Η
ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΘΩ
Ή
έξοδος στην έρημο. Ή προσευχή κατά την όποια λησμονείται ό κόσμος. Ή σύναξη των
Γερόντων το 1938. Ό λόγος τού Αρχιεπισκόπου Βασιλείου Κριβοσέιν. Ή πνευματική
του διακονία. Διάλογος με μοναχό. Το άκτιστο φως.
’Άς
είναι ή δόξα τού Κυρίου ευλογημένη τώρα και στους αιώνες. Πάλι τις τελευταίες
ημέρες ετοιμαζόμουν νοερά για την έξοδό μου από αύτή τη ζωή. Με τη μείωση των
δυνάμεών μου, με τη σταδιακή αύξηση της απομονώσεως μου, στήν όποια καταδικάσθηκα
εξαιτίας τού γήρατος, μή έχοντας δυνατότητα ούτε νά διαβάσω ούτε να άκούσω,
σκέφτομαι ότι τό «έργο» μου τελείωσε. Γι’ αυτό και άποφάσισα νά σάς διηγηθώ γιά
τις τελευταίες ήμέρες τού Γέροντα και γιά τις πρώτες ήμέρες της ζωής μου μετά
τήν τελευτή του.
Όταν
ό πατήρ Σιλουανός ήταν άκόμη νέος, άρρώστησε σοβαρά, και περιμένοντας τό τέλος
του παρακάλεσε τον ήγούμενο Μισαήλ νά τού δώσει εύλογία γιά τό μεγάλο Σχήμα. Ό
ήγούμενος Μισαήλ, ό θαυμάσιος αύτός άνδρας, τού λέει: «Γιά τό Σχήμα νά σε
εύλογήσει ό Θεός, άλλά δεν θά πεθάνεις σύντομα». Και τού είπε τί θά τού συμβεί,
άλλά τώρα δεν τό θυμάμαι άκριβώς. Όταν όμως άρχισε τό έτος 1938, ό Σιλουανός είπε:
«Σύμφωνα με τούς λόγους τού ήγουμένου, ό θάνατός μου πρέπει νά έρθει αύτό τον
χρόνο». Λίγο καιρό άργότερα ζήτησα εύλογία από τον ηγούμενο, τον ίδιο άγιο και
θαυμάσιο άνδρα Μισαήλ, νά μου επιτρέψει νά χρησιμοποιώ μιά καλύβη. Ούσιαστικά
αύτή ήταν ένα καλό σπίτι γιά διαβίωση ήλικιωμένων άνθρώπων πού ήθελαν νά
τελειώσουν τή ζωή τους στον Άθω. Απείχε από τό μοναστήρι περίπου δεκαπέντε
λεπτά πορείας, με κατεύθυνση προς τον Νότο, προς τή Δάφνη, τό λιμάνι τού Άγιου
Όρους. Εκεί λοιπόν σύχναζα όταν ήμουν έλεύθερος από τις άκολουθίες. Στο
μοναστήρι ήμασταν δύο διάκονοι. Όταν έπρεπε νά είμαστε παρόντες σέ όλες τις
άκολουθίες, τότε πολύ λίγος καιρός άπέμενε, ένώ όταν ήμουν έλεύθερος από τή
σειρά της διακονίας μου, τότε περνούσα τον περισσότερο καιρό εκεί.
'Η
ζωή μου στήν Καλύβη αύτή ήταν πολύπλοκη. Ήμουν νεότερος από τούς περισσότερους
πατέρες. Ή διαμονή σέ τέτοια Καλύβη θεωρούνταν από πολλούς ώς μεγάλο προνόμιο.
Άλλά, όπως γνωρίζετε από τό βιβλίο μου, ό Θεός μού δώρισε συντριβή γιά τις
άμαρτίες μου, άπόγνωση γιά τον ίδιο τον έαυτό μου και παρατεταμένο και βαθύ
πένθος .
Έκει
γίνονταν πολλές συνομιλίες, γιά τις όποιες θά ήθελα νά μιλήσω μαζί σας.
