Ηλθεν, ίθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν.
Ό δε ειπεν αυτώ
τέκνον, σύ πάντοτε μετ' εμού ει,
και πάντα τα εμά σά εστίν
ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει,
ότι ο αδελφός σου ούτος
νεκρός ην και ανέζησεν
και απολωλώς ην και ευρέθη.
Ή ανταρσία του νεωτέρου υιού και ή διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει ή αίσθηση πού έχει ότι είναι υιός τού Πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ' αυτή την ορολογία. Ζή σ' αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι' αυτόν λέει: «Πάτερ, δός μοι….».
Ή αμαρτία, ή αδυναμία του, είναι ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι ή ουσία του Πατρός είναι ή ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη την στιγμή αυτόν πού λέει παρακάτω ό πατέρας στον πρεσβύτερο υιού, «τα εμά πάντα σα εστί», γι' αυτόν ζητά από τον πατέρα του να τού δώση τον επιβάλλον μέρος της ουσίας, τον κομμάτι πού τού ανήκει.
Αυτός ό χωρισμός πού γίνεται μέσα του είναι ή αμαρτία του. Αυτός ό χωρισμός, ό τεμαχισμός είναι ή αμαρτία, τον κακό. Όρος σύντομος του κακόν ότι ουσία κατά φύσιν άλλα κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγ. Μάξιμος, Ρ.G. 4, 30ΙΑ).
Ό πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του.
Ενδιαφέρεται να σώσει τον άλλο, τον παιδί του. Αυτόν βρίσκεται στο σκοπό τής ζωής του, είναι καταξίωση του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τί θα πή ό κόσμος, ανταρσία θα χάση τον κύρος του, ανταρσία παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί πού αφήνει τον σπίτι και φεύγει μακριά. Ή αγάπης του Πατέρα πάει πιο μακριά από' ότι μπορεί να πάη ή κρίσι του κόσμου ή ή ανταρσία του γιου του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέρει ότι δεν πρόκειται να βγή τίποτε. Δεν πρόκειται να νιώσει κάτι ό νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήσει να περιπλανηθεί, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά Αυτό ξέρει ό Πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύση.
Θα τον συντροφεύει πάντοτε με την αγάπης Του, πού μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι' αυτόν δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαίνοντας στο σταυρό τής αναμονής.
Τον θέμα δεν είναι ό πατέρας να κρατήσει διά τής βίας τον υιός κοντά του, αλλά να τού δώσει την δυνατότητα, να τού δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε ό ίδιος, μόνος του, να έλθει προς Αυτόν, την πηγή τής Ζωής. Αύτη ή κίνηση προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό;
Ή προσωπική κίνηση προς τον Πατέρα ορίζει τον πρόσωπο τού Υιού. Ή φράση «και ό Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι ενδιαφέρεται τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πή κάτι για τον μυστήριο τής υιότητος και τής πατρότητος;
Να δώσεις την δυνατότητα στον άλλο να γυρίσει στο σπίτι ενδιαφέρεται ελευθερία. Να τον βρει. Να τον νιώσει, να γίνει δικό του. Να μη μπορεί να φύγει, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε — με την σωστή τοποθέτηση και σχέση υιού προς πατέρα — θα είναι ενδιαφέρεται παντι καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
Και χωρίς να πει λόγο, διείλεν αυτοίς τον βίον». Τού μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο πού ό υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνο πού ό πατέρας ξέρει.
Του έδωσε τον κομμάτι πού ζητούσε. Αλλά τον κομμάτι αυτόν αποκομμένο από τον σύνολο τής αληθείας τής αμπέλου τής ζωής δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήσει. Τον κομμάτι αυτόν, όταν τον παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα — όπως και όταν θέλουμε — δεν μάς οδηγεί, δεν μάς φέρνει στη ζωή, στον παράδεισο, αλλά στην απόγνωση και καταστροφή. Αυτόν πού συνάγομε με τον επαναστατημένο θέλημά μας — συναγωγών άπαντα» — τον σκορπίζομε ασώτως — διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως» (ά-σωτηρία, ά-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάσταση στείρα, όπου χωρίζεται ή ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατάσταση πού δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Τον κομμάτι πού μάς δίδει ό Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο πού μερίζεται και δεν διαιρείται, πού εσθίετε και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό τής βασιλείας, πού σώζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα τής δημιουργίας ολόκληρης.
Τον ψεύτικο χάνεται, μάς εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ τής πραγματικότητος φανερώθηκε τον ψεύτικο, τον απατηλό, πού χάνεται και φεύγει. Μάς αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλοδαπή, όπου τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνονται — «δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά ‘έγινε επί πλέον λιμός (οχυρός κατά την χώραν εκείνην. Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζει καλά για πάντα. Στο τέλος (οχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει κανένα. Υπάρχει μια έκπτωση, εξαθλίωση, τελική απώλεια τού άνθρωπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πάς να προσκολληθείς «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκεις χοίρους, να ποιμαίνεις πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρνείται την φύσι, την ευγένεια σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νηστικός, γιατί δεν τρώγεται ή τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.
Τον αληθινό μένει, μάς σώζει
Ή δοκιμασία τού νεωτέρου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και τον τί έκρυβε μέσα του, τί αντοχή είχε, τί έμεινε ανέπαφο, ποιός μπορούσε να τον βοηθήσει , σε ποιόν να κολληθεί. — «εκολλήθη ή ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο ή δεξιά σου» — σε ποιόν να καταφυγή, ποιός είναι «οικτίρμων και έλεήμων», που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάσταση για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ό ίδιος — «απολωλώς ην» — κυριολεκτικά να πέθανα — «νεκρός ην» —, αλλά κάτι υπάρχει πού δεν χάνεται, δεν πεθαίνει είναι ό Πατέρας μου και ή αγάπης Του. Αυτός είναι «δυνατός ενδιαφέρεται ελέει και αγαθός εν ισχύι». Τον ξέρω, τον ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του — είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο — σκέφτομαι τούς μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα πού είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα πού έχεις τέτοια αγάπης, πού γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα πού ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα τής στερήσεως, τής ασωτίας, τής κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιός σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αύτη είναι ή αμαρτία, τον έγκλημα μου τον ένα. Δεν είναι ή περιουσία σου πού έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, πού μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου δεν είναι κάτι πού μπορώ να κερδίσω με την δουλειά μου, για να σού τον επιστρέψω. Καθύβρισα την μια σχέση τού υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ' όσον με σεβάστηκες περισσότερο από' ότι άξιζα. Με καταδικάζει ή συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας τής αγάπης, ανταρσία δεν μού είχες φερθεί όπως μου φέρθηκες, ανταρσία δεν ήσουν τέλειος σε όλα, ανταρσία λίγο κάπου μού έφταιγες ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγκό, ή άνείκαστή σου στοργή και ανοχή, πού μόλις συνειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να τον νιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στο θάνατο, για να καταλάβω τί θα πει σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τί-να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: την δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και την δική σου βασιλεία, αγάπης, πού με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα από την αγάπης σου, πού με έλκει έσωθεν και μού κάνει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Ή ένοχή είναι δική μου. Ή ανοχή, ή ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ούρανόν και ένώπιόν σου και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου• ποίησόν με ως ίνα των μισθίων σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου