Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΥΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥΣ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.
To Λαγονήσι έγινε τάφος για τους πρώτους ιεραπόστολους
Κατά την διάρκεια ανασκαφών σε απομεινάρια εκκλησίας που έγιναν στο παγκοσμίως γνωστό Λαγονήσι της περιοχής Αλικαρνασσού -στο οποίο πας περπατώντας από την Μύνδο- βγήκαν στο φως κρανία στα οποία ήταν καρφωμένα καρφιά.
Αλικαρνασσός-Με βάση τις διαπιστώσεις του επικεφαλής των ανασκαφών καθηγητή αρχαιολογίας Μουσταφά Σαχίν, τα κρανία είναι του 3 μ.Χ. αιώνα, ανήκαν σε ιεραπόστολους 40-45 ετών, ενώ έλειπαν τα σώματα.
Στα πλαίσια των ανασκαφών με την ονομασία ¨Ανασκαφές Σωτηρίας της αρχαίας πόλης της Μύνδου¨ που γίνονται υπό την προεδρία του καθηγητή Μουσταφά Σαχίν και από τον εκπρόσωπο του υπουργείου πολιτισμού Νετσμί Ερόλ, βρέθηκαν στο Λαγονήσι 8 κρανία με καρφιά στο κεφάλι τους, τα οποία μεταφέρθηκαν για έρευνα στο τμήμα αρχαιολογίας του Μπούρντουρ με συμμετοχή ανθρωπολόγων.
ΦΡΙΚΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
Ο καθηγητής Μουσταφά Σαχίν ξεδίπλωσε την θηριωδία , όπως αυτή αποκαλύφθηκε από τα κρανία που βρέθηκαν ανάμεσα σε απομεινάρια εκκλησίας στο Λαγονήσι. Ο καθηγητής δήλωσε τα εξής : ¨Τα κρανία είναι της Ύστερης Αρχαίας Περιόδου, ανήκουν σε άτομα που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και σκοτώθηκαν με καρφιά στο κεφάλι, ακολούθως αποκόπηκαν από τα σώματα τους και κατά πάσα πιθανότητα αφού επιδείχτηκαν στον κόσμο προς παραδειγματισμό, θάφτηκαν. Πρόκειται για μια πρακτική σκληρότητας και φρίκης που εφαρμόστηκε κατά την ρωμαϊκή εποχή σε βάρος αυτών που προσπαθούσαν να διαδώσουν τον χριστιανισμό¨
http://tourkikanea.gr/2011/03/26/mindos/
KAΝΩN ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΣΙΑΝ ΜΗΤΕΡΑ HMΩN ΜΑΡΙΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑΝ
ΤΗ Α’ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ως και τη
ΤΗ Ε’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
KAΝΩN ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΣΙΑΝ ΜΗΤΕΡΑ HMΩN
ΜΑΡΙΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑΝ
Η μνήμη αυτής τελείται τη Α’ Απριλίου και τη Ε Κυριακή των Νηστειών
Ευλογήσαντος του Ιερέως, λέγομεν το Κύριε εισάκουσον,
Θεός Κύριος, ως συνήθως, και το εξής
Ήχος δ´. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Απαμαυρώσασα συντόνω ασκήσει του παναλάστορος, οσία Μαρία, το πρόσωπον ανέδραμες συνείναι Χριστώ εν τοις θείοις δώμασι και Αυτόν ικετεύειν δούναι τοις ικέταις σου ειρηναίον τον βίον και νοσημάτων τάραχον δεινόν ημών κοπάσαι, Αιγύπτου οσφράδιον.
Δόξα.Το αυτό .
Και Νυν.
Θεοτοκίον.
Ου σιωπήσομέν ποτε, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι. Ει μη γαρ συ προΐστασο πρεσβεύουσα τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; Τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου• σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.
Είτα ο Ν' Ψαλμός
και ο Κανών, ου η ακροστιχίς•
Μετανοίας δείξόν μοι τρίβους, Μαρία. Χ. Μ.
Ήχος πλ. δ´.
Ωδή α´. Υγρὰν διοδεύσας.
Μαρία οσία, Χριστού λαμπάς πυρφόρε, εικόνας των παθών μου εκ της εμής ψυχής ταις απαύστοις σου πρεσβείαις προς ον ηγάπησας τάχος εξάλειψον.
Εν κόλποις, Μαρία, του Αβραάμ σκηνώσασα χάριν εύρες Κύριον δυσωπείν, υπέρ ικετών σου των ποθούντων, ευαρεστήσαι Αυτώ έργοις πρέπουσι.
Τον βίον μου, οίμοι, εν ηδοναίς ασώτως ο τάλας δαπανήσας νυν εκζητώ, οσία Μαρία, τας ευχάς σου, ίνα σωθώ προς τον μόνον Φιλάνθρωπον.
Θεοτοκίον.
Απόκρουσον πάσας τας προσβολάς εχθρού του βεβήλου προσευχαίς σου ταις ρυπτικαίς, Αγνή, προς ον έτεκες αφράστως, και ζοφερών περιστάσεων ρύσαί με.
Ωδή γ´. Ουρανίας αψίδος.
Νυν προσπίπτω σοι, Μήτερ, αναβοών• πρόφθασον, Αιγυπτίων εύχος, Μαρία, και ανακούφισον εκ κατωδύνων παθών τον σε προφρόνως υμνούντα ως ερήμου ίασμον άγαν ηδύπνευστον.
Ολοτρόπως θελχθείσα τω του Χριστού έρωτι και του Παρακλήτου ρωσθείσα σθένει κατήσχυνας, Μαρία, τον δυσμενή, ου και ημάς αποκρούσαι τους πιστούς αξίωσον βέλη τα πύρινα.
Ιορδάνου, Μαρία, τοις ιεροίς νάμασι βίου αποπλύνασα ρύπον άφθορον ένδυμα περιεβλήθης λαμπρόν της σωστικής μετανοίας γενομένη πρέσβειρα πάντων προς Κύριον.
Θεοτοκίον.
Ασυγχύτως, Παρθένε, ο του παντός αίτιος εξ αγνών αιμάτων σου σώμα, Δέσποινα, βρότειον λαβών το γένος ημών εκ της αρχαίας κατάρας έσωσε και έδειξε κόσμου σε σώτειραν.
Διάσωσον εξ επηρείας του δαίμονος σους ικέτας, μετανοίας πυρσέ λαμπρέ, Μαρία πανεύφημε, τους σπεύδοντας πόθω ταις σαις πρεσβείαις.
Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Αίτησις
και το Κάθισμα.
Ήχος β´. Πρεσβεία θερμή.
Μαρία σεπτή, Αιγύπτου θείον βλάστημα, ερήμου φωστήρ του Ιορδάνου πάμφωτε, μετανοίας πύλας μοι σωτηρίους τάχος υπάνοιξον και τω Σωτήρι πρέσβευε Χριστώ διδόναι εμών πταισμάτων άφεσιν.
Ωδή δ´. Εισακήκοα Κύριε.
Σκοτισθείσαν τοις πάθεσι την ψυχήν μου, δέομαι, φωταγώγησον ταις ακτίσι των καμάτων σου των υπερφυών, Μαρία ένδοξε.
Δακρυβρέκτους αγώνάς σου τους εν τη ερήμω ιδών ο Κύριος σε, Μαρία, εκραταίωσε και της μετανοίας βάθρον έδειξεν.
Εγκρατείας κατέταμες ξίφει της σαρκός σου, ορέξεις πάνσεπτε, η σαρκός ημών σκιρτήματα σαις λιταίς, Μαρία, καταστέλλουσα.
Θεοτοκίον.
Ιλασμός, Μητροπάρθενε, γένους των μερόπων και απολύτρωσις πέλεις• όθεν δυσωπούμεν σε• εκ φθοράς τους δούλους σου ανάγαγε.
Ωδή ε´. Φώτισον ημάς.
Ξένωσον τον νουν του ικέτου σου συγχύσεως κοσμικής, Μαρία, μήτερ θαυμαστή, ξενοτρόπως εν ερήμω η ασκήσασα.
Όλη καθαρά τω Νυμφίω σου ανέδραμες υπαντήσαι. Ω πρεσβεύεις εκτενώς υπέρ πάντων, ω Μαρία, των τιμώντων σε.
Νέκρωσον ημών αμαρτάδας και διέγειρον προς απάθειαν, Μαρία, τους πιστώς ως ζωής σε ανυμνούντας θείας μέτοχον.
Θεοτοκίον.
Μήτερ του Θεού παναμώμητε, ορμήματα των παθών μου καταπράϋνον ταχύ, και τον νουν μου προς εγρήγορσιν ανάστησον.
Ωδή ς´. Την δέησιν εκχεώ
Ουράνιον πολιτείαν, ένδοξε, κτησαμένη ευσεβείας, Μαρία, φωστήρ γεγένησαι και εποπτεύειν κατηξιώθης τον θρόνον του Κτίσαντος, προς Ον και πάντας τους πιστώς σε, οσία, γεραίροντας έλκυσον.
Ικέτευε τον Χριστόν γενέσθαι με κοινωνόν της ουρανών Βασιλείας, η των αχράντων Αυτού Μυστηρίων εκ των χειρών κοινωνήσασα, εύφημε, του θεοφόρου Ζωσιμά πριν αν ζην εκμετρήσης, πανεύφημε.
Τα ύδατα Ιορδάνου, πάνσοφε, διεπέρασας αβρόχως και ήλθες τω ιερώ Ζωσιμά υπαντήσαι και ιστορήσαι αυτώ την σην βίωσιν, Μαρία, πάντων των δεινώς τρυχομένων χαρά και αντίληψις.
Θεοτοκίον.
Ρανίδας μου των δακρύων, δέομαι, παναμώμητε, απόσμηξον, Κόρη, τω μανδηλίω θερμών πρεσβειών σου προς της χαράς αενάου τον Κύριον ομίχλην λύπης απ ἐμοῦ ζοφεράς απελαύνουσα τάχιστα.
Διάσωσον εξ επηρείας του δαίμονος σους ικέτας, μετανοίας πυρσέ λαμπρέ, Μαρία πανεύφημε, τους σπεύδοντας πόθω ταις σαις πρεσβείαις.
Άχραντε, η δια λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως επ ἐσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.
Κοντάκιον.
Ήχος δ´. Τοις των αιμάτων σου.
Η δαπανήσασα βίον το πρότερον ταις αμαρτίαις, Χριστού νύμφη πάγκαλος λαμπροίς κατορθώμασιν ύστερον, Μαρία, ώφθης• διο χάριν είληφας πρεσβεύειν υπέρ των τιμώντων σε.
Προκείμενον.
Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου.
Στιχ. Καυχήσονται όσιοι εν δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Εκ του κατά Ματθαίον.
(Κεφ. κε´ 1 - 13 ).
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην• Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις....
Ζήτει τω Σαββάτω δεκάτω εβδόμω Ματθαίου.
Δόξα. Ταις της Σης Οσίας πρεσβείαις, Ελεήμον
Και νυν. Ταις της Θεοτόκου πρεσβείαις, Ελεήμον.
Προσόμοιον.
Ήχος πλ. β´. Ολην αποθέμενοι.
Στιχ. Ελεήμον, ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών Σου εξάλειψον το ανόμημά μου.
Πόνοις χαλινώσασα ασκητικοίς της σαρκός σου φοβερά σκιρτήματα της ψυχής σου φρόνημα το αδάμαστον άπασιν έδειξας τοις πιστοίς, Μαρία, Ιορδάνου ενδιαίτημα, οσίων καύχημα και ασκητριών εγκαλλώπισμα• διο και ταις πρεσβείαις σου πάθη καταστέλλειν χαμαίζηλα σε των ανυμνούντων και πόθω γεραιρόντων την σεπτήν και πανσεβάσμιον μνήμην σου, ουρανόθεν είληφας.
Σώσον ο Θεός τον λαόν σου.
Ωδή ζ´. Παίδες Εβραίων.
Ίσχυσας ανδρικώς παλαίσαι παριδούσα της σης φύσεως το χαύνον κατά του πονηρού, Μαρία, και βραβεία λαβείν της άνω κλήσεως, φως λαμπρόν εσκοτισμένων.
Βίου σου τας ατασθαλίας, θεοφρούρητε, απέλασον, Μαρία, η αχλύν των παθών διώξασα δυνάμει της χάριτος και Άγγελος επί γης λαμπρός οφθείσα.
Όντως ψυχής σου το εδραίον απεθαύμασεν ο Ζωσιμάς, Μαρία, ο γνωστόν εις ημάς ποιήσας τον σον βίον τον θαυμαστόν, αρχέτυπον ψυχοτρόφου μετανοίας.
Θεοτοκίον.
Ύμνους προσάγω σοι απαύστως, τη μητρί του Λυτρωτού μου και Θεού μου ικετεύων πιστώς• ειρήνην δώρησαί μοι κατ ἄμφω και ομόνοιαν, Μητροπάρθενε Μαρία.
Ωδή η´. Τον Βασιλέα.
Σταυρόν τον θείον, ον εν Σιών ημποδίσθης θαυμαστώς προσκυνήσαι προστάτην έσχες είτα, μήτερ Μαρία, εν ερήμω.
Μαρία, κούφως τω ποταμώ Ιορδάνη χάριν εύρες πολλήν επιβαίνειν και αεί πρεσβεύειν υπέρ των σε υμνούντων.
Αγιωσύνης αδιατάρακτε στύλε, καθαγίασον πάντας, Μαρία, σε υμνολογούντας ως βάθρον μετανοίας.
Θεοτοκίον.
Ρερυπωμένον τη κοινωνία του σκότους αποκάθαρον, Θεογεννήτορ, και προς του Υιού σου οδήγησόν με φέγγος.
Ωδή θ´. Κυρίως Θεοτόκον.
Ιλύος αμαρτίας κάθαρον δυσώδους, κεκαθαρμένη Μαρία, σους πρόσφυγας ταις προς Θεόν σου πρεσβείαις, Αιγύπτου σέμνωμα.
Ακοίμητον λαμπάδα θείας μετανοίας κατέγνωμεν σε, Μαρία• διόπερ σε ανευφημούντες πρεσβείας τας σας αιτούμεθα.
Χριστού μυροδοχείον εύχρηστον, Μαρία, την δυσωδίαν παθών μου εξάλειψον και προς λειμώνας αρρήτου οσμής με ίθυνον.
Θεοτοκίον.
Μανίας, Θεοτόκε, του εχθρού συντήρει ημάς ατρώτους εξ ύψους παρέχουσα, δεδοξασμένη, απαύστως την ευλογίαν σου.
Το• Αξιόν εστι και τα Παρόντα Μεγαλυνάρια.
Χαίροις, μετανοίας υπογραμμός, χαίροις, απαθείας και νηστείας τερπνός λειμών, χαίροις, Ιορδάνου ερήμου όρνις θεία, Μαρία, Αιγυπτίων κύδος περίλαμπρον.
Την μεμεστωμένην ταις ηδοναίς της πορνείας πρώτον μελωδήσωμεν εκτενώς, την φανείσαν είτα πυξίον μετανοίας, Μαρίαν, και Κυρίου νύμφην πανένδοξον.
Την παθών κηλίσι και ηδονών βεβορβορωμένην, την καθάρασαν εαυτήν ύδατι νηστείας και θείας μετανοίας, Μαρίαν την οσίαν εγκωμιάσωμεν.
Της Αιγύπτου εύχος περιφανές, χεύμασι δακρύων και ιδρώτων σου ταις ροαίς χθόνα της ερήμου κατήρδευσας, Μαρία, και μετανοίας άνθη εύοσμα ήνθησας.
Είδε και εθαύμασε Ζωσιμάς ο θεόφρων, μήτερ, σην ισάγγελον βιοτήν και την σοι οικούσαν, Μαρία, θείαν χάριν, δι ἧς κατηξιώθης βλέπειν τα μέλλοντα.
Παύσον ικεσίαις σου προς Θεόν τας επαναστάσεις του σαρκίου τας ζοφεράς και τον νουν, Μαρία, ειρήνευσον των πίστει υμνούντων ως οσίων σε υποτύπωσιν.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι πάντες, μετά της Θεοτόκου ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.
Το τρισάγιον
και το Απολυτίκιον.
Ήχος α´. Της ερήμου πολίτης.
Τον ποδήρη χιτώνα της ψυχής σου τον γέμοντα ρύπου βδελυρού τοις δακρύων οχετοίς σου απέπλυνας, Μαρία, ενδιαίτημα σεπτόν ερήμου, και αυτόν επιμελώς μετανοίας μαργαρίταις και προσευχής σαπφείροις κατεκόσμησας• Δόξα τω σε κρατύναντι Χριστώ, δόξα τω σε σωφρονήσαντι, δόξα τω δωρουμένω δια σου ημίν τα κρείττονα.
Έτερον.
Ήχος πλ. α´. Τον συνάναρχον Λόγον.
Τον ρυπώδη ψυχής σου αποκαθάρασα χιτώνα ρείθροις δακρύων της μετανοίας στολήν ενεδύθης θεία χάριτι περίλαμπρον και Βασιλείας ουρανών ηξιώθης, θαυμαστή Μαρία, Αιγύπτου θρέμμα, ης και ημάς απολαύσαι τους σε τιμώντας καταξίωσον.
Εκτενής και Απόλυσις,
μεθ ἣν ψάλλομεν το εξής:
Ήχος β ´. Οτε εκ του ξύλου.
Δέχου τας αιτήσεις ευμενώς των σοι προστρεχόντων, Μαρία, και δίδου πάσιν αεί τοις πιστώς προφέρουσι σον θείον όνομα ευλογίαν ως έχουσα πολλήν παρρησίαν προς Χριστόν τον Κύριον, Όνπερ λυπήσασα πρώτον αμαρτίαις ποικίλαις είτα κατεφαίδρυνας πόνοις τοις ασκητικοίς σου και τοις δάκρυσι.
Ήχος πλ. δ´
Δεσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.
Ήχος β´
Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.
Δίστιχον
Μετανοίας βάθρον ανάδειξον, Μαρία, Χαραλάμπη πρεσβείας σας εκζητούντα.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΙ ΟΙΚΟΙ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΣΙΑΝ ΜΗΤΕΡΑ HMΩN
ΜΑΡΙΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑΝ
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ´. Τη Υπερμάχω.
Της μετανοίας οχετοίς σαυτήν αρδεύσασα και ψυχοκτόνους του εχθρού ορμάς ξηράνασα, συνεργεία θεία έρημον Ιορδάνου τη ασκήσει σου, Μαρία, καθηγίασας και τοις ρείθροις των δακρύων σου επίανας• όθεν κράζομεν• Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Οι Οίκοι.
Άγγελος μετανοίας ήνοιξέ σοι τας πύλας ναού ο σοι ποτε θύρας κλείων (εκ γ´)
και Αγγέλων σεμνήν βιοτήν δι εὐχῆς αόκνου διελθείν, πάνσεπτε Μαρία, κατηξίωσεν, ο νυν συν τοις πιστοίς κραυγάζων•
Χαίρε, το κρίνον της μετανοίας• χαίρε, το ρόδον της ερημίας.
Χαίρε, ψυχικής ευσθενείας κυπάρισσος• χαίρε, σωστικής αγωγής βίβλος πάγχρυσος.
Χαίρε, ύψος δυσαντίβλεπτον ουρανίων αρετών• χαίρε, βάθος επιγνώσεως και ασκήσεως κανών.
Χαίρε, ότι γηΐνων απανέστης εμφρόνως• χαίρε, ότι οσίων ώφθης πάντιμον κάλλος.
Χαίρε, τερπνόν Αγγέλων οσφράδιον χαίρε, σεπτόν ερήμου κιννάμωμον.
Χαίρε, Θεού τιμαλφέστατον άγγος• χαίρε, εχθρού το δυσβάστακτον άγχος•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Βλάστημα της Αιγύπτου ευθαλές, εν ερήμω, ην ρέει Ιορδάνης, Μαρία, αρετών γλυκυτάτους καρπούς δι ἀπαύστων πόνων και στερράς ήνεγκας ασκήσεως τω Κτίσαντι, βοώσα συν Αγγέλων δήμοις•
Αλληλούϊα.
Γυναικών θεοφόρων κοσμιότης, Μαρία, Σταυρόν κωλυομένη τον θείον προσκυνήσαι υπό θεϊκού εμποδίου τρόπον βιοτής ήλλαξας και ήλθες εις επίγνωσιν διο σοι εκβοώμεν ταύτα•
Χαίρε, δι' ης ο Χριστός υψώθη• χαίρε, δι' ης ο Σατάν ετρώθη.
Χαίρε, αειρρύτων δακρύων ο χείμαρρος• χαίρε, αστειρεύτων ιδρώτων το πέλαγος.
Χαίρε, μάχαιρα αμφίστομος βιοτής ηδονικής• χαίρε, σκήνωμα πολύτιμον ενεργείας θεϊκής.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Ιορδάνου το εύχος• χαίρε, ότι εδείχθης ασιτείας ο τύπος.
Χαίρε, λαμπάς συντόνου ασκήσεως• χαίρε, η δας της άνω λαμπρότητος.
Χαίρε, νυμφώνος Εδέμ κληρονόμος• χαίρε, λειμώνος τερπνού πεζοπόρος•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Δύναμιν ειληφυία ουρανόθεν ομίχλην πορνείας διεσκέδασας τάχος και προς φως μετανοίας φαιδρόν τους σους πόδας, μήτερ θαυμαστή, ίθυνας και έρημον επέλεξας ως οίκον προσευχής βοώσα•
Αλληλούϊα.
Έδραμες αποπλύναι λογισμών ακαθάρτων και πράξεων ανόμων τον ρύπον ως διψώσα επί τας πηγάς των υδάτων, μήτερ ευκλεές, έλαφος εις έρημον• διόπερ σοι βοώμεν ευχαρίστω γλώσση•
Χαίρε, το τείχος της μετανοίας• χαίρε, ο πύργος της απαθείας.
Χαίρε, βιοτής της αγήρω αρχέτυπον• χαίρε, αγωγής ψυχοτρόφου το έσοπτρον.
Χαίρε, τρόπαιον της φύσεως της θηλείας τιμαλφές• χαίρε, εύμορφον απάνθισμα αρετών ηδυτερπές.
Χαίρε, ότι υπάρχεις των οσίων φαιδρότης• χαίρε, ότι τυγχάνεις εγκρατείας ακρότης.
Χαίρε, κρουνέ βλυστάνων ευσέβειαν• χαίρε, πυρσέ φωτίζων τα σύμπαντα.
Χαίρε, αυγή μυστικής ευωχίας• χαίρε, στακτή μυροβόλος σοφίας•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Ζάλης θανατηφόρου δι' ευχής απηλλάγης αόκνου και συντόνου νηστείας• της σαρκός γαρ νεκρώσας ορμάς τον σον νουν, Μαρία, προς Θεόν τάχιστα επτέρωσας ως εύλαλος Κυρίου αηδών βοώσα•
Αλληλούϊα.
Ήσχυνας του δολίως πολεμούντος σε, μήτερ Μαρία, μισοκάλου το θράσος συντονία καμάτων των σων ασιτίας άκρας και ευχής χάριτι Θεού• διο σοι πλέκομεν της νίκης στέφος εκβοώντες•
Χαίρε, η τρώσις του αρχεκάκου• χαίρε, η πτώσις εχθρού του πλάνου.
Χαίρε, την οφρύν του Σατάν η πατήσασα• χαίρε, την ισχύν του Χριστού η κρατύνασα.
Χαίρε, όμμα το ανύστακτον του Βελίαρ πρσβολαίς• χαίρε, δώμα ενασκήσεως ασιγήτου ευπρεπές.
Χαίρε, ότι ελαύνεις του εχθρού την μανίαν• χαίρε, ότι εκτρέπεις του εχθίστου κακίαν.
Χαίρε, παθών εκλύτων το θέριστρον• χαίρε, ηθών αμέμπτων το έλυτρον.
Χαίρε, ψεκάς του Σωτήρος ειρήνης• χαίρε, ολκάς της ενθέου γαλήνης•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Θεοφόρων γυναίων της ερημου μεγίστη υπήρξες, τρισολβία Μαρία• ολοτρόπως θελχθείσα γαρ συ τω του Κτίστου πάντων και Θεού έρωτι και σθένει θείου Πνεύματος ρωσθείσα ανεβόας πόθω•
Αλληλούϊα.
Ιορδάνου τοις ρείθροις των του βίου σου ρύπον απέπλυνας, οσία Μαρία, και λαμπράν μετανοίας στολήν ενδυθείσα πάντων προς Θεόν πρέσβειρα εγένου των τιμώντων σε και ύμνοις μελιχροίς βοώντων•
Χαίρε, η ένθους εν τη ασκήσει• χαίρε, η μείζων εν τη συνέσει.
Χαίρε, πολιτείας οσίας λευκάνθεμον• χαίρε, ευσεβείας το θείον τετράδιον.
Χαίρε, σέμνωμα περίδοξον μετανοίας σωστικής• χαίρε, άρωμα ουράνιον εργασίας πρακτικής.
Χαίρε, ότι ελαύνεις λεγεώνα δαιμόνων• χαίρε, ότι δεικνύεις τον σωτήριον δρόμον.
Χαίρε, Χριστού της πίστεως έρεισμα• χαίρε, Αυτού αγάπης θησαύρισμα.
Χαίρε, φθαρτών υπερτέρα απάντων• χαίρε, θημών αιωνίων δραγμάτων•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Κατιδών της ψυχής σου ζήλον όντως τον θείον ο σώφρων Ζωσιμάς κατηγάσθη χάριτός σου, ην εύρες, σεμνή, επιβαίνειν κούφως ποταμού ρεύμασι και πόθω εξιστάμενος Κυρίω ευλαβώς εβόα•
Αλληλούϊα.
Λάμπουσα απαθεία και συνέσει τελεία οσίων τοις χοροίς ηριθμήθης• μετανοίας σου γαρ καθορών ο Δεσπότης τρόπους τη Αυτού χάριτι, Μαρία, σε εσκίασε•
διόπερ ψάλλομεν σοι ταύτα•
Χαίρε, η βίβλος της καρτερίας• χαίρε, το έρνος της ερημίας.
Χαίρε, γυναικών ασκουμένων ακρώρεια• χαίρε, αρετών το θεότευκτον οίκημα.
Χαίρε, φάρε τηλαυγέστατε αγωγής ασκητικής• χαίρε, λύχνε παμφαέστατε ενεργείας θεϊκής.
Χαίρε, ότι σοις τρόποις τοις απλάστοις διδάσκεις• χαίρε, ότι σοις πόνοις προς τελείωσιν ήχθης.
Χαίρε, κανών βιώσεως σώφρονος• χαίρε, εικών αόκνου στερήσεως.
Χαίρε, καρπών ουρανίων η πλήρης• χαίρε, ημών προς Θεόν ἡ μεσίτις•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Μένεα αποπνέων κατά σου ο του σκότους και πάσης φαύλης πράξεως άρχων
επειράτο δαμάσαι ψυχήν την σην θείαν, μήτερ, ην Θεού δύναμις εφύλαττεν αμόλυντον και ήγειρεν σε πόθω ψάλλειν•
Αλληλούϊα.
Νύκτωρ και καθ' ημέραν συν αγέλαις θηρίων σχολάζουσα εν βάθει ερήμου προσευχή και νηστεία πολλή τω Θεώ, Μαρία, αστραπών έμπλεως εφαίνου τελειότητος φωτίζουσα τους σοι βοώντας•
Χαίρε, το σέλας της ασιτίας• χαίρε, το κέρας της μετανοίας.
Χαίρε, λαμπηδὼν της Χριστού αγαπήσεως• χαίρε, αηδών Ιορδάνου γλυκύφθογγος.
Χαίρε, ότι ασκητεύουσα έσχες στέγην ουρανόν• χαίρε, ότι γυμνητεύουσα ενεδύθης τον Χριστόν.
Χαίρε, της αγρυπνίας ευωδέστατος κήπος• χαίρε, μεταμελείας ακλινέστατος στύλος.
Χαίρε, εχθρών βέβηλων ολέτειρα• χαίρε, ψυχών προς Κύριον πρέσβειρα.
Χαίρε πολλών κλονουμένων προστάτις, χαίρε παθών σαρκικών η ολέτις.
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Ξενωθείσα του κόσμου τω Κυρίω των όλων εγνώσθης, τρισευδαίμον Μαρία, τω ισχύσαντι σὲ σθεναρώς τον Σατάν παλαίσαι,τον ψυχής θέλοντα της σης συλήσαι μάργαρον και παύσαι σε βοάν απαύστως•
Αλληλούϊα.
Όλος επλήσθη θάμβους Ζωσιμάς ο θεόπνους, ηνίκα την σην χάριν κατείδε τα εσόμενα βλέπειν καλώς και την σοι οικούσαν του Θεού δύναμιν Μαρία• όθεν χαίρων σοι εβόα μυστικώς τοιαύτα•
Χαίρε, ακρότης της εγκρατείας• χαίρε, σεμνότης της Εκκλησίας.
Χαίρε, η καλώς προορώσα τὰ μέλλοντα• χαίρε, η σαρκός τας ορμάς απορρίψασα.
Χαίρε, έμψυχον προοίμιον της μελλούσης αμοιβής• χαίρε, τίμιον διάδημα ισαγγέλου βιοτής.
Χαίρε ότι δαιμόνων την μανίαν καθείλες• χαίρε, ότι μερόπων τα ηδέα παρείδες.
Χαίρε, στερρόν της νήψεως έρεισμα• χαίρε, λαμπρόν ασκήσεως τείχισμα.
Χαίρε, ναπών ουρανών οδοιπόρος• χαίρε, ημών ὁδηγὸς φωτοφόρος•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Πόνοις σου νυχθημέροις εχαλίνωσας, μήτερ Μαρία, της σαρκός τας ορέξεις και κατέδειξας πάσι πιστοίς, Ιορδάνου κλέος, της ψυχής φρόνημα σης θείας το αδάμαστον, δι' ου πλησθείσα ανεβόας•
Αλληλούϊα.
Ρείθροις των σων δακρύων και απείρων ιδρώτων κατέσβεσας παθών σου την φλόγα και ανήψας ψυχής σου πυρσόν, ον καλώς βαστάζουσα Θεώ έδραμες, Μαρία, ικετεύουσα Αυτόν υπέρ των σοι φωνούντων•
Χαίρε, οσμή Χριστού ευωδίας• χαίρε, ροπή θεϊκής σοφίας.
Χαίρε, η εχθρού τας ορδάς αφανίσασα• χαίρε, η Θεού τους ανθρώπους ευφράνασα.
Χαίρε, κρήνη η καλλίρρυτος ύδωρ βλύσασα ζωής• χαίρε, στάθμη αρρυτίδωτος αρετής ασκητικής.
Χαίρε, ότι λαμπρύνεις τον χορόν των οσίων• χαίρε, ότι υπάρχεις ακτησίας ταμείον.