Κάποια
φορά με ρώτησε ό Σιλουανός:
-
Νιώθετε άνετα νά προσεύχεσθε στήν Καλύβη αύτή;
Απάντησα:
- Ναι. Κατά καιρούς μου φαίνεται ότι
λησμονώ τον κόσμο. Θυμάμαι όμως τό σώμα μου.
Με
έξέπληξε ή άντίδραση τού πατρός μου Σιλουανού:
- Αλλά και τό σώμα τί είναι; Δεν είναι
άραγε και αύτό κόσμος;
Στεκόμουν
μπροστά στο θαυμαστό αύτό φαινόμενο και ήρθε στον νου μου ή έξης σύγκριση:
βρίσκομαι στούς πρόποδες ένός όρους υψηλού, τού όποιου ή κορυφή κρύβεται στά
σύννεφα. Τά λόγια αύτά, «Αλλά τί είναι τό σώμα, αν όχι κόσμος;», μου προκάλεσαν
τήν προηγούμενη σκέψη. Ωστόσο δέν τον καταπονούσα με ερωτήσεις, αλλά δεχόμουν
τά λόγια του, με τήν έλπίδα ότι θά έρθει στιγμή πού ό Θεός θά έπιτρέψει νά
κατανοήσω τό πραγματικό τους νόημα.
Στή
συνείδησή του, με τήν προσευχή γιά όλο τον Άδάμ, ό πατήρ Σιλουανός κατέληξε στο
ότι με τό σώμα μας συνδέεται όλη ή άνθρωπότητα σέ έναν Άδάμ.
Οί
συνομιλίες πού μάς χάρισε ό Κύριος μου προκαλούσαν διαρκώς θαυμασμό γιά τον
Γέροντα. Πώς αυτός έγινε πραγματικά ζωντανό πρόσωπο, αληθινά γνήσιος
χριστιανός!
Στήν
άρχή τού έτους 1938 μου είπε: «'Όταν πεθάνω, θά είναι καλύτερα γιά σάς νά
ζητήσετε ευλογία και νά πάτε στήν έρημο, γιατί σάς βλέπω άδύναμο και ή ζωή στο
μοναστήρι ξεπερνά τις δυνάμεις σας».
Θά
προσπαθήσω νά μήν έπεκταθώ στήν άνάλυση πολλών λεπτομερειών. Θά πώ μόνο ότι,
όταν ό Γέροντας κοιμήθηκε, πήγα πράγματι στον πνευματικό και είπα: «Μήπως είναι
καλύτερα γιά μένα νά ζήσω στήν έρημο, όπως οί
ερημίτες του Αγίου Όρους στα Καρούλια»; Και ό πνευματικός πατέρας
Σέργιος μου απάντησε: «Ναι, πάτερ Σωφρόνιε, πηγαίνετε στήν έρημο, ό Θεός νά σάς
ευλογήσει». Τον πατέρα Σέργιο τον χειροτόνησε ιερέα ό έπίσκοπος Άχρίδος
Νικόλαος Βελιμίροβιτς, μεγάλος άνδρας, πού χειροτόνησε και έμένα διάκονο. Και ό
πατήρ Σέργιος, πού μου φερόταν με πολλή άγαθότητα και καλοσύνη, μου έδωσε τήν
εύλογία νά πάω στήν έρημο, αλλά είπε: «Εσείς βεβαίως καταλαβαίνετε ότι ή
εύλογία μου δέν επαρκεί. Όφείλετε νά απευθυνθείτε στον ηγούμενο και να ζητήσετε
από εκείνον τήν εύλογία.
Πήγα
στον ηγούμενο Μισαήλ -ό Θεός να με έλεήσει δι’εύχών του- και μου λέει: «Ό Θεός να
σάς εύλογήσει, πάτερ Σωφρόνιε. Πηγαίνετε και προσεύχεσθε στήν έρημο. Γνωρίζετε
όμως ότι ή εύλογία μου δέν επαρκεί. Χρειάζεται να λάβετε άκόμη τή συναίνεση του
συμβουλίου των Γερόντων της Μονής».
