης του Κυρίου θα αντανακλά σε μας και θα γινόμαστε ολοένα πρόσωπα, δηλαδή υπάρξεις άγιες, ελεύθερες, πού θα έχουν σκοπό την ενότητα με τον Θεό. Θα ενωνόμαστε πάντοτε αενάως, θα τον αγαπούμε χωρίς να χορταίνουμε από την αρχή, θα είναι μία διαρκής ένωση πού ποτέ δεν θα έχει τέλος γιατί θα τελεύονται συνεχώς, θα είναι μία κίνηση συνεχής...
Μια δημοσιογράφος κάποτε έγραφε - τί θα κάνουμε στην αιωνιότητα; Πώς θα περνάμε; Θα έχει πολλή ανία! Ω ευλογημένη! Δεν ξέρεις τί θα πει Χριστός! Όσοι έχουν ζήσει κάποια οράματα, κάποιες επικοινωνίες με τον Κύριο δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή χαρά πού ένοιωθαν. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε με γήινες προοπτικές και γήινα μέτρα τί θα πει Χριστός. Όσοι τον έχουν ζήσει τον Χριστό, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής του παρόντος βίου, αυτοί ξέρουν τί σημαίνει ένωση με τον Χριστό, τί σημαίνει να αγαπάμε τον Χριστό. Αυτοί οι γυμνόποδες, οι ρακένδυτοι, στερημένοι των πάντων άγιοι ερημίτες, πού ζούσαν όμορφα με τον Χριστό και δεν τούς ένοιαζε τίποτα.
Ό Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, πού έλιωνε το χιόνι στα πόδια του και δεν ένοιωθε τίποτα... άλλοι στο Άγιων Όρος, ο Άγιος Μάξιμος ό καυσοκαλυβίτης. Πώς ζούσαν; Μεσα σε απέραντη στέρηση, αλλά με την παρουσία του Χρηστού και της Παναγίας.
Έχουμε καταντήσει σε μεγάλη τυπικότητα και μένουμε στα εξωτερικά στοιχεία. Ξεχνάμε ότι ο χριστιανισμός η πίστη μας είναι ο έσω άνθρωπος, ο εσέ κόσμος, η ένωση με τον Κύριο, η διαρκής αγάπη για τον Κύριο, Ράλλη αγάπη που ένοιωθε ο απόστολος Παύλος για τον Κύριο, που έλεγε το όνομα Ιησούς και έλιωνε από αγάπη και χαρά.
Έτσι λοιπόν θα έρθει η στιγμή που θα φύγουμε, λέει ο Απόστολος Παύλος τότε θα είστε η δόξα και η χαρά μου, και τότε χαίρω αλλά δεν μπορώ να σας έχω όλους μαζί.
Τότε όμως θα σας έχω όλους μαζί, θα είμαστε πάντα μαζί και θα αποτελείτε τα διαπιστευτήρια μου για ότι έκανα, για τόσες ψυχές που έχω σώσει. Είναι πρόσφορα καταπληκτική αυτή που έκανε ο Απόστολος Παύλος.
Οι δε πιστοί τον βλαστήμησαν, τον αγνόησαν, τον περιφρόνησαν, τον έβρισαν, απέσχον από την σχέση του με τον Κύριο.
«Δεν υπάρχει Χριστός», όπως δεν υπάρχει και για την στρουθοκάμηλο ό εχθρός πού έρχεται. Όσο και αν κλείσουμε τα μάτια ό Χριστός υπάρχει, ό Θεός υπάρχει, ή αθωνίτης υπάρχει, όσο και αν την αγνοήσουμε.
Όταν ξεκινώντας από το φτωχό μου κελί τον χειμώνα, και έχει χιονίσει, βλέπω πάνω στο χιόνι πηδήματα από ποντίκια, ίχνη από λύκους, από ανθρώπους. Δεν βλέπω ούτε άνθρωπο, ούτε ζωντανό και όμως ξέρω ότι πέρασαν... είμαι βέβαιος ότι κάποιοι πέρασαν. Τα ίχνη λοιπόν των ζώων μαρτυρούν την ύπαρξη τους, κάπου είναι κρυμμένα... Ό Θεός είναι ό κρυμμένος Θεός. Deus abcoditus... Υπάρχει Θεός πού κανείς δεν βλέπει ούτε άγγελοι, γιατί είναι απολύτως άυλος και αόρατος, αλλά πιο υπαρκτός απ' όλα τα υπαρκτά. Γιατί αν υπάρχουν και αυτά υπάρχουν χάρη στην ύπαρξη του Θεού.