Χαίρε, ακτίς της θείας χρηστότητος• χαίρε, παγίς του πλάνου αλάστορος.
Χαίρε, αστήρ μετανοίας φωσφόρος• χαίρε, λαμπτήρ απαθείας πυρφόρος•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Στέφανον εκομίσω βιοτής αθανάτου, Μαρία, εκ χειρών του Κυρίου• της ασκήσεως γαρ την οδόν θεαρέστως, μήτερ, αρετών κύαθε, τελέσασα θεώσεως εδρέψω τους καρπούς βοώσα•
Αλληλούϊα.
Των Αγγέλων την θείαν πολιτείαν, Μαρία, ποθήσασα σαυτήν τω Κυρίω ως θυμίαμα ηδυτερπές τω κρατύναντί σε επί γης ήνεγκας• διο σοι πάντες σπεύδομεν αισίαις ταις φωναίς βοήσαι•
Χαίρε, συνέσεως εκμαγείον• χαίρε, της χάριτος σκεύος θείον.
Χαίρε, Ζωσιμά την ψυχήν η ηδύνασα• χαίρε, Μαμωνά την δουλείαν η λύσασα.
Χαίρε, μήτερ αξιάγαστε, Ιορδάνου καλλονή• χαίρε, νύμφη Κτίστου πάγκαλε, των Αγγέλων χαρμονή.
Χαίρε, ότι ζευγνύεις πράξιν και θεωρίαν• χαίρε, ότι ελαύνεις του Σατάν την κακίαν.
Χαίρε, δι' ης η πίστις κρατύνεται• χαίρε, δι' ης φθορά απαμβλύνεται.
Χαίρε, χαράς κοινωνέ της αγήρω• χαίρε, λαμπάς κοινωνίας της άνω•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Ύμνων σε ηδυμόλπων καταστέφομεν κρίνοις τους άθλους σου, οσία Μαρία• επιγνώσεως γαρ αρχηγός και σοφών εδείχθης γυναικών άγαλμα, ασκήσασα ως άσαρκος και πόθω τω Θεώ βοώσα•
Αλληλούϊα.
Φως Χριστού κατιδούσα εν Υψίστοις, Μαρία, το άδυτον εξαίτει τον θείον φωτισμόν τοις τιμώσι λαμπρώς τους τιμίους, μήτερ, επί γης μόχθους σου, ίνα εκθύμως ψάλλωμεν σοι χείλεσιν αμώμοις ταύτα•
Χαίρε, θεάμων των αθεάτων• χαίρε, αρρήτων επόπτις ξένων.
Χαίρε, κοινωνέ της αΰλου λαμπρότητος• χαίρε, φρυκτωρέ της αδύτου φαιδρότητος.
Χαίρε, ότι εκοινώνησας Ζωσιμά εκ των χειρών• χαίρε, ότι κατηγλάϊσας την ομήγυριν πιστών.
Χαίρε, σάλπιγξ αλήκτου ευφροσύνης εν πόλω• χαίρε, φόρμιγξ οσίας βιοτής εν ερήμω.
Χαίρε, πιστών γλυκύτατον ψέλλισμα• χαίρε, ψυχών το ήδιστον μέλισμα.
Χαίρε, Χριστού το θειότατον εύχος• χαίρε, εχθρού το οξύτατον κάρφος•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Χαίρουσα νυν εν δόμοις θεϊκοίς συν Αγγέλων τοις δήμοις και οσίων απάντων τοις χοροίς εκτενώς τω Χριστώ καταπέμψαι πάσι τοις πιστοίς πρέσβευε ελέους πλήθος άμετρον Αυτού τοις εκβοώσι πίστει•
Αλληλούϊα.
Ψάλλοντές σου των πόνων την πληθύν εν ερήμω υμνούμεν σε, οσία Μαρία• συ γαρ δείξασα ειλικρινή, ευψυχίας βάθρον και βαλβίς νήψεως, μετάνοιαν διέλαμψας ως άστρον τοις βοώσι φαίνον•
Χαίρε, μελώδημα των οσίων• χαίρε, απήχημα των αγίων.
Χαίρε, κιβωτέ ησυχίας πολύτιμε• χαίρε, θησαυρέ σιωπής αδαπάνητε.
Χαίρε, στήλη ακαθαίρετος κοσμικής αποταγής• χαίρε, κρήνη νέκταρ βρύουσα αθανάτου βιοτής.
Χαίρε, θεία σαμβύκη εν Χριστώ μετανοίας• χαίρε, πάγχρυσε θήκη νυχθημέρου νηστείας.
Χαίρε, κιθάρα πίστεως πάντερπνος• χαίρε, κινύρα εύλαλος νήψεως.
Χαίρε, χορού μονοτρόπων ηδύτης• χαίρε, καμού εν κινδύνων η ρύστις•
Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Ω Μαρία, πυξίον διαυγές μετανοίας και Κτίστου αγαπήσεως λύχνε, (εκ γ')
την σκοτίαν μου παύσον παθών απαθείας ήμαρ σω πιστώ πρόσφυγι λιταίς σου ανατέλλουσα, ως αν πανευλαβώς κραυγάζω•
Αλληλούϊα.
Και αύθις το Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'.Τη Υπερμάχω.
Της μετανοίας οχετοίς σαυτήν αρδεύσασα και ψυχοκτόνους του εχθρού ορμάς ξηράνασα, συνεργεία θεία έρημον Ιορδάνου τη ασκήσει σου, Μαρία, καθηγίασας και τοις ρείθροις των δακρύων σου επίανας• όθεν κράζομεν• Χαίροις, Μήτερ ισάγγελε.
Δίστιχον
Χαίρε, βοά σοι Χαραλάμπης, Μαρία, ακηλίδωτον έσοπτρον μετανοίας.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ
ΤΩ ΜΟΝΩ ΑΛΗΘΙΝΩ ΘΕΩ ΗΜΩΝ
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΓΕΡΩΝ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ
Αρχή και τέλος εν τω παρόντι αιώνι
Ό Γέροντας Χερουβείμ ξεκίνησε την πορεία του με το δράμα της δημιουργίας μιας κοινοβιακής Μονής, μικρό αντίγραφο του Αγ. Όρους, εκτός Άγιου Όρους. Από τότε πού αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από τον πολυαγαπημένο του Άθωνα, λόγω των συγκυριών τής κατοχής, και να παραμείνει μονίμως πλέον στον κόσμο, δεν έπαυσε να ζει και να αναπνέει το Άγιον Όρος. Το έφερε ολόκληρο μέσα του, με την χιλιόχρονη ασκητική παράδοση του, το ήθος του και τις αλησμόνητες σύγχρονες αγιορείτικες μορφές. «Βγήκα -μας έλεγε συχνά- ένα παιδί 22 ετών από το Αγιον Όρος. Έπάλαιψα σκληρά με ορατούς και αοράτους εχθρούς και το μόνο πού προσπάθησα ήταν να κρατήσω, σαν μια μεγάλη παρακαταθήκη τα όσα με δίδαξαν οι Γεροντάδες μου». Γι αυτό ακατάπαυστη και αδιάλειπτη ήταν ή αναφορά του σ' αυτούς και πυκνές οι επισκέψεις του στον Όρος, πότε μόνος και πότε μαζί με μας.
Έτσι, αξιώθηκε να θεμελίωση την νέα Μονή του Παρακλήτου το 1963, σε χώρο αγορασμένο με πολλές θυσίες, στην θέση Μετόχι Σκάλας Ωρωπού.
Εκεί εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι μοναχοί και άρχισαν οι μοναχικοί αγώνες και τα παλαίσματα, ωραΐζοντας πνευματικά τον τόπο. Πρώτοι κοινοβίασαν οι δύο πατέρες Δοσίθεος και Έφραίμ. Ύστερα προστέθηκαν και άλλοι. Γύρω στον 1977 προσήλθε και ή μικρά τότε (5-6) συνοδεία του π. Κυρίλλου Μάνθου (τώρα εγκατεστημένη στον Μπουραζέρη Αγιορείτικες. Όρους) και ενσωματώθηκε ήρεμα και φυσικά στον υπόλοιπο μοναχικό σώμα. Έτσι, ό αριθμός των μοναχών έφθασε τούς 25-30.
Τον 'ίδιο χρόνο αναγνωρίζεται ή Μονή, ως «Κοινοβιακή και Κτητορική» και εκλέγεται ό π. Χερουβείμ, ως πρώτος ηγούμενος αυτής. Μέσα στον ίδιο έτος λαμβάνει χώρα και ή ενθρόνισης του. Το γεγονός αυτό πλήρωσε χαράς, όχι μόνον τους αδελφούς αλλά και όλους τους γνωστούς και φίλους της. Ήταν ένα δώρο του Θεού, υστέρα από πολλές δυσκολίες και εμπόδια, από τα όποια ή Συνοδεία ταλαιπωρήθηκε πολύ.
«Ήταν αυτό μια πράξις δικαιοσύνης» ομολόγησε ό παρευρεθείς στην τελετή της ενθρονίσεως, μαζί και με άλλους αδελφούς της Ί. Μονής της Χρυσοπηγής, ηγούμενος αυτής, Αρχιμανδρίτης τότε Καλλίνικος Καρούσος, νύν δε Μητροπολίτης Πειραιώς.
Την ακολουθία της ενθρονίσεως τέλεσε ό μακαριστός Μητροπολίτης Αττικής Δωρόθεος, παρίστατο δε και ό πρ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιάκωβος. Ένα πλήθος κόσμου παρακολουθούσε την ενθρόνιση και έχαιρε και δόξαζε τον Κύριο. Ό Γέρων Χερουβείμ εξεφώνησε εμπνευσμένο ένθρονιστήριο λόγο, τονίσας, μεταξύ άλλων, την άξια πού έχει ή ίδρυσης μιας νέας Μονής με το αγιορείτικο τυπικό, «ου μακράν από τής πρωτευούσης», ώστε και ό σύγχρονος άνθρωπος να μπορεί να γεύεται τούς καρπούς τής αγιορείτικης μοναχικής παραδόσεως... Λόγω του αβάτου δεν επετράπη μεν ή είσοδος στις γυναίκες, μετά όμως την ενθρόνιση, ό Ηγούμενος εξήλθε στην Πύλη τής Μονής, όπου τον περίμενε ένα πλήθος ευλαβών γυναικών, πνευματικών του τέκνων, για να λάβουν την ευλογία του. Ό Γέροντας τούς ευλόγησε και τούς τόνισε την αξία πού έχει στην ζωή μας ή μεγάλη αρετή τής υπομονής!...
Ό Γέρων Χερουβείμ, αναγκάστηκε και ταλαιπωρούμενος από τα προβλήματα τής υγείας του, κρατούσε καλά το τιμόνι τής ηγουμενίας. Υπήρξε ό πρώτος και αναντικατάστατος ηγούμενος, με όραμα και ένθεο ζήλο να οδηγήσει το σκάφος αυτό στον μεγάλο του προορισμό. Πίστευε πολύ στην μεγάλη άξια τής κοινοβιακής ζωής. «Ό Θεός μας χάρισε ένα μεγάλο δώρο! Μας έδωσε το Μοναστήρι! Μας αξίωσε να διαβάζουμε τούς Πατέρας! Μας αξίωσε πολλές φορές το 24ωρο να δοξολογούμε το Πανάγιο Όνομα Του! Μας αξίωσε να ζούμε -να θέλουμε να ζούμε- την ζωή των Πατέρων! Μας έδωσε όλα τα μέσα για μια ολοκληρωμένη πνευματική και αφιερωμένη ζωή!».
Αυτά μας έλεγε συχνά, ευχαριστώντας τον Κύριο! Σκυφτός καθημερινά πάνω σε κάθε ψυχή και κρατώντας την σμίλη στον χέρι, προσπαθούσε με απέραντη αγάπη και πόνο να την κατεργαστεί και να την φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». (Έφεσ. 4, 13). Κατά το υπόδειγμα των παλαιών αγιορειτών Γερόντων και δη του αυστηρότατου Γέροντος του Γρηγορίου, είχε την χάρι να συνδυάζει άριστα την αυστηρότητα με την επιείκεια και συγκατάβαση. Αυστηρός στην κατ' εξακολούθηση πτώση του αδελφού, εξ αιτίας της αμέλειας και ραθυμίας του- επιεικής και συμπαραστάτης στον αδύνατο και μετανοούντα αγωνιστή. Παρέδωσε στην Αδελφότητα από την αρχή το ήθος και το ύφος των γνησίων αγιορειτών μοναχών, πού είναι σκυμμένοι επάνω στον εαυτό τους, και στον διακόνημά τους, αποφεύγοντας τις «συντυχίες» και «αδολεσχίες» με τούς άλλους και δη τούς κοσμικούς. «Ό μοναχός -μας έλεγε- είναι σαν το ιερό σκεύος της θ. λειτουργίας το αφιερωμένο στην λατρεία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί κανείς να πάρει το άγιο Ποτήριο και να το χρησιμοποίηση για κοινή χρήση, έτσι και τον εαυτό του ό μοναχός δεν μπορεί να τον χρησιμοποιεί για την αμαρτία και τις κοσμικές ενασχολήσεις».
Αγωνιζόταν πολύ για να κρατά σε αυτό το φρόνημα όλους τούς αδελφούς. Δεν ήθελε τις παρεκκλίσεις και τις ιδιορρυθμίες. Τις φοβόταν πολύ! Γιατί -όπως έλεγε- διασπούν την εν Χριστώ ενότητα της Συνοδείας και οδηγούν στην πλάνη την ψυχή. Γι αυτό και όταν παρουσιαζόταν κάτι τέτοιο το κτυπούσε «άμα την γενέσει του», για να μη συνεχιστή και γίνει καθεστώς. Εάν καμιά φορά κάποιος αδελφός αμελούσε να πάει στην ακολουθία, ή έλειπε από την Τράπεζα, χωρίς ευλογία, έλεγε: «αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει». Έδινε απόλυτη άξια στους τρεις άξονας της κοινοβιακής ζωής: τον Ναό, την Τράπεζα και την έξαγόρευσι των λογισμών στον Γέροντα. Επεδίωκε το «ομοθυμαδόν» των πρώτων χριστιανών (Πράξ. 5, 12) σε όλη την εσωτερική και εξωτερική ζωή της Μονής.
Όμως δεν περιφρονούσε την ίδιοπροσωπία και ιδιαιτερότητα του καθενός αδελφού. Τουναντίον, αντιμετώπιζε τα πρόσωπα με απόλυτο σεβασμό τής ελευθερίας τους, ακόμη και τής αδυναμίας τους. Οικονομούσε με τόση σοφία και διάκριση πατερική τα πράγματα, ώστε και ή αυστηρή γραμμή της συνοδείας να διατηρείται, αλλά και άνετα ό καθένας να αισθάνεται. Όταν στις συνάξεις καθόριζε τον γενικό προσανατολισμό της Μονής στα ίχνη των Πατέρων, ήταν σχεδόν απόλυτος, γιατί -όπως έλεγε- αυτά τα δοκιμασμένα θεμέλια έπρεπε να στηριχτεί το παρόν αλλά και το μέλλον της. Όταν όμως αντιμετώπιζε τα προσωπικά προβλήματα και τις δυσκολίες του κάθε μονάχου, παρουσίαζε θαυμαστή ευκαμψία και κατανόηση, πράγμα πού βλέπει κανείς στους μεγάλους Γεροντάδες.
Όταν π.χ. έβλεπε ότι κάποιος μοναχός παρουσίαζε σοβαρή δυσκολία να ξεπεράσει τα όριά του δεν ασκούσε πίεση πάνω του. Τον άφηνε να το θέληση μόνος του, χρησιμοποιώντας το φιλότιμο. Αυτός τον βοηθούσε διασπούν' άλλης οδού... Ήταν διεισδυτικός στα γεγονότα και προπαντός στις ψυχές. Είχε το χάρισμα να σε αντιλαμβάνεται. αμέσους. Έτσι, δεν μπορούσε κανείς να του κρύψει τίποτε. Με μια ματιά καταλάβαινε τον εσωτερικό σου κόσμο. Όταν κανείς τον πλησίαζε έχοντας κάποιο λογισμό εις βάρος του, αυτός τον κοίταζε κατευθείαν στα μάτια και του έδινε να καταλάβει ότι... τα γνωρίζει όλα!! Γι αυτό και πολύ αναπαυόταν κανείς κοντά του. Τον είλκυε με την αγάπη και με το ήρεμό του βλέμμα. Αυτή την ηρεμία δεν την έχανε και όταν σε μάλωνε. Γι αυτό και σύ τον κοίταζες ήρεμα και συμφωνούσες μαζί του για το... μάλωμα.
Ήταν γεννημένος ηγέτης. Από μικρός διακρινόταν ανάμεσα στους πολλούς. Είχε την σοβαρότητα του μεγάλου. Όταν βρισκόταν μεταξύ άλλων, αυθόρμητα προκαλούσε την προσοχή και τον σεβασμό. Έπεβάλλετο από την πρώτη στιγμή. Ή γνώμη του είχε βαρύτητα. Ό λόγος του έπειθε. "Άγγιζε την καρδιά. Σε έβαζε σε σκέψεις, γιατί πάντα είχε να πει κάτι βαθύτερο. Στις Συνάξεις της Συνοδείας ήταν διδακτικότατος. Έβαζε μέσα σου θεμέλια γερά «ως σοφός αρχιτέκτων» (Α' Κορ. 3,10) και κατόπιν πετρούλα-πετρούλα έκτιζε τον καινό άνθρωπο. Ήταν γενναίος! Δεν τον φόβιζαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα και οι επιθέσεις ορατών και αοράτων έχθρων. Στητός στον πηδάλιο της «νοητής όλκάδος» της Αδελφότητος, αντιμετώπιζε με ανδρεία και θάρρος τις θύελλες και τις φουρτούνες. Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις συνήθιζε να συμβουλεύεται και τούς μεγαλύτερους των αδελφών ή και ολόκληρη την Αδελφότητα, ώστε ή αντιμετωπίσει να γίνεται «ενσωματώθηκε πολλή βουλή».
Ήταν πολύ άνετος στην συνεργασία με τούς άλλους. Δεν αισθανόταν καμιά δυσκολία να συμφωνήσει μαζί τους, αναθεωρούντος ακόμη και την δική του θέση. Εκεί πού ήταν «άτεγκτος» ήταν οι αρχές της μοναχικής ζωής, όπως τις παρέλαβε από τούς Γεροντάδες του, τις όποιες θεωρούσε απαραβίαστες. «Πρέπει -έλεγε- όλοι μας να καταλάβουμε ότι για να σταθεί ή Μονή στα πόδια της και να φέρει τούς καρπούς της, δηλ. να καλλιεργηθούν οι αδελφοί και μετά από την ζωή αύτη να δώσουν το «παρών» ενώπιον του Θεού, πρέπει να εργαστούν όλοι, από τον Ηγούμενο μέχρι τον μικρότερο.
Κάθε ένα, ο όποιος δεν εργάζεται για την πνευματική ανάπτυξη της Μονής, ή αντιθέτως, με τον τρόπο του, την συμπεριφορά του, την στάση του, παρεμβάλλει εμπόδια στον σκοπό αυτό, το κρίμα και ή αμαρτία της πράξεως και στάσεως αυτής θα τον συνοδεύει και στην άλλη ζωή». Υπήρχαν όμως και προβλήματα πού τα αντιμετώπιζε εντελώς μόνος, γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έτυχαν φορές πού έπεφτε μόνος του στον πέλαγος (ήξερε να κολυμπά χωρίς να πνίγεται) και πάλευε με τα αφρισμένα κύματα, προκειμένου να σώσει κάποιον αδελφός. Πολλές φορές ξαγρύπνησε, έκλαψε, ικέτεψε, ταπεινώθηκε μπροστά στον άλλον «πλένοντας τα πόδια του», όπως ό Κύριος (Ίω. 13,4-5). Στις ώρες αυτές τον βλέπαμε να υποφέρει, να αναστενάζει αλλά και να υπομονή. Πολλές φορές έλεγε σε μένα πού ήμουν μακριά, λόγω τής θέσεώς μου: «έλα κάτω να σε δούμε... να γελάσει λίγο το χειλάκι μας»!...
Και όταν ήλθε, «κρίμασιν οίς οίδε Κύριος», ή ώρα να πιει το κατάπικρο ποτήρι τής συκοφαντίας, το ήπιε «παλικαρίσια» μέχρι τρυγός, ευχαριστώντας τον Θεό. Δεν αποποιήθηκε το «αναλογούν μερίδιον» τής ευθύνης. Ούτε θέλησε να το άντιπροσφέρη σε άλλους. Το θεώρησε ευκαιρία για αυτοκριτική και αναθεώρηση πολλών πραγμάτων! Υπήρξε και εδώ αξιοθαύμαστος! Ωστόσο οι δοκιμασίες, οι θλίψεις και οι κόποι, καθώς προχωρούσαν τα χρόνια, επιδείνωσαν την κατάσταση τής καρδιάς του. Το νευρικό του σύστημα είχε κλονιστεί σοβαρά και το υψηλό ζάχαρο, πού δεν ήθελε να κατέβει, τον ταλαιπωρούσε. Μερικές φορές παρέμενε στον κρεβάτι απέχοντας κάπου-κάπου από το πρόγραμμα της Μονής.
Τότε το κελλάκι του γινόταν ό τόπος τής συγκεντρώσεως και. του αναβαπτισμού των αδελφών. Όσο ανήμπορος και αναγκάστηκε ένοιωθε, δεν αρνιόταν την πνευματική βοήθειά του σε κανένα. Όταν ένοιωθε καλύτερα έπαιρνε το μπαστουνάκι του και επισκεπτόταν τον κάθε μοναχό στον διακόνημά του. Εκεί δινόταν ή ευκαιρία στον αδελφός να συζήτηση διάφορα θέματα, να ρωτήσει, να έξαγορεύση τούς λογισμούς του και να δεχθή πατρικές νουθεσίες για την πνευματική του κατάρτιση ή και για το διακόνημά του.
Ό Γέροντας εκτός των πολλών πνευματικών γνώσεών του, είχε και γνώσεις πρακτικές, πολύ χρήσιμες στον καθένα. Στον μάγειρο π.χ. υποδείκνυε πώς να μαγειρεύση το φαγητό και με έναν άλλο, καλύτερο τρόπο. Στον κηπουρό εφιστούσε την προσοχή πώς να φυτεύει, να ποτίζει, ή να κλαδεύει τα δένδρα. Σε όλους κάτι είχε να πει. Όλα όμως τα χαιρόταν, βλέποντας την φιλότιμη προσπάθεια του καθενός, χωρίς να παραλείπει να την ενθαρρύνει και με τον πατρικό του έπαινο.
Έτσι κύλησαν τα τελευταία χρόνια τής ζωής του, πού ήταν τα πιο μεστά, αλλά και τα πιο ευεργετικά για όλη την Αδελφότητα. Ή Ιερά Συνοδεία τής Μονής, με την δυναμική και άοκνη επιστασία του, είχε φθάσει σε μια ωριμότητα πολύ ικανοποιητική και όλοι δοξάζαμε τον Κύριο.
Όμως ή μεγάλη καρδιά του Γέροντος, πού κράτησε επάνω της όλο το βάρος τής Συνοδείας, αλλά και του καθενός αδελφού χωριστά, είχε πια κουρασθεί τόσο, πού, αναγκάστηκε δεν ζητείτο ή βοήθεια τής επιστήμης, δεν θα μπορούσε άλλο να ανθέξη. Γι αυτό αποφασίστηκε, κατόπιν και των υποδείξεων των ιατρών, να μεταβεί στην Αγγλία και να υποβληθεί σε εγχείρηση, πού κατά τις προβλέψεις θα μπορούσε, αναγκάστηκε επετύγχανε, να του χαρίσει, συν θεώ, πολλά χρόνια ζωής!
ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΤΟΝ ΣΚΛΑΒΩΝ. ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΒΑΓΟΝΙΑ.
Τα κρατικά και τα ατομικά συμφέροντα, όπως συμβαίνει πάντα, συμπίπτουν και εδώ. Γιατί και το κράτος το συμφέρει να στέλνει τους κρατούμενους στο στρατόπεδο με κατευθείαν δρομολόγια, χωρίς να επιβαρύνει τις συγκοινωνιακές αρτηρίες των πόλεων, τους αυτοκινητοδρόμους και το προσωπικό των μεταγωγικών φυλακών. Αυτό το είχαν αντιληφθεί από παλιά στο ΓΚΟΥΛΑΓΚ και χρησιμοποιούσαν τα έξης μέσα: καραβάνια από κόκκινα βαγόνια (από αυτά πού προορίζονται για την μεταφορά ζώων), καραβάνια από μαούνες και, όπου δεν υπάρχουν ούτε ράγιες, ούτε νερό, καραβάνια από πεζούς (γιατί δεν επιτρέπουν βέβαια στους κρατούμενους να χρησιμοποιούν άλογα και καμήλες).
Τα κόκκινα καραβάνια είναι πάντα πιο συμφερτικά, όταν τα δικαστήρια δουλεύουν πολύ γρήγορα ή όταν οι μεταγωγικές φυλακές παραείναι γεμάτες, γιατί μ' αυτά μπορούν να στείλουν μεμιάς μεγάλο αριθμό κρατουμένων. Έτσι έστειλαν εκατομμύρια αγρότες στα 1929 - 31. Έτσι έστειλαν σχεδόν ολόκληρο το Λένινγκραντ μακριά από το Λένινγκραντ. Έτσι αποικίστηκε ή περιοχή του ποταμού Κολύμα στη δεκαετία του 1930. Κάθε μέρα ή πρωτεύουσα τής πατρίδας μας, ή Μόσχα, ξερνούσε μια τέτοια αποστολή με κατεύθυνση τα λιμάνια Σοβιέτσκαγια Γκάβαν και Βάνινο. Κάθε πρωτεύουσα επαρχίας έστελνε τις δικές της κόκκινες αποστολές, μόνο πού αυτό δεν γινόταν καθημερινά. Στα 1941 εκτόπισαν έτσι στο Καζαχστάν την Δημοκρατία των Γερμανών τού Βόλγα, και αυτό συνεχίστηκε και με τις άλλες εθνότητες. Στα 1945 με τέτοιες αποστολές έφεραν πίσω τους άσωτους γιους και τις κόρες τής Ρωσίας από την Γερμανία, από την Τσεχοσλοβακία, από την Αυστρία, δηλαδή έφεραν πίσω όσους βρίσκονταν στα δυτικά μας σύνορα. Έτσι συγκέντρωσαν επίσης στα 1949 στα ειδικά στρατόπεδα τους καταδικασμένους με βάση το άρθρο 58.
Τα Στολύπιν κυκλοφορούν με τα κοινά δρομολόγια των τραίνων, ενώ οι κόκκινες αποστολές κινούνται με ειδική διαταγή, υπογραμμένη από έναν σημαντικό στρατηγό του ΓΚΟΥΛΑΓΚ. Ένα Στολύπιν δεν μπορεί να σταματήσει σ' έναν κενό χώρο, τέρμα τού προορισμού του πρέπει πάντα να είναι ένας σταθμός, έστω και σε μια πολίχνη, όπου να υπάρχει μια στεγασμένη φυλακή προληπτικής κρατήσεως. Το κόκκινο τραίνο όμως μπορεί να σταματήσει σ' ένα κενό χώρο - και εκεί ξεφυτρώνει αμέσως, μέσα από την θάλασσα, από την στέπα ή από την ταϊγκά, ένα καινούργιο νησί τού Αρχιπελάγους.
Δεν μπορεί όμως κάθε κόκκινο βαγόνι να χρησιμοποιηθεί αμέσως για την μεταφορά κρατουμένων, ανυπόφορο δεν έχει πρώτα κατάλληλα προετοιμαστεί. Κι όχι να προετοιμαστεί με την έννοια πού μπορεί να τού δίνη ό αναγνώστης, δηλαδή να καθαριστή από τα κάρβουνα και τον ασβέστη πού μετέφερε πριν παραλάβει ανθρώπους — αυτό δεν γίνεται πάντα. Κι ούτε να προετοιμαστεί με την έννοια τού να φραχτούν οι χαραμάδες του ή να τοποθετηθεί μέσα θερμάστρα, ανυπόφορο είναι χειμώνας. (Όταν κατασκευάστηκε το τμήμα τής σιδηροδρομικής γραμμής από το Κνιόζ - Πογκόστ ως την Ρόπτσα, πριν ακόμα περιληφθή στο γενικό σιδηροδρομικό δίκτυο, άρχισαν αμέσως να το χρησιμοποιούν για να μεταφέρουν κρατουμένους, μέσα σε βαγόνια πού δεν είχαν ούτε θερμάστρες, ούτε κουκέτες.
Οι κρατούμενοι ξάπλωναν τον χειμώνα πάνω στο σκεπασμένο με παγωμένο χιόνι δάπεδο, χωρίς να παίρνουν ζεστό φαγητό, γιατί το τραίνο διατρέχει αυτό το τμήμα σε χρόνο λιγότερο από ένα μερόνυχτο. Ποιος μπορεί να διανοηθή οτι θα περάσει εκεί μέσα, με τις συνθήκες αυτές, 18 - 20 ώρες και θα επιζήσει!) Ή προετοιμασία πού εννοούμε είναι ή ακόλουθη: να εξακριβωθεί ανυπόφορο είναι γερά και σταθερά το δάπεδο, οι τοίχοι και το ταβάνι των βαγονιών και να καλυφτούν με κάγκελα οι φεγγίτες τους να ανοιχτεί στο δάπεδο μια τρύπα για να χρησιμεύει για αποχωρητήριο και να ενισχυθεί ολόγυρα με τσίγκο στερεωμένο με πυκνά καρφιά να κατανεμηθούν στο τραίνο κανονικά και με την πρέπουσα συχνότητα τα βαγόνια με πλατφόρμες (όπου τοποθετούσαν φρουρούς με οπλοπολυβόλα) κι ανυπόφορο δεν υπάρχουν αρκετές πλατφόρμες, να κατασκευαστούν να φτιαχτούν έξοδοι προς την οροφή, να τοποθετηθούν μελετημένα οι προβολείς- να εξασφαλιστεί ή αδιάκοπη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος- να κατασκευαστούν ξύλινα σφυριά με μακριά λαβή- να προστεθεί στο τραίνο ένα επιβατικό βαγόνι και, ανυπόφορο δεν υπάρχει, να εφοδιαστεί με θερμάστρα ένα φορτηγό βαγόνι για τον επικεφαλής της φρουράς, τον αξιωματικό της ασφαλείας για την συνοδεία- να εγκατασταθεί μαγειρείο για την φρουρά, και τους κρατούμενους.
Μόνο ύστερα από όλα αυτά μπορούσαν να συνδέσουν τα βαγόνια στον συρμό και να γράψουν επάνω τους : «ειδικός εξοπλισμός» ή «εύθραυστα είδη». (Στο «Έβδομο βαγόνι» ή Έ. Γκίνζμπουργκ περιέγραψε τόσο θαυμάσια ένα τέτοιο τραίνο με κόκκινα βαγόνια, ώστε μάς απαλλάσσει από τον κόπο να μπούμε τώρα σε πολλές λεπτομέρειες).
Μόλις τελείωση ή προετοιμασία τού τραίνου, αρχίζει ή περίπλοκη στρατιωτική επιχείρηση τής επιβίβασης των κρατουμένων στα βαγόνια. Ή επιχείρηση αυτή έχει δύο σημαντικούς, υποχρεωτικούς σκοπούς:
- να κρατηθεί κρυφή ή επιβίβασης από τον κόσμο - να τρομοκρατηθούν οι κρατούμενοι.
Είναι απαραίτητο να κρατηθεί μυστική ή επιβίβασης, γιατί στο κόκκινο τραίνο επιβιβάζονται μεμιάς γύρω στους 1000 ανθρώπους (το τραίνο διαθέτει τουλάχιστον 25 βαγόνια), και όχι μια μικρή ομάδα, όπως γίνεται στο Στολύπιν, πράγμα πού δεν είναι ανάρμοστο να το δη το κοινό. Όλοι ξέρουν βέβαια πώς συλλήψεις γίνονται καθημερινά και όλες τις ώρες, μα κανείς δεν πρέπει να φρίξει βλέποντας τούς συλληφθέντες ΟΛΟΥΣ ΜΑΖΙ. Στο Όρέλ στα 1938 ήταν σε όλους γνωστό πώς δεν υπήρχε, σε ολόκληρη την πόλη, σπίτι όπου να μην έχει συλληφθεί κάποιος, και κάρα με χωριάτισσες πού έκλαιγαν πλημμύριζαν την πλατεία μπροστά στη φυλακή της πόλης, όπως στον πίνακα τού Σούρικωφ, πού παριστάνει την εκτέλεση των Στρελτσύ (στασιαστές στην εποχή τού Μεγάλου Πέτρου. Σ.τ.Μ.). (Αχ! ποιος θα ζωγραφίσει τώρα για μάς αυτές τις σκηνές; Ας μην ελπίσουμε, δεν είναι της μόδας). Μα δεν πρέπει να δείχνουμε στους σοβιετικούς μας ανθρώπους πώς κάθε μέρα φεύγει ένα τραίνο (όπως γινόταν στο Όρέλ εκείνη την χρονιά).
Και ή νεολαία μας δεν πρέπει να τα βλέπει αυτά, γιατί ή νεολαία είναι το μέλλον μας. Και γι' αυτό μόνο την νύχτα, κάθε νύχτα, για κάμποσους μήνες, στέλνουν από την φυλακή στον σταθμό την μαύρη φάλαγγα των κρατουμένων (οι κλούβες είναι απασχολημένες με καινούργιες συλλήψεις). Βέβαια, οι γυναίκες το παίρνουν χαμπάρι, κάτι μαθαίνουν, και τις νύχτες καταφτάνουν από τα πέρατα τής πόλης, τρυπώνουν κλεφτά στον σταθμό, παραμονεύουν, τρέχουν από βαγόνι σε βαγόνι, σκοντάφτουν πάνω στις ράγιες και στις τραβέρσες και φωνάζουν μπροστά σε κάθε βαγόνι: «Είναι ό τάδε μέσα;» «Είναι εδώ κανείς έτσι κι έτσι;...» Και τρέχουν στο επόμενο βαγόνι, κι εδώ νέες ερωτήσεις:
«Είναι εδώ κανείς έτσι κι έτσι; ...», Και ξάφνου μια κραυγή απαντά από ένα σφραγισμένο βαγόνι: «Εδώ είμαι!» «Ψάξτε παραπέρα, είναι σ' άλλο βαγόνι!» ή «Γυναίκες, ακουστέ με! Ή γυναίκα μου είναι εδώ δίπλα, κοντά στον σταθμό, τρέξτε να της το πείτε!»
Αυτές οι σκηνές, οι ανάξιες για την εποχή μας, αποτελούν μαρτυρία για την κακή οργάνωση της επιβίβασης στα τραίνα. Οι παραλείψεις λαμβάνονται υπάρχουν' όψη, και κάποια νύχτα το τραίνο κυκλώνεται από μιαν αλυσίδα τσοπανόσκυλα πού μουγκρίζουν κι άλυχτανε.
Και στη Μόσχα, από την παλιά μεταγωγική φυλακή τής Σρετένκα (τώρα δεν την θυμούνται πια οι κρατούμενοι), καθώς και από την Κράσναγια Πρέσνια, ή επιβίβασης στα κόκκινα τραίνα γίνεται μόνο νύχτα, αυτό είναι νόμος.
Αφού λοιπόν δεν τους χρειάζεται το περιττό φώς τής μέρας, ή φρουρά χρησιμοποιεί τον ήλιο τής νύχτας: τους προβολείς. Αυτοί είναι πιο βολικοί, γιατί μπορείς να τους κατευθύνεις εκεί πού θέλεις, στο σημείο όπου οι κρατούμενοι, ένας τρομοκρατημένος σωρός, κάθονται στη γη περιμένοντας την διαταγή: «Να σηκωθούν οι επόμενοι πέντε! Τροχάδην στο βαγόνι!» (Μόνο τροχάδην. Για να μην προλάβει να κοιτάξει κανείς γύρω του, να μην προλάβει να σκεφτεί, να τρέξει σαν κυνηγημένος από σκυλιά, και να έχει μόνο τον φόβο μήπως πέση).
Και οι προβολείς φωτίζουν το ανώμαλο δρομάκι όπου τρέχουν, και το ψηλό σκαλοπάτι όπου σκαρφαλώνουν. Οι εχθρικές, φασματικές δέσμες των προβολέων δεν είναι μόνο για να φωτίζουν, μα παίζουν και σπουδαίο ρόλο στον εκφοβισμό των κρατουμένων, όπως και οι βάναυσες φοβέρες, τα χτυπήματα με τους υποκόπανους στους καθυστερημένους, κι ή διαταγή: «Καθίστε χάμω!» (μια φορά, όπως γινόταν στην πλατεία του σταθμού του Όρέλ, φώναζαν την διαταγή: «Γονατιστέ!» και, σαν θεοσεβούμενοι προσκυνητές, χιλιάδες κρατούμενοι έπεφταν στα γόνατα), καθώς και οι απειλές με τα όπλα (τουφέκια ή αυτόματα, ανάλογα με την δεκαετία). Και το κυριότερο: πρέπει να γίνει τέτοια αναστάτωση ώστε να τσακίσει ή βούληση των κρατουμένων, να μην τους περάσει καν από το μυαλό ή ιδέα της απόδρασης, και να αργήσουν όσο το δυνατό να αντιληφτούν το καινούργιο τους πλεονέκτημα: ότι από την πέτρινη φυλακή βρέθηκαν σ' ένα ξύλινο βαγόνι.
Μα για να μπορέσουν να επιβιβάσουν μέσα στη νύχτα μια χιλιάδα ανθρώπους στα βαγόνια, πρέπει να αρχίσουν από το πρωί να τους βγάζουν έξω από τους θαλάμους και να τους ετοιμάζουν για την αποστολή. Και ή φρουρά, όλη την μέρα, τους παραλαμβάνει στη φυλακή, τους κρατάει ώρες πολλές όχι στους θαλάμους, μα στην αυλή, χάμω στη γη, για να μην μπερδευτούν με τούς άλλους φυλακισμένους. Έτσι ή νυχτερινή επιβίβασης στο τραίνο αποτελεί για τούς κρατούμενους το ανακουφιστικό τέρμα μιας ατέλειωτης, εξαντλητικής ημέρας.
Έκτος από τα συνηθισμένα προσκλητήρια, τούς ελέγχους, το κούρεμα, την απολύμανση και το μπάνιο, ή βασική προετοιμασία για την αποστολή είναι ή γενική έρευνα, πού γίνεται όχι από το προσωπικό της φυλακής, αλλά από την φρουρά πού παραλαμβάνει τούς κρατούμενους. Σύμφωνα με τις οδηγίες για τις μεταγωγές με κόκκινα βαγόνια και τούς σκοπούς τής όλης στρατιωτικής επιχείρησης, ή φρουρά πρέπει να κάνη αυτή την έρευνα έτσι, ώστε να μην αφήνει στους κρατούμενους τίποτα πού να τούς διευκολύνει στην απόδραση, να κατάσχει κάθε σουβλερό ή κοφτερό αντικείμενο και κάθε λογής σκόνη (σκόνη για τα δόντια, ζάχαρη, αλάτι, καπνό, τσάι), για να μην στραβώσουν με αυτές τούς φρουρούς, να κατάσχει ακόμα κάθε σχοινί, ή σπάγγο, ζωνάρι ή ότι άλλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για απόδραση ακόμα και κάθε μικρό κορδόνι! (Έτσι κόβουν τα κορδόνια πού συγκρατούν το τεχνητό πόδι ενός αναπήρου και ό σακάτης βάζει το τεχνητό πόδι του κάτω από την μασχάλη και τρέχει κουτσαίνοντας, υποβασταζόμενος από τούς διπλανούς του). Όλα τα άλλα πράγματα, όσα έχουν αξία, καθώς και οι βαλίτσες, πρέπει, σύμφωνα με τις οδηγίες, να συγκεντρωθούν στο ειδικό βαγόνι για τις αποσκευές, για να επιστραφούν στους κατόχους τους στο τέρμα τής διαδρομής.
Μα είναι αδύνατη και δύσκολο να κρατηθεί ή ισχύς των οδηγιών από την Μόσχα πάνω στη φρουρά τής Βολογκντά ή τού Κουιμπίσεφ, ενώ είναι πανίσχυρη ή εξουσία τής φρουράς πάνω στους κρατούμενους. Έτσι εξασφαλίζεται ή επιτυχία τού τρίτου σκοπού τής επιχείρησης:
- να κατασχεθούν δίκαια όλα τα είδη αξίας των εχθρών τού λαού προς όφελος των παιδιών τού λαού.
«Καθίστε χάμω!» «Γονατιστέ!», «Γδυθείτε!» - αυτά τα παραγγέλματα τής φρουράς περιέχουν την βασική εξουσία, με την οποία δεν μπορείς να αντιδικήσεις. Ό γυμνός άνθρωπος χάνει όλη την σιγουριά του, δεν μπορεί να ορθωθεί με περηφάνια, να μιλήσει με τούς ντυμένους σαν ίσος προς ίσο. Αρχίζει ή έρευνα (Κουιμπίσεφ, καλοκαίρι τού 1949). Οι κρατούμενοι προχωρούν γυμνοί, κρατώντας στα χέρια τα πράγματά τους και τα ρούχα πού έβγαλαν, ενώ γύρω τους στέκονται πλήθος οπλισμένοι στρατιώτες. Όλα δείχνουν πώς δεν πρόκειται να σάς κάνουν μεταγωγή, αλλά να σάς τουφεκίσουν επί τόπου ή να σάς πάνε στον θάλαμο των αερίων - σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση ό άνθρωπος παύει να ενδιαφέρεται για τα πράγματά του. Ή φρουρά φέρνεται σκόπιμα με βαναυσότητα, κανείς τους δεν προφέρει λέξη με ανθρώπινη φωνή, γιατί αυτός ακριβώς είναι ό σκοπός τους : να τρομοκρατήσουν και να συντρίψουν.
Οι βαλίτσες ξετινάζονται (τα πράγματα πέφτουν χάμω) και σωριάζονται σε μιαν άκρη. Τσιγαροθήκες, πορτοφόλια και άλλα αξιοθρήνητα «τιμαλφή» των κρατουμένων κατάσχονται και ρίχνονται, ανώνυμα, στο ίδιο βαρέλι (και το γεγονός πώς αυτό δεν είναι χρηματοκιβώτιο,, ούτε σεντούκι, ή κασέλα, μα βαρέλι, ενοχλεί ιδιαίτερα τούς γυμνούς κρατούμενους, αλλά τούς φαίνεται ανώφελο να διαμαρτυρηθούν). Ό γυμνός κρατούμενος το μόνο πού μπορεί να κάνη είναι να μαζέψει από χάμω τα ερευνημένα του κουρέλια και να τα χώση στο σακουλάκι του ή να τα τυλίξει με την κουβέρτα του. Όσο για τις τσόχινες μπότες σου, μπορείς να τις παραδώσεις, άφησέ τις εδώ, γράψε το όνομά σου στον κατάλογο (δεν σού δίνουν απόδειξη παραλαβής, μα εσύ θα γράψεις πώς τις πέταξες στο σωρό!). Και όταν φεύγει από την αυλή της φυλακής και το τελευταίο καμιόνι με τούς κρατούμενους, κατά το σούρουπο, οι κρατούμενοι απολαμβάνουν το θέαμα των φρουρών να ρίχνονται για να αρπάξουν τις καλύτερες πέτσινες βαλίτσες από το σωρό και να διαλέξουν τις ωραιότερες τσιγαροθήκες από το βαρέλι. Ύστερα από αυτούς ρίχνονται στα λάφυρα οι δεσμοφύλακες, και τελευταίοι οι κακοποιοί τής φυλακής.
Να τί τράβηξες το τελευταίο εικοσιτετράωρο, ώσπου να φτάσεις στο βαγόνι για την μεταφορά ζώων! Τώρα όμως σκαρφάλωσες πια με ανακούφιση και σφηνώθηκες στις άγκιδωτές σανίδες τής κουκέτας. Μα δεν βρίσκεις ούτε ανακούφιση, ούτε ζεστασιά! Ό κρατούμενος αμπαρώνεται ξανά μέσα σ' έναν κλοιό κρύου και πείνας, δίψας και φόβου, ανάμεσα στους κακοποιούς και στη φρουρά.
Αν στο βαγόνι υπάρχουν κακοποιοί (και δεν τούς βάζουν βέβαια χωριστά στα κόκκινα τραίνα), αυτοί πιάνουν, κατά την παράδοση, τις καλύτερες θέσεις, στις πάνω κουκέτες, κοντά στον φεγγίτη. Αυτά, το καλοκαίρι. Εύκολα μαντεύετε, βέβαια, πού πιάνουν θέση τον χειμώνα: γύρω στη θερμάστρα ασφαλώς, σχηματίζοντας έναν πυκνό κύκλο. Όπως θυμάται ό πρώην κλέφτης Μινάγιεφ σε όλη την διαδρομή από το Βορονέζ ως το Κοτλάς (κάμποσα μερόνυχτα), στα 1949, ενώ έκανε φοβερό κρύο, τούς έδωσαν μόνο τρείς κουβάδες κάρβουνα! Τότε οι κακοποιοί όχι μόνο έπιασαν τις θέσεις γύρω από την θερμάστρα, όχι μόνο έβγαλαν από τούς φ ρ α γ ι έ ρ όλα τα ζεστά ρούχα για να τα φορέσουν αυτοί, αλλά τούς πήραν και τα ποδόπανα, πού τους χρησίμευαν για κάλτσες, και τα τύλιξαν γύρω από τα δικά τους λωποδυτικά πόδια.
Πέθανε εσύ σήμερα, κι εγώ ας πεθάνω αύριο! Ακόμα χειρότερη είναι ή κατάσταση με την τροφή, γιατί όλο το συσσίτιο του βαγονιού το παραλαμβάνουν οι κακοποιοί, οι όποιοι κρατούν για τον εαυτό τους ότι καλύτερο υπάρχει ή ότι χρειάζονται. Ό Λοστσίλιν θυμάται την μεταγωγή του από την Μόσχα στο Περεμπόρι στα 1937. Έ, λοιπόν, σ' αυτά τα τρία μερόνυχτα δεν τους έδωσαν καθόλου ζεστό φαγητό, αλλά μόνο ξηρά τροφή. Οι κακοποιοί κρατούσαν για τον εαυτό τους όλη την ζάχαρη, αλλά μοίραζαν το ψωμί και τις ρέγκες, πράγμα πού έδειχνε πώς δεν πεινούσαν. Όταν υπάρχει ζεστό φαγητό, και οι κακοποιοί αναλαμβάνουν την διανομή, το μοιράζονται μεταξύ τους (συνέβη στη μεταγωγή Κισινιώφ - Πετσόρα, διαρκείας τριών βδομάδων, στα 1945). Επί πλέον, οι κακοποιοί δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα: έναν Έσθονό πού είχε δόντια χρυσά, τον ξάπλωσαν χάμω και τού τα έβγαλαν με την τσιμπίδα τής θερμάστρας.
Οι κρατούμενοι θεωρούσαν το ζεστό φαγητό σαν το πλεονέκτημα των κόκκινων τραίνων: στους απόκεντρους σταθμούς (πού πάλι δεν βλέπει ο κόσμος) τα τραίνα σταματούν για να μοιράσουν στα βαγόνια το κουρκούτι και το πλιγούρι. Μα και το ζεστό φαγητό το δίνουν έτσι, πού σε πιάνει αηδία. Ή (όπως συνέβη στο ίδιο τραίνο τού Κισινιώφ) χύνουν το συσσίτιο μέσα στους ίδιους κουβάδες με τούς όποιους μοιράζουν το κάρβουνο. Δεν έχουν με τί να τούς πλύνουν, γιατί το πόσιμο νερό στο τραίνο είναι μετρημένο. Μεγαλύτερη έλλειψη υπάρχει σε νερό παρά σε φαγητό. Κάνεις λοιπόν να φας το συσσίτιό σου, και τρίζει στα δόντια σου ή καρβουνόσκονη. "Η πάλι, φέρνοντας το κουρκούτι ή το πλιγούρι στο βαγόνι, δεν δίνουν αρκετές καραβάνες - για σαράντα κρατούμενους, οι καραβάνες είναι μόλις εικοσιπέντε, και προστάζουν κι από πάνω: «Γρήγορα, γρήγορα! Έχουμε να ταΐσουμε κι άλλα βαγόνια, κι όχι μόνο το δικό σας!» Και τώρα, πώς τρώνε; Πώς να μοιραστή το φαΐ; Να το μοιράσεις δίκαια στις καραβάνες δεν γίνεται, συνεπώς πρέπει να το μοιράσεις με το μάτι, και να βάλεις από λιγότερο, από φόβο μήπως δεν φτάσεις. (Οι πρώτοι φωνάζουν: «ανακάτευε ανακάτευε λοιπόν!», ενώ οι τελευταίοι σιωπούν, με την ελπίδα πώς στον πάτο θα μείνει το πιο πηχτό).
Οι πρώτοι τρώνε, και οι άλλοι περιμένουν να κάνης γρήγορα, γιατί πεινάνε, και το φαγητό κρυώνει στον κουβά και από' έξω σε πιέζουν να βιαστής: «άντε, τελειώσατε; κοντεύετε;». Τώρα πρέπει να βάλεις στη δεύτερη βάρδια, κι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, ούτε πηχτότερο, ούτε ωραιότερο από ότι έβαλες στους πρώτους. Και σού μένει ακόμα να υπολογίσεις σωστά το τελευταίο πού απομένει και να το βάλεις σε μια καραβάνα για δύο ανθρώπους. Και όλη αυτή την ώρα σαράντα άνθρωποι έχουν λιγότερο τον νου τους στο φαΐ, όσο στη διανομή, κι είναι γεμάτοι αγωνία.
Δεν σού παρέχουν θέρμανση, δεν σε προστατεύουν από τούς κακοποιούς, δεν σε ποτίζουν, δεν σε ταΐζουν, μα ούτε να κοιμηθείς δεν σε αφήνουν. Την μέρα οι φρουροί μπορούν να παρακολουθούν ολόκληρο το τραίνο και τον δρόμο πίσω του, μήπως κανείς πηδήσει στο πλάι ή γλιστρήσει κάτω στις ράγιες, την νύχτα όμως παίρνουν αυστηρά μέτρα επαγρύπνησης. Με ξύλινα σφυριά με μακριές λαβές (τυπικό εργαλείο σε ολόκληρο το ΓΚΟΥΛΑΓΚ), την νύχτα, σε κάθε στάση, χτυπούν δυνατά κάθε σανίδα του βαγονιού: μήπως κατάφερε κανείς να την πριόνιση; Μερικές φορές, στις στάσεις, ανοίγει διάπλατα ή πόρτα τού βαγονιού και πέφτει μέσα φώς φαναριών ή ακόμα και ενός προβολέα: «Έλεγχος!» Αυτό σημαίνει: σηκωθείτε μ' ένα πήδημα και να είστε έτοιμοι να τρέξετε όπου θα σάς πουν, προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά.
Οι φρουροί ορμούν μέσα στο βαγόνι με τα σφυριά τους (κι άλλοι με αυτόματα είναι παραταγμένοι έξω σε ημικύκλιο) και φωνάζουν: προς τα αριστερά! Αυτό σημαίνει πώς όσοι βρίσκονται αριστερά πρέπει να μείνουν στις θέσεις τους, ενώ όσοι βρίσκονται δεξιά πρέπει να πηδήσουν αμέσως, σαν -ψύλλοι, προς τα αριστερά, ό ένας πάνω στον άλλο, όπως τύχη. Όποιοι δεν τα καταφέρουν ή ξεχαστούν, τις τρώνε με τα σφυριά στα πλευρά, στη ράχη, για να μάθουν να είναι σβέλτοι! Και τώρα οι φρουροί με τις μπότες τους ποδοπατούν τις άθλιες κουκέτες σας, σκορπίζουν γύρω τα κουρέλια σας, ρίχνουν πάνω σας φώς και χτυπάνε με τα σφυριά. Μήπως έχουν πριονιστή πουθενά οι σανίδες; Όχι. Τότε οι φρουροί στέκονται στη μέση τού βαγονιού κι αρχίζουν να σάς μετρούν βάζοντάς σας να περνάτε μπροστά τους από τα αριστερά στα δεξιά: «Ένα, δύο, τρία!» Θα αρκούσε απλώς να σάς μετρήσουν με τα δάχτυλα, μα τότε δεν θα σάς προκαλούσαν τρόμο, ενώ είναι πιο πειστικό, πιο αλάνθαστο και γρήγορο να συνοδεύουν αυτή την καταμέτρηση με σφυριές στη ράχη, στους ώμους, στα κεφάλια σας, όπου τύχη.
Το μέτρημα τέλειωσε, εντάξει, σαράντα. Δεν απομένει πια παρά να αδειάσουν, να φωτίσουν, και να εξετάσουν με τα σφυριά την αριστερή μεριά του βαγονιού. Τέλειωσε κι αυτό, έφυγαν και το βαγόνι έκλεισε πίσω τους. Τώρα μπορείτε να κοιμηθείτε μέχρι την επομένη στάση. (Είναι περιττό να πούμε πώς ή ανησυχία τής φρουράς δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη, γιατί όσοι ξέρουν τον τρόπο δραπετεύουν. Χτυπούν, λόγου χάρη, με τα σφυριά και βρίσκουν μια μισοπριονισμένη σανίδα από τα κόκκινα βαγόνια. Ή το πρωί, κατά την διανομή του συσσιτίου, βλέπουν ανάμεσα στα αξύριστα πρόσωπα, και κάμποσα ξυρισμένα. Και τότε περικυκλώνουν αμέσως το βαγόνι με τα αυτόματα φωνάζοντας: «Παραδώστε τα μαχαίρια!» Έτσι μια μικροκοκεταρία των κακοποιών και των φίλων τους, πού βαρέθηκαν να είναι αξύριστοι, τούς αναγκάζει να παραδώσουν τα ξυράφια τους).
Εκείνο πού ξεχωρίζει το κόκκινο τραίνο από τα άλλα τραίνα των μεγάλων γραμμών είναι ότι όποιος μπει σ' αυτό, δεν ξέρει ανησυχία θα βγει. Όταν στο Σολικάμσκ ξεφόρτωσαν το κόκκινο τραίνο πού ερχόταν από τις φυλακές τού Λένινγκραντ (στα 1942), όλο το ανάχωμα τής σιδηροδρομικής γραμμής γέμισε πτώματα και λίγοι ήταν αυτοί πού έφτασαν ζωντανοί. Τον χειμώνα του 1944 - 45 και του 1945 -46 στον συνοικισμό Ζελιεζνοντορόζνι (στο Κνιάζ - Πογκόστ), καθώς και σε όλους τούς σημαντικούς σιδηροδρομικούς κόμβους του Βορρά, έφταναν από τα απελευθερωμένα εδάφη — τις χώρες τής Βαλτικής, την Πολωνία, την Γερμανία - τραίνα κρατουμένων πού περιλάμβαναν από ένα ή δύο βαγόνια με πτώματα. Αυτό έδειχνε πώς κατά την διαδρομή φρόντιζαν να βγάζουν τα πτώματα από τα βαγόνια των ζωντανών και να τα βάζουν στις νεκροφόρους. Ωστόσο αυτό δεν γινόταν πάντα. Στον σταθμό τής Σουχομπεζβόντναγια (στρατόπεδο Ούνζ), καμιά φορά όταν μετά την άφιξη του τραίνου άνοιγε ή πόρτα ενός βαγονιού, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ποιοι ήταν ζωντανοί και ποιοι πεθαμένοι: όσοι δεν έβγαιναν έξω, σήμαινε πώς ήταν πεθαμένοι.
Ήταν τρόμος και θάνατος να ταξιδεύεις χειμώνα, γιατί ή φρουρά, με τις φροντίδες της για την επαγρύπνηση, δεν ήταν σε θέση να κουβαλά κάρβουνο για είκοσι πέντε θερμάστρες. Μα και με ζέστη να ταξίδευες, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα, γιατί από τούς τέσσερις μικρούς φεγγίτες οι δύο ήταν κλεισμένοι ερμητικά, ενώ ή σκεπή του βαγονιού έβραζε. Κι όσοι για να κουβαλάνε νερό για χίλιους ανθρώπους, δεν μπορούσαν βέβαια οι φρουροί να κοψομεσιάζονται, αφού τούς φαινόταν βαρύ να κουβαλάνε νερό και για ένα μόνο Στολύπιν.
Καλύτεροι μήνες για την μεταγωγή θεωρούνταν, από τούς κρατούμενους, ό Απρίλης και ό Σεπτέμβριος. Μα και ή καλύτερη εποχή δεν ωφελεί, όταν το τραίνο ταξιδεύεις συνέχεια επί ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ (από το Λένινγκραντ στο Βλαδιβοστόκ, στα 1935). όμως ή μεταγωγή έχει υπολογιστή πώς θα διαρκέσει πολύ μελετηθεί και ή πολιτική διαπαιδαγώγηση των άντρων φρουράς, καθώς και ή πνευματική περίθαλψη των κρατουμένων. Σε κάθε τέτοιο τραίνο, σε ειδικό βαγόνι, ταξιδεύεις ένας «κουμπάρος» - ό αξιωματικός της ασφαλείας. Αυτός ετοιμαστεί εκ των προτέρων για την αποστολή, από τη φυλακή κιόλας, και ή κατανομή των κρατουμένων στα βαγόνια έγινε στην τύχη, αλλά με καταλόγους πού ετοίμασε ό ίδιος. Αυτός ορίζει τον υπεύθυνο κάθε βαγονιού, και τοποθετεί ένα σπιούνο σε κάθε βαγόνι. Στις παρατεταμένες στάσεις, βρίσκει τρόπο να καλή πότε τον ένα και πότε τον άλλο, και να μαθαίνει τί συζητάνε μέσα στο βαγόνι. Μια τέτοια δουλειά είναι ντροπή, μετά το τέρμα του ταξιδιού, να τον αφήσει με άδεια χέρια. Έτσι, κατά την διαδρομή, σού κολλάει στη ράχη μια καινούργια ύποθεσούλα. Κι όταν φτάσεις στον τόπο τού προορισμού σου, αρπάζεις μια καινούργια ποινή.
ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ. ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ.
Η γνώση του Θεού είναι η αιώνια ζωή για μας που ζούμε ακόμα στη γη.
Η γνώση του Θεού στην επίγεια ζωή μας είναι απαρχή και πρόγευση της αιώνιας ζωής. Η γνώση του Θεού είναι η αιώνια ζωή για μας που ζούμε ακόμα στη γη. Πως όμως θα είναι η αιώνια ζωή στη μέλλουσα κατάστασή μας; «... οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α΄Κορ. β΄ 9). Αυτό το αποκάλυψε πνευματικά ο Θεός σ' αυτόν τον κόσμο μόνο σε κείνους που Τον ευαρέστησαν. Η μεγαλύτερη ευφροσύνη όμως στην αιώνια ζωή, στη Βασιλεία των Ουρανών, πρέπει να συνίσταται στη μέγιστη γνώση του Θεού, στη θέα του προσώπου του Θεου. Ο ίδιος ο Κύριος όταν μιλούσε για τα παιδιά είχε πει: «... οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς δια παντός βλέπουσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ούρανοίς» (Ματθ. ιη' 10).
Η ακόρεστη θέαση του Θεού, η διαρκής ζωή με την παρουσία του Θεού, μέσα σε μιαν ανέκφραστη αγαλλίαση και χαρά, αέναη δοξολογία κι αγάπη, δεν είναι ζωή αγγελική, που αρμόζει και στους αγίους στον άλλο κόσμο; Δεν είναι ζωή με γνώση του Θεού; Όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, στη γη, όπως λέει ο απόστολος, «βλέπομεν δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12). Η γνώση που έχουμε τώρα για το Θεό είναι μερική, τότε όμως θα είναι πλήρης. Επομένως, δεν πρέπει να νομίζουμε πως ένας άνθρωπος γνωρίζει το Θεό όταν φτάνει με τις διεργασίες του νου στο συμπέρασμα πως ο Θεός υπάρχει κατά κάποιο τρόπο και κατοικεί κάπου. Το Θεό γνωρίζει εκείνος που νιώθει μέσα Του αλλά καί γύρω του τη ζείδωρη πνοή Του· αυτός που με την καρδιά, το νου και την ψυχή του αισθάνεται τη μεγαλειώδη και φοβερή παρουσία του μονού αληθινού Θεού στη φύση, μα και στην προσωπική ζωή του.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Δεν συνηθίζω να μετακινούμαι από την μετάνοια μου, γιατί ανάπαυση μου είναι η κέλλα μου. Κάποιες όμως φορές οι υποχρεώσεις μου απαιτούν να το κάνω. Σε μια από αυτές τις ελάχιστες φορές βρέθηκα σε πολυάνθρωπη αδελφότητα. Μετά την ευπροσήγορη υποδοχή των μοναχών, καθίσαμε στο μικρό τους αρχονταρίκι. Ελέχθηκαν πολλά για τα ταξίδια μας στα ανοιχτά πελάγη της μοναχικής ζωής. Μιλήσαμε για ναυτίες, φουρτούνες, καλωσύνες, ακρογιάλια και ακτές. Δόξασα τον καλό μας Θεό, γιατί τα νιάτα είχαν να καταθέσουν περισσότερα από τους προχωρημένους στην ηλικία μοναχούς. Και δεν ήτανε καθόλου αδολεσχίες, αλλά τριβές και προστριβές με τον εαυτό μας, τον διάβολο και τον κόσμο. Καθόλου δεν ξεφύγαμε σε κρίσεις και κατακρίσεις. Τα κατατιθέμενα ήτανε προσωπικά σκαμπανεβάσματα. Ένας πολύ μικρός αδελφός μνημόνευσε ένα σύγχρονο Γεροντικό μιας ξένης αδελφής Εκκλησίας. Κι ο μεγαλύτερος αυτής της καλογερικής συντροφιάς προσέθεσε με πολλή λαχτάρα: «Αν γυρίσουμε στα ελληνικά χωριά μας και πλησιάσουμε τις μάννες και τις γιαγιάδες, τους πατεράδες και τους παππούδες, τόμους πολλούς θα συγγράφουμε με θαυμαστά γεγονότα και αγωνιζόμενες μορφές όταν μάλιστα η προσέγγιση γίνη με πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως, πολλά έχει να βοηθήση τον κόσμο ένα τέτοιο Γεροντικό».
Αυτός ο μοναχός έγινε για μένα εκείνο το απόβραδο λογχίνος πού κέντησε την πολύπαθη καρδιά μου. Ευτυχώς από μικρό παίδι είχα την έφεση να μαθητεύω στους πονεμένους και τυραννισμένους ανθρώπους και λάτρεις της αγίας μας Εκκλησίας. Άκουγα και κατέγραφα. Έβλεπα και φωτογράφιζα μέσα στης καρδιάς τα φυλλοκάρδια με μελάνι ανεξίτηλο, γιατί ήταν αναμεμειγμένο με δάκρυ και αίμα, και γι' αυτό έμειναν στο μικρό μου μυαλό κειμήλια ιερά. Ποτέ δεν ρώτησα αν αυτά ήταν αλήθεια, γιατί μόνοι τους κάθε φορά προσέθεταν: "Αυτά, παιδί μου, είναι γενονά".
[...]
(από τον πρόλογο του βιβλίου)
Συγγραφέας | ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ |
Έκδοση | ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010 |
Καιρός ευπρόσδεκτος. Ο αγώνας της μετανοίας με αναφορά στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή και στους Μοναχούς
|
Andre Rieu in London playing Sirtaki.
Ο Andre Rieu είναι ένας 62χρονος Ολλανδός βιολιστής,
από τα μεγαλύτερα εν ζωή ονόματα μαέστρων κλασικής
μουσικής σήμερα στον κόσμο.
Θεωρείται ο κορυφαίος ερμηνευτής στον κόσμο,
των βάλς των Γιόχαν Στράους (πατέρα & υιού).
Απολαύστε ...
Τρίτη 29 Μαρτίου 2011
On Despair.
Αnun possessed by a spirit of despair would say over and over again, "I am afraid that I will not be saved." And a wise elder replied to her:
Who could then be saved if monastics cannot? For whom has God created
******
The elder also said, "Various people can be comforted near a person who is free from stress."
A hermit said:
What guarantees a safe journey to eternity is effort, dignity, the sense of being unworthy before God, hope (the spiritual oxygen), consolation, and certainty. Not misery and compelled obedience and forced prayer; not tears and sadness—these all come from Satan. Yes, I ought to weep for my sins, but all the while hoping in God's love. But I cannot stand it if I cry because the Devil wants me [to despair]. Many times Satan crushes a person with despair and the devil becomes the victor. But this does not happen when one is like a child on his father's arm—trusting. Our trust in God is a ceaseless prayer that brings positive results. Despair comes from the Devil. Don't say, 'Oh, what has happened to me?' but give yourself to God totally and hope in Him.
Our obedience should not be done with misery or because we happen to be monastics. The elder or the eldress is not like the Emperor Diocletian who gives us orders. Rather, we should be grateful to our elders and eldresses because our obedience to them protects us. We thus must not react
to their directions negatively, nor disobey them.
* * *
I have not dealt with many things. I am familiar with some patristic teachings and I keep trying, nonetheless. One thing has become clear to me. There is no bitterness for man. When you face bitter situations spiritually, eventually they become sweet.
PUBLICATIONS OF THE HOLY MONASTERY OF ST. GREGORY PALAMAS KOUPHALIA- THESSALONIKI- GREECE |
Thou Shalt Have No Other Gods!
Hieromartyr Hilarion (Troitsky)
“There were thunders and lightnings, and a thick cloud upon the mount, and the voice of the trumpet exceeding loud… And Mount Sinai was altogether on a smoke” (Ex 19:16,18). And God spake all these words, saying, I am the LORD thy God, which have brought thee out of the land of Egypt, out of the house of bondage. Thou shalt have no other gods before me (Ex 20:1-3). But both thunders and lightnings failed to prevent the stiff-necked people from idolatry, and the Lord God, a jealous God, laments through His prophet, “My people have committed two evils; they have forsaken me the fountain of living waters, and hewed them out cisterns, broken cisterns, that can hold no water” (Jer 2:13).
But surely we, the new Israel, the Christian people, know that our meek Savior tells us the very same thing? He says it without thunder and lightning, but surely therefore we cannot help but hear His loving voice? “No man”, as Christ said, “can serve two masters: for either he will hate the one, and love the other; or else he will hold to the one, and despise the other. Ye cannot serve God and mammon” (Mt 6:24). “Know ye not,” writes St James the Apostle, brother of God, “that the friendship of the world is enmity with God? Whosoever therefore will be a friend of the world is the enemy of God. Do ye think that the scripture saith in vain, The spirit that dwelleth in us lusteth to envy?” (Jas 4:4-5). Even before baptism, we all renounced the evil one and joined ourselves to Christ alone. But does all this convince many of the immutable truth that at any time it is possible to worship God alone? We all renounced the evil one and joined ourselves to Christ. But look around the Christian world and see if it is the One God Whom people worship. Should not the spirit of all who love God be stirred, like unto the great Paul the Apostle, seeing that the life of many contemporary Christians is full of idols, like the pagan Athenians in the time of the holy Apostle Paul? (Acts 17:16)
Life is full of idols; now we see both idols and idolaters everywhere. However, you will not see idols made of stone, gold and silver. Indeed, it would be strange to find such primitive idolatry in our enlightened age. But a subtle idolatry, often unconscious or disguised as serving the true God, such even more dangerous idolatry has again spread over the face of the earth like a wave of mud. This idolatry manifests itself in many different ways, all of which are invariably sad and sorrowful for the Christian world.
The Apostle Paul speaks of ancient idolatry in his epistle to Romans. “When they knew God, they glorified him not as God, neither were thankful; but became vain in their imaginations, and their foolish heart was darkened” (Rom 1:21). The pagans had knowledge about God, but that knowledge did not touch their lives. In their lives they did not praise or thank God, Whom they had known with their minds. Their lives were not centered on seeking God, and there was a gap between faith and life. But cannot the same thing quite literally be said about our time? Those who live only for God and with God are so rare nowadays! Nowadays can many sincerely repeat these great words of the great Apostle, “yet not I, but Christ liveth in me?” (Gal 2:20). Today God is not praised in the lives of Christians. Ask our contemporaries, how do they live, what do they live for? What is the most important thing in their lives? They will say it is family, work, social activities, business. A few will mention science, some – pleasure, personal well-being. But will there be any who will say that the most important thing in their life is God, the Church, the salvation of their soul, eternal life? No, hardly anyone will recall all this, the one thing needful. Christ has been completely driven out of human life, although many do not actually persecute Him openly. In a way, people would be sad to abandon Christ completely, but they still do not love Him enough to reject all other gods for His sake. So they do all they can to retain all the worldly idols, to worship both Christ and Belial. They share their lives between many gods. The greatest part of their life is given over to worshiping all manner of idols in their hearts, and only the most insignificant part is devoted to the hasty and hurried worship of the true God. Imagine the big house of a busy person. There are many huge offices and studies, where the owner spends more or less whole days. But somewhere, in a corner, there is a very small room with icons. Rarely, all too rarely, and hurriedly, the owner calls in, but immediately runs out, rushing away to his “business”. This is how the whole life of the contemporary Christian is organized. He wastes his time in futility. He is busy all day long, with no free time at all. Very rarely, once a week, once a month, or even once a year, he calls in at the house of God. But he has nothing to do there, so he hurries back to his “business”.
What is life in Christ nowadays? And who even talks about such life now? Now you only hear about “satisfying your religious needs” or “carrying out your religious duties.” This said, such needs and duties are both, in fact, surprisingly few, compared to any other needs or duties. “Satisfying your religious needs…” “Carrying out your religious duties…” Tell me, how can such words be called anything but blasphemy? Is not the terrible apostasy concealed behind these words clear and obvious? The Christian faith cannot occupy just a tiny corner of human life, (;) it can only be life itself. Think of all the saints of God. Could they in their holiness possibly have uttered or thought words like those? Were their lives anything but walking with God (Gen 5:24, 6:9)? Some say that faith in Christ cannot influence our lives. It cannot indeed have any influence, because it is not given enough space in life. But faith in Christ did fill the hearts of the saints of God with ineffable joy, bliss and peace, for they lived for God alone. To those who serve God alone, the spirit living in them gives more grace (Jas: 4:6) which makes all illusory gifts of this world seem worthless and miserable. Those who wholly devoted themselves to God acquire the eternal treasure which “neither moth nor rust doth corrupt” and thieves cannot steal (Mt 6:20), which remains with them even after death. But what about our contemporaries, who zealously serve earthly idols, day and night thinking about the worldly, forgetting about the heavenly? What do they gain? What do their idols grant them? True, their outward life may astonish a frivolous admirer with its wealth, comfort, and luxury. But what inner wretchedness of soul is concealed underneath all this fleeting, short-lived splendor! How dark and troubled are the souls of our contemporaries! It is not merely I who say this, wishing to condemn the idolatrous life of the world. No, even writers who are hostile to God and Holy Church – read them! – portray our daily life in such horribly dark hues. And the best writers, do they not speak about our world, that it is ridiculous to think of living an honest life, holding on to high ideals?
Our contemporaries often say with pride, “I am rich, and increased with goods, and have need of nothing.” And he doesn’t know that he is wretched, and miserable, and poor, and blind, and naked (Rev 3:17). All this is because the faith of Christ has ceased to be life, because people no longer worship God alone, and have created countless idols, idols without souls, who give a spiritual meaning to life, making it meaningful.
Idols are increasingly forcing Christ out of human life. Nowadays, everything concerned with faith is more and more becoming a ‘private matter’, to such an extent that it must always be hidden away in the most secret ‘cell’, as it has and can have no place in life. Nowadays Christianity is seen merely as a private, secret form of piety, but Christian life has been impoverished. Christian life is only possible in the Church; only the Church lives the life of Christ. The Church is the holy community in which the earth rises to the heavens and people are so united in love and like-mindedness that they have one heart and one soul (Acts 4:32). The whole body of the Church “by that which every joint supplieth, according to the effectual working in the measure of every part, maketh increase of the body unto the edifying of itself in love” (Eph 4:16), “till we all come in the unity of the faith, and of the knowledge of the Son of God, unto a perfect man, unto the measure of the stature of the fulness of Christ” (Eph 4:13), and Christ will be in all (Col 3:11; 1 Cor 15:28). That is the true life of Christ! But being part of Christian Church life is only possible for a loving heart which is capable of casting off sinful selfishness and which cherishes the only God of love and defies cold and soulless idols of the world. The serving of idols, on the other hand, always goes together with selfishness, which is why our contemporaries’ hearts that lack love cannot grasp or access all the profound meaningfulness, joy, and beauty of Church life. Our society is therefore ready to leave all Church life to monks and priests alone. They think that they do not have to live according to the Church’s rules. In our society’s opinion, Christ’s commandments and Christian life are only obligatory and necessary for monks and maybe sometimes for priests, while for laypeople everything is possible, good and praiseworthy. Church services must be attended by monks, whereas laypeople may have evening and night ‘vigils’ at places of entertainment instead. Charity is not for laypeople either, politeness alone is enough. Society opts for the marketplace of the tedious world, rushing in the darkness from one glimmering light to another, starving from spiritual famine, eating “the husks that the swine did eat”, and not wanting to “have bread enough and to spare” (Lk 15:16-17) in the house of the Heavenly Father, which is the Holy Orthodox Church. And if some speak of taking part in Church life, they do not mean forming the body of Christ in common charity and spiritual deeds. What they mean is moneymaking and keeping “tables of moneychangers” (Mt 21:12) or fighting for some rights or other. And they want to put their soulless worldly idol in the holy place!
Contemporary idolatry can above all be seen in attitudes to the Church. Many are hardened, speaking evil of the only way of Christ (Acts 19:9), the way of the Church. ‘New paths’ are created baring (bearing) the name of Christ, but without the Church, ‘near but outside the walls of the Church’. Those ‘new paths’ prove very convenient for those who preserve the name of Christ but worship their favorite idols. That is why all these ‘new paths’ are attractive. They are easy and indulge passions. Only pious dreams, or more often, ugly ones, which have nothing to do with life, remain of the true faith of Christ, which is found in Holy Church, on those paths. The Church offers people the full teaching of Christ. This teaching shows little tolerance of passions, of human selfishness. But on the ‘new paths’ you can choose only what you like from the teaching of Christ and does not get in the way of worshiping idols. The selfsame sad event, so vividly described in the Book of Acts, is repeated over and over again. Felix the governor listens to the holy Apostle Paul when the latter preaches the faith in Jesus Christ, but when the Apostle starts to speak about temperance and the judgment to come, the nobleman trembles and says, “Go thy way for this time; when I have a convenient season, I will call for thee” (Acts 25:24-25). Is this not literally a common but sad situation nowadays? Now many are also ready to accept the ‘pure’, ‘Gospel’, ‘free’ Christianity, which does not oblige you to do anything, but they furiously reject Holy Church, because the latter speaks of temperance, self-denial, and casting down idols.
In order to dream about Christ at your leisure you do not really need the Church, you can do without it. Only, without the Church, you cannot live a Christian life, but then there are very few who are devoted to such a life. The majority find a semi-pagan life more appealing. Indeed, contemporary idolatry can be seen in the denial of Holy Church.
Idolatry, in this subtle form, has leaked into the Church community like a poison. What else can explain the extraordinary indifference to matters of faith and the Church, which dominates in so-called high and educated society? Do many nowadays feel the living need in their hearts to belong to the Holy Orthodox Church? Do many know about themselves, if they belong to the Church or if they have been already cut off by the invisible judgment of God, like withered branches, which have long borne no spiritual fruit, cut off from the living and blossoming tree of the Church? Many even ask in confusion, what does it mean to belong to the Church? They think that being registered in a book at baptism, coming to church two or three times a year, and taking Holy Communion once every three or four years is enough to belong to the Church. And if you tell them about the duties of every member of the Holy Church, they will reply indignantly, “But we aren’t monks. Do you think Christianity is all about monasticism? Don’t we simply need pray to God? Do we need to reject life with all its joys? Your concept of Christianity is too narrow-minded. Christianity is the religion of freedom…” and other foolish words. There are many different groups which exist to achieve earthly goals, and everyone knows what it means to belong to such groups. A member of such a group plays a very active part in its life and he lives through it. If something is useful for this group, he considers it useful for himself too. A friend of the group is his friend. An enemy of it is his enemy. I will give you an example; although it is not perhaps appropriate to speak of this in a church, but many will understand it with ease. Over the last few years many political parties have appeared in our country. Look how zealous party members are about protecting their party’s interests, how well they know the difference between their own party and others. Should a socialist start spreading monarchist ideas, they will be immediately cast out of the party and all connection with it will be lost. But what about the Church? Its life has nothing to do with us, we do not value it at all, we are used to doing without it. Matters of faith and the salvation of the soul interest few. Few distinguish between Orthodoxy and heresy, truth and delusion. Many avoid talking about Orthodoxy and heretical Western confessions, Catholicism and Lutheranism, but talk only about some general Christianity. To sympathize with a heretic, to be on and take the side of an enemy of the Christian Church, tearing apart the seamless tunic of Christ, is nowadays hardly considered to be a shameful and evil crime. Indeed, is it even thought to be improper? Conversely, the light-minded denial of Church teaching and rules, a mocking of them, and an opposition to the Church hierarchy, – have these not become a sign of good manners? And to be wholly faithful to Holy Orthodoxy and the Holy Church of Christ, to live according to its holy rules, and to obey the Church hierarchy unquestioningly, not from fear but from conscience – are these not clear signs of that backwardness, which is so superstitiously feared by our contemporaries? Alas! To our misfortune and sorrow, all this is so. Heretics, using society’s total ignorance of matters of religion and piety, hiding behind big, but totally empty words, preach the most ridiculous, meaningless and disgusting teachings, while the children of the Church put heretical lies above the Orthodox truth, without even questioning it. They openly call one who has been excommunicated by the Church for his blasphemous heresies a great teacher, hold celebrations in his honor and seek audiences with him and flatter him. Furthermore, they go as far as to vilify those who guard the flock of Christ because they chase away wolves from the sheep who have been entrusted to them by God. The enemies of the Church shower God’s inheritance with endless abuse, which horrifies the soul that loves God and the Church. A merciless war against all of Christ’s work has been declared; the enemy ruthlessly uses the most base and shameless means to achieve their unholy ends. And what do the Church’s children do? Do they fight back? Do they indignantly and sorrowfully turn away from foolish actions and speeches? Do they start to love the slandered Christ and His Holy Church even more? No! They are even ready to applaud Christ’s enemies and cry out with zeal “Crucify Him!” We can go even further than this. We have noticed a sort of spite among believers towards their own Church. It is as if they were happy that enemies shamelessly vilify the Holy Orthodox Church. It is as if they were secretly looking forward to the Church’s collapse, so that they will be ‘free’ from God, from the Church’s calling, alone with their beloved idols. We can once more hear the cry, true, most often concealed behind big words, “Get out of the way, turn aside from the path, cause the Holy One of Israel to cease from before us,” as once before “a rebellious people, lying children, children who will not hear the law of the Lord” cried (Is 30:9-11). How else can we explain why the Church’s children so eagerly sympathize with the whole anti-Church movement? When ill-disposed people hear something bad about their enemies, they believe it very easily, even fearing to think that it might be a lie. Do we not see the same with attitudes to the Church? The sons of disobedience (Eph 2:2) come up with all kinds of lies about God’s Church, holy monasteries, priests and bishops of God, and fill their newspapers and books with these lies. Their falsehood could not be more obvious, yet the Church’s children close their eyes to this and are eager to believe blatant lies.
Such an opposition to the Church, even on the part of those who seemingly belong to it, is based on the same idolatry. It is because people do not want to serve God alone that they oppose the Church. If they served God alone, there would not be any opposition to the Church, or even any indifference whatsoever in matters of the faith. But in our idolatrous age opposition to the Church has attained huge proportions and is the greatest tragedy of our time. “All heresies and schisms,” says the hieromartyr Cyprian, “result from everything secular and even anti-Church finding support and approval inside the Church itself!” (Letter to Pompeius)
O brethren! May none of you fall according to the same example of disobedience (Heb 4:11). The wrath of God is coming upon the sons of disobedience (Col 3:6; Eph 5:6). Fiery is the indignation which will devour the adversaries (Heb 10:27). These are not my words, not my threats, but those of the holy Apostle Paul. And the prophet says, “God is jealous, and the Lord avenges” (Nahum 1:2). But when you see the sad confusion in the Church community, which results from worshiping other gods, you really want to cry from the bottom of your grieving heart, “Let there be lightning and thunder, let there be again the voice of God, saying ‘I am the Lord thy God, thou shalt have no other gods before me! Put away the foreign gods from among you (1 Ki 7:3; 4 Ki 17:35, 37, 38), make no mention of their names (Josh 23:7).
But on this our feast day may the voice of the Lord first of all and louder than all sound out for us, my brothers, my dear sons of the same alma mater, the Moscow Theological Academy. Surely we hear how the first words of the Ten Commandments of Sinai ring out for us especially? Surely it is not hard to know the thoughts that it calls forth within us? First of all, it forces us to think about our present. Thanks to the Lord God, we are in a theological school. Our very field of study does not attract our minds to what is below and only below; no, it speaks of what is above, it beckons us above. As you know, nowadays there are very many fields of study which fill people with much knowledge, but of these studies it is always possible to ask: are they necessary for the salvation of the soul and eternal life? And if they are unnecessary, then what is their use? True, such knowledge may be very convenient for everyday life: we can no longer live without them. We need railways, steamships, the telegraph and the telephone, electric light and much else besides. This is all true. It would be absurd to deny all this. But to judge from the point of view of everyday usefulness is not the highest form of judgment for humanity, especially for Christians, because they hear the word of Christ: For what is a man advantaged, if he gain the whole world, and lose himself? (Lk 9:25). For we walk by faith, not by sight (2 Cor 5:7), not by science. Science is not yet in itself life; in matters of life and death science can only serve Christ or antichrist. The whole tragedy of our age is that proud semi-science – real science is always humble – meddles in the affairs of others, it wants to teach people how to live. After all, the truths of natural science, mathematics and technology teach us nothing about the answers to questions of salvation and death. Does God exist or not? Does eternal life exist or not? You will not find the answers to these questions if you study the stars, the trees, herbs, stones and metals. You will not find them if you study the destinies of peoples, their wars, their trade, their social life. When nevertheless science starts to tackle such issues, then, looking only below, very quickly and very easily it starts to serve antichrist. Like the ancient murderer, it craftily whispers to people: ye shall be as gods, knowing good and evil (Gen 3:5). It is not for nothing that the holy Apostle James calls such wisdom earthly, sensual, devilish (Jas 3:15). Nowadays, this devilish wisdom often declares that the whole cause of our salvation is foolishness. Such wisdom does not lead to salvation and eternal life is completely unknown to it: it knows only the grave and murmurs blindly, unhappily and darkly at the graveside. But who can say of our science that it is not essentially necessary for the salvation of the soul and eternal life? To study the Holy Scriptures, the works of the Holy Fathers, which are filled with the Spirit, to know the lives and feats of the saints of God, to study the wonderful destinies of the Church of Christ – can all this be compared to the construction of factory chimneys, the study of sinful writings, the whole general construction of the contemporary Tower of Babel? Of course not! Nowadays, when earthly wisdom is increasing so much, the need for heavenly and divine wisdom is especially great. Everyone needs the Truth that comes down from above (Jas 3:17); without it people cannot live, however much they bury themselves in earthly vanities. The whole earth calls upon truth and heaven blesses her and all God’s works shake and tremble at it (2 Esd 4:36). Today countless demands for that very wisdom, to which our Academy is dedicated, come from all quarters. There is a surplus of workers in the field of earthly wisdom, but there are few, very few in the grace-filled fields of theological study. And this is why the service of theological study and our self-enrichment with its eternal and imperishable treasures is our very calling at the present time! This is alone what we must serve, what we must revere, not kneeling down before the Baal of a foreign knowledge which does little to bring salvation.
But the Holy Apostle warns us of delusion. Who is a wise man and endued with knowledge among you? Let him show it out of good conduct his works with meekness of wisdom. But if ye have bitter envying and strife in your hearts, glory not, and lie not against the truth (Jas: 3, 13-14). Have you noticed that truth in the word of God and in the writings of the Holy Fathers, well-expressed or not, is always valued by whether it is helpful or harmful for the salvation of the soul? Truth is valued not by theoretical or logical considerations, but by moral considerations. So here too the Holy Apostle gives us the chance to think and speak, that even the task of theology is not yet serving God alone: it is possible even to be a theologian and still worship other gods, to serve soulless idols. The lack of devotion to God alone, together with the wish to combine the worship of God and idols, has today, especially among Western heretics, created a view of theology as a mere outward knowledge. What is theology? For many it is merely a knowledge of theological truths, but the ignorance of God. The knowledge of God is the knowledge that comes from experience. Only the pure in heart shall see God and therefore true theology must be piety and only then will it bring forth fruit according to its kind. Theology without piety is one of the pale and sickly offspring of our idolatrous age, which refuses to worship the one God. The theologians who have the Spirit did not and do not know such a theology. St Isaac the Syrian likens such theologizing to prostitutes who speak of chastity and considers it as of little use as someone who would set fire to wet firewood. And those few people who sincerely seek God, who yearn for Him with their souls, who ask theologians for heavenly truth are repelled by such theology and say: ‘We are perishing from spiritual hunger, – why do you give us stones instead of bread?’ And how ephemeral are all the works of this soulless theology! They are stale like barley bread (Judg 5: 8) and no-on wants to know them.
The writings of theologians who have the Spirit live for thousands of years; good people read them with love and save their souls through them. A living and real theology must be our calling too, one which is piercing even to the dividing asunder of soul and spirit (Heb 4:12), a saving theology. Such a theology cannot be tedious, lifeless, without content, because it is the highest manifestation of life, the inner cultivation of the Christian soul, until Christ is formed in it (Gal 4:19).
For our good fortune here we have the best aid to do such theology. Here is our Russian shrine, where for centuries, like a clear candle flame, faithful souls have burned with the fire of sacred inspiration and been warmed by the warmth of heartfelt tenderness. Just look at our beloved Academy from outside! Much can be found here for the edification of the soul, which is dedicated to the love of wisdom. Have you noticed that the house of God stands at the centre of its buildings? And do all these buildings not remind you of those by the temple in Jerusalem, where the heavenly patroness of our church was raised, she who now stretches out her precious stole over the whole Academy? And does all this not tell us the absolute truth that authentic Orthodox Christian theology must be as close to and as inseparable as possible from Church life? May the Queen of Heaven, who Herself was raised in the Temple, help us too to be raised in the Lord (see the stichira of the Feast of the Presentation) in the church which is dedicated to her!
Although it is time to bring our words to the haven of silence, how can we not look to the future? I am the Lord thy God, thou shalt have no other gods before me! After this is it still possible to go to a far land, to worship other gods, to serve other gods, to sacrifice our lives for other gods? To abandon God and Holy Church at a time when there is such a great need for workers in Christ’s harvest fields!
Waterless clouds have gathered over the Russian plains from all sides. They have been brought by the wind, to whom is reserved the blackness of darkness for ever (Jude 1:13). Their mouths utter words that are puffed up. These are murmurers, complainers, walking after their own lusts (Jude 1:16). The cunning adversary walks about in the form of wild people, like a roaring lion, seeking whom he may devour (I Pet 5:8). The gates of hell have gathered all their might and have fallen headlong on Christ’s Holy Church. Do we have to point out these enemies of the Church? But who does not know them? Only the blind cannot see them. We believe, we believe unwaveringly, that no winds, no tempests can sink the ship of Jesus Christ! The gates of hell shall not prevail against the Church of Christ! Truth is great and stronger than all things, it endures and is strong for ever (2 Esd 4:35-38). It is easier to extinguish the sun than to destroy the Church, as St John Chrysostom says. Let us not fear for Holy Church! But look how the inheritance of God is stolen away! How many good people have gone in the way of Cain, and ran greedily after the error of Balaam for reward, and perished in the gainsaying of Chor (Jude 1: 1. Compare Gen 4:7; Num 22:22; 16:13). Surely it is not possible to entangle ourselves with the affairs of this life (2 Tim 2:4) with a clear conscience, when they are tormenting our own mother – Holy Church – and her children are being stolen away? In the form of the Church Christ is once more being crucified, once more being mocked and reviled in madness. What sort of conscience do we need not to lighten the cross of Christ, like Simon of Cyrene? How can any who have received a Church education, to whom God has given strength and knowledge, who love God, whom Christ has chosen for His service, not stand up and defend the Savior? How can they not guard the inheritance of God from plundering wolves? This is a great and gracious cause. If any of you, writes the Apostle, do err from the truth, and one convert him, let him know that he which converteth the sinner from the error of his way shall save a soul from death, and shall hide a multitude of sins (Jas 5: 19-20). And how sad it is when you hear that they who have started all with one consent begin to make excuse (Lk 14:18). Around us are brothers who perish for the faith and the guests say: This is not my affair: let those who wish serve him, but as for me…I have bought a piece of ground, I have married a wife, – have me excused (Lk 14: 18-20). But the blood of your brother, the blood of all who through your negligence have been trapped by the spiritual wolf, cries to God from the ground (Gen 4:10). To you is given strength, to you knowledge, and you did not want to give them to the service of God and Holy Church? Thou didst eat fine flour and honey and oil, but thou didst shamelessly betray God (Ezek 16:13; read to the end of the chapter).
Are we to speak of weakness, of unworthiness? Yes we know that Moses wanted to give up (Ex 3:11 – 4:17), that Jonah fled to Tarshish, that the Gregories and the Chrysostoms were afraid, that through humility St Sergius wanted to give up. But you, who so zealously cling on to your petty vanity at other times, are you sincerely speaking of your unworthiness? Would you not rather wish to give up in favor of a carefree life, on the pretext of humility, as St John Chrysostom says, are your words of humility not merely an excuse with which you hope to calm both yourself and others? Are your words of humility not simply a way of making yourself a comfortable bed, where you can rest your slumbering soul in untroubled sleep? Does your hypocritical cowardice not conceal your stony-hearted indifference to Christ and His cause? Do you run away from the judgment of the Church simply because you love the praise of men more than the praise of God? (Jn 12:43). Just for one moment be sincere with yourself and answer all these questions for yourself, my brother, fearlessly, boldly and truthfully.
It is not right to rely only on yourself, but commit all your strength, abilities, knowledge which the Lord has blessed you with, into God’s hands, like the widow who gave her mite, and say with the Apostle: I can do all things through Christ, which strengtheneth me! (Phil 4:13). It is good for a man that he bear the yoke in his youth (Lam 3:27). Here on earth, in the Church militant, he endures hardness, as a good soldier of Jesus Christ (2 Tim 2:3), but the Lord God shall crown him with a crown of victory in the Church. He will triumph in the heavens, where a crown of righteousness is laid up unto all them that love Christ (2 Tim 4:8).
To consider as nothing all the empty and soulless idols of this vain world, to consider them all as rubbish and to serve God alone and His Holy Church – nothing is and can be nothing higher than this! But those who for the sake of earthly idols give up what Christ allots them should know that the dreary, empty and ugly songs of the world can never replace what are for the souls that love God the sweetest sounds of heaven, and that you will not find any consolation for your soul at the crossroads of this world, at the crooked and depraved paths of idolatry (Judg 5:6).
I am the Lord thy God, and thou shalt have no other gods before me! Hearken, O soul that loves God, to the voice of God! If you do not heed it, ye shall be devoured with the sword; for the mouth of the Lord hath spoken it (Is 1:20). To love the Lord your God alone, to listen to His voice, to cleave unto Him with all your heart – this is your life and the length of your days! Life and death are set before you, O soul that loves God, blessing and cursing. Choose life and not death! (Deut 30: 19-20).
Translated from Russian by Fr. Andrew Phillips and Alexey Malafeev