Ό
ήγούμενος ήταν άρρωστος και δέν έλαβε μέρος στή σύναξη των Γερόντων της Μονής,
στήν όποια όμως προήδρευσε ό άντικαταστάτης του ήγουμένου. Του είπα ότι θά
ήθελα να μεταβώ στήν έρημο και έπιθυμώ να παραδώσω τον έαυτό μου στήν κρίση των
πατέρων. Συμφώνησε, και σύντομα άκολούθησε ή σύναξη των Γερόντων, στήν όποια με
προσκάλεσαν.
Στή
σύναξη αύτή των Γερόντων, πού άκόμη και τώρα είναι σάν να τήν έχω μπροστά στά
μάτια μου, γιατί άποτυπώθηκε τότε στή συνείδησή μου, πρώτος σηκώθηκε ό ιερομόναχος
Βησσαρίων, ό γραμματέας του ήγουμένου, άπαλός, λεπτός και προσεκτικός άνθρωπος,
και είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε, τό έγχείρημα αύτό, για τό όποιο ρωτάτε τό συμβούλιο
των γερόντων, είναι πολύ μεγάλο και σημαντικό. Ακούστε λοιπόν τή γνώμη μου:
Παραμείνετε άκόμη γιά ένα χρόνο στο μοναστήρι και τότε, αν ό λογισμός σας δεν
άλλάξει, πηγαίνετε στην έρημο». Μου συνέβαινε να έπισκέπτομαι συχνά τον πατέρα
Βησσαρίωνα, γιατί είχε ιδιαίτερο κελί ώς βοηθητικό γραφείο τού ήγουμένου. Λόγω
τού σεβασμού μου πρός τον πατέρα Βησσαρίωνα δεν άπάντησα τίποτε στά λόγια του.
Δεύτερος
σηκώθηκε ό πατήρ Ματθαίος. Ήταν στήν ήλικία λίγο γεροντότερος από τον πατέρα
Σιλουανό και από τό ίδιο χωριό με εκείνον, αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, συμπεριφερόταν
άπέναντί του ώς άνώτερος και με έξουσία. Τότε όμως, μετά τον θάνατο τού
Γέροντα, ξαφνικά με πλησίασε διασχίζοντας όλο τό δωμάτιο και μου είπε τα έξης:
«Πάτερ Σωφρόνιε, πού πηγαίνετε; Μήπως νομίζετε ότι θά βρείτε κάτι άνώτερο από
τον Σιλουανό; Αν λοιπόν ό Σιλουανός σώθηκε στο μοναστήρι, και εσείς να σωθείτε
στο μοναστήρι!». Πάλι δεν απάντησα τίποτε.
Μετά
σηκώθηκε ό πολύ αυστηρός Γέροντας Ιωσήφ, ύπεύθυνος της μοναστηριακής
βιβλιοθήκης, πού είχε διαβάσει πολλά και θεωρούσε τον έαυτό του μεγάλο γνώστη της
πνευματικής ζωής. Έγώ ήμουν βοηθός του στή βιβλιοθήκη. Και αύτός μού μίλησε
αύστηρά: «Πάτερ Σωφρόνιε, άν φύγετε, δεν ύπάρχει εύλογία γιά σάς από τον ηγούμενο
γιά να λειτουργείτε». Λέω στον πατέρα Ιωσήφ: «Αν ό Γέροντας λέει να μή
λειτουργώ, θά σάς πώ ότι δεν πηγαίνω στήν έρημο γιά να λειτουργώ. Άλλη είναι ή
σκέψη μου γιά τήν έρημο. Αλλά, πείτε μου: Απαγορεύει μήπως ό ήγούμενος και να
κοινωνώ;». Ή ήρεμη άπάντησή μου τον έβγαλε από τό άδιέξοδο. Λέει: «Όχι, πάτερ
Σωφρόνιε. Δεν ρώτησα τον ηγούμενο. Ήταν δική μου πρωτοβουλία να σάς δοκιμάσω,
λέγοντας αυτά τά λόγια. Ό ήγούμενος όμως τίποτε δεν μου είπε και δεν συζητήσαμε
γιά τό θέμα αυτό».