Ό Απόστολος Παύλος λέει, τότε πιστοί και άπιστοι θα κριθούμε «τούς γάρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ϊνα κομίσηται έκαστος τα διό του σώματος ά έπραξε είτε αγαθόν είτε κακόν».
Όταν προσπαθήσουμε να ζήσουμε με την προοπτική του τέλους πού είναι ή αρχή μας, με την προοπτική της αιωνιότητες πού είναι ό πόθος μας, τότε θα παρηγορούμε στις πιο μεγάλες θλίψεις, στις πιο μεγάλες εγκαταλείψεις, σε όλα πού κάνουν τούς ανθρώπους να είναι πονεμένοι, να δυστυχούν, να μην ξέρουν τί τούς γίνεται.
Παρ' όλες τις προσδοκίες της επιστήμης, της ιατρικής, μαθαίνουμε π.χ. αν κάποιος έβηξε στο άκρο της γης, το μαθαίνουμε πριν από τούς γείτονες του, εν τούτοις όλα κάνουν καταστάσεις αβεβαιότητος, πόνου, ανασφάλειες, αιματοχυσίες, κακότητες, διαφθοράς, εγκληματικότητας.
Τότε θα αποκατασταθεί ή τάξις, όχι τώρα. Όσο να μιλούν περί παγκοσμιότητες, και περί ισοπεδώσεως των πάντων, τίποτα δεν θα γίνει, και αν γίνει, τίποτε καλύτερο δεν θα προκύψει. Θάνατος, θάνατος ψυχικός πρώτα και θάνατος κάθε άλλου είδους, ίσως καταστροφή ολική.
Ό Απόστολος Παύλος λέει ότι «είστε χαρά και δόξα μου».
Εμείς οι κληρικοί, πού έχουμε το ιερό σχήμα και υποτίθεται ότι μάς έχει δώσει ό Θεός μία κλήση, θα πρέπει να βλέπουμε ως χαρά και δόξα τούς πιστούς αδελφούς μας, τούς οποίους ήλθαμε να διακονήσουμε, όχι να άρχουμε, δεν είμαστε εκείνοι, οι όποιοι έχουμε πάνω τους εξουσία να διατάσσουμε, δεν είμαστε υπάλληλοι, είμαστε διάκονοι... χαρά και δόξα μου είναι κάθε πιστός. Αυτό πού έλεγε ό Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, ή χαρά μου ή άνάστασίς μου, πόσο το αγνοούμε αδελφοί μου!
Χαρά και δόξα είσαι και σι σύζυγε της συζύγου, και σι σύζυγε του συζύγου και ούτω καθεξής. Χαρά και δόξα ό πατέρας και ή μάνα των παιδιών, όχι γιατί πήραν βραβεία ή διακρίσεις, άλλα διότι ό κοινός αγώνας και ό μόχθος τους τότε θα φανεί, μη το ξεχνάμε, εκεί θα δούμε την ικανοποίηση.
Λέω κάποτε κάτι ίσως βάρβαρο πολύ, άλλα είναι μία πραγματικότητα πού ζει κανείς και κλαίει! Όταν γεράσεις εσύ πατέρα και μητέρα, με το πνεύμα πού υπάρχει σήμερα των παιδιών θα δηχθείς ένα... δώρο. Τί; Μια κλωτσιά δυνατή, πού θα σε πετάξει μακριά. Τότε αν θα πεις το περίμενα δεν θα πονέσεις τόσο πολύ. Αν δεν στην δώσει (την κλωτσιά) θα πεις -Δόξα τω Θεώ... Το είπε αυτό ό Απόστολος Παύλος για τα τέκνα πού «έσονται... γνεύσαν απειθείς». Τέτοια απείθεια τέτοια σκληρότητα, μα τόσο κοπιάσαμε και δεν υπάρχει αναγνώριση, λένε οι γονείς...
Βέβαια όλα τα παιδιά δεν είναι αγνώμονα, όμως γενικώς αυτό ισχύει.
Ό Απόστολος Παύλος μάς καλεί να γίνουμε με κάθε τρόπο μιμητές του... Να νοιώθουμε τον πλησίον μας, τον γείτονα μας χαρά μας και δόξα.
Όχι να είναι ό χειρότερος εχθρός μου ό γείτονας, να πετάει αυτός τα σκουπίδια του στην αυλή μου κι εγώ στην δική του...
Ας παρακαλέσουμε το Θεό να μάς δώσει αυτό το πνεύμα να είμαστε χαρά και δόξα ό ένας για τον άλλον.
Όταν συμβαίνει αυτό, όταν έχουμε αυτό το πνεύμα να ξέρουμε ότι ακολουθώντας τον Χριστό, θα ακολουθήσουμε τον πόνο. Μαζί με τον Χριστό, ό πόνος είναι γλυκός. Θα χρειαστεί να κλάψουμε μαζί με το Χριστό και ό Χριστός έκλαψε. Θα χρειαστεί να πονέσουμε μαζί με τον Χριστό, να άρουμε τον σταυρό, να σταυρωθούμε μαζί Του. Δείτε και συσταυρωθώμεν, λέει ένας ύμνος... και εμείς μαζί Του!
Ό Κύριος έχυσε το αίμα του εμείς θα χρειαστεί να χύσουμε ποταμούς ιδρώτας από αγάπη γι' Αυτόν. Θα προσφέρω την καρδιά μου, ότι έχω... ότι είμαι...
Ό Κύριος όμως συγχώρεσε. Να συγχωρούμε και εμείς. Πώς να μη θυμηθούμε την Δούκισσα Ελισάβετ της Ρωσίας πού, όταν την πετούσαν σ' ένα μαύρο, κατάμαυρο φρέαρ, 80-100 μέτρα βάθος, από ένα άχρηστο μεταλλείο, να την εξαφανίσουν γιατί ήταν αγία, ή τελευταία της φράση ήταν «Πάτερ, υφές αυτούς ου γάρ Χοϊδάς τί ποιούσε».
Το διαβάζει κανείς και κλαίει από μεγάλη συγκίνηση... θα 'ορθή ή ώρα αυτή.... Ό Κύριος πρόσφερε το πάν. Ότι είχε ήταν πολυτιμότερο από όλο το Σύμπαν. Δεν αποτιμάται ή προσφορά του Κυρίου. Και εγώ θα πρέπει να προσφέρω ότι έχω, ότι είμαι με την καρδιά μου. Όχι ότι το έχει ανάγκη, άλλα είναι ή απόδειξη της μεγάλης αγάπης προς Αυτόν. Στο κάτω-κάτω τί του προσφέρουμε; Όλα δικά Του είναι «Τα σα εκ των σων σοι προσφερόμενο, κατά πάντα και διά πάντα». Δεν έχουμε δικό μας τίποτε, τα ιδιοποιούμεθα και τα προσφέρουμε στον Κύριο... Σαν ένα μικρό παιδί πού μαζεύει ότι του δίνουν οι γονείς του σ' ένα κουμπαρά.
Και κάποτε τα δίνει στους γονείς του και τούς χαροποιεί... Αν οι γονείς τα είχαν στο πορτοφόλι τους δεν θα είχαν τέτοια χαρά.
Έχει λοιπόν, στεφάνους το μέλλον. Άλλα έχει και ό παρόν καιρός. Μην τα παρουσιάζουμε τόσο μελαγχολικά και δύσκολα. Και τώρα έχουμε χαρά.
Τη στιγμή πού γνωρίζουμε τον Χριστό, δεν φοβόμαστε τίποτα, δεν λυπόμαστε για τίποτα. Χαιρόμαστε χαρά μεγάλη. Πώς να ξεχάσω την γιαγιά Μαριδούλα, μια πάμφτωχη, πού ήταν συγγένισσα με όλο το χωριό μας. Πριν 50 χρόνια, την είχα ρωτήσει:
-Πώς περνάς γιαγιά; -Δόξα τω Θεώ.
-Πώς τα βγάζεις πέρα; (έπαιρνε 600 δραχμές το μήνα, τότε πού οι υπάλληλοι έπαιρναν 2 με 2μισι χιλιάδες το μήνα).
-Να, το 1/3 το δίνω για το λάδι του Χριστού και της Παναγίας. Το 1/3 το δίνω για τούς φτωχούς (μα υπάρχει γιαγιά φτωχότερη από σένα; Πώς, πώς, παιδάκι μου....).
Ε! και το 1/3 για το αλεύρι και το αλάτι μου. Όταν αρρωστήσω, τρώω δύο φέτες ψωμί και γίνομαι καλά. Αγαπούσε όμως πολύ το Χριστό τόσο πού, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό και άδειασε το χωριό, έχαιρε εν μέσω φόβου και τρόμου, δεν φοβόταν, προσευχόταν και δεν έφυγε απ' το χωριό. Και όταν ξαναχτίστηκε το χωριό, έρχονταν και έδιναν χρήματα σ' αυτήν την απένταρη για να χτιστούν οι Εκκλησιές.... Τώρα γίναμε όλοι μακροχέρηδες! Μια σειρά Ελλήνων βλέπω, με τα χέρια 500, 200 μέτρα μήκους, καταντήσαμε να μην έχουμε εμπιστοσύνη ό ένας στον άλλον. Θα βλέπουμε λοιπόν οποιονδήποτε άνθρωπο ως χαρά και δόξα μας, όποιος και να είναι, άλλωστε το είπε ό Κύριος, «αγαπάτε τούς εχθρούς ημών» έστω και αν αυτός δεν το αναγνωρίζει αυτό.
«Διό μακέτα στέφοντες ευδοκήσαμε καταλειφθούνε εν Αθήναις μόνοι...», επειδή λοιπόν δεν αντέχαμε να είμαστε χωρισμένοι από σάς, προτιμήσαμε να μείνουμε μόνοι στην Αθήνα, και στείλαμε τον Τιμόθεο τον αδελφό μας και διάκονο του Θεού και συνεργάτη μας στο ευαγγέλιο του Χριστού για να σάς στηρίξει, και να σάς παρηγορήσει, και να σάς ενισχύσει στην πίστη σας, ώστε να μην κλονίζεται κανείς στις θλίψεις αυτές πού έχετε και πού σάς περιμένουν (Α' Θεσ. κεφ. γ' στίχ. 1-3).
Ή διαρκής φροντίδα του Αποστόλου Παύλου ήταν ή χαρά των άλλων. Έτσι, θυσιάζει την άνεση του, την παρουσία του Τιμοθέου, αγαπητού αδελφού και τέκνου, πού θα τον παρηγορούσε σε μία ξένη χώρα, όπως ήταν ή Αθήνα και πού ξέρουμε τί υποδοχή του έγινε, τί του είπαν οι σοφοί. Τί λέγει αυτός ό σπερμολόγος πού λέγει παράξενα πράγματα, «ακουσόμεθά σου και πάλι...».
Ό Απόστολος Παύλος δεν ζούσε για τον εαυτό του, ζούσε για τούς άλλους και μπορούσε να υπομένει τα πάντα χάριν των άλλων, οποιαδήποτε στέρηση, προσφέρει τη θυσία αυτή και λέει: «κατελήφθημεν μόνοι, μόνος θέλει να πει, στην Αθήνα. Στην μοναξιά, σε μια ξένη χώρα, άγνωστος. Ας μείνουμε στη λέξη μόνοι.
Ό Απόστολος Παύλος δε φοβόταν την μοναξιά. Ό σημερινός άνθρωπος φοβάται την μοναξιά, δεν μπορεί να μείνει μόνος. Φοβάται και στις πολυάνθρωπες πόλεις, και στα χωριά και στην έξοχη... ένα περίεργο γεγονός: αφοί πάς αδελφέ μου στο δάσος γιατί δεν παρατάς το κινητό, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση; Πήγαινε να αφουγκραστείς την μοναξιά!
Ν' ακούσεις το θρόισμα των φύλλων, το τραγούδι των πουλιών, το ρυάκι το κελάρη-στο, ν' ακούσεις πώς περνά ό αέρας απ' τα δένδρα και τα καθαρίζει και τα ανανεώνει και τα κάνει να τραγουδούν στο πέρασμα του, όταν δεν είναι άγριος και ευφωνικός, άλλα είναι αύρα απαλή πού εικονίζει το Θεό.
Φοβάται ό άνθρωπος να μείνει μόνος διότι δεν υπάρχει ό Χριστός. Ό πιο μεγάλος ερημίτης δεν είναι μόνος.
Ρωτούν πολλοί. Πώς περνάς χωρίς τηλεόραση; Και εσείς πώς περνάτε χωρίς μοναξιά; Χωρίς ησυχία;
Να δούμε λίγο τη μόνωση, την ησυχία, την ηρεμία, την σιωπή πού είναι ένα μεγάλο μάθημα για να το μάθουμε....
Στον κόσμο δεν μπορούμε να ησυχάσουμε, χωρίς να αρχίσει ένας ποταμός λόγων. Ακόμη και σε χώρους σιωπής, όπως είναι οι Εκκλησίες, δεν ησυχάζουμε... ακούει κανείς ένα μουρμουρητό σα να πρόκειται περί παθούσης αγοράς, πού έλεγαν οι παλιοί (πριν ν' αρχίσει ή λειτουργία δεν λέω όταν αρχίσει!).
Ή σιωπή είναι το αντίθετο του λόγου. Ό άνθρωπος είναι λογικό όν. Ό εσωτερικός λόγος γίνεται και έναρθρος λόγος, ομιλία. Κάποτε όμως ή ομιλία καταντά λόγος ασταμάτητος, φλυαρία, πού κουράζει. Είναι λόγος κενός, όχι εποικοδομητικός, χωρίς περιεχόμενο, όχι λόγος πλούσιος, ποτισμένος από θείο Πνεύμα.
Ό λόγος είναι χάρισμα. Ενίοτε όμως γίνεται βάσανο, ώστε να λένε, μα δε σταματά αυτός ό άνθρωπος; Καιρός του λαλιών, καιρός του σιγάν. Ποιος είναι αυτός ό καιρός;
Δύσκολο να το προσδιορίσουμε. Ας δούμε όπως μάς το λένε στους λόγους τους οι Άγιοι Πατέρες, πού έζησαν στην αθόρυβα, στη σιωπή και ας πάρουμε μαθήματα.
Γνωρίζω, δεν είναι εύκολο να ζει κανείς σε μια πολυκατοικία, χωρίς ηχομόνωση και ιδίως το καλοκαίρι, όταν είναι ανοιχτά τα παράθυρα και ή τηλεόραση στην διαπασών, όταν έχεις μωρά, πού είναι σαν κουρντισμένες μηχανούλες πού τρέχουν εδώ και εκεί, είναι δύσκολο να βρούμε ησυχία.
Όμως υπάρχουν τρόποι. Να βρούμε τρόπους να μάθουμε στη σιωπή, τέτοια πού θέλει ό Κύριος.
Δεν εννοούμε όμως τις περιπτώσεις πού σωπαίνουν μερικοί όταν είναι παρεξηγημένοι, όταν μαλώνουν, όταν θυμώνουν, όταν ζηλεύουν και είναι πικραμένοι, όταν πονούν πολύ, όταν φοβούνται, όταν αντιπαθούν, όταν ετοιμάζουν δόλιους σκοπούς κρυφά και δεν μιλούν. Αυτές οι περιπτώσεις σιωπής δεν αποτελούν αρετή.
Αρετή αποτελεί ή σιωπή εν λόγω, όπως λένε οι πατέρες. Ή σιωπή είναι πνευματική, αυτή πού αρχίζει από έσω προς τα έξω. Αν δεν είναι σιωπηλό το έσω, ό εσωτερικός άνθρωπος, ό εσωτερικός κόσμος, αν υπάρχει ή ζάλη των παθών, ή φιλαυτία, ή φιλαργυρία, ό φθόνος, ή πλεονεξία δεν μπορείς να ησυχάσεις. Θα σε τρώνε το εσωτερικό σου...
Όταν υπάρχει εκδικητικότητα, όταν νομίζεις ότι σε παρεξήγησαν, ότι σε συκοφάντησαν οι άλλοι, τότε θα μιλάς συνέχεια, ανακατεύεσαι, πάς να φωνάξεις.
Ή πνευματική σιωπή είναι αρετή πού μάς βοηθά σε μία ισόρροπη χρήση του λόγου του έναρθρου και του μη λόγου της ησυχίας.
Ή σιωπή είναι ευκαιρία να μιλήσει κανείς με τον εαυτό του. Δεν μάς δίνεται ή ευκαιρία αυτή αδελφοί μου και δεν βρίσκουμε ευκαιρία να δούμε ποιοί είμαστε.
Αυτός είμαι, αυτή είμαι, παρουσιάζω αυτά και αυτά, να το δώ όμως με ησυχία, όχι βιαστικά, δεν έχουμε καιρό να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας. Γι' αυτό και ή εξομολόγηση, πού πάμε να καταθέσουμε τον εαυτό μας στον Κύριο με μάρτυρα τον πνευματικό, είναι πολύ πτωχή, δεν δίνει καρπούς, διότι δεν έχουμε μάθει την εσωτερική σιωπή.
Τί λένε οι Άγιοι πατέρες;
Ή σιωπή προϋποθέτει άσκηση. Ή άσκηση προϋποθέτει μόνωση. Που θα βρούμε όμως μόνωση; Όταν στις πόλεις πού ζούμε δεν παύει ό θόρυβος; Και όμως, εάν δεν μπορούμε να έχουμε σιωπή διάρκειας, όπως ένας ερημίτης, μπορούμε να έχουμε ζώνες σιωπής. Να βάλουμε στο πρόγραμμα μας, ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά, και να πούμε τώρα δεν μιλάμε.
Όταν λείπουν τα παιδιά, να ησυχάσουμε, να κλείσουμε τηλεοράσεις πού είναι εισβολείς στα σπίτια μας, πού δείχνουν έλλειψη σεβασμού στον άνθρωπο. Ή τηλεόραση τον γοητεύει τον άνθρωπο, τον διαφθείρει.
Γιατί πώς να γεμίσεις ένα 24ωρο πρόγραμμα, κάθε μέρα. Γεμίζει με σαπίλα και αθλιότητα, με εξαιρέσεις κάποια καλά κάπως προγράμματα. Είναι ό εχθρός πού μάς διαφθείρει και πληρώνουμε και από πάνω μέσω ΔΕΗ, πληρώνουν και αυτοί πού δεν έχουν τηλεόραση!
Να βρούμε λοιπόν ζώνες σιωπής, όσο μπορούμε, στον στοιχειώδη βαθμό. Ας δούμε τί λένε λοιπόν οι πατέρες.
Ό Όσιος Νικήτας Στηθάτος γράφει: «ή μη απασχόληση με ανθρώπινα γεγονότα και πράγματα είναι πνευματική ησυχία».
Βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα γεγονότα της ημέρας, π.χ. αυξάνει ή τιμή του πετρελαίου, πώς θα περάσουμε το χειμώνα τουρτουρίζοντας απ' το κρύο; Πώς θα κάνουμε δύο ώρες διαδρομή μέχρι να πάμε στη δουλειά μας... Όμως για να συγκεντρωθούμε στον εαυτό μας, θα τα διώξουμε όλα...
Αυτή ή ησυχία ελευθερώνει την ψυχή από τα δεσμά των αισθήσεων και τα πάθη και μεταστρέφοντας τις δυνάμεις της ψυχής την ανακαλεί στο κατά φύσιν, βοηθά λοιπόν στο κατά φύσιν, δηλαδή να είμαστε όπως μάς έκανε ό Κύριος.
Ζούμε στο παρά φύσιν, τείνουμε στο κατά φύσιν για να φθάσουμε με την χάρη του Θεού στο υπέρ φύσιν πού ξεπερνά αυτό πού είμαστε.
Ή ησυχία είναι πού βοηθά στην καρποφορία ακόμα και τα δέντρα. Τα δέντρα καρποφορούν από κάτω, απ' τις ρίζες, όχι από πάνω. Οι ρίζες είναι χωμένες κάτω, εισχωρούν στο βάθος της γης. Εμείς ως δέντρα πνευματικά είμαστε φυτεμένα, άλλα ανάποδα, οι ρίζες μας είναι στον ουρανό από κει παίρνουμε δυνάμεις για να καρποφορούμε ή δεν καρποφορούμε. Για να απελευθερωθούμε από τα αισθητά πρέπει να ησυχάσουμε, να αποτραβηχτούμε, να κλείσουμε τα μάτια μας, να δούμε τον εαυτό μας, να βρεθούμε ακόμη σ' ένα φυσικό χώρο... να χαρούμε τη φύση όσοι μένουμε έξω από τις πόλεις, να την απολαύσουμε με την ησυχία της.
Άλλος άγιος λέει: «ή ησυχία είναι κατάσταση του νου, γαλήνη εσωτερικής ελευθερίας, ψυχής πού αγάλλεται, ψυχής πού δεν ταράσσεται με τίποτα. Είναι ή βαθύτερη γνώση του μυστηρίου του Θεού, είναι συντροφιά με τον Θεό, ομιλία με τον Θεό, ένωση και στενός δεσμός με τον Θεό».
Αν δεν υπάρξει αυτό τότε τίποτα δεν κάνουμε, δηλαδή ή ησυχία δεν είναι απλώς εξωτερική, άλλα εσωτερική. Αλλιώς έχουμε κενό πού πρέπει να το συμπληρώσουμε. Όταν δεν υπάρχει ό εσωτερικός δεσμός με τον Κύριο, ή ησυχία είναι ίσως κάτι το ανόητο για πολλούς.
Ό Όσιος Θαλάσσιος λέει: «κλείσε τις αισθήσεις σου στο φρούριο της ησυχίας, για να μην δημιουργούν περισπασμούς σε μάς απ' τις επιθυμίες μας, δηλαδή γίνεται κατάπαυση των ακαταπαύστων επιθυμιών».
Ό Άγιος Βασίλειος λέει: «Άφησα στη ζωή μου τις σχέσεις μου με τον κόσμο, γιατί είναι αφορμή για μύρια κακά, άλλα δεν μπόρεσα να εγκαταλείψω τον εαυτό μου». Πράγματι, αν βρεθούμε στην αγορά πού έχει θόρυβο πολύ, ακόμη και αν γυρίσουμε στο σπίτι μας, αντηχούν στα αυτιά μας οι θόρυβοι, για αυτό πρέπει να είναι συνεχής ή προσπάθεια της ησυχίας.
Ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος λέει: «Υπάρχουν περιπτώσεις πού ή σιγή ωφελεί πιο πολύ από τα λόγια, όπως και το αντίθετο.
Δηλαδή κάποτε θα μιλήσεις, όταν π.χ. πρόκειται να σώσεις κάποιον, θα κόψης την σιωπή». «Είναι ανώτερος όποιος κρύβει την μωρία του από εκείνον πού κρύβει την σοφία του». Πολλοί λένε τόσο ανόητα πράγματα, θέλοντας να κάνουν τον σοφό. Μη λες τίποτα, σιώπα.
«Καλούς απογόνους κάνει ή καλή ησυχία: εγκράτεια, αγάπη, καθαρή προσευχή».
Τί θα πι καθαρή προσευχή; Είναι ή προσευχή χωρίς λογισμούς, χωρίς περισπασμούς. Πάω π.χ. να πω το Πάτερ ημών (και σκέφτομαι το ενοίκιο), ...«εν τοις ουρανοίς (σκέφτομαι τη ΔΕΗ... τί είπε ή γειτόνισσα και ταράσσομαι κ.τ.λ.)... Πάει ή προσευχή! Πάει το Πάτερ ημών! Πάει ή ησυχία! Μην κάνω προσευχή άφοϋ έχω αναστατωθεί, πρέπει πρώτα να ησυχάσω. Σ' ένα σπίτι δεν πάμε αμέσως στο δωμάτιο. Περνάμε απ' τον διάδρομο, από ένα προθάλαμο πρώτα. Για όλα χρειάζεται προπαρασκευή, πόσο περισσότερο στην προσευχή.
Αν δεν είμαι ήσυχος, έτοιμος, ας πάρω ένα βιβλίο πνευματικό, να ετοιμαστώ και μετά να μιλήσω με τον Θεό.
Γνωρίζω ότι είναι δύσκολα τα πράγματα, πού να βρεις σιωπή, όταν τα παιδιά έρχονται από το φροντιστήριο 10-11 ή ώρα και είσαι κατάκοπος, πώς να ετοιμασθείς; Δύσκολα....
Αλλά ή σιωπή είναι δώρο.
Και ό Θεός θα μάς το δωρίσει, θα μάς βοηθήσει. Όταν πάς στην δουλειά σου με το αυτοκίνητο και θές 1-2 ώρες κάποτε, και υπάρχουν στάσεις πολλές, μην εκνευρίζεσαι, έκμεταλλέψου αυτές τις στάσεις. Οι στατιστικές μάς λένε ότι πολλοί παθαίνουν καρδιολογικές παθήσεις από την ανησυχία τους, άντε, πότε θα φθάσω; Πατάνε κλάξον, εκνευρίζονται. Κάνε αυτό πού έλεγε ένας επιφανής νέος υμνογράφος «εκμεταλλεύομαι το κόκκινο φώς στις υποχρεωτικές στάσεις και ότι ιδέες έρχονται για να γράφω ύμνους τις σημειώνω πρόχειρα και μετά τις αναπτύσσω».