Τότε
ό ιερομόναχος Ιουστίνος, πού ήταν άντικαταστάτης του ηγουμένου, πράος και
ήσυχος άνθρωπος, άποφάσισε να μιλήσει. Καθόταν σε ξεχωριστή πολυθρόνα, στο μέσο
ενός μεγάλου δωματίου όπου συνεδρίαζε ή σύναξη του συμβουλίου των Γερόντων.
Απευθυνόμενος λοιπόν αύτός προς τον πατέρα Βησσαρίωνα λέει: «Πάτερ Βησσαρίων,
νομίζω ότι γιά τή δοκιμή του λογισμού του πατρός Σωφρονίου ένας χρόνος είναι υπερβολικά
πολύς». Και συνέχισε: «Λοιπόν, πάτερ Σωφρόνιε, μείνετε ώς το Πάσχα έδώ στή Μονή
και αν ό λογισμός σας δεν αλλάξει, τότε συν Θεω πηγαίνετε στήν έρημο».
Μόλις
ό άναπληρωτής του ηγουμένου είπε αύτά τά λόγια, σηκώθηκα από το κάθισμά μου,
τού έβαλα έδαφιαία μετάνοια και είπα: «Να είναι εύλογημένο, Γέροντα!». Με τον
τρόπο αυτό τελείωσε το θέμα μου στή σύναξη των Γερόντων. Ή σύναξη με διέταξε να
παραμείνω στο μοναστήρι από τήν αρχή του Οκτωβρίου του έτους 1938 ώς το Πάσχα
τού 1939.
Θά
σάς πώ ότι ήταν παράδοξη ή σχέση μου με το μοναστήρι. Έζησα εκεί δεκατέσσερα
χρόνια και ποτέ δεν είχα καιρό να μιλήσω με όποιονδήποτε. Μετά από όλα τά
διακονήματά μου έσπευδα να πάω στο κελί μου, γιά να κλάψω γιά τον έαυτό μου. Ή
άναχώρησή μου λοιπόν προκάλεσε παράξενη έντύπωση. Οί πατέρες ένοχλήθηκαν εξαιτίας
μου με τή σκέψη: «Όρίστε, φεύγει από το μοναστήρι σαν να μην ήταν κατάλληλο για
να σωθεί έδώ».
Έπειτα
έρχονταν πολλοί σέ μένα κατά τή διάρκεια τού μισού έκείνου έτους πού πέρασα, από
τον Όκτώβριο ώς τον Απρίλιο. Μεταξύ αυτών πού έρχονταν γιά να με πείσουν ήταν και
ό π. Βασίλειος, πού στή συνέχεια έγινε αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών. Ήρθε στο κελί
μου και μου είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε, βρήκα στήν Κλίμακα τού άγιου Ίωάννου χωρίο από
το όποιο γίνεται σαφές ότι δεν πρέπει να πάτε στήν έρημο». Σέ όλους όμως, πού
έρχονταν να με πείσουν, έλεγα: «Έγώ ό ίδιος άναζητώ το θέλημα τού Θεού. Φοβάμαι
να βγω στήν έρημο. Σκέφτομαι ότι είμαι μικρόψυχος και άδύνατος. Αν συναντήσω από
τις έχθρικές δυνάμεις τέτοιους πειρασμούς πού πρόσβαλαν τον Γέροντα Σιλουανό,
τότε δεν θά άντέξω, δεν θά μπορέσω». Και ό φόβος αύτός με άνάγκαζε να άναζητώ
όσο το δυνατόν περισσότερο τις εύλογίες, αλλά τις νόμιμες εύλογίες, τού πνευματικού,
τού ηγουμένου και της συνάξεως των Γερόντων.
Λέω
στον πατέρα Βασίλειο: «Πάτερ Βασίλειε, αν έρθετε και μού φέρετε πέντε χιλιάδες
χωρία από τούς άγιους Πατέρες, μεγάλους και μικρούς, εγώ θά σάς ύποδείξω μόνο
ένα το δικό μου χωρίο. Και αυτό θά είναι ισχυρότερο από τά πέντε χιλιάδες δικά
σας». Το νόημα της άπαντήσεώς μου ήταν το έξής: Αναζητούσα ευλογία με τον
νόμιμο τρόπο από τούς «παράγοντες», τούς όποιους εξουσιοδοτεί ή παράδοση γι’
αύτή τήν ευλογία: τον πνευματικό, τον ηγούμενο και τή σύναξη των Γερόντων.
Σκεφτόμουν ότι ή ευλογία αύτή μπορεί να αντιπαραταχτεί σέ όλους και στον
καθένα. Θά σάς πώ λοιπόν τήν αλήθεια: ό Θεός μού έδωσε εύλογη-
μένη
έρημο! Αύτός όμως έπειτα με έβγαλε από τήν έρημο με αρκετά αύστηρό τρόπο. Οταν
πλέον έδωσα τήν παλιά μου Καλύβη στήν έρημο και δεν είχα πιά τά μέσα να άποκτήσω
άλλη, άναχώρησα από τά Καρούλια γιά άλλη έρημο, πού βρίσκεται στά όρια της
Μονής τού Άγιου Παύλου.
Στήν
άδελφότητα τού Άγιου Παύλου ό ήγούμενος ήθελε να έχει πνευματικό. Στον Άθω ό
πνευματικός δεν πρέπει να βρίσκεται στά όρια της Μονής. Πρέπει ό πνευματικός να
είναι έντελώς ξένος προς τή διαχείριση της έξουσίας της Μονής, ώστε ή
έξομολόγηση να γίνεται με ειλικρίνεια και καθαρότητα, και όχι με τήν προσπάθεια
γιά τήν άπόκτηση εύνοιας, χάρη στήν ευλογία τού πνευματικού. Ήδη το έτος 1938 ό
Γέρων Σιλουανός κάποια στιγμή μού είπε: «Όταν θά είστε πνευματικός, να δέχεστε
τούς άνθρώπους, να μήν τούς στερείτε τον λόγο τού Θεού και να τούς ύπομένετε».
Τότε μόλις πού ζούσα, και σκέφτηκα ότι ό Γέροντας δεν γνωρίζει πώς θά μπορούσα να
άντέξω άκόμη γιά χρόνια. Ήμουν άκόμη νέος γιά να είμαι πνευματικός στο Άγιον
Όρος, και ή σκέψη αύτή έσβησε έντελώς από τή συνείδησή μου. Και μόνο όταν
βρέθηκα πιά στήν έρημο, θυμήθηκα τά λόγια τού Γέροντα Σιλουανού.
Εκείνο
τον καιρό ή Ελλάδα βρισκόταν ύπό τήν κατοχή των Γερμανών.
Ήρθα στήν έρημο λίγο
πριν από τον πόλεμο, το Πάσχα, ένώ τον Οκτώβριο τού 1940 ήδη κηρύχθηκε ό πόλεμος.
Όταν με έπισκέφτηκε ό γραμματέας της Μονής τού Άγιου Παύλου π. Θεοδόσιος,
άνθρωπος εύφυής, προσεκτικός και σοβαρός, και είπε ότι ό ήγούμενος τους ήθελε να
με κάνει πνευματικό στο μοναστήρι τους, τότε ήρθαν στον νου μου τά λόγια τού
Γέροντα Σιλουανού: «Όταν θά είστε πνευματικός...». Κατά τή στιγμή όμως της
συνομιλίας μου με τον Γέροντα ό λόγος αύτός μου είχε φανεί περιττός, γιατί ό
ίδιος δεν γνώριζα αν θά έφθανα ώς το κελί μου. (Έπρεπε να άνεβώ περισσότερα από
150 σκαλοπάτια, γιά να μεταβώ από το κελί τού Σιλουανού ώς το δικό μου.) Έτσι,
έγινα πνευματικός και πήγα στή σπηλιά κοντά στή Μονή τού Άγιου Παύλου. Εύλογη
μένα αύτά τά μέρη!
Ξαφνικά
έπεσε καταρρακτώδης βροχή και το νερό δια-πέρασε το τεράστιο πάχος τού βράχου,
μέσα στον όποιο ήταν ή σπηλιά μου. Ένώ προηγουμένως ήταν πάντα στεγνή, τώρα ή
σπηλιά τον χειμώνα γέμιζε νερά. Ό χειμώνας στήν Ελλάδα συνήθως είναι σύντομος.
Ωστόσο όμως συνέβη να παραμείνω έξι μήνες στή σπηλιά, όπου υπήρχε πολύ νερό.
Εκατό κουβάδες νερού τήν ήμέρα μετέφερα από το κελί μου, και κοιμόμουν κάτω από
δύο φύλλα λαμαρίνας, γιά να προστατεύσω το κρεβάτι μου από το νερό πού έσταζε από
πάνω...
Γρήγορα
περνά ή ώρα αυτών των αναμνήσεων γιά το Άγιον Όρος. Άν τυπικά άνήκα στή ρωσική
Εκκλησία, τότε θά έφερα το μεγάλο Σχήμα με τις λέξεις «Άγιος, άγιος, άγιος...»,
και από μακριά άκόμη βλέποντάς με θά έλεγαν: «Ου, μεγαλόσχημος περνά!». ’Εγώ
όμως άνατράφηκα στον Άθω.
Και εκεί μου ήταν εύχάριστο να βλέπω ότι πολλές φορές
ήταν δυνατόν να μήν άναγνωρίσει κάποιος τον ηγούμενο και να μήν τον διακρίνει από
τον ύποτακτικό. Και γράφω στο δοκίμιό μου «Περί των βάσεων τού ορθοδόξου
μοναχισμού», ότι στον Άθω ύπάρχει έντελώς άλλη τάξη. Συμβαίνει να είμαι
μεγαλόσχημος έπί πενήντα και πλέον χρόνια, και ήδη προ πολλού, από το 1935, θά
έπρεπε να βαδίζω όπως οι μεγαλόσχημοι στή Ρωσία, άλλα περπατώ έλεύθερα...
Βλέπετε,
σάς διηγήθηκα πριν από την τελευτή μου λίγα από τή ζωή μου στον Άθω. Αλλά ό ίδιος
δεν γνωρίζω πότε θά πεθάνω.
Ή
σκέψη μου λοιπόν στρέφεται γύρω από το αν έκπλήρωσα το καθήκον μου άπέναντί
σας. Τώρα μειώνονται οι ικανότητες μου να παρακολουθώ τή ζωή σας, εξασθενεί ή
μνήμη μου, περιορίζεται ή όρασή μου και δεν μου έπιτρέπει να διαβάζω, ένώ ή
βαρηκοΐα μου με άναγκάζει να φορώ άκουστικά, έτσι πού γεμίζουν τά αύτιά μου με
θόρυβο με ό,τι και αν κάνω. Θά μιλώ όμως μαζί σας ώς τις τελευταίες ή μέρες
μου, ώς τήν τελευταία μου άναπνοή...
Ήθελα
σήμερα να μιλήσουμε και γιά ένα άλλο άκόμη θέμα. Πρόσφατα είχαμε τήν έπίσκεψη
ενός Ρώσου ιερέα. Και αύτός σε ιδιαίτερη συνομιλία μας μου είπε:
- Πάτερ Σωφρόνιε, θά ήταν δυνατόν στήν
έποχή μας να δει κάποιος το άκτιστο Φώς;
- Γράφω γι’ αυτό. Το διαβάσατε;
-Όχι.
- Καλά λοιπόν. Πάρτε από τούς πατέρες μας
τά βιβλία μου, όπου γράφω γι’ αυτό.
Με το
ίδιο το έρώτημά του μου έδωσε τήν έντύπωση ότι είχε τήν έξης διάθεση: Κάποτε
παλιά, κατά τούς τρεις πρώτους αιώνες των διωγμών, ό Θεός ένεργούσε με θαύματα και
σαφείς παρεμβάσεις, ένώ αργότερα διακόπηκαν οι ενέργειες αύτές, και έπί αιώνες
τώρα δεν ύπάρχουν. Ό ιερέας όμως αύτός άνήκει σε ομάδα άνθρώπων πού λογικά
συμπεραίνουν ότι στην έποχή μας ό Θεός δεν έμφανίζεται ώς φώς. Και συνεπώς,
όποιος βλέπει φώς βλέπει κάτι άλλο, και όχι αυθεντικά το άκτιστο Θαβώριο Φώς.
Βεβαίως, όταν με ρωτούν με αυτό τον τρόπο, τί μπορώ να άπαντήσω; Καταδικάζομαι
στη σιωπή.
Βλέπετε,
και ό π. Ν. όταν βρισκόταν στη Ρωσία, συνάντησε κάποια γυναίκα πού έπίσης έλεγε
ότι ό Θεός έπαυσε να ενεργεί όπως πριν και ότι τώρα δεν υπάρχουν πια Γέροντες•
είναι γενικό φαινόμενο. «Έτσι ενεργεί ό Θεός τώρα», έλεγε ή γυναίκα εκείνη.
Σάς
μιλώ γι’αύτό, έπειδή ή προσέγγιση αύτή δεν οδηγεί προς τη γνώση.
Τά ίδια
άκριβώς λόγια και ή ίδια δομή σκέψεως ύπήρχαν και στήν έποχή τού άγιου Συμεών
τού Νέου Θεολόγου. Στον 45° "Υμνο ό άγιος Συμεών λέει ότι όποιος αρνείται το
Φώς, στο όποιο εμφανίζεται ό Θεός και το όποιο είναι ό ’Ίδιος ό Θεός, αυτός δεν
σκέφτεται όρθά και ούσιαστικά πέφτει σε αίρεση. Αλλά αυτό πού λέει ό Συμεών το
συναντούμε και στον Σιλουανό, στο κεφάλαιο γιά τήν ταπείνωση: «Μερικοί
ισχυρίζονται ότι αύτά γίνονταν “τώ καιρώ έκείνω”, αλλά τώρα είναι ξεπερασμένα».
Και με τήν ίδιάζουσα ταπείνωσή του ό Γέροντας λέει ότι αυτό δεν αποτελεί σωστή
προσέγγιση. «Γιά τον Κύριο όμως τίποτε δεν μειώνεται ούτε μεταβάλλεται ποτέ.
Μόνο εμείς αλλάζουμε, γινόμαστε κακοί και έτσι χάνουμε τη χάρη» .
Αν ή
ευλογία εκείνη σε μένα ήταν από τον Θεό ή όχι, μου είναι δύσκολο, ακόμη και αδύνατον,
να το πω. Υποθέτω όμως ότι άν εκείνο το φώς, γιά το όποιο γράφω, μάς οδηγεί
στην αίσθηση της προαιώνιας Θεότητος του ’Ίδιου του Χριστού, όπως αυτό συνέβη
με τον άπόστολο Παύλο στην όδό προς τη Δαμασκό , τότε αυτό είναι εκείνο το Θείο
Φώς πού έμφανίστηκε και στο Θαβώρ . Είμαι υπερβολικά μικρός, γιά να μιλήσω
παραπάνω γι’αύτό. Ωστόσο όμως, θέλω να πω το έξής: Άν το Φώς αυτό μαρτυρεί γιά τη
Θεότητα τού σαρκωθέντος Λόγου του Πατρός, πώς να δεχθώ ώς όρθή πεποίθηση ότι
όποιος βλέπει τώρα το Φώς πέφτει σε μεγάλο λάθος, σε πλάνη; Έχουμε να μιλήσουμε
γιά πολλά ακόμη. Το μικρό αυτό άπόσπασμα από εκείνα πού μου συνέβησαν ας μπει στή
διήγησή μου και στήν εξομολόγηση μου ένώπιόν σας, αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές...
Προσεύχεσθε γιά μένα, και εύχομαι ό Κύριος να σάς διαφυλάσσει...
Εκφωνήθηκε
στα ρωσικά, στις 17 Φεβρουάριου 1992. [Α23]