Δεν μπορώ να προσευχηθώ; Ας κάνω προσευχή, είναι ανάγκη να μουντζώνω τούς άλλους, να εξεγείρομαι); Ας μην αγανακτώ, αφοί είναι αναγκαίο κακό. Όμως θα μου πείτε κάθε οικογένεια, έχει 2-3 αυτοκίνητα... Να πάρουμε ελικόπτερο; Μα και αυτά συγκρούονται δυστυχώς - όπως το Σινούκ!
Άλλα με τη χάρη του Θεοί θα βρούμε στιγμές ησυχίας. Ρώτησα κάποτε, πότε ξεκουράζεται ή καρδιά αφού δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο; Ξεκουράζεται, με είπαν, 12 ώρες το 24ωρο... Μα πώς; Να, μια ξεκουράζονται οι
κόλποι, μια οι κοιλίες της καρδιάς... Μια με τον κασμά,
1 αναπνοή... 2η με τον κασμά 3η αναπνοή κ.τ.λ.
Έτσι μόνο θα βρούμε στιγμές σιωπής αν μπορούμε να τις μαζέψουμε λίγο - λίγο...
«Ησυχία και προσευχή, αγάπη και εγκράτεια είναι το τετραπλού άρμα πού οδηγεί στους ουρανούς», δηλαδή ένα άρμα με τέσσερις ρόδες πού ανεβάζει το νου στον ουρανό.
«Πολλά θα μπορούσαν, συνεχίζει ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος να αναχαιτίσουν τον Πιλάτο και τούς Ιουδαίους:
Τα θαύματα, ή ανεξικακία του Χρηστού μα προπάντων ή ανείπωτη σιωπή Του». Μιλάμε τώρα για τις εκδηλώσεις της σιωπής. «Ή ανωτερότητα και ή μεγαλοφυία του Ιησού φαίνεται με την σιωπή Του σε όσα συκοφαντικά δείχνουν εναντίον του».
Καμιά φορά δεν χρειάζονται πολλά να κάνουμε... θα αναφέρω πάλι ένα περιστατικό (τα αυτά λέγειν, ημών μεν ουκ οκνηρών, υμών δε ασφαλές).
Μια μέρα, ενώ καθόταν κάποιος υπάλληλος στο γραφείο του, μπαίνει ορμητικά ένας άλλος και του λέει τα εξ αμάξης... λέει.... λέει.... Και περιμένει απάντηση, ώστε να πάρει καινούργιο θάρρος, να πει και άλλα εναντίον του.... κάποτε σταματά, οπότε ό καθήμενος στο γραφείο του λέει: -Παρακαλώ μπορείτε να μου τα ξαναπείτε αυτά; Τότε, ό άλλος έπαθε σοκ... δεν μπορούσε να πει τίποτα....
Ένα άλλο περιστατικό, όπως το ανέφερε μία κυρία: «μια γνωστή μου άρχισε να με μιλάει άσχημα... είπε - είπε... εγώ δεν απάντησα. Όταν την είδα κάπου αργότερα της χτύπησα την πλάτη και της είπα: σε παρακαλώ να έλθω στο σπίτι σου για ένα καφέ; Ή άλλη τότε άρχισε να κλαίει». Είδατε; Ή σιωπή της νίκησε τον εσμό όλων των ύβρεων πού της απηύθυνε μπροστά σε όλους.
Εάν μπορούμε να σωπαίνουμε σαν τον Κύριο! «Ό Ιησούς σιώπα». Ό μακρόθυμος και επιεικής και όποιος ξέρει να σωπαίνει είναι ασφαλής και βαδίζει σταθερά και είναι ευχάριστος σε όλους.
Αν δεν κερδίσετε κάτι από αυτά πού σάς λέμε καλύτερα να σωπαίνουμε. Και εμείς (οι κήρυκες) μιλάμε σε ακροατήρια πού δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν, στις Εκκλησίες κάποτε μάς πιάνει ό οίστρος του λόγου...
Να είμαστε σύντομοι και μείς 10, 15 λεπτά το πολύ το κήρυγμα, πατέρες.... Δεν ωφελεί ή μεγάλη επέκταση του λόγου. Να μη λέμε πολλά πού δεν σημαίνουν τίποτα. Να λέμε λίγα πού να σημαίνουν πολλά.
ΒΙΒΛ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